Η διαλεκτική επισκέφθηκε πρώτη την Ελληνική διάνοια, ήρθε στην ανθρώπινη νόηση με την Ελληνική γλώσσα και την σκέψη της γλώσσας με τον Πλάτωνα. Έτσι προφέρεται σε παγκόσμια πρώτη, αυτό που δεν θα ειπωθεί ποτέ παρά μόνο στα Ελληνικά και κατά την Ελληνική εκφορά σε όλες τις γλώσσες του κόσμου.
Όχι το ουσιαστικό «διαλεκτική» αλλά το επίθετο διαλεκτικός»
Διαλεκτικώτερον εστίν αποκρίνεσθαι και ο ουσιαστικοποιημένος τύπος του …από τον Κρατύλο.
Ο Πλάτων δεν είναι παρά ανάδοχος.
Απλώς ονόμασε τον τρόπο σκέψεως του Σωκράτους, τρόπος που μέσω των σοφιστών ανάγεται στον Παρμενίδη.
Ο Πλάτων μάλιστα έφθασε στην κατανομασία αυτού που εφαρμόζει από την αρχή της διδασκαλίας του και της συγγραφικής του παραγωγής.
Ο Μένων σύμφωνα με την κρατούσα άποψη για την χρονολόγηση των διαλόγων κατέχει την ενδέκατη θέση κατατασσόμενος στην δεύτερη περίοδο της πνευματικής εξέλιξης του συγγραφέα.
Για την διαλεκτική μέθοδο θα κάνει λόγο αργότερα στο Ζ της πολιτείας του, όπου και ο μοναδικός ορισμός της ερμηνευτικής αυτής διαδικασίας.
Αν αλήθευε η άποψη του γλωσσολόγου για ότι το πράγμα δεν υπάρχει παρά μόνο την στιγμή της κατανομασίας του, τότε θα έπρεπε να θεωρηθεί δεδομένο ότι η διαλεκτική δεν υπήρχε πριν τον Μέδωνα.
Ωστόσο ο ίδιος ο Πλάτων αποδίδει την πατρότητα της μεθόδου στον Ζήνωνα.
Ακόμη και αληθής όμως η υπόθεση αυτή του γλωσσολόγου δεν θα μπορούσε να αναιρέσει την ουσιαστική συνάφεια ενός όρου με την ψυχολογία το πνεύμα και την ιστορία ενός λαού στους κόλπους του οποίου ο όρος αυτός εκδηλώνεται.
Ο ορισμός της διαλεκτικής στην Πολιτεία συνάπτει την διαλεκτική στον λόγο.
Ή και διαλεκτικότερο καλείς τον λόγο εκάστου λαμβάνοντα της ουσίας;
Είναι διαλεκτικόν το να καταλαμβάνεις κανείς, να καταλαβαίνει, να αντιλαμβάνεται και να κατανοεί.
Το να αλώνει και να κατακτά την ουσία των πραγμάτων και των φαινομένων με τον λόγο, η δια του λόγου κατάληψη, σύλληψη κατανόηση της φύσης του είναι του όντος.
Η διαλεκτική είναι πορεία προς την ουσία με μέσο τον λόγο. Αλλού φέρεται ως δύναμη του διαλέγεσθαι.
Οι δύο αυτοί πλατωνικοί προσδιορισμοί δείχνουν ότι η διαλεκτική είναι η ικανότητα του διαλέγεσθαι και είδος λόγου.
Το διαλέγεσθαι μας παραπέμπει στον Όμηρο
Και ο λόγος πρωτίστως στον Ηράκλειτο.
Η διαλεκτική ανάγεται μέσω ουσιαστικοποιημένου επιθέτου δια λεκτος από το ρηματικό επίθετο λεκτός,
Στο δια λέγομαι και μέσω αυτού στο λέγω από όπου απορρέουν ο λόγος και ο διάλογος.
Το διαλέγομαι απαντά στον Όμηρο στην αρχαιότερη μαρτυρία της ελληνικής γραμματείας και του Ελληνικού λόγου σε πέντε χωρία της Ιλιάδος
Το πρώτο έχει ως ακολούθως;
Λ Ιλιάδος
Μονάχος ο Οδυσσέας απόμεινε, του κονταριού ο τεχνίτης,
κανείς Αργίτης άλλος· όλοι τους στα πόδια το ‘χαν βάλει.
