Λόγοι ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ Λόγοι ΒΑΡΒΑΡΙΚΟΙ – ΜΙΑ ΔΙΑΦΩΝΙΑ

Λόγοι ΕΛΛΗΝΙΚΟΙ Λόγοι ΒΑΡΒΑΡΙΚΟΙ – ΜΙΑ ΔΙΑΦΩΝΙΑ


0 0 ψήφοι
Article Rating

Διανύουμε μια εποχή βαρβαρότητας. Είναι κοινός τόπος η διαπίστωση ότι έχουν εκπέσει οι αξίες και ακόμη, ότι στην Θέση τους δεν έχει καθιερωθεί τίποτε. ‘Ενας κατακλυσμός από “καινοφανείς” τρόπους και λόγους ζωής παρασύρει το σύγχρονο άνθρωπο στην οδυνηρότερη σύγχυση που μπορει’ να αντιμετωπίσει:
Αυτές οι προτάσεις είτε είναι αναξιόπιστες είτε φαίνονται να αφορούν η κάθε μια “κάποιους άλλους” είτε, πράγμα που συμβαίνει κατά κανόνα, καταλήγουν να αλληλοκαταβροχθίζονται αφήνοντας πάντα ακάλυπτο το πρόσωπο της πραγματικότητας: Για τον άνθρωπο σήμερα δεν προτείνεται συγκροτημένα σοβαρός λόγος ή τρόπος για να υπάρχει. Αυτό ισοδυναμεί με το ατομικό και, εκείθεν, με το καθολικό κενό.

Η λέξη “βαρβαρότης” είναι παράγωγη χαρακτηριστικού ήχου. Οι Αρχαίοι ‘Ελληνες σαν πρώτη ακουστική εντύπωση όταν οι βάρβαροι ομιλούσαν, εσχημάτιζαν ένα θόρυβο που τον απέδιδαν σαν “βαρ-βαρ”. Κάτι δηλαδή, κακόηχο, μονότονο και ακατάληπτο. Αυτό το σήμα, η γλωσσική δηλ. απόδοση έδινε τον τύπο των ανθρώπων που “δεν ήσαν Έλληνες”. Από την γλώσσα δηλ. εκκινώντας, σηματοδοτούσαν το όλο σύστημα ηθών,εθών και πολιτείας εκείνων που δεν τους έμοιαζαν, των βαρβάρων. Με τους οποίους, φυσικά, είχαν δοσοληψίες και επικοινωνία κάθε είδους. Αλλά, όσο ο κόσμος τους ήκμαζε, δεν φαινόταν δυνατό να προσεταιριστούν τίποτε απ’όσα συνιστούσαν το βίο τους.

Δεν έχουμε δηλ. να κάνουμε με αντιπαλότητα, αλλά με διαστολή δύο τρόπων, δύο λόγων ζωής. Διαστολή που, με την αρραγή και συνεχή διάφορη πρακτική, έφτανε να είναι φυσική και αυτονόητη.

Η συνεκτική ταύτιση του συνόλου βαρβαρικού κόσμου με τις συνιστώσες του γλωσσικού του ιδιώματος, η παραγωγή του ονόματος του μη Έλληνος από την ηχητική απόδοση της ρηματικής του έκφρασης, δίνει το μέτρο της βαρύτητας των λέξεων: Ένας ολόκληρος Κόσμος χαρακτηρίζεται, οριοθετείται πραγματικά και πολιτισμικά, με το γλωσσικό του ιδίωμα. Ακόμη αντιδιαστέλλεται από έναν άλλο κόσμο -τον Ελληνικό-με την εγκατάσταση ως κεντρικού διαχωριστικού σημείου τον προφορικό τρόπο έκφρασής του και την εντύπωση που αυτό παράγει: Την αταξία, την ακαταληψία, το ανάρμοστο ανάμεσα στον ήχο και την έννοια. Για τους Έλληνες οι βάρβαροι ήσαν πρόξενοι διαλεκτικής αμηχανίας όσο και αισθητικής ενόχλησης, απορίας.

Εργαστήρια Κυριαρχίας Θεών

Οι μαρτυρίες του Πλουτάρχου, του Ηροδότου, του Στράβωνα για τις συνήθειες των λαών της Πρόσω Ασίας και των άλλων χωρών και οι εν γένει κριτικές αντιδράσεις των Ελλήνων προς τις βαρβαρικές τάσεις, μαρτυρούν ακριβώς την επιφυλακτική και κατά την ουσία αναποτελεσματική προσέγγιση των δύο κόσμων, τουλάχιστον εάν λαβαίνουμε υπ’ όπιν μας τις σταθερές του Αρχαίου Ελληνικού κόσμου στην ακμή του. Η διάσταση θα λάβει οξυμένη μορφή όταν η ολκή των ιστορικών συγκυριών θα φέρει τα γειτονικά σύνολα των δύο κόσμων σε σύγκρουση. Τότε, ο βάρβαρος από δυσνόητος αλλά ανεκτός ξένος, θα μετατραπεί σε αξιοκαταφρόνητο εχθρό. Τα βαρβαρικά ιδιώματα θα εξαρθούν ως επιχειρήματα υπέρ της αναγκαιότητας άμυνας του Ελληνικού-μουσικού κόσμου ενάντιά του και κατά της ευυποληωψίας του. Η δημόσια επιχειρηματολογία για την αναξιότητα αφ’ ενός και την επικινδυνότητα αφ’ ετέρου του βαρβαρικού κόσμου, Θα φτάσει να αφορά και σε αντιπάλους που μιλούν την Ελληνική γλώσσα – Φιλιππικοί, Ολυνθιακοί-. Αλλά ήδη έχει δοθεί το σήμα του προσδιορισμού του βαρβάρου. Και αυτό είναι, όπως ειπώθηκε, μια κατ’ αρχάς “ηχητική”, αισθητηριακή εντύπωση παραγόμενη από τη γλώσσα.

