« Αγαπητό περιοδικό. Είμαι η Κατερίνα από Αττική. Σου γράφω για να σε ρωτήσω αν ξέρεις να μου πεις, τι σίριαλ θα παίξουν φέτος τα κανάλια. Σε παρακαλώ, αν γίνεται να μου απαντήσεις γρήγορα, γιατί δεν ξέρω για πόσο ακόμα θα είμαι σε αυτή τη διεύθυνση. Κάτι άκουσα ότι θα μου καεί το σπίτι. Σ΄ ευχαριστώ! Είσαι super! »
Και μετά το σπίτι της Μαρίας κάηκε. Και μαζί με αυτό της κάηκε και η τηλεόραση. Και μετά από 5 μήνες πέθανε ο πατέρας της από καρδιά γιατί δεν είχε τρόπο να ξεχρεώσει το δάνειο για το καμένο σπίτι του. Αλλά ο Αντώναρος για κάποιο λόγο, δεν τον συμπεριέλαβε στα θύματα της πυρκαγιάς. Γιατί δεν κάηκε πρακτικά. Άλλωστε το όλο ζήτημα αντιμετωπίστηκε σα να τους άρπαξε λίγο η μπριζόλα.
Και κάπου εκεί η Μαρία, ως εκ θαύματος, άρχισε να σκέφτεται! Τα έβαλε κάτω και υποψιάστηκε πως κάποιος την κοροϊδεύει. Δεν ήταν σίγουρη στην αρχή. Είχε αυτό το ακαθόριστο συναίσθημα που κυριεύει πολλούς νέους στην εφηβεία. Τότε που οι γονείς τους τους τρέχουν στους ψυχολόγους για να τους ¨ σώσουν ¨. Από αυτή την ¨ παράξενη, αναίτια οργή που, ευτυχώς για την κοινωνία μας, μετά τους περνάει. Όταν πια το αφεντικό στη δουλειά, τους λέει ότι είναι πολύ καλοί υπάλληλοι και ότι θα πάρουν αύξηση.
Η Μαρία τώρα μένει με τη μάνα της σε ένα νοικιασμένο δυάρι. Στην αρχή είπε πως θα της φτάσουν τα 1000 ευρώ του επιδόματος εγκαυμάτων. Είχε να πληρώνει και το δάνειο του καμένου σπιτιού. Έπρεπε να πάρει καινούρια τηλεόραση για να μη χάσει την τηλεοπτική σεζόν. Τα έβαλε κάτω. Τα μέτρησε. Θα έβρισκε και μια δουλειά . . . Η Μαρία ποτέ δεν έχανε την ελπίδα της. Έλεγε ¨ νέα είμαι, θα δουλέψω ¨.
Δουλειά πουθενά. Είχε πέσει λέει παντού ¨ ΥΦΕΣΗ ¨. Τη λέξη αυτή την είχε ξανακούσει και τότε στη φωτιά. Ο μπαμπάς της παρακαλούσε για ¨ ύφεση ¨ μήπως και σώσουν το σπίτι θυμάται. Δυσκολεύεται να καταλάβει . . . Τελικά η ¨ ύφεση ¨ είναι καλό ή κακό πράγμα; Απογοητεύτηκε και αμπαρώθηκε στο δυάρι. Άνθρωπο δεν ήθελε να βλέπει. Για πρώτη φορά στη ζωή της η Μαρία . . . έπεσε σε μελαγχολία. Όταν, μετά από μήνες, συνήλθε ήταν αλλιώς. Θυμωμένη. Γερασμένη. Θυμωμένη που γέρασε μέσα σε λίγους μήνες.
Τότε έκατσε και έγραψε άλλο ένα γράμμα. Αυτή τη φορά το έστειλε στη Διεύθυνση του Πρωθυπουργού:
« Αγαπημένε μου πρωθυπουργέ.
Είμαι η Μαρία από Αττική. Σου γράφω για να ρωτήσω, αν ξέρεις να μου πεις, αν πειράζει που κάθε βράδυ βλέπω στον ύπνο μου ότι σε δένω πίσω από ένα αμάξι και σε σέρνω σε χωματόδρομους. Καμιά φορά βλέπω και ότι τρίβω τη μούρη σου μαζί με τη ντομάτα, για γεμιστά. Η μαμά ρώτησε το γιατρό που με παρακολουθεί αλλά της είπε να μην ανησυχεί. Εσύ τι λες; Να ανησυχεί; Πρωθυπουργός είσαι. Όλα τα ξέρεις εσύ. Μπορείς να μου εξηγήσεις αυτά τα όνειρα; Κάθε βράδυ τα ίδια βλέπω. Σα σίριαλ σε επανάληψη. Βαρέθηκα. Παλιά έβλεπα και άλλα. Κυρίως αυτό. Ήμουνα λέει σε μια χώρα που είχε ήλιο. Ήμουνα δασκάλα. Ότι είχα βγει από το Πανεπιστήμιο και είχα λέει διοριστεί αμέσως. Στο σχολείο, κάθε Πέμπτη, στήναμε μια μικρή σκηνή και τα παιδιά παίζανε τους ήρωες της Επανάστασης του ’21 και άλλους ¨ διάσημους προγόνους ¨. Η ιστορία ήταν το αγαπημένο τους μάθημα. Τα αγόρια τσακώνονταν ποιος θα κάνει τον Κολοκοτρώνη και λέγανε ¨ άμα θα μεγαλώσω έτσι θα γίνω! Θα σώσω την Ελλάδα! ¨ . Κι εγώ τα χάζευα και γέλαγα. Ήταν σαν, παίζοντας την ιστορία, να δένονταν μαζί της. Να καταλάβαιναν από που ερχόμαστε, τι έχουμε περάσει, πόσα ονειρεύτηκαν άνθρωποι πριν από μας. Άκου να δεις! Έχει και παρακάτω. Μετά λέει, γύριζα στο σπίτι μου. Με περίμενε η μαμά σε ένα στρωμένο τραπέζι με χωριάτικη (οι τομάτες από τον κήπο μας). Ήταν κι ο μπαμπάς εκεί και τρώγαμε όλοι μαζί. Δεν είχε καμία έγνοια. Στο όνειρο, το σπίτι το είχε ξεχρεώσει. Γέλαγε σα να τον γαργαλούσε το μουστάκι του και έκανε αστεία.
