Μετά από ένα χρόνο παραμονής στο νησί της Κίρκης ο Οδυσσέας μετά από παρέμβαση του Ερμή κατόπιν εντολής του Διός, ξεκινάει το ταξίδι του για τον Άδη προκειμένου να συναντήσει το Μάντη Τειρεσία ώστε να μάθει λεπτομέρειες για τη συνέχεια του ταξιδιού του.
Φαίνεται πως η απόφαση του Ομήρου να συμπεριλάβει την κάθοδο του Οδυσσέα στον Άδη δεν είναι τυχαία. Είναι μία αρχετυπική μυητική διαδικασία, την οποία συναντούμε σε όλα τα μυητικά τελετουργικά, ανά τον κόσμο. Η κατάβαση του λογοτεχνικά και σημειολογικά έχει ως στόχο την εξύψωση του Ομηρικού ήρωα, στο επίπεδο του μεγέθους του Ηρακλή και του Θησέα, ηρώων που ανταπεξήλθαν στην φοβερή αυτή δοκιμασία. Άλλωστε, «η Νέκυια», γράφει ο Reinhardt:
«είναι η μοναδική από όλες τις περιπέτειες που έχει διαμορφωθεί ως ένα είδος άθλου […] Η κατάβαση στον Άδη ταυτίζεται με την επίτευξη του αδύνατου».
Ο μάντης Τειρεσίας πλησιάζει τον Οδυσσέα στον αφού πρώτα αυτός, ακολουθώντας την εντολή της Κίρκης, εμπόδισε τη σκιά της μητέρας του να προσεγγίσει. Η αιμοποσία είναι προϋπόθεση για τη χρησμοδοσία, για την επαυξημένη εκείνη ενόραση που απαιτεί η ακριβής διερμήνευση του μέλλοντος*.
Ο Τειρεσίας δεν περιττολογεί: παραλείπει τις λεπτομέρειες του ταξιδιού, τις οποίες θα συμπληρώσει λίγο αργότερα η Κίρκη, και επιμένει στις εσωτερικές, στις ηθικές προϋποθέσεις του νόστου: ο Οδυσσέας θα επιζήσει, αν αποδείξει ότι είναι πολύμητις, πολύτροπος, αλλά και αν πείσει εμπράκτως ότι διακρίνεται από ευσέβεια και μετάνοια ώστε, παρά την εξάντληση, παρά τη γλύκα του νόστου, να μην παραλείψει την τελευταία του υποχρέωση και να εξευμενίσει την οργή του Ποσειδώνα, πράγμα που δημιουργεί υποχρεώσεις απέναντί του εκ μέρους των θεών.
Αντιλαμβανόμαστε λοιπόν ότι ο νόστος δεν χαρίζεται στον Οδυσσέα. Είναι άθλος, αγώνισμα του σώματος, του μυαλού και της ψυχής, αλλά και πράξη αποκατάστασης της δικαιοσύνης. Ο Οδυσσέας θα επιζήσει αν αποδείξει ότι είναι αυτός που η Αθηνά (και ο ποιητής) μας είπαν ότι είναι.
Εκεί συναντά τον νεκρό μάντη Τειρεσία, αλλά και το είδωλο της πεθαμένης μητέρας του της Αντίκλειας. Αυτή είναι μία στιγμή που σημαδεύει τον Οδυσσέα. Η Αντίκλεια του αποκαλύπτει πως πέθανε από τον καημό της αφού τα χρόνια περνούσαν και δεν έβλεπε το παιδί της να επιστρέφει στο σπίτι. Τόση ήταν η λαχτάρα του Οδυσσέα για τη μάνα του που προσπάθησε να την αγκαλιάσει τρεις φορές αλλά και τις τρεις φορές αγκάλιασε μία σκιά, ένα καπνό.
