Έχοντας συμφωνήσει ότι η δικαιοσύνη είναι το άριστο για την ψυχή, οι συνομιλητές άκουσαν τον Σωκράτη να αναπτύσσει τους τρόπους με τους οποίους ανταμείβεται και επιβραβεύεται ο δίκαιος άνθρωπος κατά τη διάρκεια της ζωής του.
Τα βραβεία επομένως, είπα εγώ, οι ανταμοιβές και τα δώρα που παίρνει στη διάρκεια της ζωής του ο δίκαιος από θεούς κι από ανθρώπους, πέρα από τα αγαθά που του πρόσφερε αυτή καθεαυτήν η δικαιοσύνη, θα είναι τέτοιου είδους.
Και θα’ ναι, είπε, πολύ όμορφα πράγματα και σίγουρα.
Αυτά ωστόσο, είπα εγώ, δεν είναι τίποτα, ούτε ως προς το πλήθος ούτε ως προς το μέγεθος, μπροστά σ’ εκείνα που περιμένουν τον καθένα από τους δύο, όταν πεθάνει. Κι αυτά είναι ανάγκη να τα ακούσουν, ώστε και ο δίκαιος και ο άδικος να πάρουν από τη συζήτηση όλα όσα επιβάλλεται να ακούσει καθένας τους.
Λέγε τα, τότε, είπε· γιατί δεν υπάρχουν πολλά άλλα πράγματα που θα τα άκουγα με περισσότερη ευχαρίστηση.
Μην περιμένεις, είπα εγώ, να σου πω κανένα μακρόσυρτο παραμύθι σαν του Αλκίνοου, θα σου πω το παραμύθι ενός γενναίου άνθρωπου, του Ηρός, του γιου του Αρμένιου, από το γένος των Παμφύλων. Ο άνθρωπος αυτός σκοτώθηκε στον πόλεμο, κι όταν τη δέκατη μέρα σήκωσαν τους νεκρούς, σε αποσύνθεση πια, αυτόν τον βρήκαν άθικτο· τον πήγαν στον τόπο του για να τον θάψουν, και τη δωδέκατη μέρα από το θάνατο του, εκεί που τον είχαν επάνω στην πυρά, αυτός ξαναζωντάνεψε και, γυρίζοντας πάλι στη ζωή, ανιστορούσε όσα είχε δει εκεί. Είπε ότι σαν βγήκε η ψυχή του, πορεύτηκε με άλλους πολλούς κι έφθασαν σ’ έναν τόπο δαιμονικό, όπου υπήρχαν δυο ανοίγματα της γης, δίπλα–δίπλα το ένα με το άλλο, και απέναντί τους απάνω στον ουρανό άλλα δύο.
Ανάμεσα σ’ αυτά κάθονταν δικαστές, οι οποίοι κάθε φορά που τελείωναν τη δίκη, τους μεν δίκαιους τους πρόσταζαν να ακολουθήσουν το δρόμο που έβγαζε προς τα δεξιά και προς τα πάνω μέσα από τον ουρανό, αφού προηγουμένως τους κρεμούσαν στο στήθος σημάδια της απόφασης που είχαν βγάλει, ενώ τους άδικους τους έστελναν από το δρόμο που ήταν στα αριστερά και οδηγούσε προς τα κάτω· είχαν κι αυτοί, κρεμασμένα πίσω τους, σημάδια για όλα όσα έπραξαν. Όταν παρουσιάστηκε κι αυτός στους δικαστές, του είπαν ότι έπρεπε να γίνει αγγελιαφόρος και να πει στους ανθρώπους τι συνέβαινε εκεί, και του έδωσαν την εντολή να ακούει και να κοιτάει με προσοχή τα πάντα σ’ εκείνο τον τόπο.
