ΠΡΟΪΣΤΟΡΙΑ-ΜΥΚΗΝΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Η ιστορία των Δελφών χάνεται στην προϊστορία και στους μύθους των αρχαίων Ελλήνων. Σύμφωνα με την παράδοση, στην περιοχή των Δελφών υπήρχε τέμενος αφιερωμένο στη γυναικεία θεότητα της Γαίας και φύλακάς του είχε τοποθετηθεί ο φοβερός δράκοντας Πύθων. Σύμφωνα με τοπικούς μύθους, κύριος του τεμένους έγινε ο Απόλλωνας όταν σκότωσε τον Πύθωνα. Στη συνέχεια, μεταμορφωμένος σε δελφίνι μετέφερε Κρήτες που έφθασαν στην Κίρρα, το επίνειο των Δελφών, και ίδρυσαν το τέμενός του. Ο μύθος αυτός σχετικά με την κυριαρχία του Απόλλωνα επιβίωσε σε εορταστικές αναπαραστάσεις στις τοπικές γιορτές, όπως τα Σεπτήρια, τα Δελφίνια, τα Θαργήλια, τα Θεοφάνεια, και τα Πύθια. Τα Πύθια τελούνταν για να θυμίζουν τη νίκη του Απόλλωνα κατά του Πύθωνα και περιελάμβαναν μουσικούς διαγωνισμούς και γυμνικούς αγώνες.
Τα παλαιότερα ευρήματα στην περιοχή των Δελφών, που χρονολογούνται στη νεολιθική εποχή (4000 π.Χ.), έχουν εντοπιστεί στο Κωρύκειο Άντρο, σπήλαιο στον Παρνασσό, όπου τελούνταν οι πρώτες λατρείες. Από το 4000 π.Χ. μέχρι τα Μυκηναϊκά χρόνια (1550 π.Χ.) δεν υπάρχουν ευρήματα, γεγονός που δείχνει ότι η περιοχή πιθανόν έμεινε ακατοίκητη στο διάστημα αυτό. Στο ξεκίνημα της Μυκηναϊκής περιόδου εγκαταστάθηκαν στο χώρο των Δελφών Αχαιοί προερχόμενοι από τη Θεσσαλία και ίδρυσαν οργανωμένη πόλη, από την οποία έχουν βρεθεί κατάλοιπα μυκηναϊκού οικισμού και νεκροταφείου. Πιστεύεται ότι αντιστοιχεί στην πόλη που αναφέρεται στον κατάλογο των Νεών της Ιλιάδας, με το όνομα Πυθώ. Η Πυθώ ήταν μία από τις 9 πόλεις της Φωκίδας που συμμετείχαν στον Τρωικό πόλεμο, στο πλευρό των υπολοίπων Αχαιών.[1]
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ
Από τον 8ο αιώνα, όταν πλέον επικράτησε η λατρεία του Απόλλωνα, το τέμενος των Δελφών απέκτησε ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο στον αρχαίο ελληνικό κόσμο, ενώ η επιρροή του εξαπλώθηκε σταδιακά σε ένα μεγάλο τμήμα του ευρύτερου χώρου της ανατολικής Μεσογείου. Σημαντικός αριθμός αφιερωμάτων που βρέθηκαν στους Δελφούς, προέρχεται ακόμα κι από περιοχές της Συρίας και της Αρμενίας, γεγονός που μαρτυρά την έκταση της επιρροής του τεμένους. Λόγω της μεγάλης φήμης του μαντείου, οι ελληνικές πόλεις κατέφευγαν σ’ αυτό για να βοηθηθούν στη λήψη σημαντικών αποφάσεων. Χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του αποικισμού, όπου οι μητροπόλεις κατέφευγαν στο μαντείο για να το συμβουλευτούν, για την επιλογή κατάλληλης θέσης για την ίδρυση αποικίας.
Η παρακμή των Δελφών επήλθε με το φιλοσοφικό κίνημα του ορθολογισμού τον 3ο αιώνα π.Χ., ωστόσο, το τυπικό στη λειτουργία τους έμεινε αναλλοίωτο μέχρι το 2ο αιώνα μ.Χ., την εποχή του Αδριανού. Τότε επισκέφθηκε τους Δελφούς ο περιηγητής Παυσανίας, ο οποίος κατέγραψε λεπτομερώς πάρα πολλά κατάλοιπα κτιρίων, επιγραφών και γλυπτών. Η διεξοδική περιγραφή του συνέβαλε σημαντικά στην ανασύνθεση του χώρου. Το 394 μ.Χ. δόθηκε οριστικό τέλος στη λειτουργία του μαντείου με διάταγμα του Βυζαντινού αυτοκράτορα Θεοδοσίου Α’. Με την επικράτηση του Χριστιανισμού, οι Δελφοί έγιναν έδρα επισκοπής, αλλά εγκαταλείφθηκαν στις αρχές του 7ου αιώνα μ.Χ., περίοδο των Σλαβικών επιδρομών. Σταδιακά ο αρχαιολογικό χώρος των Δελφών επιχωματώθηκε και καλύφθηκε ενώ, κατά τον Μεσαίωνα, πάνω στα θαμμένα ερείπια εγκαταστάθηκε το χωριό Καστρί, που στα νεότερα χρόνια δέχθηκε τις επισκέψεις των αρχαιόφιλων περιηγητών.
ΑΝΑΣΚΑΦΕΣ
Η έρευνα στον χώρο των Δελφών άρχισε γύρω στο 1860 από Γερμανούς. Ήταν αναγκαίο να μετακινηθεί το χωριό Καστρί για να πραγματοποιηθούν οι ανασκαφές, κάτι όμως που αρνούνταν οι κάτοικοι. Η ευκαιρία να μετατοπισθεί το χωριό δόθηκε όταν αυτό καταστράφηκε μερικώς από σεισμό και οι κάτοικοι έδωσαν τον αρχαιολογικό χώρο με αντάλλαγμα ένα νέο χωριό.