…”Και τρεις φορές μες απ᾿ τα χέρια μου σαν όνειρο, σαν ίσκιος μου πέταξε᾿ κι εγώ, ως έθέριευε φαρμάκι η πίκρα εντός μου, την έκραξα και με ανεμάρπαστα της συντυχαίνω λόγια:
– Γιατί δε στέκεις τώρα, μάνα μου, που θέλω να σε πιάσω,και μες στον Άδη που βρεθήκαμε να σφιχταγκαλιαστούμε, να βρούμε στο πικρό το σύθρηνο χαρά και παρηγοριά;
– Η Περσεφόνη μήπως σ᾿ έπλασε κι είσαι αγερένιος ίσκιος, κι εδώ σε στέλνει, ακόμα πιότερο να κλαίω και να χτυπιέμαι;
– Αλί, παιδί μου, ο πιο τρισάμοιρος μες στους ανθρώπους όλους, η Περσεφόνη δε σε γέλασε, του γιου του Κρόνου η κόρη, μονάχα τούτη η μοίρα εγράφτηκε του ανθρώπου που πεθαίνει:
Τα νεύρα δεν κρατούν τις σάρκες του κι ουδέ τα κόκαλα του’ μον᾿ όταν η ζωή τα κόκαλα πια παρατήσει τ᾿ άσπρα, όλα απ᾿ την άγρια ορμή δαμάζουνται της λαμπαδούσας φλόγας, και μοναχά η ψυχή σαν όνειρο πετώντας φτερουγίζει”.
Ομήρου Οδύσσεια λ’, 207-214
Στο σημείο αυτό αποτυπώνεται ξεκάθαρα η Ομηρική άποψη περί της τύχης της ψυχής, μετά θάνατο. Εν ζωή, η ψυχή που εμπεριέχεται στο σώμα είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της σωματικής, συναισθηματικής και πνευματικής δραστηριότητας.
Με τον θάνατο, η ψυχή δραπετεύει από το σώμα, που απομένει νεκρή ύλη. Η ψυχή χάρη στην οποία το σώμα διατηρούνταν ζωντανό, επιβιώνει στον Άδη ως είδωλο, με την εξωτερική μορφή του ανθρώπινου σώματος, το οποίο την κάνει και αναγνωρίσιμη ( λ 220-22).
Οι ψυχές μένουν ανενεργές, όταν όμως πιούν αίμα ( λ 147-7), το οποίο παραπέμπει στην πηγή της ανθρώπινης ζωής, μπορούν και αυτές να αναγνωρίσουν, να θυμηθούν τον Επάνω Κόσμο και να μιλήσουν. H εικόνα του συνωστισμού των νεκρών γύρω από το αίμα υποβάλλει έντονα τη φρίκη του Άδη αλλά και τη λαχτάρα για ζωή, για την οποία τόσο γλαφυρά μας μιλάει η ψυχή του Αχιλλέα ( λ 488).
Η εντύπωση όμως της ισότητας απέναντι στο θάνατο και της ίσης μεταχείρισης των ψυχών στον Άδη χαλάει άμα τη εμφανίσει του Μίνωα, κριτή του Κάτω Κόσμου για τους αρχαίους Έλληνες, ο οποίος και αποφασίζει για την τιμωρία αυτών που δεν σεβάστηκαν τους θεούς όσο ζούσαν .
*Παραπομπή:
Και σαν αράξεις το καράβι σου στο βαθιορεματάρη τον Ωκεανό, στόν Άδη κίνησε να πας το μουχλιασμένο. Χύνουνται εκεί ο Πυριφλεγέθοντας κι ο Κωκυτός, που βγαίνει από τη Στύγα, στον Αχέροντα᾿ τα δυο ποτάμια σμίγουν , λίγο πιο πάνω τα βροντόλαλα᾿ στη μέση κι ένας βράχος.
Κει πέρα φτάνοντας, αντρόκαρδε, καθώς σου ορίζω τώρα, λάκκο ως μια πήχη πάρε κι άνοιξε του μάκρους και του φάρδους, και πρόσφερε χοές στα χείλη του στους πεθαμένους όλους’ πρώτα μελόγαλα και δεύτερα κρασί γλυκό να χύσεις, νερό στο τέλος, και πασπάλισε κριθάλευρο από πάνω.
