Ενας από τους δημοφιλέστερους εθνικούς μας θρύλους είναι αυτός του μαρμαρωμένου βασιλιά, ο οποίος μέλλει κάποτε να διώξει τους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη και να αναβιώσει τη βυζαντινή αυτοκρατορία. Αναζητώντας ωστόσο την προέλευσή του, θα διαπιστώσουμε ότι σχετίζεται με μεσσιανικές και εσχατολογικές παραδόσεις που διαπερνούν τη χιλιόχρονη ιστορική διάρκεια του Βυζαντίου και φτάνουν μέχρι τις πηγές του πρώιμου Χριστιανισμού, οι οποίες, ως γνωστόν, είναι ιουδαϊκές.
«Οταν μπήκαν οι Τούρκοι στην Κωνσταντινούπολη, ο βασιλιάς αντιστάθηκε ηρωικά. Καθώς όμως οι εχθροί τον περικύκλωσαν και ετοιμάζονταν να τον σκοτώσουν, άγγελος Κυρίου τον άρπαξε και τον πήγε σε μια μυστική σπηλιά. Εκεί βρίσκεται μαρμαρωμένος και περιμένει τον άγγελο να τον σηκώσει και να του ξαναδώσει το σπαθί του. Οταν γίνει αυτό, ο βασιλιάς θα διώξει τους Τούρκους από την Πόλη και θα τους κυνηγήσει μέχρι την Κόκκινη Μηλιά».
Αυτός είναι με δυο λόγια ο θρύλος που απηχούσε τους πόθους των υπόδουλων Ελλήνων για την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού και την επανασύσταση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Πρωταγωνιστής ήταν ο τελευταίος βυζαντινός αυτοκράτορας, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, ο ηρωισμός του οποίου έκανε τη λαϊκή μούσα να αρνηθεί το γεγονός πως είχε πεθάνει.
Ο θρύλος του λυτρωτή βασιλιά πριν από την Αλωση
Το βασικό όμως θέμα αυτής της παράδοσης – ο βασιλιάς-λυτρωτής που θα κατατρόπωνε τους εχθρούς και θα αποκαθιστούσε την τάξη – δεν γεννήθηκε ούτε εξαιτίας των φρικτών συνθηκών της Τουρκοκρατίας, ούτε εξαιτίας της προσωπικότητας του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου. Ανάγεται πριν από την Αλωση του 1453, σε εποχές κατά τις οποίες οι συνθήκες ήταν διαφορετικές. Προφητικά και χρησμολογικά κείμενα, όπως οι «Οράσεις του Δανιήλ» και οι «Χρησμοί του Λέοντος του Σοφού», προέλεγαν ότι ο βασιλιάς-λυτρωτής θα εμφανιζόταν τη στιγμή του έσχατου κινδύνου ή μετά από μια μεγάλη, αλλά πρόσκαιρη, καταστροφή. Ο βυζαντινός ιστορικός Δούκας (εκδ. Βόννης, σ. 289-290) αναφέρει χαρακτηριστικά ότι κατά την ημέρα της Αλωσης ο λαός συνέρρεε στην Αγία Σοφία αναμένοντας τη θεία λύση του δράματος: όταν οι Τούρκοι θα έμπαιναν στην Πόλη σφάζοντας τους Ρωμαίους (Βυζαντινούς), άγγελος Κυρίου θα κατέβαινε από τον ουρανό, θα έστεφε βασιλιά κάποιον άγνωστο και φτωχοντυμένο άνδρα και θα του έδινε τη ρομφαία με την οποία θα νικούσε τους άπιστους και θα τους έδιωχνε ως τα σύνορα της Περσίας, στον τόπο που λέγεται Μονοδένδρι.