Ο θεοκρατικός μηδενισμός φαίνεται να τρέφει ιδιαίτερη περιφρόνηση για τη γλώσσα, τη σαφήνεια των εννοιών, την έννοια των λέξεων. Ο βαρβαρικός κόσμος ήταν ιδιαίτερα θρησκοληπτικός. Η θρησκοληψία του απέδιδε εν τέλει μιαν ολοκληρωτική μοιρολατρεία για τους πολλούς και μίαν ανενόχλητη πολιτικά τυραννία για τους ολίγους. Η γλώσσα του ήταν κατά την χρήση μεν προφορική, (Ελληνες κατέγραφαν τα βαρβαρικά ήθη, έθη και μύθους) κατά την οικονομία δε φτωχή και ετεροβαρώς πλεονάζουσα: Οι εννοιολογικές σημαντικές της ελάχιστα αφορούσαν στο πραγματικό δρώμενο και ακόμη λιγότερο στο κοινωνικό-πολιτισμικό. Το θεολογικό του σύστημα το οποίο αποτελούσε και την όλη φιλοσοφική του αντίληψη μαρτυρούσε την εμμονή του σ’έναν κόσμο αμετακίνητης κυριαρχίας και αμετάθετης κατάστασης των αρχέγονων φαινομένων, φυσικών ή πολιτικών. Οι μύθοι του περιορίζονται στον αψήλφητο χώρο της θεϊκής δράσης. Θεοποιούνται συχνά άνθρωποι κάστας, λόγω της κατοχής από μέρους τους μιας κάποιας απόκρυφης γνώσης ή μιας ελέω θεού εξουσίας. Σε σύγκριση με τους Ελληνικούς, μύθους παρουσιάζουν μόνο την απουσία του ανθρώπου από το εξελικτικό γίγνεσθαι. Κατ’ αυτόν τον τρόπο. Οι θεϊκές οντότητες υποκαθιστούν και, εν τέλει, καταργούν την έννοια του βουληφόρου ανθρώπου, ενώ σαν υποδείγματα συμπεριφοράς ατονούν,
α) Γιατί η μυθική σφαίρα έχει την τάση να απομακρύνεται από την ερμηνευτική προσληπτικότητα εάν δεν βρίσκεται σε σχέση αμοιβαιότητας με την εμπειρία και
β) Γιατί η δράση των βαρβαρικών μύθων περιγράφει την διαδικασία γένεσης, διχασμού και βίαιης τελείωσης των βασικών κοσμικών-κοινωνικών συμβάντων. Χωρίς να στερούνται συναισθηματικής φόρτισης, εν τούτοις παραμένουν στάσιμοι και
γ) Κάθε θεότητα καταλαμβάνει ένα χώρο όπου κυριαρχεί αδρανώντας. Εκείνο που περιμένει, είναι η τήρηση της λατρείας σ’ αυτό που μια για πάντα αντιπροσωπεύει.

Αντίθετα, στον Ελληνικό κόσμο, οι θεϊκές δυνάμεις συμβαδίζουν με το πραγματικό δρώμενο και συμπάσχουν με τον Άνθρωπο. Θα μπορούσαμε, επομένως, με κάθε συνέπεια να υποστηρίξουμε και το ανάστροφο: Ο Άνθρωπος, κατά την Ελληνική συνείδηση, παρακολουθεί το θεϊκό δρώμενο και προσαρμόζεται σ’ αυτό. Όταν λοιπόν λέμε ότι διανύουμε μια εποχή βαρβαρότητας, μπορούμε να κατανοήσουμε τι σημαίνει αυτό: Πριν απ’όλα, οι λέξεις, ο προφορικός τρόπος του επικοινωνείν, έχει απογυμνωθεί από το σημασιολογικό του περιεχόμενο. Η δυναμική των εννοιών έχει ατονήσει δραματικά. Η κατάπτωση των λέξεων σε απλά περιγραφικά σήματα έχει επιφέρει την πτώχευση των νοημάτων. Έτσι, ο προφορικός λόγος υπάρχει μόνον για την στοιχειώδη συνομιλία. Η έννοια της επικοινωνίας έχει συμπαρασυρθεί στη γενικότερη συρρίκνωση της συνεννόησης. Δεν είναι λοιπόν περίεργο που μια τεράστια λεκτική κληρονομιά έχει περιέλθει στην κατάσταση είτε της απόλυτης λήθης από μέρους των ανθρώπων, είτε στην άγνοιά του -ή των- νοημάτων της, είτε στη συστολή της έννοιάς του, είτε στην απλή φωνητική εκφορά τους, χωρίς να προσλαμβάνεται η ακριβής σημασία τους. Κατά κάποιον τρόπο, ο βαρβαρισμός έχει και σήμερα την ίδια ρίζα με τον παλιό: Η γλώσσα χάνει την νοηματική της διάσταση, γίνεται ακατάληπτη ακόμα και στο μέρος που χρησιμοποιείται. Χάνει επίσης την ευτονία της, γιατί είναι αδύνατον να προφέρεις σωστά κάτι που δεν καταλαβαίνεις. Η σημαντική και η αισθητική έκπτωση, επιφέρει την αδιαφορία προς αυτήν. Επόμενο είναι, να περιορίζεται η χρήση της στα “απολύτως αναγκαία”. Αυτή η διαπίστωση περικλείει και προκαλεί ντροπή. Η γλώσσα έχει καταντήσει “αντικείμενο χρήσης”, πρακτικής εξυπηρέτησης, είδος προς κατανάλωση. Άραγε, είναι ν’ απορούμε, εφ’ όσον ισχύουν αυτά τα δεδομένα, για την θεαματική φθορά της; Για την εύκολη αντικατάσταση ευδόκιμων, εννοιοδοτικών λέξεων με χαρυβδικούς νεολογισμούς κάθε είδους και επινόησης;