Βαρυγκομώντας τότε μίλησε στην πέρφανη καρδιά του:
«Τι θα γενώ; Κακό είναι, αλίμονο, μεγάλο, φοβισμένος
να φύγω ομπρός τους, μα χειρότερο να σκοτωθώ εδώ πέρα
μονάχος. Οι άλλοι Αργίτες σκόρπισαν από του Δία το χέρι.
Όμως γιατί η καρδιά μου κάθεται και τα αναδεύει ετούτα;
«αλλά τί μοι τα φίλος διελέξατο θυμός;»
Το ξέρω, μοναχά οι λιγόκαρδοι ξεκόβουν από τη μάχη’
μα όποιου το λέει η καρδιά, στον πόλεμο πρεπό ‘ναι να κρατήσει
αδείλιαστος μπορεί και σκότωσε, μπορεί και τον σκότωσαν.»
Το διαλέγομαι ως σημαντική πηγή περιέχει όπως είναι επόμενο πολύτιμες πληροφορίες για την έννοια της διαλεκτικής.
Το γεγονός δε της παντελούς απουσίας από την Οδύσσεια θέτει ορισμένο προβλήματα.
Πρόκειται άραγε για εξαντλητική χρήση ή μήπως για ενδεικτική χρήση;
Τα βιβλία όπως σαν άλλοι άνθρωποι έχουν την δική τους μοίρα. Όποιος αποφασίζει να εισέλθει στον Όμηρο πρέπει να έχει υπ’ όψη του ότι δεν είναι εύκολη η έξοδος.
Η γλώσσα παρέχει αυθεντική μαρτυρία για το πνεύμα ενός λαού και για τον νου και την σκέψη του ομιλητή και δημιουργού.
Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψης και αρχή παιδείας ονομάτων θεωρία. Οι λέξεις ως κοινωνικό όργανο δίνουν λόγο για τις ιδιότητες των κατονομαζομένων πραγμάτων και για το πνεύμα που τις επινοεί επισημαίνει ο Λάιμπνιστς.
Η γλώσσα δεν λειτουργεί ωστόσο απλώς ως αυθεντική μόνο ερμηνεία του πνεύματος ενός λαού ή ενός δημιουργού αλλά είναι επιπλέον και αυτό το ίδιο το πνεύμα του λαού και του συγκεκριμένου δημιουργού.
Και κατά τον Χάιντεγκερ, αυτό το ίδιο είναι η έδρα του όντος. Τίποτα δεν ομιλεί ευγλωτότερα για τον ομιλητή και την κοινωνία από την γλώσσα την οποία αυτοί μιλούν.
Και τίποτα δεν είναι αποκαλυπτικότερο της ουσίας της γλώσσας από το λέγειν και λόγος της Ελληνικής..
Στην Ελλάδα προεξεχόντως ανθρώπινη, κατ’ εξοχήν κοσμολογική γλώσσα, κατοικεί ο κόσμος και ο άνθρωπος της ουσίας των όντων και του Είναι. Πραγματικός πρωταγωνιστής των Ομηρικών Επών είναι στην ουσία ο λόγος και τίποτα δεν συμβαίνει χωρίς αυτόν.
Είναι πανταχού παρών. Και μάχεται δικαιωματικά λέει ο Διομήδης Ι 32-33.
Ο Όμηρος είναι συνιδρυτής και ιερουργός της Ελληνικής, πρωτοστάτης και εξομολογητής της πρώτης οικουμενικής γλώσσας της ανθρωπότητας.
Ο Δυτικός πολιτισμός είναι προϊόν του αρχικού λέγειν, το οποίο αναδύθηκε από την Ελληνική γλώσσα και είναι αυτό το ίδιο το Είναι.
Με τον Ελληνικό λόγο το Είναι ήλθε στον εαυτό του, συγκροτήθηκε ως παρουσία, παρουσιάστηκε και αποφάνθηκε.