Οι εργασίες στο χώρο των δύο δελφικών ναών συνεχίζονται με τη συνεργασία της Ελληνικής Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και της Γαλλικής Σχολής, με ανασκαφική αλλά και αναστηλωτική δραστηριότητα. Τέσσερεις περιοχές του χώρου αναστηλώθηκαν περισσότερο ή λιγότερο. Το μοναδικό μνημείο που διέθετε πλήθος αυθεντικών αρχαίων αντικειμένων για τη σχεδόν πλήρη αναστήλωσή του ήταν ο Θησαυρός των Αθηναίων, που αποκαταστάθηκε ολόκληρος το 1903-1906 από τους Γάλλους, με χορηγία του Δήμου Αθηναίων. Άλλα μνημεία που έχουν αναστηλωθεί είναι ο Βωμός των Χιωτών, που αναστηλώθηκε το 1959 από την Ελληνική Αρχαιολογική Υπηρεσία, ενώ ο ναός του Απόλλωνα και η Θόλος υπέστησαν μικρές αναστηλώσεις.
ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ
ΝΑΟΣ ΤΟΥ ΑΠΟΛΛΩΝΑ
Ο ναός του Απόλλωνα, το σημαντικότερο μνημείο του τεμένους του Απόλλωνα στους Δελφούς, βρισκόταν σε περίοπτη και κεντρική θέση μέσα στον χώρο. Στο ναό στεγάζονταν τα αγάλματα και τα αφιερώματα προς τον Απόλλωνα, αλλά εδώ γίνονταν και οι ιεροτελεστίες που είχαν σχέση με τη λατρεία, που σπουδαιότερη ήταν η διαδικασία της μαντείας. Στο ναό υπήρχε και το «χρησμογραφείο», όπου φυλάσσονταν τα αρχεία και οι κατάλογοι των Πυθιονικών, που καταστράφηκαν το 373 π.Χ. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ο πρώτος ναός του Απόλλωνα που κτίσθηκε στους Δελφούς ήταν μία καλύβα από κλαδιά δάφνης, ο δεύτερος έγινε από κερί μελισσών και φτερά και ο τρίτος από χαλκό, ενώ ο τέταρτος κτίσθηκε από τους μυθικούς αρχιτέκτονες Τροφώνιο και Αγαμήδη, με τη βοήθεια του ίδιου του Απόλλωνα. Αυτός πρέπει να ήταν ο πώρινος ναός, που καταστράφηκε από πυρκαγιά το 548 π.Χ.
ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΑΘΗΝΑΙΩΝ (αρχική εικόνα)
Ο Θησαυρός των Αθηναίων ήταν από τα πιο σπουδαία και εντυπωσιακά κτίσματα του τεμένους του Απόλλωνα. Δέσποζε επάνω στην Ιερά οδό, αμέσως μετά την πρώτη προς βορρά στροφή της, δίπλα στο βουλευτήριο της πόλης των Δελφών και απέναντι από τους Θησαυρούς των Κνιδίων και των Συρακούσιων. Το μικρό αυτό κτίσμα ήταν ένα είδος θησαυροφυλακίου της Αθήνας, όπου φυλάσσονταν τρόπαια από σημαντικές πολεμικές νίκες της πόλης και άλλα αντικείμενα που είχαν αφιερωθεί στο τέμενος. Ο Θησαυρός οικοδομήθηκε από την αθηναϊκή δημοκρατία στα τέλη του 6ου ή στις αρχές του 5ου αιώνα π.Χ. Μάλιστα, θεωρείται το μνημείο που εκφράζει την επικράτηση των δημοκρατικών στην Αθήνα και την εκδίωξη των τυράννων. Σύμφωνα με μία άλλη ερμηνεία, που στηρίζεται κυρίως στην περιγραφή του περιηγητή Παυσανία και στην επιγραφή που σώζεται στην πρόσοψη της νότιας κρηπίδας, ο Θησαυρός οικοδομήθηκε σε ανάμνηση της απόκρουσης του περσικού κινδύνου μετά τη μάχη στο Μαραθώνα, το 490 π.Χ.
Ο τοίχος είναι κτισμένος κατά το σύστημα της πολυγωνικής λέσβιας τοιχοποιίας, δηλαδή με καμπύλους αρμούς, χωρίς συνδέσμους, αλλά με τέλεια προσαρμογή. Σε κάτοψη έχει σχήμα ανεστραμμένου Π, με μήκος 90 μ. στη μακριά του πλευρά. Σήμερα λείπει το ανώτερο μέρος του, οι πλάκες επίστεψης, που ήταν κτισμένες κατά το ισόδομο σύστημα τοιχοποιίας, δηλαδή με στρώσεις ορθογώνιων λίθων, που είχαν ίδιο ύψος. Φαίνεται ότι υπήρχαν 4 ή 5 τέτοιες στρώσεις, και το αρχικό ύψος του τοίχου υπολογίζεται σε περίπου 2 μ. ακόμη. Στην επιφάνειά του έχουν χαραχθεί πολλές και ποικίλες επιγραφές, συνολικά περίπου 800 κείμενα. Οι περισσότερες είναι ψηφίσματα για την απελευθέρωση δούλων και χρονολογούνται κυρίως στον 3ο-2ο αιώνα π.Χ. Στο μνημείο έχουν γίνει έργα συντήρησης και καθαρισμού.
