Η ονειροπόληση δεν είναι χασομέρι, υποστηρίζουν πρόσφατες ψυχολογικές έρευνες. Το να έχει κανείς το μυαλό του «αλλού», το να «αφαιρείται» από ό,τι πρέπει να κάνει, το να ονειρεύεται με ανοιχτά τα μάτια θεωρείται από τους περισσότερους ανθρώπους ως αυταπόδεικτο και ανησυχητικό σημάδι απόκλισης από τη φυσιολογική συμπεριφορά, ως σοβαρό μειονέκτημα που οφείλεται σε κάποια εγγενή αδυναμία συγκέντρωσης, η οποία συνήθως εκδηλώνεται ως έλλειψη διανοητικής πειθαρχίας.
Μια ευρύτατα διαδεδομένη προκατάληψη, η οποία, δυστυχώς, καλλιεργείται συχνά και από ειδικούς επιστήμονες. Ο Φρόιντ, για παράδειγμα, αναπαράγοντας άκριτα τις κοινωνικές προκαταλήψεις και επιταγές της εποχής του, θεωρούσε τους ονειροπόλους άτομα με παιδαριώδη προσωπικότητα και στις πιο ακραίες περιπτώσεις ως νευρωτικούς, ενώ και σε πολλά εγχειρίδια ψυχολογίας ο ρεμβασμός παρουσιαζόταν ως μια άκρως ανησυχητική συμπεριφορά, η οποία μπορεί και να υποδήλωνε την ύπαρξη κάποιας ψύχωσης.
Νέες μελέτες όμως έρχονται να ανατρέψουν αυτήν την τόσο βαθιά ριζωμένη όσο και εσφαλμένη αντίληψη, διαπιστώνοντας ότι όλοι ανεξαιρέτως οι άνθρωποι -και όχι μόνο μία μικρή μερίδα «φευγάτων» ατόμων- έχουν λίγο-πολύ μια φυσική προδιάθεση και ανάγκη να ονειροπολούν.
Επιπλέον, ανακάλυψαν ότι η ονειροπόληση δεν αποτελεί καθόλου μια «αντιπαραγωγική» διαδικασία, στη διάρκεια της οποίας ο νους αδρανεί και πέφτει σε ένα σκοτεινό και αδιέξοδο ψυχικό τούνελ. Αντίθετα, είναι μια ζωτικής σημασίας νοητική τεχνική αποφόρτισης της συσσωρευμένης έντασης, χάρη στην οποία ευνοείται η δημιουργικότητα.
Ο εγκέφαλός μας έχει ανάγκη να ξεφεύγει
Τα αποτελέσματα αυτών των ερευνών περιγράφονται σε εκτενές άρθρο που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην εφημερίδα «New York Times». Σύμφωνα με το δημοσίευμα, ο Jonathan Schooler και ο Jonathan Smallwood, δύο διακεκριμένοι ψυχολόγοι από το Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στη Σάντα Μπάρμπαρα (UCSB), οι οποίοι τα τελευταία χρόνια προσπαθούν από κοινού να εξηγήσουν γιατί οι άνθρωποι ονειροπολούν, υποστηρίζουν ότι η πρόσκαιρη απόσπαση της προσοχής και η προσωρινή «φυγή» μέσω της ονειροφαντασίας από την εργασία στην οποία επιδιδόμαστε αποτελούν ένα είδος εγκεφαλικής «ανάπαυλας», η οποία διασφαλίζει τη νοητική μας ισορροπία σε καταστάσεις έντονης νοητικής προσπάθειας. «Οταν είμαστε ξύπνιοι, περνάμε το ένα τρίτο του χρόνου μας σκεπτόμενοι άλλα πράγματα από αυτά που κάνουμε.
Μάλιστα, σε ορισμένες περιπτώσεις, το ποσοστό αυτό μπορεί να αγγίξει το 75% του συνολικού χρόνου που αφιερώνουμε σε μια εργασία. Για παράδειγμα, όταν οδηγούμε σε έναν άδειο εθνικό δρόμο ή όταν είμαστε ακινητοποιημένοι σε έναν πολυσύχναστο δρόμο εξαιτίας της κυκλοφοριακής συμφόρησης. Αν δεν είχαμε την ικανότητα να “δραπετεύουμε” από τέτοιου είδους ανιαρές δραστηριότητες, η ζωή μας θα ήταν αφόρητη. Η εκτροπή της προσοχής σε αυτές τις περιπτώσεις είναι πραγματική λύτρωση», σημειώνει ο Smallwood.
