O Οδυσσέας και ο Διομήδης κλέβουν τα άλογα του Ρήσου. Ερυθρόμορφο αγγείο του «ζωγράφου του Λυκούργου», περ. 360 π.Χ
Αν και οι καταδρομικές επιχειρήσεις αφορούν τον σύγχρονο τρόπο του μάχεσθαι, παρόμοιες επιχειρήσεις περιγράφονται ήδη από την εποχή του Ομήρου, και πιο συγκεκριμένα στην Ιλιάδα. Ο Όμηρος περιγράφει πως ο Τρώας Δόλων μετά από προτροπή του Έκτορα μπαίνει ως κατάσκοπος στο στρατόπεδο των Αχαιών. Η ανταμοιβή του θα ήταν το άρμα και τ’ αθάνατα άλογα του Αχιλλέα, όταν θα τελείωνε ο πόλεμος.
Ο Δόλων φόρεσε το τομάρι ενός λύκου και ξεκίνησε τη νύχτα. Τον αντιλήφθηκαν όμως ο Οδυσσέας και ο Διομήδης, τον αιχμαλώτισαν, τον ανάγκασαν να αποκαλύψει τη διάταξη του στρατού των Τρώων και στη συνέχεια τον σκότωσαν.
Μετά από αυτό ο Οδυσσέας και ο Διομήδης ανέλαβαν να διεισδύσουν κρυφά με την σειρά τους στο στρατόπεδο των Τρώων. Το ίδιο χρονικό διάστημα είχε έρθει σε βοήθεια των Τρώων ο βασιλιάς Ρήσος γιος του Ηιονέως, φέρνοντας μαζί του τα κάτασπρα σαν χιόνι άλογα του, το κατασκευασμένο από χρυσό κι ασήμι άρμα του και τα από τα ίδια υλικά φτιαγμένα υπέροχα όπλα του.
Υπήρχε, μάλιστα, χρησμός, πως αν τα άλογα του Ρήσου έτρωγαν χόρτο Τρωικό κι έπιναν νερό από τον Ξάνθο ποταμό, η Τροία θα σωζόταν, όμως ο χρησμός δεν πρόλαβε να εκπληρωθεί, αφού την ίδια νύχτα της άφιξης του Ρήσου, στην έξοδο τους από την Τροία, ο Ρήσος σκοτώθηκε μέσα στη σκηνή του από τον Διομήδη και τον οδυσσέα κατά τη νυκτερινή τους αποστολή, παίρνοντας τα περίφημα άλογα του Ρήσου, στο στρατόπεδο των Αχαιών. Τα άλογά του Ρήσου σύμφωνα με την περιγραφή, ήταν θαυμάσια, πολύ μεγάλα, πιο λευκά από το χιόνι και έτρεχαν σαν τον άνεμο (Ιλιάδος στ.427-437).
Στην συνέχεια ο Οδυσσέας μετά από προτροπή της θεάς Αθηνάς, επινόησε την κατασκευή του δούρειου ίππου, την οποία αναθέτει στον Επειό, ο οποίος ήταν αρχιτέκτονας, αλλά και σπουδαίος πυγμάχος. Με ξύλα από την Ίδη ο Επειός, κατασκεύασε άλογο το οποίο ήταν κούφιο στο εσωτερικό του, είχε πόρτες στα πλευρά, και το οποίο χωρούσε στο εσωτερικό του κρυφά πολλούς Αχαιούς.
Η θεά Αθηνά τους είχε συμβουλεύσει τους Αχιαούς, να χαράξουν επάνω στον δούρειο ίππο τη φράση: «Έλληνες Αθηνά χαριστήριον». Στο εσωτερικό του ξύλινου αλογου μπήκαν οι πιο γενναίοι Αχαιοί, ανάμεσά τους ο Οδυσσέας, ο Διομήδης, ο Μενέλαος, ο Αίας, ο Νεοπτόλεμος και ο κατασκευαστής της Επειός, ο οποίος ήξερε να ανοίγει τις κρύπτες. Οι Τρώες ενώ προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν την ξαφνική φυγή των Αχαιών είδαν το Δούρειο Ίππο.