Ο Ελληνικός λόγος είναι η εγκυρότερη έως τώρα παρουσία απόφανση του Είναι. Η ανθρώπινη ιστορία η οποία αρχίζει ουσιαστικά στην αρχαία Ελλάδα, όπου αναπτύσσεται η κριτική σκέψη αποκαλύπτεται ως η μεγαλύτερη αμφισβήτηση που γνώρισε ποτέ και μπορεί αναγνωρίσει το Είναι.
Αυτό είναι το πρώτιστο μάθημα της Ελληνικής γλώσσας και υπάρχει αυτοτελώς στο λέγω του Ομηρικού διαλέγομαι.
Με τον Ελληνικό λόγο κατόρθωσε αυτό το Είναι να προσητυλιστεί στην Δημοκρατία. Είναι το επιστημολογικό επακόλουθο της ανατροπής που έφερε την ελληνική γλώσσα στο κέντρο της οντολογικής θεωρίας του.
Ο Ελληνικός λόγος είναι από την φύση του δημοκρατικός και κατ ουσίαν ερωτικός.
Αναγορεύοντας την ποίηση κατ’ εξοχήν ερωτική εστία.
Το διαλέγομαι διατηρήθηκε στην φιλοσοφική γλώσσα παραλλήλως με το λέγω
Από το πρώτο εκπορεύτηκε η διαλεκτική και ο διάλογος
και από το δεύτερο η λογική και ο λόγος.
Ο άνθρωπος προγενέστερος των θεσμών και ο μόνος απ όλα τα όντα που εκπονεί θεσμούς αναγορεύεται και ο ίδιος σε θεσμούς.
Πριν από τον homo oeconomicous, homo eroticus της νομικής διευθέτησης και οργάνωσης θεσμός προηγείται η φυσική του σύσταση και παρουσία, όπου ο έρως επικρατεί.
Έξω από τον άνθρωπο δεν υπάρχει η οικονομία ενώ, ο έρως επικρατεί και η ερωτική λειτουργία άμεσα συνδεδεμένη με την φυσική συντήρηση.
Η ελληνική σκέψη μυθική και λογική δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία για την πρωταρχικότητα της ερωτικής λειτουργίας, για την ευρύτερη δικαιοδοσία, την καθολική παρουσία και τον κυρίαρχο ρόλο της.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Έκτωρ, ο Οδυσσέας και ο Αχιλλέας είναι πρότυπα ερωτικής συμπεριφοράς.
Η Ελληνική διαλεκτική απόρροια του Ομηρικού διαλέγεσθαι το οποίο έφερε την ανθρώπινη ιστορία στο Ελληνικό λέγειν είναι μια ερωτική συμφωνία ζωής που αντιτίθεται στην Ευρωπαϊκή διαλεκτική του θανάτου.
Η ερωτική ετυμολογική αξία του Ελληνικού λόγου παγκόσμια μοναδικότητα ανταποκρίνεται κατά την κυριολεξία στο θεμελιώδες ερώτημα περί της ουσίας και του προορισμού του κόσμου και του ανθρώπου.
Ο έρως και ο λόγος απαντά στο ερώτημα της ουσίας του ανθρώπου και του κόσμου μέσω της σημαντικής των Ελληνικών λέξεων και της σκέψης της Ελληνικής γλώσσας.
Αποτελεί μαθητεία με δάσκαλο τον Ελληνικό λόγο. Αυτό που κάνει διαφορετικό τον κόσμο του Διός είναι ότι πρόκειται για ένα κόσμο εξατομικευμένο, προσωπικό.
Κάθε τι που έρχεται στο φως είναι ένα άτομο με προσωπικότητα και συνείδηση.
Ο κόσμος αυτός είναι επομένως, έτοιμος να υποδεχθεί ένα ανανεωμένο έρωτα.
Όχι πλέον τον άφωνο, άμορφο και απρόσωπο έρωτα της φυσικής αντικειμενικότητας, του ενστίκτου της αναπαραγωγής και του φυσικού κοινωνικού καταναγκασμού, αλλά τον έρωτα της ελεύθερης επιλογής, της αισθητικής αγαλλίασης και της δημιουργικής πνοής.