Σαν καταναλωτικό αντικείμενο, η εν χρήσει γλώσσα αντιστοιχεί στα ανάλογα πράγματα. Εν ολίγοις, σε ό,τι σημαίνει “έχειν” και “πράττειν”. Οι έννοιες που αντιστοιχούν στο “γίγνεσθαι”, το “γιγνώσκειν” και το “είναι” τείνουν να εξαλειφθούν από την ρηματική έκφραση των σύγχρονων ανθρώπων. Παρατηρείται δηλ. και τώρα η πλεονάζουσα ανισομέρεια υπέρ των γλωσσικών όρων που δηλούν το ωφελιμιστικά πρακτικό και πεπερασμένο σύστημα της ανθρώπινης επίδοσης, σε βάρος του συστήματος των ουσιαστικών και μη αναλώσιμων, μη πεπερασμένων αξιών. Το σύστημα όμως τούτο, που περιλαμβάνει την έρευνα, την πρωτοβουλία, το συμπέρασμα, την ενεργό απτή συμμετοχή στα κοινά, την κριτική ευθύνη, τις ηθικές και αισθητικές συντεταγμένες του πολιτισμένου, μη-βάρβαρου, Έλληνα ανθρώπου, είναι και το εμφαίνον το σύνολο του ανάλογου Κόσμου. Κατά κάποιον τρόπο, η εποχή μας έχει αναδείξει τη λατρεία των άμεσα χρηστικών αντικειμένων, των περίφημων καταναλωτικών “αγαθών” στη Θέση των ακίνητων, αρχέγονων Θεοτήτων του παλαιού βάρβαρου κόσμου. Βωβά, αδρανή και απρόσιτα, ανεξάντλητα στις συνεχείς παραλλαγές τους, δεν έχουν χρεία αλλά ούτε και δίνουν τη δυνατότητα διαλόγου με τον άνθρωπο-χρήστη. Είναι τα σύγχρονα, υπεράνω αμφισβήτησης, ακατανόητα αλλά “λυτρωτικά” μαγικά μέσα, τα απαιτητικά στην ακινησία τους λατρευόμενα φετίχ. Ιερείς αυτής της θρησκείας είναι οι κατασκευαστές των αντικειμένων, υμνωδοί τους οι διαφημιστές. Αυτοί γνωρίζουν πώς να καλλιεργούν και να συντηρούν τον ακόρεστο όσο και άγονο πόθο του κατέχειν. Γιατί βέβαια, ακόμη και για τους πλέον επιρρεπείς στην καταναλωτική πρόκληση ανθρώπους, Θα φανεί κάποτε η υπερπλήρωση των αναγκών τους. Οπότε, Θα σταματήσουν να χρησιμοποιούν πράγματα άλλα από αυτά που ήδη διαθέτουν προς χρήσιν. Θα σταματήσουν ν’ αγοράζουν, ως ένα βαθμό βέβαια, γιατί η Λερναία ‘Υδρα της πλαστότητας των αναγκών έχει, αλλίμονο, πολλά κεφάλια. Αλλά αν τέλος πάντων, η ανάγκη χρήσης των καταναλωτικών ειδών μπορεί με κάποιον τρόπο να μετρηθεί και επομένως, να ελεγχθεί, η φαντασιακή φόρτιση της σφαίρας του επιθυμητού με το ιδεώδες του κατέχειν, της συσώρρευσης, δηλ., αντικειμένων, του αποθησαυρισμού, φαίνεται να είναι ανεξέλεγκτη. Στη βαθμίδα ιεράρχησης των αξιών του σύγχρονου ανθρώπου, το κατέχειν φαίνεται να καταλαμβάνει την κυρίαρχη θέση. Άρα, βρισκόμαστε μπροστά στο διπλά βαρβαρικό φαινόμενο: από τη μια της υπερβολής, πράγμα που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο χαρακτήριζε τον μη-‘Ελληνα άνθρωπο. Από την άλλη την υποκατάσταση της ιδεώδους ικανοποίησης του πολιτισμένου, ανεπτυγμένου ανθρώπου μέσα από την Γνώση και την ελευθεροφροσύνη, με αντικείμενα “αλλότρια”. Ο σύγχρονος βαρβαρισμός δημιουργεί πλαστές υποκαταστάσεις των μη αναλώσιμων και μη αντικαταστατών αγαθών -των ιδανικών-, όπως και ψευδείς πληρώσεις του ουσιαστικού κενού των συνειδήσεων, που προκαλεί η έλλειψη εκφραζόμενου, εμφανούς τρόπου και λόγου ύπαρξης.

Στη σφαίρα του συναισθήματος, πάλι παρατηρούνται βαρβαρικά επίσης συμπτώματα: Ο χώρος αυτός του ανθρώπινου ψυχισμού βαρύνεται υπερτροφικά από το αίσθημα του Φόβου, κυρίως του ανεξήγητου, αόριστου, παράλογου Φόβου.