ΘΗΣΑΥΡΟΣ ΤΩΝ ΣΙΦΝΙΩΝ
Ο Θησαυρός, που αφιέρωσαν στους Δελφούς οι κάτοικοι της Σίφνου, ήταν από τα πιο λαμπρά και πλούσια διακοσμημένα κτίρια στο τέμενος του Απόλλωνα. Ήταν από τους πρώτους Θησαυρούς που συναντούσε κανείς ανηφορίζοντας την Ιερά οδό και βρισκόταν στην αριστερή πλευρά της, δίπλα στο Θησαυρό της πελοποννησιακής Σικυώνας και απέναντι από αυτόν των Μεγάρων. Στο εσωτερικό του φυλάσσονταν τα πολύτιμα αναθήματα που πρόσφεραν κατά καιρούς οι Σίφνιοι στο τέμενος. Η παράδοση για την ίδρυση του θησαυρού αναφέρεται από τον Ηρόδοτο και τον Παυσανία. Σύμφωνα με αυτή, στο β’μισό του 6ου αιώνα π.Χ. οι Σίφνιοι ήταν οι πιο πλούσιοι από όλους τους νησιώτες, επειδή είχαν αποκτήσει εξαιρετικά κέρδη από την εκμετάλλευση των μεταλλείων χρυσού και αργύρου που υπήρχαν στον τόπο τους. Αποφάσισαν, λοιπόν, να χαρίσουν στον Απόλλωνα το 1/10 από τα κέρδη τους και έτσι έκτισαν το Θησαυρό. Με βάση τον πλαστικό διάκοσμο, η χρονολογία του μνημείου ανάγεται γύρω στο 525 π.Χ. ή λίγο νωρίτερα, αφού τη χρονιά εκείνη η Σίφνος λεηλατήθηκε από επαναστατημένους Σαμίους που είχαν ανάγκη χρημάτων.
Το κτίριο είναι μικρό σε διαστάσεις με μορφή ναΐσκου και για την κατασκευή του οι Σίφνιοι μετέφεραν ακριβό λευκό μάρμαρο από την Πάρο, ενώ για τα πιο πολλά κτίσματα εκείνη την περίοδο έχει χρησιμοποιηθεί πωρόλιθος. Ήδη από την εποχή του Ηροδότου ήταν περίφημο για τον πλούσιο γλυπτό του διάκοσμο, που πράγματι αποτελεί ένα από τα αριστουργήματα της ύστερης αρχαϊκής τέχνης. Στη πρόσοψη, ανάμεσα στις παραστάδες τοποθετήθηκαν, αντί για κίονες, δύο αγάλματα κορών, που στηρίζουν το επιστύλιο, χαρακτηριστικά παραδείγματα της ιωνικής τέχνης αυτής της περιόδου. Το επιστύλιο κοσμείται από ιωνικό κυμάτιο και ζωφόρο, που περιβάλλει όλο το κτίριο και η οποία σώζεται σε καλή κατάσταση, τουλάχιστον στις τρεις πλευρές.
Στη δυτική πλευρά της παριστάνεται η κρίση του Πάρη (η επιλογή της ωραιότερης θεάς ανάμεσα στις Αθηνά, Αφροδίτη και Ήρα), στη νότια η αρπαγή των Λευκιππιδών από τους Διόσκουρους, είτε της Ιπποδάμειας από τον Πέλοπα, στη βόρεια, που είναι η καλύτερα διατηρημένη, η Γιγαντομαχία (η πάλη θεών και Γιγάντων για την κυριαρχία του κόσμου) και στην ανατολική, στην πρόσοψη του μνημείου, η συγκέντρωση στον Όλυμπο των θεών που παρακολουθούν τον Τρωικό πόλεμο.
Από τα σημαντικά αναθήματα των Αθηναίων στους Δελφούς είναι η στοά, που έχει κτιστεί σε κεντρική θέση του τεμένους του Απόλλωνα, κάτω από το μεγάλο ναό, μπροστά ακριβώς από τον πολυγωνικό αναλημματικό τοίχο και απέναντι από το χώρο της Άλω, όπου τελούνταν τα ιερά δρώμενα προς τιμή του Απόλλωνα. Στο χώρο της φυλάσσονταν τα πολεμικά λάφυρα που αφιέρωσαν οι Αθηναίοι και προέρχονταν κυρίως από τις ναυτικές τους επιτυχίες εναντίον των Περσών. Η στοά αποτελεί έργο του οικοδομικού προγράμματος του Περικλή και χρονολογείται μετά το 478 π.Χ., χρονιά κατά την οποία οι Αθηναίοι κατέστρεψαν τη πλωτή γέφυρα που είχε κατασκευάσει ο Ξέρξης στον Ελλήσποντο για να περάσει με το στρατό του στην ευρωπαϊκή ακτή. Η ταύτιση του μνημείου είναι βέβαιη χάρη στην επιγραφή που ήταν χαραγμένη κατά μήκος του χαμηλότερου δόμου της βάσης του και όριζε το λόγο για τον οποίο είχε κτιστεί: ΑΘΗΝΑΙΟΙ ΑΝΕΘΕΣΑΝ ΤΗΝ ΣΤΟΑΝ ΚΑΙ ΤΑ ΗΟΠΛΑ ΚΑΙ ΤΑΚΡΟΤΕΡΙΑ ΕΛΟΝΤΕΣ ΤΩΝ ΠΟΛΕΜΙΩΝ. Εδώ, δηλαδή, ήταν αφιερωμένα τα «ακρωτήρια», δηλαδή τα ακρόπρωρα των περσικών πλοίων, και τα «όπλα», δηλαδή τα σχοινιά που συγκρατούσαν τη γέφυρα. Στα επόμενα χρόνια, προστέθηκαν λάφυρα πλοίων και από άλλες νικηφόρες ναυμαχίες των Αθηναίων, όπως αυτές στη Μυκάλη, στη Σηστό, στη Σαλαμίνα και στον Ελλήσποντο.