Είδε έτσι εκεί τις ψυχές που έφευγαν μέσα από τα δύο ανοίγματα του ουρανού και της γης, αφού πια είχαν κριθεί, ενώ στα δύο άλλα ανοίγματα έβλεπε άλλες ψυχές, από το ένα να ανεβαίνουν, φεύγοντας από τη γη λερωμένες και βουτηγμένες στη σκόνη, κι από το άλλο άλλες ψυχές να κατεβαίνουν από τον ουρανό καθαρές. Και οι ψυχές που έφθαναν κάθε φορά έδιναν την εντύπωση πως έρχονταν από δρόμο μακρινό, και με ευχαρίστηση τραβούσαν κατά το λιβάδι κι εκεί κατασκήνωναν, όπως σ’ ένα πανηγύρι, και χαιρετιούνταν η μια με την άλλη, όσες γνωρίζονταν, κι αυτές που έρχονταν από τη γη ζητούσαν να μάθουν από τις άλλες για τα πράγματα εκεί, κι εκείνες πάλι που έρχονταν από τον ουρανό ρωτούσαν τις άλλες για τα δικά τους. Κι ανιστορούσαν οι μεν στις δε, άλλες κλαίγοντας και οδυρόμενες, καθώς ξαναθυμούνταν όσα είδαν και έπαθαν στην πορεία τους κάτω από τη γη ―κι η πορεία αυτή είχε κρατήσει χίλια χρόνια―, κι οι άλλες πάλι που έφθαναν από τον ουρανό διηγούνταν όσα ευχάριστα δοκίμασαν εκεί και την άφατη ομορφιά που είχαν αντικρύσει.
Ήταν πολλά πράγματα, Γλαύκων, και θα ‘παιρνε χρόνο πολύ να τα διηγηθεί κανείς· το πιο σπουδαίο όμως που είπε είναι μ’ ένα λόγο τούτο. Για όσες αδικίες διέπραξαν, καθένας τους, και για όσους αδίκησαν πλήρωσαν για όλα με την τιμωρία που έπρεπε, δέκα φορές για το καθένα ―πάει να πει, για κάθε εκατό χρόνια, γιατί τόσο είναι το διάστημα της ανθρώπινης ζωής―, ώστε το τίμημα που κατέβαλαν να είναι δεκαπλάσιο από το αδίκημα. Αν κάποιοι, λ.χ., έγιναν η αιτία για το θάνατο πολλών ανθρώπων, είτε επειδή πρόδωσαν πολιτείες ή στρατόπεδα είτε πάλι επειδή είχαν ρίξει ανθρώπους στη σκλαβιά ή ήσαν συνένοχοι για κάποια άλλη δυστυχία, για όλα αυτά, έλεγε, πλήρωναν με δεκαπλάσια οδύνη το κάθε τους κρίμα, κι από την άλλη, αν είχαν κάνει κάποιες καλοσύνες κι είχαν φανεί δίκαιοι και γεμάτοι σεβασμό απέναντι στους θεούς, έπαιρναν με την ίδια αναλογία την ανταμοιβή τους.
Έλεγε επίσης κάτι άλλα για όσους πέθαναν μόλις γεννήθηκαν και για όσους έζησαν λίγο, αλλά δεν αξίζει να αναφερθούμε σ’ αυτά. Και για την ασέβεια ή το σεβασμό απέναντι στους θεούς και τους γονείς καθώς και για όσους σκότωσαν με τα ίδια τους τα χέρια οι αντίστοιχες πληρωμές, έλεγε, είναι ακόμη πιο μεγάλες.
Έλεγε μάλιστα πως μπροστά του κάποιος ρωτούσε κάποιον άλλο πού ήταν ο πολύς Αρδιαίος. Ο Αρδιαίος αυτός υπήρξε τύραννος σε μια πόλη της Παμφυλίας, πάνε χίλια χρόνια από τότε· είχε σκοτώσει τον γέροντα πατέρα του και τον μεγαλύτερο αδελφό του κι είχε διαπράξει, όπως έλεγαν, και άλλα πολλά ανοσιουργήματα.
Είπε λοιπόν ότι ο άνθρωπος που ρωτήθηκε απάντησε πως «Δεν έχει έλθει ο Αρδιαίος κι ούτε πρόκειται να έλθει. Γιατί πραγματικά ήταν κι αυτό ένα από τα φοβερά πράγματα που είδαμε. Εκεί που είμαστε κοντά στο στόμιο έτοιμοι να βγούμε απάνω, και τα παθήματα μας όλα είχαν πάρει τέλος, τον είδαμε ξαφνικά αυτόν και μερικούς άλλους που οι περισσότεροί τους υπήρξαν τύραννοι· ήσαν επίσης μαζί τους και ορισμένοι ιδιώτες, από αυτούς που είχαν διαπράξει μεγάλα ανομήματα. Φαντάζονταν ότι θα ανέβαιναν πια κι αυτοί, το στόμιο όμως δεν τους δεχόταν αλλά μούγκριζε κάθε φορά που κάποιος από ‘κείνους τους έτσι αθεράπευτα αχρείους ή από όσους δεν είχαν τιμωρηθεί αρκούντως για τα κρίματά τους επιχειρούσε να βγει επάνω.