Η εικόνα του ταπεινού και φτωχού (πένητα) άνδρα που θα γινόταν ο λυτρωτής βασιλιάς είχε ιδιαίτερη απήχηση πριν την Αλωση. Αλλη εκδοχή μιλούσε για κάποιο μυστηριώδες πρόσωπο που δεν είχε πεθάνει, αλλά κοιμόταν (προδρομική φιγούρα του μαρμαρωμένου βασιλιά) και θα ξυπνούσε τον κατάλληλο καιρό. Σε ορισμένες παραλλαγές είχε το όνομα Ιωάννης, γεγονός που κάνει κάποιους σημερινούς θιασώτες των προφητειών να τον ταυτίζουν με τον Ιωάννη Γ’ Βατάτζη, έναν από τους ικανότερους βυζαντινούς αυτοκράτορες, ο οποίος έδρασε κατά την εποχή της λατινικής κατάκτησης της Κωνσταντινούπολης (1204-1261). Οι περισσότερες όμως συμφωνούσαν σε ένα σημείο: μετά την εξουδετέρωση των Ισμαηλιτών (Τούρκων) θα ακολουθούσε μια περίοδος γενικής ευημερίας. Κατόπιν ο βασιλιάς θα παρέδιδε το στέμμα του στο Θεό και τότε ακριβώς θα εμφανιζόταν ο Αντίχριστος. Πώς συνδέεται όμως ο θρύλος του λυτρωτή βασιλιά με τη χριστιανική παράδοση για τον Αντίχριστο και το Τέλος του Κόσμου;
Ο τελευταίος αυτοκράτορας των Ρωμαίων
Μετά την Αποκάλυψη του Ιωάννη, το προφητικό βιβλίο που άσκησε τη μεγαλύτερη επιρροή τόσο στη βυζαντινή, όσο και στη δυτική εσχατολογική παράδοση, ήταν η Αποκάλυψη του Μεθόδιου Πατάρων. Αν και αποδόθηκε ψευδεπίγραφα στον ομώνυμο οσιομάρτυρα του 4ου αι., η προφητεία γράφτηκε στα τέλη του 7ου αι., όταν οι Αραβες είχαν κατακτήσει τις βυζαντινές επαρχίες της Παλαιστίνης, της Συρίας και της Αιγύπτου και είχαν υποδουλώσει τους ντόπιους χριστιανούς. Ο ψευδο-Μεθόδιος λοιπόν, ο οποίος ανήκε σε μια χριστιανική κοινότητα της περιοχής της Μεσοποταμίας, προσδοκούσε την έλευση ενός λυτρωτή που θα αναχαιτούσε την αραβική λαίλαπα. Αυτός δεν μπορούσε να ήταν άλλος από τον Ρωμαίο (Βυζαντινό) αυτοκράτορα.
Σε μεταγενέστερες εποχές, η προφητεία κυκλοφόρησε σε πολλές παραλλαγές και δέχθηκε αλλοιώσεις, η αρχική της όμως εκδοχή έλεγε τα εξής: «Οι Ισμαηλίτες γεμάτοι έπαρση θα ισχυριστούν ότι δεν υπάρχει κανένας σωτήρας για τους χριστιανούς. Τότε ξαφνικά θα σηκωθεί και θα επιτεθεί εναντίον τους με μεγάλο θυμό ένας βασιλιάς των Ρωμαίων, ο οποίος θα ξυπνήσει όπως ο άνθρωπος που έχει ξεμεθύσει από το κρασί και θεωρούνταν ‘ωσεί νεκρός’ και χωρίς αξία».
Ας σταθούμε λίγο στην περιγραφή της εμφάνισης του αυτοκράτορα. Πρόκειται για αντιγραφή των στίχων από τους Ψαλμούς του Δαυίδ («Και εξηγέρθη ως ο υπνών Κύριος, ως δυνατός κεκραιπαληκώς εξ οίνου και επάταξε τους εχθρούς αυτού», 77, 65-66) με την προσθήκη ότι θεωρούνταν «σαν να ήταν νεκρός», δηλαδή υπερβολικά αδύναμος. Η αινιγματική αυτή αναπαράσταση της μεταμόρφωσης ενός ανίσχυρου αρχικά Ρωμαίου αυτοκράτορα σε πολέμαρχο-εκδικητή, έδωσε την απαραίτητη τροφή ώστε να διαμορφωθούν οι παραλλαγές για τον ανώνυμο και «πένητα» άνδρα που θα γινόταν ο εκλεκτός του Θεού, καθώς και για το βασιλιά που βρισκόταν εν υπνώσει σε ένα μυστικό τόπο και θα σηκωνόταν κάποτε για να αποκαταστήσει την τιμή του λαού του. Η τελευταία μάλιστα πέρασε και στη Δύση, με πρωταγωνιστές ορισμένους από τους σημαντικότερους ηγεμόνες της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, όπως τον Καρλομάγνο, το Φρειδερίκο Μπαρμπαρόσσα και άλλους.