Η στοά ήταν ένας υπόστεγος χώρος, που χρησιμοποιούσε ως τοίχο, στη πίσω του πλευρά, τον πολυγωνικό αναλημματικό τοίχο του ναού, στο ανατολικό του τμήμα. Κατά μήκος του υπήρχε κτιστό βάθρο, πάνω στο οποίο είχαν στηθεί τα αναθήματα. Η στοά είναι ιωνικού ρυθμού. Έχει 7 μονόλιθους μαρμάρινους ραβδωτούς κίονες από πεντελικό μάρμαρο με βάσεις από παριανό μάρμαρο και μία πυκνή σειρά πεσσών, που ακουμπούσαν στον πολυγωνικό τοίχο. Όλη αυτή η υποδομή στήριζε τη ξύλινη στέγη. Ο στυλοβάτης του κτιρίου ήταν φτιαγμένος από ντόπιο ασβεστόλιθο και είχε 3 βαθμίδες, όπου στην ανώτερη είναι προσεκτικά χαραγμένη η παραπάνω επιγραφή, με μεγάλα αττικά γράμματα. Το μνημείο σήμερα διατηρείται στο κατώτερο μέρος του, που έχει δεχθεί επεμβάσεις για τη συντήρησή του, ενώ δεν σώζονται η ανωδομή και η στέγη.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΘΕΑΤΡΟ
Το θέατρο των Δελφών είναι ένα από τα λίγα θέατρα της αρχαίας Ελλάδας, για το οποίο γνωρίζουμε τόσο την ακριβή χρονολόγηση όσο και τις μορφές που είχε στη διάρκεια των αιώνων, το συνολικό του σχέδιο και την όψη του κοίλου. Βρίσκεται μέσα στο τέμενος του Απόλλωνα, στη ΒΔ γωνία και στη συνέχεια του περιβόλου του. Στην αρχαιότητα φιλοξενούσε τους αγώνες φωνητικής και ενόργανης μουσικής, που διεξάγονταν στο πλαίσιο των Πυθίων και άλλων θρησκευτικών εορτών και τελετουργιών, που η σημασία τους δίνει στο μνημείο πνευματική και καλλιτεχνική αξία, ισότιμη με την αθλητική ιδέα που συμβολίζει το αρχαίο στάδιο της Ολυμπίας. Η μορφή του πρώτου θεάτρου, που κατασκευάσθηκε στο χώρο, δεν μας είναι γνωστή. Είναι πιθανόν οι θεατές να κάθονταν σε ξύλινα καθίσματα ή απευθείας στο έδαφος. Αργότερα, τον 4ο αιώνα π.Χ., κτίστηκε το πρώτο πέτρινο θέατρο και ακολούθησαν πολλές επισκευές του. Τη σημερινή του μορφή, με τη λιθόστρωτη ορχήστρα, τα λίθινα εδώλια και τη σκηνή, έλαβε κατά τους πρώιμους ρωμαϊκούς χρόνους, το 160/159 π.Χ., όταν ο Ευμένης Β’της Περγάμου χρηματοδότησε τις κατασκευαστικές και επισκευαστικές εργασίες που έγιναν στο μνημείο.
Το κοίλο του θεάτρου διαμορφώθηκε εν μέρει στο φυσικό έδαφος (στα βόρεια και δυτικά) και εν μέρει σε τεχνητή επίχωση (στα νότια και ανατολικά). Διαιρείται με το διάζωμα σε δύο ζώνες, από τις οποίες η ανώτερη έχει 8 σειρές εδωλίων και η κατώτερη 27. Οι δύο ζώνες χωρίζονται με ακτινωτές κλίμακες, σε 6 κερκίδες η επάνω και σε 7 η κάτω, συνολικής χωρητικότητας 5.000 θεατών. Η πεταλοειδής ορχήστρα πλαισιώνεται από αποχετευτικό αγωγό, ενώ το πλακόστρωτο δάπεδό της και το θωράκιο, προς την πλευρά του κοίλου, ανήκουν στους ρωμαϊκούς χρόνους. Στους τοίχους των παρόδων είναι εντοιχισμένες απελευθερωτικές επιγραφές, που το κείμενό τους, όμως, έχει χαθεί λόγω της φθοράς που έχει υποστεί η επιφάνεια των λιθοπλίνθων. Από τη σκηνή σώζονται μόνο τα θεμέλια. Φαίνεται ότι χωριζόταν σε δύο μέρη, το προσκήνιο και την κυρίως σκηνή. Τον 1ο αιώνα μ.Χ. η πρόσοψη του προσκηνίου διακοσμήθηκε με ζωφόρο, στην οποία απεικονίζονταν οι άθλοι του Ηρακλή.
Στο θέατρο έχουν γίνει ανασκαφές και εργασίες συντήρησης, αλλά το μνημείο έχει υποστεί αρκετές φθορές και πολλά αρχιτεκτονικά μέλη του (εδώλια και λιθόπλινθοι παρόδων) βρίσκονται ακόμη διάσπαρτα σε ολόκληρο το χώρο. Επί πλέον, το κοίλο παρουσιάζει φαινόμενα καθιζήσεων, ενώ έντονο είναι και το φαινόμενο των επιφανειακών απολεπίσεων και ρηγματώσεων των λίθων, που οδηγούν σε απώλεια μεγαλύτερων τμημάτων του ασβεστολιθικού υλικού.
ΙΕΡΑ ΟΔΟΣ
Το μονοπάτι που οδηγούσε από την είσοδο του τεμένους του Απόλλωνα μέχρι το βωμό των Χιωτών και τον επιβλητικό ναό, ονομαζόταν Ιερά οδός. Ήταν ο βασικός ιστός του τεμένους και είχε πομπικό-τελετουργικό χαρακτήρα, αφού διευκόλυνε την κίνηση των προσκυνητών και των επισκεπτών του χώρου. Οι θεοπρόποι, όπως λέγονταν όσοι έρχονταν στους Δελφούς για να ζητήσουν χρησμό, ακολουθούσαν την Ιερά οδό την 9η κάθε μήνα, για να πάρουν σειρά προτεραιότητας για τη «μαντεία» της Πυθίας, αφού προηγουμένως θυσίαζαν στο μεγάλο βωμό, που βρισκόταν στο ψηλότερο σημείο της οδού. Εξαίρεση αποτελούσαν οι πολίτες των πόλεων, αλλά και ορισμένοι επιφανείς ιδιώτες, που είχαν λάβει την «προμαντεία», δηλαδή το δικαίωμα παράκαμψης της σειράς προτεραιότητας για τη λήψη της μαντείας, όπως οι Κορίνθιοι, οι Ναξιώτες, οι Χιώτες, οι Θηβαίοι και ο Μακεδόνας βασιλιάς Φίλιππος Β’.