Δεν είναι στο θέμα αυτού του κειμένου η ερμηνεία αυτού του φαινομένου. ‘Ομως, μπορούμε να επισημάνουμε ανάμεσα στα αίτιά του τον πολιτικό ευνουχισμό του σύγχρονου ανθρώπου. Την αδυναμία του να συμμετέχει άμεσα και συνεχώς στο κοινωνικό δρώμενο. Τον αποκλεισμό του από την δυνατότητα παρέμβασης στις πηγές και τους λόγους των μεγάλων δεινών που όντως απειλούν την ανθρωπότητα και το φυσικό περιβάλλον της. Την έκπτωση των νεότερων πολιτικών- κοινωνικών συστημάτων κάτω από το βάρος μιας υδροκέφαλης, ανεξέλεγκτης Κεντρικής εξουσίας. Ο άνθρωπος φοβάται το αόριστο, αδύναμος να αμυνθεί κατά των πραγματικών του φόβων, που τους απωθεί στη σφαίρα του ασυνείδητου, όπου μετατρέπονται σε παράλογους φόβους. Για να αμυνθεί σ αυτούς τους δεύτερους, καταφεύγει, – όπως κάθε βάρβαρος στην εξίσου ακατάληπτη ζώνη του μυστικισμού. Έτσι ή αλλιώς, η δεισιδαιμονία, έχει καταλάβει το χώρο των υπερβατικών του διαλογισμών (εκ του διαλέγομαι) προς το Είναι. Οι σχέσεις αναγνώρισης και θέασης με αυτό, το επέκεινα, έχουν ισοπεδωθεί είτε από την απαθή άγνοια είτε από τον στεγνό επιστημονισμό, είτε από την αυθαίρετη φαντασιοπληξία. Η αποδυνάμωση έως και απόσβεση των τελετών από το καθημερινό του γίγνεσθαι ωθεί τις κοινωνίες στην νοσηρότητα. Ανίκανος να αντέξει το ψυχολογικό -και διανοητικό του αδιέξοδο, επιδίδεται, ο σύγχρονος κοινωνός (Κατά τέλεια κατάχρηση της λέξης) σε μία φρενίτιδα ψευδοπρακτικών, από τις οποίες η πλέον “καταξιωμένη”, η πλέον επιθυμητή από τους μεγάλους μάγιστρους του κόσμου μας, είναι η κατανάλωση και ο αποθησαυρισμός. Ήδη ανέφερα τον χαρακτηρισμό “φετιχισμός” για τη σχέση ανθρώπου-αντικειμένου. Πρόκειται για μία μυστικιστική σχέση. Όπως μυστικιστική (ποτέ φιλική) είναι και η σχέση του με την εξουσία, αλλά, και κυρίως, με τους ‘εξορκιστές” των φόβων του, οι οποίοι, απολύτως νόμιμα έχουν εξουσιοδοτηθεί από το κοινωνικό κατεστημένο ως αρμόδιοι για την θεραπεία τους, ως παραλόγων, με εξίσου παράλογους τρόπους.

Κάθε φορά που ο άνθρωπος καταναλωτής, ο άνθρωπος αποθησαυριστής πνίγεται στις δίνες των αδιεξόδων του, μια στρατιά ειδικευμένων μεσαζόντων ανάμεσα σ’ αυτόν και στο χαμένο του Εγώ, ανάμεσα σ’ αυτόν και τον αόρατο γι’ αυτόν κόσμο του (το Είναι) αναλαμβάνουν να τον επαναπροσαρμόσουν, είτε ως ”ενεργό’ μέλος της κοινωνίας του (πρακτικιστή, καταναλωτή κ.λπ)είτε, αν η κατάσταση του είναι ανησυχητική, ως αδρανή μονάδα. Και το δεύτερο όχι μόνο με την κλινική απομόνωση. Πράγματι: αν το τυπικο μοντέλο ενός ανθρώπου του σήμερα είναι αυτό που περιγράφηκε ως τώρα, υπάρχει και το αντίθετο συμπληρωματικό του προς πάσαν χρήσιν: Ο θεωρητικοποιημένος αρνητισμός μέσα από ένα πλέγμα και πάλιν μυστικιστικό, όπου το ρόλο των κάθε λογής ειδικών που αναλαμβάνουν τη διάπλαση και την “δράση” του τυπικού μοντέλου, αντικαθιστούν τώρα οι “φωτισμένοι”, κάθε είδους κάτοχοι της αλήθειας.

Το Μεσσιανικό πρότυπο έχει σε πολλαπλή μικρογραφία κατακλύσει τον κόσμο μας: μπορεί να είναι η ευεργέτιδα εταιρεία, μπορεί ο ψυχίατρος, μπορεί να είναι ο γκουρού, ο ιερέας ή ο μάγος. Ποτέ, πάντως δεν είναι ο πολίτης. Αυτός, είναι καταδικασμένος – προορισμένος- να εκπληρώσει αναντίρρητα τους προκαθορισμένους ρόλους. ΙΙου ΟΛΟΙ, οδηγούν στο επιθυμητό των κεντρικών εξουσιαστών: την αδράνεια, την απάθεια, την συνύπαρξη με το σύστημα του παράλογου που τον περικλείει. Δεν υπάρχει, λοιπόν, ανάγκη, αυτός ο άνθρωπος, να μορφώνει σκέψεις. ‘Αρα, δεν έχει χρεία των λέξεων και της σημαντικής τους. Στην πραγματικότητα, είναι άγλωσσος, Άναρθρος, Ακατάληπτος. Αδαής. Ακίνητος. Δουλικός. Βάρβαρος, με την ενάντια του “Έλληνος” έννοια. Ά-λογος, παράλογος. Κατά της Ελληνικής προσδοκίας, παράδοξος. ‘Οπως και οι καιροί που τον διέπλασαν.