Εκεί πια, είπε, άνδρες αγριωποί που φάνταζαν σαν γλώσσες φωτιάς και στέκονταν πλάι στο άνοιγμα, ακούγοντας το μουγκρητό, άλλους μεν τους έπιαναν και τους τραβούσαν, τον Αρδιαίο όμως και μερικούς άλλους, αφού τους έδεσαν χειροπόδαρα, μαζί και το κεφάλι, τους έβαλαν κατάχαμα και τους έγδαραν, έπειτα τους τράβηξαν έξω από το δρόμο, στο πλάι, σέρνοντάς τους απάνω σε ασπαλάθους, κι εξηγούσαν κάθε φορά στους περαστικούς γιατί το έκαναν αυτό και ότι τους πήγαιναν να τους ρίξουν στον Τάρταρο».
Κι από τους πολλούς και κάθε λογής φόβους που ‘χαν δοκιμάσει, ο μεγαλύτερος, είπε, ήταν μήπως κι ακουγόταν εκείνο το μουγκρητό την ώρα που καθένας τους θα προσπαθούσε να βγει, κι ήταν μεγάλη η χαρά να ‘ναι το μουγκρητό σταματημένο καθώς θα ανέβαιναν επάνω. Αυτές περίπου, είπε, ήσαν οι ποινές και οι τιμωρίες, κι οι ανταμοιβές πάλι ανάλογες.
Μτφρ. Ν.Μ. Σκουτερόπουλος. 2002. Πλάτων. Πολιτεία. Εισαγωγικό σημείωμα, μετάφραση, ερμηνευτικά σημειώματα. Αθήνα: Πόλις.
Αποσυμβολισμός του μύθου απ’ την Αλτάνη
ΖΩΟΓΟΝΙΚΟΝ ΤΡΙΓΩΝΟΝ
γ. Ο μύθος του Ηρός εις την «Πολιτείαν» του Πλάτωνος
Γράφει ο Πορφύριος εις τον «Βίον του Πυθαγόρου»:
«Εβουθύτησε δέ ποτε σταίτινον, ως φασι βουν οι ακριβέστεροι, εξευρών του ορθογωνίου την υποτείνουσαν ίσον δυναμένην ταις περιεχούσαις. Όσα γε μην τοις προσιούσι διελέγετο, ή διεξοδικώς ή συμβολικώς παρήνει διττόν γαρ ην αυτού της διδασκαλίας το σχήμα».
(Και κάποτε θυσίασε, όπως διηγούνται ακριβώς οι ιστορικοί, βόδι φτιαγμένο από ζυμάρι, όταν ανακάλυψε ότι η υποτείνουσα του ορθογωνίου τριγώνου έχει την ίδια δύναμη με τις πλευρές που την περιέχουν. Αυτά, βέβαια, συζητούσε με όσους προσέρχονταν σ’ αυτόν και τα παρέδιδε (συμβούλευε) με την λεπτομέρεια ή συμβολικά επειδή ο τρόπος της διδασκαλίας του ήταν δύο ειδών).
(Πορφύριος, 36, 10, απόδ. Σταυρούλα Λαμπροπούλου, εκδ. ΠΥΡΙΝΟΣ ΚΟΣΜΟΣ)
.
Η διατύπωσις του Πυθαγορείου Θεωρήματος, η οποία έγινε από τον Θαλή,
«εις παν ορθογώνιον τρίγωνον το τετράγωνον της υποτεινούσης ισούται προς το άθροισμα των τετραγώνων των δύο καθέτων πλευρών».