Η πρώτη φάση της Ιεράς οδού τοποθετείται στα αρχαϊκά χρόνια. Το οδόστρωμα που βλέπουμε σήμερα χρονολογείται στη πρωτοβυζαντινή εποχή και εξυπηρετούσε τις ανάγκες του οικισμού που ιδρύθηκε τότε στη θέση του αρχαίου τεμένους. Στο οδόστρωμα αυτό είναι ενσωματωμένα αρχιτεκτονικά μέλη παλαιότερων κτισμάτων. Τον ίδιο δρόμο, που έχει κατάλληλα συντηρηθεί, ακολουθούν και σήμερα οι επισκέπτες του αρχαιολογικού χώρου.
Η Ιερά οδός ήταν ανηφορική και διέσχιζε το τέμενος οφιοειδώς, σε μήκος περίπου 200 μέτρων, φθάνοντας ως το κέντρο του, μπροστά από το μνημειώδη βωμό. Πλαισιωνόταν από αγάλματα, εξέδρες και Θησαυρούς, όπως λέγονταν τα κτίρια όπου τοποθετούνταν τα αφιερώματα των πόλεων. Τα μνημεία αυτά ήταν συνήθως αναμνηστικά κάποιου σημαντικού γεγονότος: μιας πολιτικής συμμαχίας, μιας σημαντικής νίκης στους αθλητικούς αγώνες των Δελφών, μιας νικηφόρας μάχης εναντίον ξένων ή Ελλήνων, όπως το ανάθημα των Αθηναίων για τη μάχη του Μαραθώνα. Υπήρχαν, όμως, και αρκετά που είχαν αφιερωθεί μόνο για να ευχαριστήσουν τον Απόλλωνα για το χρησμό ή για την εύνοιά του απέναντι σε όλη την πόλη, σε μία οικογένεια ή σ’ έναν επιφανή ιδιώτη. Στο πρώτο μέρος της οδού ήταν στημένα τα γλυπτά αναθήματα και στο δεύτερο, μεγαλύτερο, δέσποζαν κυρίως οι Θησαυροί των ελληνικών πόλεων-κρατών, ενώ στο τελευταίο τμήμα, μπροστά από το ναό και το βωμό, είχαν στηθεί σπουδαία αναθήματα πλούσιων ιδιωτών ή πόλεων-κρατών, καθώς και το μνημείο που πρόσφεραν όλοι οι Έλληνες μετά τη νίκη τους στις Πλαταιές.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΓΥΜΝΑΣΙΟ
Στην απότομη κατωφέρεια του εδάφους, που σχηματίζεται ανάμεσα στην Κασταλία κρήνη και στο ναό της Αθηνάς Προναίας, σώζονται τα ερείπια του γυμνασίου των Δελφών. Πρόκειται για ένα από τα πληρέστερα συγκροτήματα της αρχαιότητας, που περιλάμβανε το γυμνάσιο, την παλαίστρα και εγκαταστάσεις λουτρών. Η οικοδόμησή του ανάγεται στον 4ο αιώνα π.Χ., αλλά δέχθηκε διάφορες μετατροπές και επισκευές στη διάρκεια των αιώνων και η χρήση του συνεχίσθηκε μέχρι και τα ρωμαϊκά χρόνια, όταν προστέθηκαν τα θερμά λουτρά. Αρχικά χρησιμοποιήθηκε αποκλειστικά για την προπόνηση των αθλητών. Στο γυμνάσιο γινόταν η προπόνηση των ελαφρών αθλημάτων και στην παλαίστρα των βαρέων αθλημάτων, της πάλης, της πυγμής και του παγκρατίου. Αργότερα, στην ελληνιστική εποχή, μετατράπηκε σε χώρο για την πνευματική καλλιέργεια των πολιτών, όπου έδιναν διαλέξεις ρήτορες, σοφιστές, φιλόσοφοι και ποιητές.
Το γυμνάσιο ήταν κτισμένο σε δύο επίπεδα. Το ανώτερο άνδηρο περιλάμβανε τον ξυστό, μία στεγασμένη στοά πλάτους 7 μ. και μήκους 178,35 μ., δηλαδή όσο ένα πυθικό στάδιο. Εδώ ασκούνταν οι αθλητές στο τρέξιμο σε περίπτωση κακοκαιρίας και ονομαζόταν έτσι επειδή έπρεπε να ξύνεται για να ισοπεδώνεται. Πρόσφατες ανασκαφές ανέδειξαν τον ξυστό σε όλο του το μήκος. Αρχικά, στον 4ο αιώνα π.Χ., ήταν δωρικού ρυθμού, κτισμένος από πωρόλιθο, αργότερα, όμως, οι Ρωμαίοι αντικατέστησαν την κιονοστοιχία της πρόσοψης με μία ιωνική, φτιαγμένη από μάρμαρο. Παράλληλα προς τον ξυστό υπήρχε η παραδρομίδα, ένας ισοπεδωμένος υπαίθριος διάδρομος πλάτους 6 μ., για άσκηση στους αγώνες δρόμου.
Λίγους αιώνες αργότερα την περιοχή του γυμνασίου κατέλαβε ένα βυζαντινό μοναστήρι. Το καθολικό του, που είχε οικοδομηθεί επάνω από την παλαίστρα, κατεδαφίστηκε το 1898, για να γίνουν οι ανασκαφές. Μάλιστα, σ’ έναν από τους κλασικούς κίονες, που είχε ξαναχρησιμοποιηθεί στο μοναστήρι, χάραξε το όνομά του ο λόρδος Βύρων, όταν επισκέφθηκε τους Δελφούς.
