Το μουσείο είναι ένας χώρος πολιτισμού, φορέας πολιτισμών, μία κιβωτός όπου διασώζονται έργα τέχνης, ένα κέντρο αλληλεπίδρασης, για άλλους ψυχικής ανάτασης, ενώ δύναται σαφώς να έχει και άλλους ρόλους. Τι σημαίνει άραγε για ένα μουσείο, ως φορέα πολιτισμού, η συμπερίληψη σημαντικών έργων τέχνης, έργων που δημιουργήθηκαν με έναν συγκεκριμένο σκοπό και απευθυνόταν πιθανότατα σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο;
Aν βρεθείτε στο Παρίσι κι επισκεφθείτε το μεγάλο μουσείο της πόλης, το Λούβρο, έχετε μία ευκαιρία να δείτε και να αναγνωρίσετε, μεταξύ άλλων, ένα τέτοιο μοναδικό έργο τέχνης του πολιτισμού των αρχαίων Αιγυπτίων. Στην πτέρυγα Sully του πρώτου ορόφου και ειδικότερα στην αίθουσα 643 υπάρχει η προθήκη με τον αριθμό 01. Το χρυσό περίαπτο Ε 6204 που κάποτε αφιερώθηκε στον βασιλιά Οσορκον Β΄ κλέβει γρήγορα την πρώτη ματιά αυτού που εισέρχεται στον χώρο.
Με μόλις 9 εκατοστά ύψος και 6,6 εκατοστά πλάτος, θεωρείται από τους ίδιους τους συντελεστές του μουσείου αριστουργηματικό έργο αρχαίας χρυσοχοΐας, εξαιρετικά πολύτιμο από συμπαγή χρυσό και λίθο λαζουρίτη. Η προέλευση του κομψού αυτού αριστουργήματος προέκυψε κάπως τυχαία, καθώς απολάμβανα την ανάγνωση της περιγραφής των αιγυπτιακών Θηβών στην εργασία «Αρχαιολογικαί εν Αιγύπτω ανασκαφαί και αποκαλύψεις εν περιλήψει εκτιθέμενα» του Αθηναίου λόγιου του 19ου αιώνα Τάσσου Νερούτσου, γραμμένη στη γοητευτική ελληνική γλώσσα που πια εξέλιπε και όπου σχετικά εύκολα αναγνωρίζει κανείς την ερμηνεία των λέξεων. Εκεί, ο συγγραφέας βεβαιώνει ότι το περίαπτο ανακαλύφθηκε «…εν τω Αμμωνείω των Θηβών…» ευλόγως στο ιερό του Αμμωνος-Ρα του Καρνάκ Μέσα από τις λέξεις του ο Νερούτσος οδηγεί υποχρεωτικά στην ταυτοποίηση του αντικειμένου με αυτό που εκτίθεται στο παριζιάνικο μουσείο:
«…σύμπλεγμα ειδωλίων τριών επί μιας και της αυτής τετραγώνου βάσεως, ολοσφυρήλατα πάντα, εκ χρυσού καθαρού, μικρόν μεν αλλά τιμαλφές καλλιτέχνημα, παριστών την αποθέωσιν του βασιλέως Οσόρχοντος εκ της ΚΒ’ Βουβαστίτιδος δυναστείας…» και βέβαια συμπληρώνει ο Νερούτσος ότι το εν λόγω αντικείμενο αποτελεί «…το θαυμασιώτερον των κειμηλίων της ιδιωτικής του εν Αλεξανδρεία φιλαρχαίου Ιωάννου Δημητρίου Αιγυπτιακής συλλογής, ο μέχρι τούδε ολίγιστοι γιγνώσκουσι, και του οποίου τας επιγραφάς πρώτος εγώ νυν δημοσιεύω εν μεταφράσει».
Ο επιχειρηματίας βαμβακιού και συλλέκτης αρχαιοτήτων Ιωάννης Δημητρίου. Δεξιά, φωτογραφία από το δωμάτιο-εκθεσιακό χώρο στην έπαυλή του με τη συλλογή αιγυπτιακών αρχαιοτήτων.