Τον έρωτα με το ανθρώπινο πρόσωπο και το πανανθρώπινο λέγειν.
Η αλλαγή που συντελείται είναι στρατηγικής σημασίας και το ερωτικό αιτούμενο είναι η χαρά, το αίσθημα το ωραίο.
Ο έρωτας συνδέεται με την ομορφιά, το αίσθημα, την νόηση, την χάρη και την τρυφερότητα. Είναι ο έρωτας μετά της φιλικότητας, περάν του βιολογικού καθολικού φυσικού πόθου, είναι έρως ενανθρωπισμένος.
Αν ο άνθρωπος πραγματώθηκε ως άνθρωπος περισσότερο απ οπουδήποτε αλλού, αν ονομάσθηκε όσο πουθενά αλλού τόσο ουσιαστικά από την Ελληνική γλώσσα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Ελληνικός κόσμος και η Ελληνική γλώσσα νου και καρδιά έχει τον έρωτα βασιλιά.
Ο Ελληνικός έρως είναι ανθρωπισμός.
Το νέο καταστατικό το δείχνει ο Όμηρος εύγλωττα στο επίπεδο των θεών και στην τυπική του μορφή με την περίφημη σκηνή όπου η Ήρα σαγηνεύει τον Δία.
Οι πληροφορίες που αντλούμε από αυτό το άκρως ενδιαφέρον επεισόδιο είναι όντως αποκαλυπτικές.
Ο έρως παντοδύναμος, ούτε ο παντοκράτωρ Ζευς δεν μπορεί να του αντισταθεί, ευφυής, μετέρχεται στρατηγημάτων, στοργικός, τρυφερός και προπάντων εύγλωττος.
Η ερωτική διαδικασία έχει δομή συνομιλίας και διαλόγου.
Ενώνοντας τους ανθρώπους κατά ζεύγη ολοκληρώνει του ανθρώπους, διότι αυτός που αγαπά τον άνθρωπο δεν έχει ανάγκη τον θεό.
Κάτι που γνώριζε η βιβλική αναγόρευση της αγάπης ως αποκλειστικού προνομίου του θεού κι εφήρμοσε ο χριστιανισμός για τον οποίο η αγάπη του πλησίον είναι η αγάπη του αγαπητού από τον θεό.
Δεν υπάρχει χριστιανική αγάπη έξω από τον θεό.
Η απόπειρα του Αδάμ και της Εύας να συνάψουν ερωτικές σχέσεις προσωπικές τους αποξένωσε από τον θεό.
Η τέλεση αντιθέτως του Ελληνικού ερωτικού ιερού μυστηρίου δωροδόκησε τον άνθρωπο δια του λόγου, με την Συνείδηση.
Στους κόλπους της Ομηρικής ανθρωπότητας , ο έρως κατέχει καταφανώς πρωταρχική θέση, θέση αρχής, διαθέτοντας αυτό που αποτελεί οικουμενικό αίτημα και προς ο οποίο κατευθύνεται, το μοναδικό που διερμηνεύσει και να εκφράσει το μεγαλείο:
Την ομορφιά.
Αυτή την ομορφιά που αυτός που αγαπά βλέπει στον άλλο.
Όχι η ομορφιά της επιφάνειας, αλλά η ομορφιά του βάθους της ψυχής, της προσωπικότητας, εκείνη που παιδαγωγεί και εντάσσει την ομορφιά του προσώπου, του σώματος, της ύλης του σημαίνοντος, αλλά πρωτίστως η ομορφιά της σημασίας.
Το στοιχείο του έρωτος είναι η ομορφιά.
Ο Ομηρικός έρως, εκτός από την ομορφιά αίτημα συνολικό του κόσμου, είναι και λόγος φορέας εκδηλότητας, ειλικρίνειας και πασιφάνειας.
Συνδέεται με τον θεό Φάνη και η Αφροδίτη είναι εύλποια ποντεία, διασφαλίζει την πορεία και ανοίγει νέους δρόμους.