ΚΑΣΤΑΛΙΑ ΚΡΗΝΗ
Η Κασταλία αποτελούσε την ιερή πηγή των Δελφών και το νερό της διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στη λατρεία και στη λειτουργία του τεμένους και του μαντείου. Εκεί πλενόταν η Πυθία, οι ιερείς και το προσωπικό του ναού, ενώ με το νερό της καθάριζαν και το ναό του Απόλλωνα. Εκεί έπρεπε υποχρεωτικά να πλυθούν και οι θεοπρόποι (όσοι θα ζητούσαν χρησμό), για να εξαγνισθούν. Η Κασταλία πηγή βρίσκεται στη χαράδρα των Φαιδριάδων, στη ρίζα του βράχου που σήμερα ονομάζεται Φλεμπούκος και στην αρχαιότητα λεγόταν Υάμπεια. Από εκεί το ρέμα ξεχύνεται στην κοιλάδα του Πλειστού σαν χείμαρρος, το σημερινό Αρκουδόρεμα, όπου, σύμφωνα με το μύθο, ήταν η φωλιά του Πύθωνα. Το νερό της Κασταλίας πηγής έφθανε μέσω ενός αγωγού στην ομώνυμη κρήνη, που βρίσκεται ανάμεσα στο τέμενος του Απόλλωνα και στο αρχαίο γυμνάσιο των Δελφών.
Η πρώτη κρήνη διαμορφώθηκε γύρω στο 600-590 π.Χ., κοντά στον αρχαίο δρόμο και είναι αυτή που βλέπουμε σήμερα δίπλα στο σύγχρονο δημόσιο δρόμο. Η Κάτω Κασταλία, όπως ονομάζεται, είναι ένα ορθογώνιο κτίσμα διαστάσεων 8,20Χ6,64 μ., που περιλαμβάνει μία ορθογώνια κτιστή λεκάνη, με σύστημα αγωγών και κρουνών. Μπροστά της απλώνεται πλακόστρωτη αυλή με λίθινους πάγκους, στην οποία οδηγούσε μία σκάλα με 3-4 σκαλοπάτια. Το νερό έφθανε από την πηγή με αγωγό, που είχε λαξευτεί κάτω από την επιφάνεια του εδάφους με ιδιαίτερη επιμέλεια. Στους επόμενους αιώνες, μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, η κρήνη αναμορφώθηκε και επισκευάσθηκε αρκετές φορές, ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες. Η νεότερη μορφή της, η Κασταλία του βράχου, χρονολογείται στον 1ο αιώνα π.Χ. και είναι αυτή που είδε και περιέγραψε ο περιηγητής Παυσανίας. Βρίσκεται περίπου 50 μ. ψηλότερα από την αρχαϊκή και πιο κοντά στην πηγή. Για την κατασκευή της χρειάσθηκε να λειανθεί ο βράχος σε πλάτος περισσότερο από 11 μ. και ύψος 12,50 μ. Εκεί δημιουργήθηκαν κόγχες, όπου τοποθετούνταν αναθήματα των πιστών για τη νύμφη Κασταλία.
Η μεγαλύτερη από αυτές, στα δεξιά, μετατράπηκε σε εκκλησάκι του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου στα χρόνια της Τουρκοκρατίας. Κάτω από τις κόγχες λαξεύτηκε στο βράχο μία στενόμακρη λεκάνη μήκους 10 μ. και πλάτους 0,50 μ., στην οποία έφθανε το νερό της πηγής με κλειστό αγωγό. Η λεκάνη ήταν σκεπαστή και η μία άκρη της άνοιγε, για να μπορεί να καθαρίζεται. Στην πρόσοψη της κρήνης υπήρχαν 7 χάλκινοι κρουνοί, που χωρίζονταν με 7 πεσσούς σκαλισμένους στο βράχο. Μπροστά από την κρήνη υπήρχε πλακόστρωτη αυλή, στην οποία κατέβαινε κανείς με 8 σκαλοπάτια, και στις τρεις πλευρές της υπήρχαν λίθινοι πάγκοι. Η νεότερη κρήνη ανασκάφηκε το 1878 από τους Σ. Δραγάτση και Ε. Καστόρχη, ενώ η αρχαϊκή το 1960 από τον Α. Ορλάνδο. Και στα δύο μνημεία έχουν γίνει κατά καιρούς εργασίες συντήρησης και αναστήλωσης.
ΤΟ ΑΡΧΑΙΟ ΣΤΑΔΙΟ
Το αρχαίο στάδιο των Δελφών είναι από τα καλύτερα διατηρημένα μνημεία του είδους. Βρίσκεται ΒΔ του θεάτρου, στο ψηλότερο σημείο πάνω από το ιερό του Απόλλωνα και την πόλη των Δελφών. Όπως και στην αρχαιότητα, στην είσοδό του οδηγεί και σήμερα ένα ανηφορικό μονοπάτι, που ξεκινά από την αριστερή πάροδο του θεάτρου. Το στάδιο είναι στενά δεμένο με την ιστορία των πανελλήνιων Πυθικών αγώνων, αφού εδώ διεξάγονταν τα αθλητικά αγωνίσματα. Η αρχική διαμόρφωσή του χρονολογείται στον 5ο αιώνα π.Χ., όπως μαρτυρεί η επιγραφή που βρέθηκε εντοιχισμένη στο νότιο αναλημματικό τοίχο του. Στην πρώιμη μορφή του φανταζόμαστε τους θεατές καθισμένους στο έδαφος ή σε ξύλινα ικρία. Μνημειώδη λίθινα εδώλια απέκτησε μόλις το 2ο αιώνα μ.Χ., χάρη σε δωρεά του Ηρώδη Αττικού, πλούσιου Αθηναίου σοφιστή, που παρήγγειλε για την κατασκευή τους ασβεστόλιθο Παρνασσού (όχι λευκό μάρμαρο, όπως αναφέρει ο Παυσανίας). Τότε διαμορφώθηκε και η μνημειώδης τοξωτή θριαμβική είσοδος, η μοναδική σε αρχαίο στάδιο στην Ελλάδα.