Τυπικό σύμπτωμα των καιρών μας, λοιπόν, η διαστολή των λέξεων -του εκφρασμένου λόγου-, από την έννοιά τους. Και καθώς ο έναρΘρος-ρητός λόγος έχει ατροφήσει, έτσι έχει απολύτως στρεβλωθεί η όλη έννοια της λέξεως Λόγος. Το ποιες εκχυδαϊσμένες σημασίες της αποδίδονται, δεν Θα εξεταστεί εδώ. Είναι απολύτως ανόητο. Αλλά, Θεωρώ ότι είναι απολύτως αναγκαίο να προσπαθήσω να αποκατασταθούν οι χαμένες του εκφορές. Γιατί ένας κόσμος ά-λογος ή παράλογος. είναι Κόσμος βαρβαρικός. Και εδώ, Θα υπερασπίσω τον Ελληνικό Κόσμο. Όπου ο λόγος είναι προσφώνηση Θεών, όπως και τρόπος και λόγος υπάρξεως.

Ο λόγος σύμφωνα με την Ηρακλείτια εκτίμηση, φέρει την δύναμη του “αιρείν”. Είναι αυτός που κατακτά, που εξουσιάζει, που υπερισχύει, που καταπείθει, που συναρπάζει την διάνοια και δια της διάνοιας, που αποδίδει την αντίληψη και παραδίδει την κατανόηση των όντων.

“Λόγος αιρεί”. Ο Λόγος είναι Ρυθμός. Ενέχει και παρέχει τις σχέσεις, την αναλογία, τη συμμετρία των μερών. Είναι Ρήση. Η εκφρασμένη, δηλαδή, Αλήθεια των πραγμάτων. Και Αλήθεια είναι η δια της μνημικής συνέχειας αποκάλυψη της ουσίας των όντων, όπως αυτά ηρεμούν μέσα στο Είναι τους. ‘Οπου, το Είναι, σημαίνει εδώ αφ’ ενός τον αρμόζοντα περιβάλλοντα χώρο, αλλά και την ίδια την υπόσταση των όντων στην ακεραιότητά τους. Η οποία ακεραιότητα περιλαμβάνει και την αυτοδύναμη εξέλιξή τους, όπως και την μεταλλαγή τους κατά φύσιν.

‘Οταν λοιπόν αναφερόμαστε στο λόγο του Ηράκλειτου ή άλλου, εννοούμε τη ρητή έκφραση του νοήματος-ουσίας των όντων και των συμβαινόντων τους όπως αυτά έχουν προσαρμοστεί στο στοχασμό του Ηρακλείτου ή άλλου. Και ο Λόγος είναι και Λογική. Το σύστημα, δηλαδή, των μεθόδων που ακολουθούν την παρορμητική διαίσθηση, το ορμέμφυτο του ανθρώπου για έρευνα, ο σύνδεσμος ανάμεσα στον άνθρωπο και το οντολογικό σύστημα, ο δεσμός ενάντια στις διανοητικές διαφυγές που η αρχική στάση υποκειμένου-αντικειμένου, Εγώ και Είναι, φαίνεται να υποδηλώνει.

Ο Λόγος με την ελληνική έκφανσή του, δεν έχει σχέση με την λατινική παραφθορά του ως RΑΤΙΟ, διανοητική ικανότητα ή -και αποδεικτικό λογισμό βάσει των φαινομένων. Επειδή “Φύσις κρύπτεσθαι φιλεί”, η δυτικότροπη αυτή και κυρίαρχη έως τις ημέρες μας πρόσληψη της τεράστιας έννοιας του Λόγου, φανερώνει όχι μόνο τη φτώχεια της, αλλά και την επικινδυνότητά της. Η μ’ αυτόν τον τρόπο ερμηνευμένη λογική, φαίνεται να είναι αποκλειστικά ανθρώπινο χαρακτηριστικό. Η , φαίνεται να είναι αντίπαλη και ατελέστερη αυτού. Το συναίσθημα και η Φαντασία, φαίνονται να είναι άχρηστα για τον άνθρωπο, υποτιμητικά της ανθρώπινης οντότητας, εφ’ όσον παραπέμπουν σε γνωρίσματα του πρωτόγονου κόσμου-ς. Το κατασκεύασμα, ως προϊόν της “λογικής” φαίνεται να είναι ανώτερο του αυθεντικού πράγματος, η τεχνολογική φρενίτιδα και τα αποκυήματα της φαίνονται να είναι εγγυρότερα της επιστημονικής-γνωστικής προσέγγισης των ιδιοτήτων των όντων και της ωφέλιμης για τον άνθρωπο χρηστικότητάς τους στο μέτρο των πραγματικών και αρμοδίων αναγκών του.