Η πραγματική ελληνική θρησκεία είναι ένας ερωτικός ουσιαστικός μονοθεϊσμός. Συνδεδεμένος με την αξία με τον λόγο και με την ομορφιά ο έρως αυτός είναι προσήλωση στο άξιο να αγαπηθεί δεν έχει καμιά σχέση με το πάθος τον οίκτο ή το έλεος.
Το στοιχείο του βρίσκεται στην τιμή και στην δημιουργία.
Ο Ελληνικός έρως είναι τίμιο πνεύμα θαυμαστής του κάλλους, ορθός λόγος και υπέρτατη δικαιοσύνη ως δικαίωση του άξιου να αγαπηθεί και ως υπέρτατη δημιουργική ελευθερία του ικανού να αγαπά όχι με όρους του πιστεύω εξουσιαστικούς αλλά με συνθήκες λόγου απελευθερωτικούς.
Στον φανταστικό σύγχρονο Οργουελιανό ολοκληρωτισμό του Big brother, ο έρως αποτελεί έγκλημα εσχάτης προδοσίας, ως υπονομευτική και ανατρεπτική δραστηριότητα και διώκεται απηνώς.
Ο έρωτας του ανθρώπου για τον άνθρωπο διώχθηκε ανηλεώς από το χριστιανικό Μεσαίωνα επειδή ανταγωνίζεται τον θεό.
Η αντιερωτική στρατηγική του χριστιανισμού υπαγορεύεται από την λογική την αποκλειστική αγάπης στο θεό.
Στην Ομηρική κοσμολογία αντιθέτως ο έρως βασιλεύει όχι μόνο στους ανθρώπους, αλλά και στους θεούς.
Και είναι πάνω από του θεούς.
Η σύνδεση του έρωτος με την ομιλία και με το λέγω θα μπορούσε να αναφανεί σαν κατ εξοχή συνομολογία του είδους.
Οι ερωτευμένοι ομονοούν, αλληλοεξομολογούνται, ομολογεί ο ένας στον άλλον.
Συνομολογούν.
Στην ερωτική συνομολογία συντελείται η αυθεντικότητα και αποκαλύπτεται η ουσία της ουσίας, η πεμπτουσία.
Η ερωτική συνομιλία είναι διέξοδος προς το Είναι είναι το Είναι τελεσφορημένο στο Εαυτό του.
Το άγιο πνεύμα εκπορεύεται από τον Έρωτα και αυτού του είδους τα παιδιά μας άφησαν ο Όμηρος και η ποίηση του.
Η χριστιανική σύνδεση έρωτος και γνώσεως προϋποθέτει πως η αυθεντική γνώση εξαρτάται από την επιβεβαίωση επικύρωση της Εκκλησίας.
Δεν υπάρχει τίποτα το ανάλογο στην Ελληνική αντίληψη.
Ο έρως είναι ελεύθερη ατομική πράξη είναι αποτέλεσμα μιας φωτισμένης ανθρωπότητας.
Είναι το σπέρμα που γεννάει τις λέξεις και τον λόγο μαζί με την λογική.
Ο αντιερωτισμός σαν ευρωπαϊκό φαινόμενο έχει τις ρίζες του στον χριστιανικό πουριτανισμό έργο κατ εξοχή του Παύλου.
Η στάση αυτή απέναντι στην αρχαιοελληνική φιλοσοφία είναι ψυχαναλυτικά ύποπτη και κοινωνικά προβληματική.
Εκεί που βασιλεύει ο έρως βασιλεύει και το αυθεντικό και ως πνεύμα ο έρως είναι ακατανίκητος, ουσιαστικά άτρωτος, ακέραιος, τίποτα δεν μπορεί να αφαιρέσει τον φυσικό πλούτο του ένα, η παρουσία του εμπλουτίζει την ανθρωπότητα του ανθρώπου, την κοσμιότητα του κόσμου, την συμπαντικότητα του σύμπαντος.
Ο έρωτας την ολοτητοποιεί. Η όλη δημιουργία είναι ένα έργο ερωτικό και ερωτικό γεγονός, προϊόν ελευθέρας βουλήσεως, ανιδιοτελές.
Πριν από πολιτικό ο άνθρωπος υπήρξε ερωτικό ον.
Η ερωτική του φύση είναι προγενέστερη της πολιτικής.