Το στάδιο είναι κατασκευασμένο στη φυσική πλαγιά. Η βόρεια πλευρά του είναι φυσικά διαμορφωμένη, ενώ η νότια σχηματιζόταν με τεχνητή επίχωση, την οποία συγκρατούσε αναλημματικός τοίχος. Η είσοδός του βρίσκεται στην ανατολική πλευρά και σχηματίζεται με τριπλό τόξο στηριγμένο σε 4 πεσσούς, από τους οποίους οι δύο κεντρικοί είχαν κόγχες για την τοποθέτηση αγαλμάτων. Κάτω από τα θριαμβικά αυτά τόξα περνούσαν υπό πανηγυρικές επευφημίες οι κριτές των αγώνων και οι αθλητές, καθώς έμπαιναν στο στάδιο. Πίσω από την είσοδο, πάνω στο βράχο, έχει λαξευτεί εξέδρα με 5 σκαλοπάτια, που ανήκει σε παλαιότερη διαμόρφωση του σταδίου, ενώ διακρίνονται και τα ερείπια μίας κρήνης. Το μήκος του στίβου ισοδυναμεί με ένα ρωμαϊκό στάδιο, δηλαδή 177,55 μ., ενώ το πλάτος του είναι 25,50 μ. Τις άκρες του στίβου διασχίζουν η γραμμή εκκίνησης («άφεση») και το τέρμα, που αποτελούνται από πλάκες με βαθύνσεις, κατάλληλες για την τοποθέτηση των ποδιών των αθλητών και για την ένθεση ξύλινων πασσάλων μεταξύ των συμμετεχόντων στα αγωνίσματα δρόμου.
Το στάδιο έχει σχήμα φουρκέτας: δύο παράλληλες ζώνες εδράνων, χωρισμένες σε κερκίδες, συναντώνται σε ημικύκλιο («σφενδόνη»), στο δυτικό άκρο. Τα έδρανα στηρίζονται πάνω σε πόδιο ύψους 1,30 μ. Τα εδώλια της βόρειας πλευράς διακόπτει ένας πάγκος με ερεισίνωτο, όπου κάθονταν οι κριτές. Τα έδρανα αυτής της πλευράς, προς το πρανές, εκτείνονται σε 12 σειρές, ενώ της νότιας πλευράς μόνο σε 6 σειρές, λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους. Τα έδρανα διέκοπταν κατά διαστήματα σκάλες, που διευκόλυναν την κυκλοφορία των θεατών. Υπολογίζεται ότι σε αυτή τη μορφή του το στάδιο είχε χωρητικότητα 5.000 θεατών. Στο μνημείο έχουν γίνει έργα συντήρησης και αναστήλωσης, ωστόσο, μεγάλο τμήμα του νότιου αναλημματικού τοίχου έχει καταρρεύσει και χρειάζεται αναστήλωση, εφόσον τα δομικά του μέλη σώζονται κατά χώρα.
Η Θόλος είναι, ίσως, το πιο χαρακτηριστικό μνημείο των Δελφών, που δεσπόζει στο τέμενος της Αθηνάς Προναίας ανάμεσα στο νεότερο ναό της Αθηνάς και στο Θησαυρό των Μασσαλιωτών. Πρόκειται για αριστούργημα της κλασικής αρχιτεκτονικής, του οποίου, όμως, αγνοούμε τη χρήση. Έχει συσχετιστεί με χθόνια λατρεία, αλλά ο περιηγητής Παυσανίας, που είδε τα ερείπιά του το 2ο αιώνα μ.Χ., δεν το μνημονεύει ως ναό. Το εντυπωσιακό κυκλικό κτίριο χρονολογείται στο 380 π.Χ. Όπως μαθαίνουμε από το Βιτρούβιο, υπεύθυνος αρχιτέκτονας για την κατασκευή της Θόλου ήταν ο Θεόδωρος από τη Φώκαια ή τη Φωκίδα, που, μάλιστα, είχε γράψει και βιβλίο για τον τρόπο οικοδόμησής της.
Η Θόλος συνθέτει σχεδόν όλους τους ρυθμούς του κλασικού αρχιτεκτονικού σχεδιασμού. Οι 20 κίονες του εξωτερικού περιστυλίου είναι δωρικοί και επιστέφονται από ζωφόρο με ανάγλυφες μετόπες που κοσμούνταν με παραστάσεις από την Αμαζονομαχία και την Κενταυρομαχία. Ο κυκλικός σηκός με συμπαγείς τοίχους επίσης επιστέφεται από δωρική ζωφόρο με τρίγλυφα και ανάγλυφες μετόπες μικρότερου μεγέθους, ενώ στο εσωτερικό του στέκονταν 10 ημικίονες κορινθιακού ρυθμού. Όλο το κτίριο στηρίζεται σε κρηπίδωμα με 3 χαμηλές βαθμίδες. Για την ανωδομή του μνημείου χρησιμοποιήθηκε συνδυασμός υλικών, που είχε ως αποτέλεσμα την πολυχρωμία: παριανό και πεντελικό μάρμαρο, καθώς και σκούρος γαλάζιος ελευσίνιος ασβεστόλιθος για τον τονισμό δομικών λεπτομερειών, στον τοιχοβάτη και στο δάπεδο. Η οροφή ήταν επίσης μαρμάρινη και από τη διακόσμησή της έχουν σωθεί ορισμένα ρομβοειδή φατνώματα.