Σύμφωνα με την περιγραφή του Νερούτσου και επιβεβαιώνοντας –έστω και με μικρά λάθη, συνήθη εκείνη την εποχή– την ιερογλυφική επιγραφή, διαπιστώνει κανείς με έκπληξη ότι πρόκειται για το γνωστό πια σύμπλεγμα του μουσείου του Λούβρου αποτελούμενο από τα χρυσά αγαλματίδια του βασιλιά Οσορκον Β΄ (~874 π.Χ. ~850 π.Χ.), ως Οσιρι, τον θεό των νεκρών περιβαλλόμενο από την αδελφή και σύζυγό του Ισιδα στα αριστερά του και τον γιο του Ωρο στα δεξιά, πάνω σε εγχάρακτη στήλη από λαζουρίτη λίθο. Ο Οσορκον Β΄ βασίλευσε συνετά και κατόρθωσε να κυβερνήσει ενοποιημένη την Αίγυπτο.
Η ιερογλυφική επιγραφή που συνοδεύει το σύμπλεγμα αποκρυπτογραφείται για πρώτη φορά από τον Νερούτσο και μάλιστα στα Ελληνικά, αλλά εκείνη την εποχή, δυστυχώς, χωρίς την απαραίτητη φωτογραφική αποτύπωση από όπου προέκυψε και η δυσκολία άμεσης ταύτισής του. Το πολύτιμο αυτό έργο τέχνης, λοιπόν, θα είχε πρώτα αφιερωθεί στο ιερό του Αμμωνα-Ρα του Καρνάκ πιθανότατα και στη συνέχεια αναρτηθεί από τον λαιμό ενός βασιλικού αγάλματος.
Μπορούμε συμπερασματικά να πούμε ότι το πολύτιμο σύμπλεγμα ανακαλύφθηκε κάποια στιγμή πριν από το 1872, μάλλον στο ιερό του Αμμωνα-Ρα στο Καρνάκ των Θηβών και στη συνέχεια πιθανώς αγοράστηκε από τον Ιωάννη Δημητρίου, ο οποίος το διατήρησε στη συλλογή του μέχρι εκείνη τη στιγμή. Την ίδια χρονιά αγοράστηκε από τους Rollin et Feuardent, γνωστούς εμπόρους τέχνης με έδρα αρχικώς το Παρίσι και ακολούθως το Λονδίνο. Από αυτούς πέρασε μέσω αγοράς στο Λούβρο και συνδέεται προφανώς και με ένα άλλο αριστούργημα του ίδιου μουσείου, εκείνο της ιέρειας Καρόμαμα. Το άγαλμά της φέρεται να αγόρασε ο ίδιος ο Champollion στην Αλεξάνδρεια και το έφερε ο ίδιος στο γαλλικό μουσείο.
Ας δούμε, όμως, ποιος είναι ο Ιωάννης Δημητρίου. Ο επιχειρηματίας βαμβακιού και συλλέκτης αρχαιοτήτων Ιωάννης Δημητρίου καταγόταν από τη Λήμνο, αλλά επέλεξε να διαμείνει στην Αλεξάνδρεια όπου διατηρούσε στο προάστιο Ράμλιο την έπαυλή του. Ως συλλέκτης είχε αφιερώσει, κατά τη συνήθεια της εποχής, κάποια δωμάτια της έπαυλης στην έκθεση της προσωπικής του συλλογής αιγυπτιακών αρχαιοτήτων, δημιουργώντας με τον τρόπο αυτό ένα μικρό μουσείο στον χώρο του.
Η συλλογή αυτή δωρήθηκε μεταξύ των ετών 1880-1886 στην εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία, η οποία ακολούθως τη δώρησε στο νεόδμητο τότε Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο. Καλό είναι να επισημανθεί ότι η συλλογή Ιωάννη Δημητρίου ήταν η πρώτη που εντάχθηκε στις συλλογές του Εθνικού Αρχαιολογικού Μουσείου.
* Ο κ. Βασίλης Χρυσικόπουλος είναι αρχαιολόγος στο Μουσείο Ακρόπολης, δρ αιγυπτιολόγος, Καθημερινή