Αλλά αυτή η ικανότητα του εγκεφάλου μας να ξεγλιστρά από το παρόν και να μεταφέρεται είτε στο παρελθόν είτε και σε καταστάσεις τελείως επίπλαστες, θα πρέπει, κατά κάποιον τρόπο, να έχει ευνοήσει και να ευνοεί εξελικτικά το είδος μας, σύμφωνα με τη μελέτη ενός άλλου ψυχολόγου, του Eric Klinger, από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα. «Οταν κάποιος είναι απασχολημένος αποκλειστικά με μία εργασία, η ικανότητα να σκέφτεται για λίγο και άλλα πράγματα αφήνει ανοιχτό το πεδίο σε μια ευρεία γκάμα στόχων. Λειτουργεί επομένως σαν ένα είδος μηχανισμού ασφαλείας, που προστατεύει τους υπόλοιπους στόχους του ατόμου από τον κίνδυνο να χαθούν», γράφει ο Klinger στο βιβλίο του «Εγχειρίδιο φαντασίας και νοητικής προσομοίωσης» (Handbook of Imagination and Mental Simulation).
Τι ακριβώς συμβαίνει όμως μέσα στον εγκέφαλό μας όταν ο νους μας «δραπετεύει» την ώρα που πλένουμε τα πιάτα, περπατάμε στο δρόμο, ακούμε μουσική, διαβάζουμε ένα βιβλίο, βλέπουμε μια ταινία; Η παρακολούθηση του εγκεφάλου εν δράσει, με τη βοήθεια της λειτουργικής τομογραφίας μαγνητικού συντονισμού (fMRI), είχε οδηγήσει κάποιους νευροεπιστήμονες στο ακραίο συμπέρασμα ότι όταν ονειροπολούμε είναι ενεργό το λεγόμενο «αποθεματικό εγκεφαλικό δίκτυο» (default network), ενώ όταν ασχολούμαστε με κάτι συγκεκριμένο ενεργοποιείται το λεγόμενο «εκτελεστικό εγκεφαλικό δίκτυο» (executive network) που παράγει τις εντολές δράσης.
Πιο πρόσφατες έρευνες όμως έδειξαν ότι σε μερικά επεισόδια ονειροπόλησης τα δύο αυτά θεωρούμενα ως «αλληλοαποκλειόμενα» εγκεφαλικά δίκτυα ήταν εξίσου ενεργά. Και μάλιστα η νευρωνική ενεργοποίηση και στα δύο δίκτυα ήταν πολύ μεγαλύτερη όταν οι εθελοντές που συμμετείχαν στην έρευνα δεν είχαν επίγνωση του γεγονότος ότι ονειροπολούσαν! Αυτό, σύμφωνα με την επικεφαλής της έρευνας, Kalina Christoff, νευροεπιστήμονα στο Πανεπιστήμιο της Βρετανικής Κολομβίας, στον Καναδά, σημαίνει ότι η νοητική κατάσταση της ονειροπόλησης όσο λιγότερο συνειδητή είναι τόσο πιο έντονη γίνεται. Επίσης, υποδηλώνει ότι αυτό που οι νευροεπιστήμονες ονομάζουν «νοητική περιπλάνηση» (mind wandering) ή «σκέψη μη σχετιζόμενη με μια ανειλημμένη εργασία» (task unrelated thinking) ίσως να δημιουργεί μια μοναδική νοητική κατάσταση, η οποία ενδεχομένως επιτρέπει σε νευρωνικά δίκτυα που θεωρούνται «αντίπαλα» να συνεργάζονται.
Μια διαφορετική αλλά συμπληρωματική ερμηνεία
Ο Schooler και ο Smallwood δίνουν μια άλλη ερμηνεία στο εντυπωσιακό αυτό εύρημα. Υποστηρίζουν ότι και τα δύο δίκτυα εργάζονται για να διεκπεραιώνουν στόχους διαφορετικούς από τους άμεσους. Μόνο έτσι εξηγείται, υποστηρίζουν, γιατί πολλοί άνθρωποι που έχουν την τάση να ρεμβάζουν είναι συχνά και περισσότερο δημιουργικοί. Και μάλιστα όσο λιγότερο απαιτητικός είναι ο άμεσος στόχος που πρέπει να διεκπεραιώσουν τόσο μεγαλύτερα είναι τα περιθώρια που έχουν να αφήσουν τη σκέψη τους να «πετάξει».
Μεγάλες επιστημονικές ανακαλύψεις, καλλιτεχνικά αριστουργήματα, φιλοσοφικές θεωρίες, όλα αυτά θα ήταν ανύπαρκτα αν στερούμασταν την ικανότητα της πρόσκαιρης και συχνά στοχευμένης «φυγής» από την πραγματικότητα μέσω της φαντασίας. «Για να γίνει κανείς δημιουργικός, πρέπει να αφήσει το μυαλό του ελεύθερο να περιπλανηθεί», μας υπενθυμίζει ο Schooler. «Θα πρέπει όμως επίσης να είναι σε θέση να αντιληφθεί πότε είναι η κατάλληλη στιγμή που θα αναφωνήσει “Εύρηκα!” και να επιστρέψει στην πραγματικότητα για να την αλλάξει. Αν ο Αρχιμήδης είχε εξακολουθήσει να μουλιάζει στην μπανιέρα του, σήμερα η αρχή που καθορίζει την άνωση που δέχεται ένα σώμα βυθισμένο στο νερό δεν θα έφερε το όνομά του».
Πηγή: ygeianews via www.qualitynet.gr
Πηγή: Posiliving