ΑΝΑΘΗΜΑ ΔΑΟΧΟΥ
Το ανάθημα του Δαόχου ήταν από τα πιο πλούσια και εντυπωσιακά αφιερώματα ιδιωτών στο τέμενος των Δελφών. Βρισκόταν στην περιοχή ΒΑ του ναού του Απόλλωνα, πάνω σε στενόμακρο λίθινο βάθρο, εκεί όπου είχαν τοποθετηθεί και άλλα αναθήματα, των Αιτωλών, των Φωκέων και των Δεινομενιδών. Αναθέτης του μνημείου ήταν ο Δάοχος Β’, από τα Φάρσαλα, τετράρχης της Θεσσαλίας και ιερομνήμων, δηλαδή αντιπρόσωπος της πατρίδας του στη Δελφική Αμφικτιονία, από το 339 ως το 334 π.Χ. Φαίνεται, ότι με αφορμή αυτή τη σχέση του με το τέμενος, ο Δάοχος θέλησε να τιμήσει την οικογένειά του, μέλη της οποίας ήταν λαμπροί αθλητές που είχαν κερδίσει και στους αγώνες των Δελφών. Το μνημείο πρέπει να αφιερώθηκε γύρω στο 337 π.Χ., δηλαδή σε μία περίοδο κατά την οποία συνεχώς αυξανόταν η επιρροή του Φιλίππου Β’, βασιλιά της Μακεδονίας, στη Δελφική Αμφικτιονία, αλλά και στη Θεσσαλία, πατρίδα του Δαόχου. Μάλιστα, ο Δάοχος είχε προσωπικούς δεσμούς με το Μακεδόνα βασιλιά. Το έργο αποδίδεται στον περίφημο γλύπτη Λύσιππο ή στη σχολή του.
Η λέσχη αφιερώθηκε στο τέμενος μέσα στο πρώτο μισό του 5ου αιώνα, λίγα χρόνια μετά τους Περσικούς πολέμους. Τα ερείπια της λέσχης, ορθογώνιου κτιρίου με πρόσοψη 19 περίπου μ. και πλάτος 9,5 μ., εντοπίστηκαν σε επαφή σχεδόν με τον περίβολο που ορίζει το χώρο του τεμένους του Απόλλωνα, στη ΒΑ άκρη του. Η λέσχη χρησιμοποιείτο για συναθροίσεις, συζητήσεις και ξεκούραση, αλλά πιθανόν και για άθληση, επειδή ο κεντρικός χώρος ανάμεσα στις κιονοστοιχίες ήταν αστέγαστος. Πρόκειται για ένα ορθογώνιο κτίριο με δύο σειρές 4 κιόνων στο εσωτερικό του που, μάλλον, ήταν ξύλινοι με λίθινες βάσεις. Για τη στήριξη του κτιρίου, λόγω του κατηφορικού εδάφους, κατασκευάστηκε αναλημματικός τοίχος στον οποίο σώζεται η αναθηματική επιγραφή «ΚΝΙΔΙΩΝ Ο ΔΑΜΟΣ ΤΟ ΑΝΑΛΑΜΜΑ ΑΠΟΛΛΩΝΙ» και τιμητικές επιγραφές για Κνιδίους. Η πλαγιά στην οποία είχε χτιστεί το κτίριο της λέσχης διαμορφώθηκε αργότερα σε έναν ισόπεδο χώρο μπροστά της. Η κατασκευή αυτή, αφιέρωμα κι η ίδια των Κνιδίων, εξομάλυνε την πλαγιά και διευκόλυνε την πρόσβαση προς αυτή.
Η λέσχη ήταν περίφημη για τον πλούσιο ζωγραφικό της διάκοσμο που σύμφωνα με τον Παυσανία (Χ,25,1-31,12) φιλοτέχνησε ένας από τους πιο σημαντικούς ζωγράφους της αρχαιότητας, ο περίφημος Θάσιος ζωγράφος Πολύγνωτος, γύρω στο 475-460 π.Χ. Οι ζωγραφικές συνθέσεις ήταν πολυπρόσωπες και αφηγούνταν διάφορα επεισόδια γύρω από δύο θεματικούς άξονες, την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη (Νέκυια) και την Άλωση της Τροίας (Ιλίου Πέρσιν). Ο περιηγητής Παυσανίας, τον 2ο αιώνα μ.Χ., δηλαδή 600 χρόνια μετά, τις θαύμασε και μας τις περιγράφει με πολλές λεπτομέρειες στο έργο του.
Πηγές
1) Υπουργείο Πολιτισμού, Δελφοί, Ιστορικό
2) Arxaiologia.gr Άρθρο της Μαρίας Πεντάζου
3) Arxaiologia.gr Άρθρο της Κατερίνας Τυπάλδου-Φακίρη
4) Ίδρυμα Μείζονος Ελληνισμού, Δελφοί
Παραπομπές
[1] Ιλιάδα Ραψωδία Β στίχοι 517-520: «Αὐτὰρ Φωκήων Σχεδίος καὶ Ἐπίστροφος ἦρχον υἷες Ἰφίτου μεγαθύμου Ναυβολίδαο, οἳ Κυπάρισσον ἔχον Πυθῶνά τε πετρήεσσαν Κρῖσάν τε ζαθέην καὶ Δαυλίδα καὶ Πανοπῆα, οἵ τα’ Ἀνεμώρειαν καὶ Ὑάμπολιν ἀμφενέμοντο, οἵ τα’ ἄρα πὰρ ποταμὸν Κηφισὸν δῖον ἔναιον, οἵ τε Λίλαιαν ἔχον πηγῇς ἔπι Κηφισοῖο».
[2] Ηρόδοτος 8.39: «τούτους δὲ τοὺς δύο Δελφοὶ λέγουσι εἶναι ἐπιχωρίους ἥρωας, Φύλακόν τε καὶ Αὐτόνοον, τῶν τὰ τεμένεα ἐστὶ περὶ τὸ ἱρόν, Φυλάκου μὲν παρ’ αὐτὴν τὴν ὁδὸν κατύπερθε τοῦ ἱροῦ τῆς Προναίης, Αὐτονόου δὲ πέλας τῆς Κασταλίης ὑπὸ τῇ Ὑαμπείῃ κορυφῇ. οἱ δὲ πεσόντες ἀπὸ τοῦ Παρνησοῦ λίθοι ἔτι καὶ ἐς ἡμέας ἦσαν σόοι, ἐν τῷ τεμένεϊ τῆς Προναίης Ἀθηναίης κείμενοι, ἐς τὸ ἐνέσκηψαν διὰ τῶν βαρβάρων φερόμενοι. τούτων μέν νυν τῶν ἀνδρῶν αὕτη ἀπὸ τοῦ ἱροῦ ἀπαλλαγὴ γίνεται».