Στο κοινωνικό επίπεδο, η φαίνεται να είναι διαδικασία περιττή και κατα γέλαστη, ένα είδος “πολυτελείας” ιδιότροπο, αλλά όχι περισσότερο αξιόλογο από ένα ηχηρό εισόδημα. Τη θέση της έχει καταλάβει η ‘ειδικότητα”, η οποία διαιωνίζει την έσχατη ματαιοπονία ή ματαιοδοξία, εμφανίζοντας κάθε τόσο όλο και πιο απίθανους τομείς. Επειδή δε η “λογική” του δυτικο νεο-βαρβαρικού κόσμου είναι εξ ορισμού ανίκανη να προσεγγίσει την ολότητα, την απειρότητα, την αναγωγικότητα και την επαγωγικότητα, γεννά και συντηρεί την κοινωνική στασιμότητα και αδικία. ‘Ετσι, οι κλέφτες καρβελιών φαίνονται να είναι εγκληματίες, αλλά τα γενεσιουργά αίτια του εγκλήματος μένουν αψηλάφητα. Κατά τον ίδιο τρόπο, το διαρκές και κατά συρροήν έγκλημα της καταδίκης του μεγάλου πλήθους των ανθρώπων στην αμάθεια και την εξαπάτηση, δεν φαίνεται να είναι τέτοιο, επειδή νομιμοποιείται από την “ελέω ισχύος” κατάταξη των ανθρώπων στους προκαθορισμένους ρόλους που προαναφέραμε, ή, αλλιώς, στην κατάσταση του ”ποιμνίου’. Αυτού του είδους η λογική εξυπηρετεί, τροφοδοτεί και θεσμοθετεί τα βαρβαρικά συμπτώματα.

Αλλά για τον Αρχαίο Ελληνικό κόσμο, η Λογική ήταν όπως αναφέραμε, η συνδετική ανταπόκριση ανάμεσα στο Είναι και στο Εγώ. Ήταν η παρέμβαση ολόκληρου του Νου, η άγουσα τον άνθρωπο-ερευνητή στο συμπέρασμα, την κατανόηση και την γνώση, στην διαλεκτική, αμοιβαία αναγνώριση και, τέλος στη συνάντηση αυτών των δύο συστημάτων, του υποκειμενικού και του αντικειμενικού. Από το σημείο αυτό και ύστερα, μπορούσε με ασφάλεια να εκμιευτεί η προς άλληλα Αλήθεια, όπως και η των μερών. Η Λογική, λοιπόν, είναι μια κανονική μέθοδος αναγνώρισης του ομοίου (εαυτού και ομοτρόπων) όσον και του διαφόρου (ετερότροπου, ετεροειδούς) μέσω της σκεπτικής και εμπειρικής αλληλοδιαδοχής αμφοτέρων. Το έτερον, δεν είναι, δηλαδή, αλλότριο του ομοίου, εχθρικό και απόξενο, αλλά μόνον διαφορετικό συνυπάρχον, συγγενές προς αυτό. Από το ειδικό στο γενικό, από το ένα στο πολύ και εκείθεν στο όλον και αντίστροφα. Αυτή είναι η διαλεκτική, Ελληνική άποψη περί λογικής. Η οποία εφαρμόζεται παντού: Στο Πάνθεον, στην λατρεία, στην κοινωνική πρακτική, στην πολιτική δράση, στην Ηθική, την Επιστήμη και την Αισθητική. Η σπειροειδής εκκίνηση της ς εκτείνεται συνεχώς προς το Απειρο .Το ίδιο και η Ελληνική σκέψη. Η οποία οδηγεί στη φιλότητα και την δημιουργία μετά και μέσα από τη σύγκρουση. “ ΠΑΤΗΡ Πάντων”. Η Δογματική, στην οποιαδήποτε μορφή της, αν και αναγκαστικά ορά προς τον Λόγο όμως τον χρησιμοποιεί (αν μπορούμε να εκφραστούμε έτσι) μόνο σαν φράση. Στην πραγματικότητα δεν έχει καμιά λογική εγκυρότητα, καθώς οι αφορισμοί της δεν προέρχονται από μακριά γνωστική διαδικασία παραγωγής μάθησης και επομένως συμπερασμάτων, απλώς αποτελεί την αυθαίρετη, φαντασιόπληκτη φραστική επιβολή κάποιου αναπόδεικτου αντικρίσματος σημαινόντων, εγκαθιστώντας τις αποφάνσεις της σαν “αυθεντικούς” Νόμους. Αλλά μόνον η διαλεκτικά μορφωμένη Λογική είναι το μέσον που κατέχει ο άνθρωπος για να επιτευχθεί η αγχιβασία του Ηράκλειτου, η μεθοδική δηλαδή και έλλογη προσέγγιση των πραγμάτων. Και κατ’αυτόν τον τρόπο η μορφωμένη Λογική είναι ο μόνος δρόμος αποκάλυψης της αποτραβηγμένης στον εαυτό της ς Αλήθειας. Και μόνον τότε αποδίδεται στον άνθρωπο το γνήσιο δικαίωμα έκφρασης της Αλήθειας των όντων και του γίγνεσθαι τους, της εκφοράς και της μετάδοσής της με τη γλώσσα, τη Ρήση.