Η συνέχεια της Αποκάλυψης είναι η ακόλουθη: Αφού κατατροπώσει τους Ισμαηλίτες-Αραβες (τη θέση των οποίων θα πάρουν στις μεταγενέστερες και αναθεωρημένες προφητείες οι Τούρκοι, ο νέος θανάσιμος ισλαμικός κίνδυνος), ο αυτοκράτορας θα εγκαινιάσει μια εποχή παγκόσμιας ειρήνης και ευημερίας. Λίγο πριν το τέλος αυτής της περιόδου, τα «ρυπαρά έθνη» του Γωγ και του Μαγώγ θα βγουν από τις «Πύλες του Βορρά», όπου τα είχε κλείσει σύμφωνα με την παράδοση ο Μέγας Αλέξανδρος, για να εξουδετερωθούν τελικά από τον άγγελο του Θεού. Στη συνέχεια ο αυτοκράτορας θα μεταβεί στην Ιερουσαλήμ και θα εναποθέσει το στέμμα του πάνω στον Τίμιο Σταυρό που βρίσκεται στο Γολγοθά, σαν απόδειξη πως κάθε επίγεια βασιλεία θα λάβει τέλος. Αυτή θα είναι η αρχή των «έσχατων χρόνων» που θα περιλαμβάνουν την κυριαρχία του Αντίχριστου, τη συντριβή του και τη Δευτέρα Παρουσία του Χριστού.
Ενας «μαρμαρωμένος» βασιλιάς απέναντι στους αρχαίους Ελληνες!
Ενα άλλο προφητικό κείμενο που σχετίζεται άμεσα με τον θρύλο του μαρμαρωμένου βασιλιά, ο χρησμός της Τιμπουρτίνας Σίβυλλας, απηχεί ακόμα παλαιότερες καταστάσεις, αφού σε αυτό οι εχθροί που θα κατατροπώνονταν από τον τελευταίο Ρωμαίο αυτοκράτορα δεν είναι οι Ισμαηλίτες, αλλά οι «παγανιστές». Ο αναμενόμενος αυτοκράτορας, το όνομα του οποίου θα ήταν Κώνστας, θα κατέστρεφε τις πόλεις και τους ναούς των Εθνικών, θα τους βάφτιζε στο όνομα του Χριστού και σε κάθε ναό θα τοποθετούσε τον Σταυρό. Οποιος αρνούνταν να αποδώσει τιμές στο Σταυρό του Κυρίου θα τιμωρούνταν με θάνατο. Η βασιλεία του θα αποτελούσε μια χρυσή εποχή για την ανθρωπότητα και θα διαρκούσε 112 χρόνια. Κατά τις έσχατες μέρες ο αυτοκράτορας θα νικούσε τους λαούς του Γωγ και του Μαγώγ, θα πήγαινε στην Ιερουσαλήμ όπου θα παρέδιδε τη βασιλεία του στο Θεό και τότε θα ξεκινούσε η εποχή του Αντίχριστου.
Ο Μεσσίας των Ιουδαίων
Οι βυζαντινές λοιπόν Αποκαλύψεις δεν ενδιαφέρονταν μόνο για τη Δευτέρα Παρουσία και την Ουράνια Βασιλεία. Ανησυχούσαν παράλληλα για την τύχη της αυτοκρατορίας και ανέμεναν έναν ηγεμόνα, ο οποίος θα νικούσε οριστικά τους εχθρούς που την απειλούσαν και θα έφερνε μια χρυσή εποχή επί γης, λίγο πριν το Τέλος του Κόσμου. Με λίγα λόγια ανέμεναν έναν κοσμικό Μεσσία πριν τη Δευτέρα Παρουσία του πνευματικού Μεσσία-Χριστού.
Η προέλευση αυτής της δοξασίας εντοπίζεται στις ιουδαϊκές ρίζες του χριστιανισμού. Συγκεκριμένα, στην ύστερη ιουδαϊκή φιλολογία παρατηρούνταν έντονοι διαξιφισμοί σχετικά με τη μορφή του Μεσσία, καθώς άλλες πηγές τον παρουσίαζαν σαν κοσμικό ηγέτη και λυτρωτή του εβραϊκού έθνους και άλλες σαν υπερβατικό λυτρωτή όλης της ανθρωπότητας. Ορισμένοι συγγραφείς απόκρυφων κειμένων (Εσδρας Δ’, Βαρούχ Β’), συνδυάζοντας τις δύο εκδοχές, προφήτευαν αρχικά την έλευση ενός εθνικού Μεσσία που θα κατατρόπωνε τους εχθρούς και θα εγκαινίαζε μια χρυσή εποχή για το Ισραήλ. Η τελική μάχη θα δινόταν με τους Γωγ και Μαγώγ και θα επακολουθούσε η παγκόσμια βασιλεία του Γιαχβέ.