Η Ελληνική πόλη, η πολιτική η δημοκρατία είναι παράγωγα της ελληνικής ερωτικής λειτουργίας.
Η δημοκρατία είναι η αγαπημένη θυγατέρα της ερωτικής συνομιλίας, στην οποία δεν πρωταγωνιστεί η φυσική ηδονή, αλλά η δημιουργική σκέψη.
Αντιθέτως η χριστιανική αγάπη ως θεοκεντρική, μονόδρομος καθόδου από τον θεό στον άνθρωπο και αποκλειστικώς αγάπη του ελέους, απαξιώνει το ανθρώπινο πρόσωπο, το οποίο δεν βρίσκει το εαυτό του παρά μόνο σαν απολωλός, μέσα σε ένα απολυταρχικό σύστημα εξουσίας.
Ο άνθρωπος του χριστιανισμού είναι ο περιλάτητος δούλος του θεού, δεν είναι φίλος του .
Η αγάπη του πλησίον είναι ένα παρεκκλήσι του μητροπολιτικού ναού της αγάπης στον θεό.
Αγαπούν τον πλησίον κατ εντολή του θεού.
Ο χριστιανισμός αγαπά ως εντολοδόχος.
Ο Ελληνικός έρως Είναι γενναιόδωρος και δίκαιος, ανιδιοτελής και δωροδότης.
Το χριστιανικό ιδανικό είναι να καταστεί ο άνθρωπος θεοφιλής για να σωθεί από την αμαρτία.
Η γλώσσα δεν υπάρχει από την στιγμή που κάποιος αρχίζει να ομιλεί, αλλά από την στιγμή που κάποιος τον ακούει και τον κατανοεί.
Ο Οδυσσέας του διαλέγομαι μονολογεί όταν ομιλεί μέσα από διαλέγομαι του Οδυσσέα, ως άνθρωπος που καθρεφτίζεται στον εαυτό του, φτιάχνοντας τον κόσμο του λόγου και της λογικής.
Ο έρως είναι παιδί του κάλλους της ομορφιάς και ο λόγος είναι παιδί του Έρωτα.
Ο ελληνικός έρως είναι δύναμη συνοχής σύνθεσης συγκρότησης έρως μετά ευγλωττίας.
Αν ο Ιουδαϊκός λαός υπήρξε εκλεκτός του θεού, ο Ελληνικός υπήρξε εκλεκτός του έρωτα.
Ο πολιτισμός που προήλθε από τον εκλεκτό του θεού υπήρξε κατά ανάγκη θεολογικός κατά κύριο λόγο, ιστορικά εμπορικός, καταναλωτικός και ποσοτικός ενώ, ο πολιτισμός που εκπορεύτηκε από τους Έλληνες και την σκέψη τους είναι ερωτικός, ανθρωπιστικός, δημιουργικός και ποιοτικός.
Πολιτισμός ποιητικός, ο οποίος ανοίγει και αναδεικνύει την ανθρώπινη ουσία την φυσική ικανότητα του ανθρώπου να εγκαθίσταται στην παρουσία και να λάμπει ως αυθεντική ενσάρκωση του φαεινού λόγου, φορέα της αλήθειας.
Η εξίσωση αυτή του έρωτα και της αλήθειας είναι το πραγματικό επισφράγισμα της Ελληνικής διανοίας, που της προσδίδει συνεχεία λογική και μαθηματική δομή.
Ο Ελληνικός έρως είναι υπέρμαχος στρατηγός της Αυτονομίας. Ως υπέρτατη παρουσία και ενέργεια απελευθερώσεως αυτοεκπορευόμενη, αναγορεύεται σε υπέρτατη απελευθερωτική Αρχή.
Η χριστιανική αγάπη είναι οίκτος και ελεημοσύνη είναι κερδοφόρος και δωρεοδόχος
Ο χριστιανικός αντιερωτικός αστός και ο μαρξιανός προλετάριος εχθρεύονται εξίσου τον έρωτα, ο οποίος διαχωρίζεται έτσι από τον θεό και την ιστορία, θέτοντας την μετατροπή της γενετήσιας ενέργειας στην υπηρεσία του θεού και κατά συνέπεια στους αντιπροσώπους του και σε κοινωνική απρόσωπη παραγωγή.