Ξέρετε αν σημαίνει κάτι κύριε Πρωθυπουργέ το ότι άλλαξαν τα όνειρα που βλέπω;
Έμαθα λίγες μέρες πριν σας γράψω ότι ο κάθε ενδιαφερόμενος καταπατητής μπορεί να πάει έτσι απλά, σε ένα Πρωτοδικείο, να ζητήσει τη νομιμοποίηση κάποιου συμβολαίου που θα ισχυριστεί πως υπάρχει, αλλά καταστράφηκε στην Κατοχή και να αποκτήσει τη γη που θέλει. Ακόμα κι αν είναι καμένη και έχει χαρακτηριστεί αναδασωτέα. Αλήθεια είναι αυτό κύριε Πρωθυπουργέ μου;
Έμαθα ακόμα πως, μια βδομάδα πριν μπει η φωτιά που έκαψε το σπίτι μου και μου πήρε τον πατέρα, είχατε νομιμοποιήσει την οικοδόμηση του Υμηττού, που είχε καεί ένα καλοκαίρι πριν από μας. Άκουσα πως θα χτίσουν βίλες αξιωματικοί του στρατού. Αλλά κανένα κανάλι δε διέκοψε το σίριαλ που έβλεπα για να το πει. Είναι αλήθεια κύριε Πρωθυπουργέ μου; Όχι έτσι; Είστε έξυπνος άνθρωπος εσείς. Δε θα επιτρέπατε να κάνουν βίλες σε περιοχές που έχουν κηρυχθεί αναδασωτέες, ναι; Γιατί ξέρετε κι εσείς ότι δεν έχει νόημα για έναν πατέρα να θέλει να αφήσει μια βίλα στο παιδί του όταν αυτό προβλέπεται να πεθάνει στα 40 από ¨ ΕΛΛΕΙΨΗ ΟΞΥΓΟΝΟΥ ¨. Δεν το νοιάζει το παιδί η βίλα όταν του κλέβεις την αναπνοή. Το ξέρετε αυτό έτσι;
Ξέρετε κάτι Πρωθυπουργέ μου, κάθε πρωθυπουργέ μου; Στην αρχή ήθελα να σας φωνάξω αλλά μου είχε κλείσει η φωνή από τους καπνούς. Έπειτα σκέφτηκα να σας φτύσω αλλά μου είπαν να κρατήσω το σάλιο μου μπας και χρειαστεί για πυρόσβεση μια και οι κρουνοί στη γειτονιά μου δεν είχαν νερό. Μετά άρχισα να μη σας ψηφίζω αλλά είπατε τη γενιά μου πολιτικά ανεύθυνη. Γιατί είπατε πως έχουμε δημοκρατία και πως η ψήφος μου είναι καθήκον.
Κι έτσι, δε μου μείναν πολλά να κάνω. Κάθισα στο καμένο μου σπίτι. Στα καμένα χώματα του παππού μου και του πατέρα μου. Εκεί που ο παππούς μου πότιζε τις τομάτες του. Εκεί που μετά ο πατέρας μου μου μιλούσε για το Πολυτεχνείο και τον αγώνα της γενιάς του. Έκλαψα λίγο. Γιατί αναρωτήθηκα αν η δική μου η γενιά έχει κάποιον αγώνα δώσει. Είστε πολύ έξυπνος κύριε Πρωθυπουργέ. Γιατί, νομίζω, πως βρήκατε τον τρόπο να κάνετε τον εχθρό αόρατο! Όπως σε ένα σίριαλ που έβλεπα παλιά. Εκεί ο ήρωας γινόταν αόρατος και έσωζε τον κόσμο. ΤΟΝ ΕΣΩΖΕ κύριε Πρωθυπουργέ.