Ο Χριστιανισμός υιοθέτησε εξ αρχής την εκδοχή του Μεσσία ως υπερβατικού σωτήρα όλης της ανθρωπότητας, δημιουργώντας παράλληλα και έναν τελικό εχθρό που έπρεπε να νικήσει ο Χριστός, ώστε να εγκαινιάσει την εποχή της ουράνιας βασιλείας: τον Αντίχριστο. Κάποιοι χριστιανικοί κύκλοι ωστόσο δεν μπορούσαν να αποκοπούν από την παράδοση για την επίγεια βασιλεία ενός κοσμικού Μεσσία. Ετσι, σύμφωνα με την Αποκάλυψη του Ιωάννη (Κ’, 1-15), μετά τη συντριβή του Αντίχριστου θα υπάρξει μια χιλιετής βασιλεία του Χριστού και των Δικαίων στη γη. Στο τέλος αυτής της περιόδου θα γίνει η σύγκρουση με τον Γωγ και τον Μαγώγ και θα ακολουθήσει η Τελική Κρίση.
Μπορεί η επίσημη Εκκλησία να θεώρησε το συγκεκριμένο απόσπασμα σαν αλληγορικό (που υποτίθεται ότι συμβόλιζε την πνευματική βασιλεία του Χριστού στις καρδιές των πιστών, στο διάστημα μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης έλευσής του) και να αποκήρυξε σαν πλάνη την πίστη σε ένα γήινο «Παράδεισο» που θα προηγηθεί του επουράνιου, η ιδέα αυτή όμως δεν έσβησε. Η μεταστροφή του Μεγάλου Κωνσταντίνου και η καθιέρωση του χριστιανισμού ως επίσημης θρησκείας, συνετέλεσαν ώστε η ρωμαϊκή αυτοκρατορία να θεωρηθεί σαν προστάτης των Χριστιανών, σαν το 4Ο και τελευταίο βασίλειο του οράματος του προφήτη Δανιήλ που έμελλε να διαρκέσει μέχρι τις έσχατες μέρες. Στο πλαίσιο αυτό η μορφή του μελλοντικού τελευταίου αυτοκράτορα των Ρωμαίων, με τον οποίο θα τερμάτιζε κάθε επίγεια βασιλεία, μυθοποιήθηκε και έλαβε τα χαρακτηριστικά του κοσμικού Μεσσία της ιουδαϊκής και πρωτοχριστιανικής παράδοσης.
Mε το πέρασμα των αιώνων και συνεχώς μετασχηματιζόμενος ώστε να ανταποκρίνεται στις συνθήκες της εκάστοτε εποχής, ο μύθος αυτός διατήρησε τη θρησκευτική του απόχρωση (που αντανακλάται στην προσδοκία για την «αναλαμπή της Ορθοδοξίας»), αποκτώντας παράλληλα εκ νέου εθνική σημασία, όπως φαίνεται από τη νεοελληνική παράδοση για το μαρμαρωμένο βασιλιά.
Βιβλιογραφία
– Νικόλαος Πολίτης, Παραδόσεις, 1904, τομ. Α’, σ. 22 & τομ. Β’, σ. 658-678
– Νίκος Βέης, Περί του ιστορημένου χρησμολογίου της Κρατικής Βιβλιοθήκης του Βερολίνου και του θρύλου του μαρμαρωμένου βασιλιά, Byzantinisch-Neugriechische Jahrbucher, 1936-1937, σ. 203-244λς’
– Cyril Mango, Βυζάντιο. Η Αυτοκρατορία της Νέας Ρώμης, ΜΙΕΤ, 1990, σ. 238-257
– Paul Alexander, The Byzantine Apocalyptic Tradition, University of California Press, 1985, ειδικά το κεφάλαιο “Τhe Last Roman Emperor”, σ. 151-184
– Paul Alexander, The Medieval Legend of the Last Roman Emperor and its Messianic Origin, Journal of the Warburg and Courtauld Institutes, 41 (1978), σ. 1–15
– Petre Guran, Genesis and Function of the “Last Emperor” Myth in Byzantine Eschatology, Byzantinistica (2006), σ. 273-303
Who is Who: Ο Αντώνης Λαζάρου γεννήθηκε το 1980 και ζει στον Πειραιά. Ασχολείται επισταμένα με την Ιστορία, τη Μυθολογία, τα ζητήματα της εθνικής ταυτότητας και της ελληνικής ιστορικής συνέχειας.
Σημείωση: Το άρθρο αυτό του Αντώνη Λαζάρου δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά στο Σαββατιάτικο περιοδικό του “Ελεύθερου Τύπου”, τα “Φαινόμενα”.
Πηγή: ΑΝΕΞΗΓΗΤΑ ΦΑΙΝΟΜΕΝΑ