Ο Δυτικός άνθρωπος νοσεί θανάσιμα εξ αιτίας της εχθρικής στάσης του απέναντι στον έρωτα στην φύση στην γυναίκα .
Για την στάση αυτή υπεύθυνοι είναι ο θεολογικός χριστιανισμός και η σύγχρονη θεοκρατική επιστήμη.
Έχουμε σύγκρουση και εδώ, έρωτος και πολιτισμού, κατίσχυση του πολιτισμού και κατατρόπωση του έρωτος.
Η Δυτική σκέψη ταυτίζοντας την γυναίκα με την φύση και τον έρωτα με την γυναίκα, οδήγησε στην εγκαθίδρυση ενός ανελεύθερου θεοκρατικού ανδροκρατικού συστήματος γενικής βίας, καταπιέσεως και εξουθενώσεως της γυναίκας και του έρωτος, καταναλώσεως και καταστροφής της φύσης και τελικώς αποδυναμώσεως του ανθρώπου.
Δραματική είναι τέλος η διάγνωση του Αμερικάνου Alan Bloom:
Η σεξουαλική επανάσταση και η ερωτική χειραφέτηση της γυναίκας είχαν ως αποτέλεσμα να καταστεί ο έρως στην έννοια του συμποσίου ανάπηρος.
Ο ανάπηρος έρωτας δεν μπορεί να πετάξει, δεν περικλείει πλέον τη διαρκή επιθυμία της αθανασίας. Μη έχοντες οι άνθρωπο εμπιστοσύνη στον έρωτα, δεν έχουν ούτε αυτοσεβασμό, συμβάλλοντας στην συνεύρεση χωρίς το βάθος της καθολικής επικράτησης μιας αφοπλισμένης ψυχής.
Ο υποχείριος ευρωπαϊκός πολιτισμός της ιουδαιοχριστιανικής μυθολογίας ακρωτηρίασε την Αφροδίτη, απεδύθηκε την ελληνική ουσία του έρωτος, με αποτέλεσμα την νόθευση και τελικώς την ολοσχερή αποξένωση του από τον Ελληνικό λόγο.
Η ευρωπαϊκή κρίση είναι στο βάθος κρίση Ελληνικότητας! Ο Όμηρος έφερε με το διαλέγομαι το λέγω την Ελληνική γλώσσα και τον Έλληνα στην κατάσταση που του επέτρεψε να ανυψωθεί στον πολιτισμό και στον αυθεντικό άνθρωπο.
Προσέφερε στον άνθρωπο το μέγα ύψωμα.
Με το λέγειν του Ομηρικού διαλέγομαι καταδηλώθηκε και κατατέθηκε η πρωταρχικότητα του έρωτος και αποφάνθηκε η ερωτική αρχή ως Λόγος του Κόσμου!
Έχουμε εδώ την ληξιαρχική πράξη γεννήσεως της ιστορίας, τα αποκαλυπτήρια της ανθρωπότητας, την αρχική ενέργεια η οποία έθεσε σε κίνηση το πνεύμα και έφερε τον άνθρωπο στο πολιτισμό, διατηρώντας την φυσική του ακεραιότητα.
Ο Ομηρικός άνθρωπος είναι ο πρώτος πολιτισμένος φυσικός άνθρωπος.
Ο άνθρωπος που άρχισε να σκέπτεται και το διαλέγομαι ως κατεξοχήν τρόπος παρουσίας του διάλογου ως έναρξη της διαλογικής λειτουργίας και άνοιγμα του ορίζοντας της διαλεκτικής, προϋποθέτει βάθος σκέψης.
Που εκβαθύνεται ακόμη περισσότερο όταν ο διάλογος είναι εσωτερικός, ο άνθρωπος με τον εαυτό του, ενώπιος ενωπίω και είναι έτοιμος να δεχθεί την πρωταρχική δελφική εντολή, το γνώθι σαυτόν.