Το ανωτέρω θεώρημα είναι ή πορεία της ψυχής κατά την διάρκειαν της ενσαρκώσεως, ως την αποδίδει συμβολικώς ο Πλάτων εις την «Πολιτείαν» βιβλ. Ι’ (617c): Το Αδράχτι της Ανάγκης είναι ο συνολικός χρόνος ει τον μακρόκοσμον και όσον αφορά εις τον μικρόκοσμον το συνολικόν χρονικόν διάστημα των ενσάρκων βίων της ψυχής. Η Ανάγκη είναι η μητέρα των τριών Μοιρών, που εκπροσωπούν τον επί μέρους χρόνον, καθώς υφαίνουν το ύφασμα της ζωής. Ως προς την Μυθολογίαν και την «Πολιτείαν» του Πλάτωνος (617c) αι τρεις Μοίραι κατανέμουν τον χρόνον με δικαιοδοσίας:
α. η Άτροπος το μέλλον
β. η Κλωθώ το παρόν
γ. η Λάχεσις το παρελθόν
Η τριπλή αυτή αλληγορία συσχετίζεται με το «Ζωογονικόν Τρίγωνον» ως προς τας 3 πλευράς, εάν εις κάθε μίαν των πλευρών τοποθετηθούν αι έννοιαι Πρόνοια, Θέλησις/Βούλησις και Ειμαρμένη. Αι τρεις Μοίραι ορίζουν την λογικήν διάταξιν των ιδίων των αριθμών, που εκπροσωπούνται δια των 3, 4, και 5, αφού εν συνεχεία υψωθούν εις το τετράγωνον, δηλαδή 3²+ 4²= 5².
«εν δε τη Πολιτεία <Ανάγκης θυγατρός κόρης Λαχέσεως λόγον> φησίν είναι την ειμαρμένην».
(Στην Πολιτεία, πάλι, λέει για την ειμαρμένη πως είναι <ο λόγος της παρθένας Λάχεσις, κόρης της Ανάγκης>).
(Πλούταρχος, «Ηθικά», Τόμος 15, Περί Ειμαρμένης, έκδ. ΚΑΚΤΟΣ).
Η Ειμαρμένη/Λάχεσις/παρελθόν θα ακολουθή τον άνθρωπον πάντοτε παρούσα εις την εξελικτικήν πορείαν της ψυχής του, διότι μόνος του επέλεξε τον τρόπον της ζωής, που θα ζήση εις την μελλοντικήν του ενσάρκωσιν. (Πλάτωνος «Πολιτεία» 618c-619).
Η Λάχεσις μοιράζει τους κλήρους δια την σειράν προτεραιότητος και ο άνθρωπος διαλέγει ο ίδιος τον τρόπον ζωής που επιθυμεί να ζήση, ως προς τον μύθον του Ηρός της «Πολιτείας».
«Και δια ταύτα μάλιστα επιμελητέον, όπως έκαστος ημών των άλλων μαθημάτων αμελήσας τούτου του μαθήματος και ζητητής και μαθητής έσται, εάν ποθεν οιός τι η μαθείν και εξευρείν, τις αυτόν ποιήσει δυνατόν και επιστήμονα, βίον και χρηστόν και πονηρόν διαγιγνώσκοντα, τον βελτίω εκ των δυνατών αεί πανταχού αιρείσθαι, και αναλογιζόμενον πάντα τα νυν δη ρηθέντα ξυντιθέμενα αλλήλοις και διαιρούμενα προς αρετήν βίου πώς έχει».
(…Γι αυτό ακριβώς πρέπει ο καθένας από μας, αφήνοντας κάθε άλλο μάθημα να φροντίση να μάθη σαν καλός ερευνητής και μαθητής εκείνο μονάχα το μάθημα, που θα τον κάνη ικανό να ερευνήση και να μάθη από οπουδήποτε, ποιός θα τον κάνη δυνατό και θα του δώση τις απαιτούμενες γνώσεις, να ξεχωρίζη τον καλό από τον κακό τρόπο ζωής, και από όλους τους δυνατούς τρόπους να διαλέγη πάντοτε τον καλύτερο, αφού θάχη υπ’ όψει του πώς συντελούν στον ενάρετο βίο όλα όσα μέχρι τώρα είπαμε, είτε όλα μαζί είτε και χωριστά το καθένα).
(Πλάτωνος « Πολιτεία» 618c).
Είναι σαφές, ότι ο Πλάτων ομιλεί δια μετενσαρκώσεις. Αναφέρεται τόσον εις τους προτέρους όσον και εις τους μελλοντικούς βίους της ψυχής. Λέγει ότι αι ψυχαί, διά να κάνουν μίαν καλήν επιλογήν εις την επομένην ζωήν, πρέπει να συμβουλευθούν κατά την τρέχουσαν ενσάρκωσιν φιλόσοφον να τας εκπαιδεύση. Μόνον αυτός θα ήτο ικανός να τους δώση οδηγίας διά τον ιδιωτικόν και τον δημόσιον βίον συμφώνους προς την ήδη διαμορφωμένην σύστασιν της ουσίας της ψυχής.