Έκλαψα κι άλλο λίγο. Και ξέρετε τι μου ήρθε; Έτσι ξαφνικά, εκεί που καθόμουνα; Έτσι ξαφνικά, όπως το κουκουνάρι που πετάχτηκε και μας έκαψε το σπίτι; Μου ήρθε, με όλο το σεβασμό, να σας εκδικηθώ. Ναι, ναι αλήθεια! Σιγά το πράγμα θα μου πείτε. Σωστά. Αλλά εγώ θα το κάνω! Θα σας εκδικηθώ! Αποφάσισα να φύγω. Θα πάω σε ένα ξένο τόπο ώστε να μην πονάω όταν τον βλέπω να καταστρέφεται. Έκλεισα και εισιτήρια. Δε χρειάστηκα βαλίτσα. Τα όνειρα που μου περίσσεψαν για να πάρω μαζί μου, χωράνε στο παλτό μου. Και θα πάω να τα φυτέψω σε ξένο χώμα. Σε χώμα που είναι ακόμα δεκτικό στα όνειρα. Και αυτό δε θα σας το συγχωρέσω ποτέ! Και αλήθεια, αν φύγει η γενιά μου, πιστεύεται πως θα υπάρξει επίπτωση στη χώρα; . . . Έλατε κύριε πρωθυπουργέ . . . είστε έξυπνος άνθρωπος. Υπάρχει μεγαλύτερη τιμωρία από το να σου φεύγει το μέλλον μέσα από τα χέρια σου; Θα σας πληρώσω με το ίδιο νόμισμα.
Μα σας ορκίζομαι ένα πράγμα κύριε Πρωθυπουργέ. Εκεί που θα πάω, με τον αέρα να μη μυρίζει αποκαΐδια και τα δάκρυα του πατέρα μου, θα σκέφτομαι. Θα σκέφτομαι συνέχεια τρόπους να μην αφήσω τη χώρα μου στα χέρια σας.
Νομίζατε πως φεύγω για παραιτούμενη; Όχι. Φεύγω σκεπτόμενη. Κάτι σαν τους αυτοεξόριστους στην περίοδο της επταετίας. Γιατί την πήρα χαμπάρι τη χούντα σας. Τη χούντα του να μας λιώνετε τα μάτια στην τηλεόραση για να μη βλέπουμε τι κάνετε. Να μας φορτώνεται με ολοένα καινούρια βάσανα για να μην προλαβαίνουμε να σκεφτούμε τρόπους να σας σταματήσουμε. Να μας τρέχετε τις ζωές με ιλιγγιώδεις ρυθμούς με αποτέλεσμα η μνήμη μας να διαρκεί, το πολύ, μια βδομάδα. Και το χειρότερο. Κοιμίσατε τόσο τη γενιά μου, ώστε να μη μπορεί να τραγουδήσει ενάντια στη χούντα σας.
Τώρα εγώ φεύγω κύριε Πρωθυπουργέ. Φεύγω μακριά σας, για να σκεφτώ καθαρά τον τρόπο να σας σταματήσω.
Γιατί βαρέθηκα να κάθομαι να μου καίτε τα όνειρα.
Βαρέθηκα να βλέπω γύρω μου ανθρώπους που τους καίτε, τους παίρνετε την ελπίδα και εκείνοι επιμένουν να σας κυνηγάνε από πίσω σα τα σκυλιά για ένα κομματικό κόκαλο – ρουσφέτι.
Αν διαβάσουμε την ιστορία μας θα διαπιστώσουμε πως οι Έλληνες μπορούσαμε παραπάνω από αυτό. Κάθε λαός μπορεί. Ιδικά εμείς, ήμασταν πάντοτε περήφανοι. Αυτό ήταν το χαρακτηριστικό της φυλής μας. Τώρα πια οι Έλληνες δεν είμαστε τίποτα . . . Καμία ταυτότητα. Λίγο καλοί, λίγο κακοί, λίγο . . . τίποτα. Το μέτριο, το αδιάφορο που χρόνια προσπαθήσατε να πετύχετε μέσα από μισά αναγνωστικά και βιβλία ιστορίας με κομμένες σελίδες.
Σας ορκίζομαι δε θα ξεχάσω να θυμηθώ ότι πήρατε τα όνειρα από τη χώρα μου. Δε θα το ξεχάσω, γιατί με πονέσατε. Ίδιος πόνος με τότε που έχασα τον πατέρα μου.
Μου έχετε πάρει πολλά. Και τώρα μου πήρατε το αυτονόητο. Μου πήρατε την ανάσα. Έτσι κι αλλιώς, λοιπόν, πεθαμένη είμαι αν μείνω εδώ. Καμιά πατρίδα για τους μελλοθάνατους όπως λένε.
ΥΓ1. Σας τα γράφω απλά, χωρίς πολλές δύσκολες λέξεις για να το διαβάσετε και στα παιδιά σας. Που ξέρετε; Μπορεί και αυτά να θέλουν να φύγουν.
ΥΓ2. Μην τρομάζετε δεν είμαι τρελή. Νομίζω . . . Ο γιατρός λέει πως πάνω καλύτερα. Είμαι σε ¨ ΥΦΕΣΗ ¨ λέει . . .
Μαρία, δεσποινίς ετών 19