Η λογική που άγει τον άνθρωπο – το Εγώ -σε διαλεκτική συνάντηση με το είναι, ο δεσμός του ενός με το όλον και το αντίστροφο, είναι ο τρόπος του διακρίνειν, είναι ο συνεπής προς το θείο εμφαινόμενο Δίκαιο αποχωρισμός του μέρους από το υπόλοιπο για τις ανάγκες του θεσπίζειν. Και οι ανθρώπινοι θεσμοί, οι ανθρώπινοι νόμοι, ανταποκρίνονται κατά θέμιν στο Θείο Νόμο, όταν μεταφράζουν στις λειτουργικές ανάγκες των κοινωνιών τους τον καθολικό Νόμο – Λόγο όταν έλλογα δηλ. ρυθμίζονται σύμφωνα με την Θεία Ευνομία. Τότε, δεν είναι άλλο από μια ιδιαίτερη τυπολογία της συνέχειας και της συναρμογής των μερών του Κόσμου, στον οποίο περιέχεται ο άνθρωπος και οι βιοτικοί του τρόποι και λόγοι. Είναι δηλ. το ανθρώπινο Μέτρο ανταπόκρισης στον σύνολο Ρυθμό του αεικίνητου κόσμου, για τούτο και αν είναι σύμφωνος με το Δίκαιο του Λόγου, όπως εννοείται σαν αρμονική εν κινήσει εξέλιξη του όλου, μπορεί να αλλάξει την τάξη των δομών του παραλλάζοντας ή και μεταβάλλοντας τις ρυθμικές του ακολουθίες. Το αντίθετα, που φέρει στην άλογη διασπορά των στοιχείων, είναι αδύνατο να αντιμετωπισθεί, σαν οτιδήποτε που δεν έχει μορφή και ρυθμό, και μάλιστα μόνο το μπορεί να έχει ανάγκη να διασφαλιστεί με τη στυγνή δύναμη του Κράτους και της Βίας, εκδηλώσεων της οντολογικής διαδικασίας τόσον αρχέγονων, ώστε να ταυτίζονται στην Ελληνική συνείδηση μέσω της Θεϊκής μυθοπλασίας και της φιλοσοφίας με την εκρηκτική χρονική στιγμή της αναγκαίας μεν, αλλά επεισοδιακής και μόνο αρχής των πραγμάτων.

Αλλά, αυτό που η Ελληνική άποψη εκτοξεύει στο χώρο και τον χρόνο του τελειωμένου, προσλαμβάνοντας τόσο την πραγματική-φυσική ανέλιξη όσο και την κοινωνική, σαν λογικό και αναγκαίο δεδομένο, ο βάρβαρος αδυνατεί να το αμφισβητήσει καν. Το σχήμα των κοινωνιών του είναι τέτοιο, ώστε αμετακίνητα να συντηρεί το , την δεσποτεία και τη μοιρολατρεία τόσο στο πραγματικό όσο και στο φανταστικό επίπεδο. Ο βάρβαρος προσλαμβάνει το Είναι σαν το ανεξέλεγκτο μόρφωμα των δυνάμεων έξω και Πάνω απ’ αυτόν. Αδυνατεί να παρακολουθήσει το γίγνεσθαι των όντων, παραμένοντας στην Θέση του Θεατή της επιφανειακής επανάληψης των φαινομένων. Το δικαίωμα της όποιας γνώμης-Πληροφορίας παρακρατείται από το ιερατείο. Οι καταχραστές της Θεοποιούνται. Η εξουσία ασκείται από μονάρχες, χιλιετίες ολόκληρες. Κι αυτό είναι που συμβαίνει και σήμερα: Ιχνεύουμε την ιστορική κατάσταση της γενικής καταπληξίας, η οποία έχει κατακυριεύσει τον κόσμο ολόκληρο τόσο στο κοινωνικό σύστημα όσο και στο γενικό διανοητικό-ψυχολογικό Πεδίο των ανθρώπων. Οι ρωγμές έχουν αρχίσει να δημιουργούνται ήδη από την στιγμή που η Ελληνική πρότυπη στάση ζωής, η οποία συγκέραζε με κομψότητα και ενάργεια τη Θέαση του περιβάλλοντος κόσμου με τη διαρκή κοινωνική Κίνηση προς την και την ισόρροπη ανάπτυξη της προσωπικότητας, άρχισε να ρέπει ετεροβαρώς προς τον άκρατο υποκειμενισμό. Αλλά επειδή το κριτικό και αυτοκριτικό πνεύμα στο οποίο απέβλεπε κυρίως η των Ελλήνων ήταν εξαιρετικά ανθεκτικό, χρειάστηκε, ύστερα από τον τερατώδη τόσο στα αποτελέσματά του όσο και στις αιτίες του τεσσαρακονταετή εμφύλιο πόλεμο, η αμέσως επακολουθήσασα συρροή βαρβαρικών επιθέσεων έως την οριστική στιγμή όπου τα επινίκιά τους αποκτούν την τελική και μέχρι σήμερα ουσιαστικά αμετάβλητη δογματική κωδικοποίησή τους στο Νόμο και το πνεύμα του περισσότερο σκοταδιστικού, απολυταρχικού και παράλογου συστήματος, του οποίου Θεμέλιο και οροφή είναι ο βαρβαρικότερος μονοθεϊσμός που γνώρισε ποτέ ο κόσμος: του Χριστιανισμού. Οι Εβραίοι νομάδες, άλωσαν κάθε εστία πολιτισμού και έλλογης σκέψης, εγκαθιστώντας τον τρόπο και την φράση του Χάους, και του παραλογισμού στο παγκόσμιο βασίλειο του Φόβου. Ο δρόμος της έλλογης φιλίας που είχε ανοιχτεί από την Ελληνική κοσμοαντίληφη, έκλεισε κάτω από την Εγκελαδική συσώρρευση των Χριστιανικών ογκολίθων, όπου δίπλα στη λέξη Αγάπη ορθώνεται η λέξη Ενοχή, Δουλεία, Μισαλλοδοξία, Φόνος. Σ’ αυτόν τον ζοφερό κόσμο τα πλήθη των ανθρώπων μένουν απόπληκτα, έρμαια οδυνηρού άγχους, φορείς παντελούς αδυναμίας, θύματα έσχατης απελπισίας, δέσμιοι της αφασίας των πιο πολύτιμων ικανοτήτων τους, χρεωκοπημένες στρατιές ψυχολογικά εξουθενωμένων ατόμων, ευνούχων δούλων του αυταρχισμού που απαιτεί την απόλυτη παράδοσή τους.