Η Ελληνική γλώσσα μέσω του Ομηρικού διαλέγομαι, ως ερωτική περισυλλογή εξασφαλίζει αυθεντική παρουσία, εγκαθιστώντας την παρουσία μέσα στην προστατευτική ζώνη του έρωτος.
Η Ουσία βρίσκει καταφύγιο και άσυλο στον Έρωτα.
Η ερωτική ασυλία του Είναι είναι κοσμολογικά κατοχυρωμένη και χωρίς δυνατότητα άρσεως.
Το λέγω αυτό με το οποίο αποκαλύφθηκε στους Έλληνες η ουσία της γλώσσας και των πραγμάτων.
Ως ερωτικός ο Ελληνικός λόγος είναι ενωτικός, συμφιλιωτικός, εξισωτικός, λόγος ισοτιμίας. Η ερωτική εξομολόγηση φέρει στην παγκόσμια ενότητα αυτό το μήνυμα και αποτελεί κάλεσμα για την εφαρμογή της ανοικοδομήσεως της ανθρωπότητας του Λόγου, του λέγοντος τον λόγο τους Ερώντος και του Ερωμένου Λόγου.
Η πανανθρώπινη αυτή διακήρυξη της Ελληνικής γλώσσας, ως διακήρυξη πανερωτικής ενότητας , ως αυθεντικός πανερωτισμός, ως λόγος έρως, είναι η πρόταση ειρήνης και ενός επίγειου παραδείσου, του αυτεξούσιου αυτόνομου ανθρώπου αυτογνωστικού παναθρώπου, όπου η παρουσία του θεού ακόμη και υπαρκτού περιττεύει
γιατί ο άνθρωπος αυτός δεν διώκει τον θεό, αλλά τον προστατεύει.
Ο Όμηρος είναι ο πρώτος άνθρωπος που δέχτηκε το μήνυμα του λέγω και αυτός εγκαινίασε τον ποιητικό βαθύτατα ερωτικό λόγο.
Η ποίηση βγήκε από το Ελληνικό λέγειν, όπως η Αθηνά από το κεφάλι του Διός.
Η κυρίαρχη Ελληνική πραγματικότητα είναι μία ερωτική ποίηση, μια ποιητική ερωτική.
Το Ελληνικό λέγω είναι η ενέργεια που προκύπτει από το τετράγωνο του φωτός της θεωρίας της σχετικότητας.
Όπως αυτό υπερβαίνει την ταχύτητα του φωτός, το λέγειν υπερβαίνει την ακτινοβολία την λάμψη του φωτός.
Όπως εκείνο δημιούργησε την φύση, το ελληνικό λέγειν δημιούργησε τον ανώτερο άνθρωπο.
Ο κόσμος μίλησε με το Ελληνικό λέγειν και αυτό που είπε ο κόσμος με το λέγειν είναι ότι :
Το Είναι είναι Λόγος και ο Λόγος Έρως!
Η Ελληνική γλώσσα ομολογεί το εν αρχή ην ο Λόγος-Έρως.
Και ο Έρως …Είναι του ανθρώπου! Αυτό που συμβαίνει σήμερα είναι η έκπτωση από την ανθρώπινη γλώσσα του Ελληνικού λέγειν, του Ελληνικού λόγου, έκπτωση η οποία συμπαρασύρει υποχρεωτικά τον Έρωτα, ξεριζώνοντας τον από την καρδιά του σημερινού ανθρώπου.
Η γλώσσα της σημερινής ανθρωπότητας έχει πέσει στο επίπεδο των μαζικών μέσων ενημέρωσης.
Η εποχή αυτή είναι μεταδιαλεκτική μεταλογική και μεταερωτική.
Ο έρως και ο λόγος είναι σε αυτή την συγκυρία μία ατομική πράξη αντιστάσεως.
Αντιστάσεως στον ανέραστο και άλογο σημερινό κόσμο.
Και συγχρόνως μια οικουμενική διακήρυξη του δικαιώματος του ανθρώπου να αγαπά τον άνθρωπο.
Να αγαπά τον άνθρωπο …περισσότερο και από τον θεό.
Ελεύθερη απόδοση από το βιβλίο του Η.Π. Νικολούδη
Έρως και Λόγος