Οι Αχαιοί άφησαν επίτηδες πίσω το Σίνωνα ώστε να πιαστεί αιχμάλωτος και να πει στους Τρώες αυτά που έπρεπε να ακούσουν. Έτσι τους είπε μια ψεύτικη ιστορία για το άλογο. Οι Τρώες χάρηκαν με τη φυγή των Αχαιών, πίστεψαν τα λόγια του Σίνωνα τον οποίο και άφησαν ελεύθερο. Έτσι έβαλαν στην πόλη το ξύλινο άλογο της θεάς γκρεμίζοντας και ένα τμήμα απ τις Σκαιές Πύλες για να χωρέσει. Η Κασσάνδρα τους προειδοποίησε αλλά μάταια. Η Τροία έμελλε να πέσει στα χέρια των Αχαιών, με την έξοδο των Αχαιών από τον δούρειο Ίππο.
Η πρώτη όμως επιβεβαιωμένη νυχτερινή καταδρομική επιχείρηση, γίνεται από μικρή ομάδα Σπαρτιατών η οποία σκοτώνει δύο αδερφούς του Ξέρξη μέσα στη βασιλική τους σκηνή, τον Αβροκόμη τον Πρεσβυτέρο και τον Υπεράνθη, κατά τη διάρκεια της μάχης των Θερμοπυλών. Το σχέδιο του βασιλιά Λεωνίδα ήταν η δολοφονία του ίδιου του Ξέρξη, τον οποίο όμως το απόσπασμα των Σπαρτιατών δεν βρήκε για καλή του τύχη. μέσα στη σκηνή του, εκείνο το βράδυ. Αν τον είχαν βρεί, η μάχη των Θερμοπυλών θα είχε σίγουρα άλλη τροπή.
Η ομάδα των Σπαρτιατών εξοντώθηκε στην συνέχεια από τη δύναμη των επιλέκτων Περσών «Αθανάτων». Η ομάδα των Σπαρτιατών ήταν από τον περίφημο λόχο των Σκιριτών. Οι Σκιρίτες ως δύναμη είχαν μία από τις έξι μόρες που αποτελούσαν την Σπαρτιατική φάλαγγα σε εκστρατεία. Ο Διόδωρος ο Σικελιώτης, αναφερει ότι η μόρα Σκιριτών αποτελείτο από εξακόσιους άνδρες επιλεγμένους για τη σωματική τους δύναμη και αντοχή, που ονομαζόταν και Σκιρίτης λόχος.
Σύφωνα με τον Θουκιδίδη, στη μάχη κατείχαν το αριστερό («ευώνυμον») κέρας της παρατάξεως, δίπλα στον Βασιλιά, ενώ το δεξί το κατείχαν οι τριακόσιοι. Στην παράταξη μάχης, όταν η φάλαγγα πορευόταν προς μάχη, οι Σκιρίτες ήταν πιο μπροστά από τον Βασιλιά αλλά και από τους ανιχνευτές. Αποτελούσαν τη εμπροσθοφυλακή του Σπαρτιατικού στρατού για αυτό και προπορευόταν του κυρίου τμήματος της φάλαγγας.
Το σύμβολο της μόρας Σκιριτών, ήταν ένα άσπρο γεράκι σε μαύρο φόντο. Σε περίπτωση ενέδρας ή εμποδίου, ειδοποιούσαν το κυρίως τμήμα ώστε να μην βρεθεί αυτό προ απροόπτου. Σε τέτοιες περιπτώσεις, εκτός από ενημέρωση του κυρίου τμήματος ήσαν επιφορτισμένοι με το να βρίσκουν άλλα δρομολόγια ώστε να διασφαλίζουν την ομαλή προσπέλαση του κυρίως τμήματος. Επίσης, σε περίπτωση στρατοπέδευσης της φάλαγγος οι Σκιρίτες στρατοπέδευαν σε σημεία από τα οποία μπορούσαν να εποπτεύουν τους αντιπάλους από μακριά.
Ο Ξενοφών στη «Λακεδαιμονίων Πολιτεία» αναφέρει τους Σκιρίτες φρουρούς τη νύχτα, και εξηγεί ότι οι Λακεδαιμόνιοι τους τιμούν ιδιαίτερα καθώς οι τρομεροί και ακάματοι Σκιρίτες δεν λογαριάζουν κόπο ή κίνδυνο. Τα κατορθώματα των ανδρών αυτών, υμνήθηκαν από τους Λακεδαιμόνιους.