30 Σεπτεμβρίου 1856 , η δοκιμασία για τους κρητικούς
Ήταν τέτοια μέρα το 1856…Μια ακόμα μεγάλη δοκιμασία για τους Κρητικούς. Μια μεγάλη φυσική καταστροφή που ερημώνει πολλά χωριά και πόλεις της μεγαλονήσου και ιδιαίτερα της πόλης του Χάνδακα. Η πόλη είχε ήδη αναστενάξει για μία ακόμα φορά εξαιτίας του νέου διοικητή της Κρήτης που είχαν διορίσει οι Τούρκοι τον περίφημο Βελή πασά ,γεννημένο στα Χανιά και γιό του Αλβανού Μουσταφά Ναϊλή Πασά τον αποκαλούμενο “Γκιριτλή” λόγω της μακράς παραμονής του στην Κρήτη και της πρώτης του γυναίκας της Ελένης Βολανάκη από τα Σκουλούφια Ρεθύμνου. Παρέμεινε στην διοίκηση της Κρήτης μία διετία, όσοι όμως τον μνημονεύουν έλεγαν πως ήταν συνετός, σπουδαγμένος , πολύγλωσσος .Ήταν επίσης πολύ σκληρός και δημιούργησε πολλές έχθρες και φόβους στους Χριστιανούς με την αμείλικτη στάση του απέναντί τους.
Ωστόσο ο μεγάλος σεισμός της 30ης Σεπτεμβρίου του 1856, έκανε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα. Λένα πως κατέστρεψε τα πάντα και αν μπορούσε να μετρηθεί με τα σημερινά μέσα θάταν περίπου 7, 7 της κλίμακας Ρίχτερ. Το κυριακάτικο εκείνο πρωινό στον Χάνδακα,ο Ελευθέριος Πλατάκης στα Κρητικά Χρονικά αναφέρει πως με το Ιουλιανό ημερολόγιο ήταν ώρα 2.45 το πρωί, καταστράφηκαν πάμπολλα σπίτια, εκκλησίες και σκοτώθηκαν πάνω από 500 άνθρωποι που πλακώθηκαν από τα ίδια τους τα σπίτια την ώρα που κοιμόντουσαν. Όλα σχεδόν τα κτίρια καταστράφηκαν και στην ύπαιθρο πολλά χωριά ερημώθηκαν.
Κι άλλοτε το νησί είχε πληγεί από μεγάλους σεισμούς όπως την εποχή του Νέρωνος στα 66 μ.Χ., ή την εποχή του Δεκίου το 251 μ.Χ., με την καταστροφή εκτός πολλών πόλεων και αυτή της Κνωσού. Σημαντικές καταστροφές έγιναν και με άλλους μεγάλους σεισμούς όπως αυτούς το 1303 και το 1508. Τούτος εδώ όμως είχε πολύ μεγάλη σημασία για του κατοίκους της Κρήτης και ιδιαίτερα του Χάνδακα γιατί ήταν ήδη πολύ ταλαιπωρημένοι από τις κακουχίες εξ αιτάις των Τούρκων και της καθημερινής δυσχέρειας που ζούσαν ,ώστε ο σεισμός ήταν κάτι σαν ταφόπετρα πάνω τους και κυριολεκτικά αλλά και μεταφορικά.
Ο ιστορικός Νικόλαος Σταυράκης διηγείται και περιγράφει την μεγάλη καταστροφή του Χάνδακα λέγοντας πως από τα 3620 σπίτια του έμειναν όρθια μόνο τα 18 και οι φωτιές που ξέσπασαν σε διάφορα σημεία της πόλης συμπλήρωσαν την καταστροφή , καίγοντας ακόμα και καταστήματα στο Μεϊντάνι κι αλλού. Ο μικρός ναός του Αγίου Μηνά υπέστη τέτοια καταστροφή που κρίθηκε ετοιμόρροπος , το ίδιο και η Μητρόπολη του Αγίου Τίτου που ονομαζόταν τότε Βεζίρ Τζαμί καθώς και παλιός ναός του Αγίου Φραγκίσκου το Χουγκιάρ Τζαμί. Ακόμα και η θολωτή Πύλη από το κτίριο Ακτάρικα έπεσε και κάνεις δεν μπορούσε να υπολογίσει τον τεράστιο απολογισμό αυτής της τόσο μανιώδους καταστροφής.
Από τους επιφανής Ηρακλειώτες που βοήθησαν τους πληγέντες της φοβερής αυτής καταστροφής ήταν ο Ανδρέας Καλοκαιρινός. Στα « Κρητικά Χρονικά » ο Στέργιος Σπανάκης αναφέρει : «… Υπέρ των θυμάτων του μεγάλου σεισμού της 30 Σεπτεμβρίου 1856, διέθεσεν εκ των αποθηκών του μεγάλην ποσότηταν ενδυμάτων, αλεύρου, ελαίου και οίνου, εκτός των χρημάτων , τα οποία διένειμε αυτοπροσώπως. Εκάλεσε τα πληρώματα των εν τω λιμένι ελληνικών πλοίων και ειργάσθησαν όλη την ημέραν υπέρ των παθόντων. Εχορήγησεν οικόπεδα και οικοδομήσιμον ξυλείαν δια την κατασκευήν παραπηγμάτων. Διενήργησεν έρανον μεταξύ των ανταποκριτών του, συλλέξας και άλλα χρήματα δια τους σεισμοπαθείς. Δεν διέφυγε την οξυδέρκειάν του, ούτε το ζήτημα της ρυμοτομίας της πόλεωνς, επ ευκαιρία των καταστροφών του σεισμού. Συνέστησεν εις τον τότε Νομάρχην Βελή Πασάν και εκάλεσεν τον Άγγλο αρχιτέκτονα Λιονέρ, προς εκπόνησιν νέου ρυμοτομικού σχεδίου της πόλεως , το οποίον όμως δεν άφηκαν να εφαρμοσθή οι μωαμεθανοί κάτοικοι »