Το μνημείο μάλλον αποτελούσε ανάθημα των Ρόδιων στο ιερό, μετά τη νικηφόρα ναυμαχία της Σίδης (191-190 π.Χ), όπου η Ρόδος είχε πάρει μέρος στο πλευρό της Περγάμου και κατατρόπωσε τον Αντίοχο Γ’ τον Μέγα, βασιλιά της Συρίας.
Μία εκδοχή των αρχαιολόγων για το αφιέρωμα επί πολλά χρόνια ήταν πως το είχε κάνει ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (337-283 π.Χ.) όταν νίκησε τον στόλο του Πτολεμαίου στα ανοιχτά της Κύπρου γύρω στο 290 π.Χ. Σήμερα όμως λόγω της τεχνοτροπίας του έργου περισσότερο πιθανή θεωρείται η πρώτη εκδοχή.
Η θεατρικότητα της στάσης της με τα ανοιγμένα φτερά, η δύναμη της κίνησης προς τα εμπρός και οι βαθιές πτυχώσεις των ενδυμάτων από το φύσημα του αέρα, μπλέκονται με τα χαρακτηριστικά της Κλασικής Περιόδου και προμηνύουν τις μπαρόκ τάσεις των γλυπτών της Σχολής τηςΠεργάμου.
Η ανεύρεσή της
Μερική αναπαράσταση των χρωμάτων του έργου |
Η Νίκη της Σαμοθράκης, είναι έργο Ρόδιου καλλιτέχνη, από παριανό μάρμαρο με ύψος 3.28 μ. βρέθηκε κοντά στο ιερό των Καβείρων το 1863, κατακερματισμένη από τον Γάλλο πρόξενο στην Αδριανούπολη Σάρλ Σαμπουαζό.
Τα κομμάτια του γλυπτού βρέθηκαν τμηματικά και στην αρχή η Νίκη εκτίθετο στο Λούβρο δίχως τον κορμό και τα φτερά της αλλά και δίχως την πλώρη, τα κομμάτια της οποίας οι Γάλλοι ειδικοί στην αρχή είχαν εκλάβει ότι ανήκαν σε τύμβο και τα είχαν αφήσει στη Σαμοθράκη. Συγκεκριμένα, η ανεύρεση άρχισε το 1863 από μια αρχαιολογική αποστολή στην οποία επικεφαλής ήταν ο Κάρολος Σαμπουαζό (1830-1909) (Charles Champoiseau) υποπρόξενος της Γαλλίας στην Αδριανούπολη (σημερινό Εντιρνέ Τουρκίας).
Ενώ έσκαβαν σε μια χαράδρα στις 15 Απριλίου του 1863, στα βόρεια του νησιού, ένας Έλληνας εργάτης φώναξε στον Σαμπουαζό
«Κύριε, εύραμεν μια γυναίκα!» – ήταν η μισή Νίκη της Σαμοθράκης. Ο Σαμπουαζό ήρθε αμέσως σε επικοινώνησε αμέσως με τον πρέσβη της πατρίδας του στην Κωνσταντινούπολη και εκείνος φρόντισε η Τουρκία να δώσει τότε έγκριση για να αποπλεύσει γαλλικό πολεμικό πλοίο και να φορτώσει τη Νίκη της Σαμοθράκης για τη Γαλλία -η Σαμοθράκη είχε σημαντική αυτονομία, αλλά ανήκε ακόμα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και απελευθερώθηκε στις 19 Οκτωβρίου του 1912 Το άγαλμα έφτασε στο Λούβρο στις 11 Μαϊου του 1864 και δύο χρόνια μετά εκτέθηκε για πρώτη φορά μετά τις απαραίτητες εργασίες – χωρίς όμως ακόμα να μπορούν να εκθέσουν το επάνω μέρος τους κορμού και τα φτερά.
Η μεταφορά της από τους εργάτες της ανασκαφής |
Η πλώρη του πλοίου αποτελείται από 23 κομμάτια μαρμάρου και δείχνει ότι ο γλύπτης κατείχε τέλεια και τους νόμους της φυσικής. Σε μια ορθογώνια βάση από έξη μαρμάρινες πλάκες στερεώνονταν 17 κομμάτια που ενώνονταν αρχικά με μέταλλο και σχημάτιζαν τρείς οριζόντιες σειρές που κλιμακώνονταν προς τα εμπρός για το σχηματισμό της πλώρης. Άγαλμα και πλοίο ισορροπούσαν το ένα το άλλο σαν αντίβαρα και το κέντρο βάρους του αγάλματος είχε σταθμιστεί έτσι ώστε να πέφτει στο σημείο που κρατούσε ανασηκωμένη ζωηρά η πλώρη σαν αληθινού ξύλινου καραβιού –το άγαλμα δεν μπορούσε δηλαδή να μετακινηθεί χωρίς να διαλυθεί το πλοίο. Το όλο σύμπλεγμα θεωρείται όχι μόνον αριστουργηματικό από καλλιτεχνική άποψη, αλλά και ιδιοφυές.
Απεικόνιση του έργου στην αρχική του μορφή |
Το 1950 όταν συναρμολογήθηκε και η δεξιά παλάμη της, άρχισε να εκτίθεται κι αυτή.Τον Αύγουστο του 1939 η «Νίκη της Σαμοθράκης» μεταφέρθηκε με μεγάλη δυσκολία με μια ξύλινη ράμπα, ώστε να απομακρυνθεί όπως και όλα τα πολύτιμα εκθέματα του Μουσείου σε ασφαλέστερη τοποθεσία λόγω του πολέμου -φυλάχτηκε μαζί με την Αφροδίτη της Μήλουκαι τους «Σκλάβους» του Μιχαήλ Αγγέλου στο Château de Valençay.
Πηγή: ΒΙΣΑΛΤΗΣ