Και κάνε στων νεκρών παράκληση τ᾿ ανέψυχα κεφάλια, και τάξε, στην Ιθάκη φτάνοντας την πιο τρανή σου στέρφα γελάδα να τους σφάξεις, καιγοντας μαζί περίσσια δώρα. Του Τειρεσία να τάξεις ξέχωρα κριγιό, γι᾿ αυτόν μονάχα, μαύρο, κατάμαυρο, το πιο όμορφο στα ζωντανά σου μέσα.
Κι ως στων νεκρών των πολυδόξαστων δεηθείς τα πλήθη πρώτα, μια προβατίνα σφάξε ολόμαυρη κι έναν κριγιό, στα σκότη γυρνώντας τα᾿ μα εσύ τα μάτια σου πέρα μεριά να στρέψεις, στου ποταμού μαθές τα ρέματα· σε λίγο θ᾿ αντικρίσεις πλήθος ψυχές νεκρών που εχάθηκαν να φτάνουν μαζεμένες.
Πρόσταξε τότε τους συντρόφους σου να γδάρουν τα σφαγάρια, που θα κοιτώνται απ᾿ τον ανέσπλαχνο χαλκό θανατωμένα, και να τα κάψουν, και παράκληση στους δυο θεούς να υψώσουν, στην Περσεφόνη την ανήμερη και στον τρανό τον Άδη.
Και συ καθούμενος ανάσυρε το κοφτερό απ᾿ τη μέση σπαθί, και των νεκρών τ᾿ ανέψυχα κεφάλια μην αφήνεις᾿ κοντά στο γαίμα, πριν απόκριση σου δώσει ο Τειρεσίας. Σε μια στιγμή το μάντη να ‘ρχεται, ρηγάρχη, θ᾿ αντικρίσεις, που θα σου πει ποιος θα ‘ναι ο δρόμος σου, της στράτας σου το μάκρος…
Καθίζουμε στον άμμο το άρμενο, κι ως βγάλαμε από μέσα τα πρόβατα, το δρόμο πήραμε στον Ωκεανό από δίπλα, ως που στο μέρος πια βρεθήκαμε που ‘χε αρμηνέψει η Κίρκη. Κει πέρα κράτησαν ο Ευρύλοχος κι ο Περιμήδης μπρος μου τα δυο σφαχτά᾿ κι εγώ ανασέρνοντας το κοφτερό σπαθί μου λάκκο ως μια πήχη πήρα κι άνοιξα του μάκρους και του φάρδους.
Και πρόσφερα χοές στα χείλη του στους πεθαμένους όλους’ πρώτα μελόγαλα τους έχυσα, κρασί γλυκό κατόπι, νερό στο τέλος, και πασπάλιζα κριθάλευρο από πάνω’ και δεόμουν στων νεκρών τ᾿ ανέψυχα κεφάλια, τάζοντας τους, την πιο τρανή μου στέρφα γελάδα να τους σφάξω, καίγοντας μαζί περίσσια δώρα.
Κι ένα κριάρι τάζω ξέχωρα στον Τειρεσία να σφάξω, μαύρο, κατάμαυρο, το πιο όμορφο στα ζωντανά μου μέσα. Τα παρακάλια πια σαν τέλεψα και τα ταξίματα μου, στα πλήθη των νεκρών, τα πρόβατα στο λάκκο σφάζω απάνω, κι ως έτρεχε το μαύρο γαίμα τους, από τα σκότη κάτω βγήκαν ψυχές νεκρών αρίφνητες και μαζωχτηκαν γύρα: Άγουροι, νιόπαντρες και γέροντες χιλιοβασανισμένοι, κόρες γλυκές, όλο παράπονο που σβησαν στον ανθό τους.
Στοιχεία αντλήθηκαν από το άρθρο της Ιασονίδου Φωστήρα, “Οδύσσεια- Ανειάδα, Η κάθοδος στον Άδη, συγκριτική θεώρηση”, https://www.oanagnostis.gr/