Ύστερ’ απ’ την πανωλεθρία των Αθηναίων στους Αιγός Ποταμούς, και λίγο αργότερα μετά την τελική μας ήττα,
πάνε πια οι ελεύθερες κουβέντες μας, πάει κι η Περίκλεια αίγλη,
η άνθηση των Τεχνών, τα Γυμναστήρια και τα Συμπόσιατων σοφών μας.
Τώρα βαριά σιωπή στην Αγορά και κατήφεια, κι η ασυδοσία των Τριάντα Τυράννων.
Τα πάντα (και τα πιο δικά μας) γίνονται ερήμην μας, χωρίς καθόλου τη δυνατότητα μιας κάποιας προσφυγής, μιας υπεράσπισης ή απολογίας,
μιας έστω τυπικής διαμαρτυρίας.
Στη φωτιά τα χαρτιά και τα βιβλία μας˙
κι η τιμή της πατρίδας στα σκουπίδια.
Κι αν γινόταν ποτέ να μας επέτρεπαν να φέρουμε για μάρτυρα κάποιον παλιό μας φίλο,
αυτός δε θα δεχόταν από φόβο μήπως και πάθει τα δικά μας, με το δίκιο του ο άνθρωπος.
Γι’ αυτό καλά είναι εδώ,
μπορεί και ν’ αποχτήσουμε μια νέα επαφή με τη φύση κοιτώντας πίσω από το σύρμα ένα κομμάτι θάλασσα,
τις πέτρες, τα χορτάρια,
ή κάποιο σύννεφο στο λιόγερμα, βαθύ, βιολετί, συγκινημένο.
Κι ίσως μια μέρα να βρεθεί ένας νέος Κίμωνας, μυστικά οδηγημένος από τον ίδιο αϊτό,
να σκάψει και να βρει τη σιδερένια αιχμή απ’ το δόρυ μας,
σκουριασμένη, λιωμένη κι αυτήν, και να την κουβαλήσει
επίσημα σε πένθιμη ή δοξαστική πομπή, με μουσική και στεφάνια στην Αθήνα.
Γιάννης Ρίτσος (Λέρος, 21-03-68)
Από την ποιητική συλλογή Επαναλήψεις – Σειρά Δεύτερη