Πιθανότατα, απ’ όλο το διάστημα των σχεδόν δύο χιλιάδων ετών της Χαοτικής τρομοκρατίας που επικρατεί στον γήινο κόσμο μας, το χείριστο μέρος να είναι αυτό που διάγουμε στις τελευταίες δεκαετίες. Ακόμη, δε και η περίοδος της μεγαλύτερης παθητικότητας που γνώρισε ο μεταχριστιανικός κόσμος. Οι λαοί υπερασπίσθηκαν ενεργά τον πολιτισμό τους έναντι της Χριστιανικής λαίλαπας έως και πέρα από τον 15ο αιώνα. Παράλληλα, έως και πρόσφατα, που οι κοινωνικές αντιθέσεις έχουν επιχρισθεί από ένα πολλαπλό στρώμα φενάκης και σιωπής κάθε είδους, όσο γίνονταν οι μεγάλες ιστορικές κοινωνικές ανακατατάξεις μέσα από τα επαναστατικά κινήματα, ο βουληφόρος και ενεργός άνθρωπος εξακολουθούσε να δίνει το στίγμα του. Είναι δε απόλυτα ενδεικτικό της παντοειδούς αντίθεσης των ανθρώπινων συνειδήσεων προς το Χριστιανικό Κράτος το ότι πάντα, ένα από τα κυριότερα αιτήματα των λαών κατά τις λαμπρές στιγμές των επαναστατικών εκρήξεων, ήταν η κατάργηση της θρησκευτικής τρομοκρατίας, ως συνώνυμης με το σκοτεινότερο πρόσωπο των αντιδραστικών καθεστώτων. Η του ανθρώπου ρέπει προς την Ελεύθερη, δια του Λόγου, πρόσληψη των ευρύτερων εννοιών. Μια σειρά απογοητεύσεων, ανατροπών, προδοσιών, με την απαραίτητα συνάδουσα βία, έχουν οδηγήσει πλέον τον κόσμο στο έσχατο σημείο του Βυθού. Ο χυδαίο ς ευδαιμονισμός και το ανικανοποίητο από τη μια, ο αναχωρητισμός και η μηδενιστική ευφορία από την άλλη, είναι -με όλες τις αναπόφευκτες παραλλαγές τους- η εστία της πανούκλας του νεοβαρβαρισμού. Η ανθρωπινη σκέψη, εγκλωβισμένη είτε στην άγνοια έιτε στην ειδίκευση των στενά ωφελιμιστικών επαγγελμάτων, δεν έχει σοβαρή αιτία να αρθρώνεται ή να μεταδίδεται. Καμμιά αλήθεια δεν είναι βέβαιη, και η ίδια η έννοιά της έχει εκπέσει στο απλό γεγονός, στο συμβάν. Αλλά το συμβάν δεν είναι παρά παρακολούθημα του όντος.Ο Ελληνικός κόσμος, είχε μια συνεχή και αδιάσπαστη συνομιλία με το Είναι, καταλήγοντας, μέσω της διαλεκτικής συλλογιστικής αλλυσίδας στο συμπέρασμα των λογικών δεσμών, αντιστροφών και σπειραμάτων του εν κινήσει και εν γίγνεσθαι Αληθούς Κόσμου. Ο πολιτισμός του, παρήγαγε και εκφρασμένο Λόγο με τη συνολική του έννοια. Γι’ αυτό και η ακατανόητη, όσο και χαμένη για τους σύγχρονους, ευαισθησία του στην καλλιέπεια.

Αν συνέβη ποτέ στην Ιστορία του κόσμου μια απολύτως απροσδόκητη συμμαχία ήταν αυτή της Εβραϊκής μικρόνοιας και της Ρωμαϊκής υπέρνοιας κατά των Ελλήνων, κατά των Ελλήνων και του κόσμου τους. Η οικουμενική δύναμη που ενείχε ο πολιτισμός τους, το ολοκληρωμένο δηλ. σύστημα μιας εν εξελίξει κοινωνικής δομής της εν δράσει και εν κινήσει φιλοσοφίας και ιδεολογίας της Πρότυπης Αισθητικής, της εν Αρετή παιδείας και εν συνειδήσει ευσεβείας, ήταν η σοβαρότερη απειλή κατά της συμπλεγματικής αγωνίας του εντολοδόχου του Ιαχβέ ”περιούσιου λαού” του δουλοπρεπούς Ισραήλ, όσο και της σαθρής, χαοτικής, άμορφης Ρώμης. Ο ένας πρόθυμα παραχώρησε την πενιχρή όσο και επικίνδυνη θρησκευτική του παράδοση, ο άλλος ενθάρρυνε την συμπλήρωσή της -εξ ίσου πενιχρή και λογικά ασυνεπή- για να χρησιμοποιήσει τέλος, αυτό το παρανοϊκό συνοθύλευμα “θεϊκών” εντολών -τόσον αφελών-, αλληγοριών δίχως ειρμό , αφορισμών που άλλοτε κολακεύουν τον δούλο άνθρωπο κι άλλοτε τον τρομοκρατούν με όργανο επιβολής το σπαθί και την φωτιά, για να καταβληθεί ο Ελληνικός Κόσμος.

Μαρία Σίδερη

0 0 ψήφοι
Article Rating

Συνδρομή
Ειδοποίηση για
guest

0 Comments
Παλαιότερο
Νεότερο Περισσότερο ψηφισμένο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
0
Θα θέλαμε τις σκέψεις σας, σχολιάστε.x