Από την ψηφίδα, την εκλογή δια βοής και την πασαρέλα των υποψηφίων ως το «μαύρο» ή «δαγκωτό» στη μετεπαναστατική Ελλάδα και τελικά στον σταυρό – Ο Αριστοτέλης εμπνευστής του πλειοψηφικού συστήματος
Ήταν στα πολύ παλιά χρόνια η εκλογή δια βοής, μετά έγινε ψηφίδα, αργότερα χειρόγραφη πάνω σε λευκό χαρτί, αλλά σε μια εποχή που στην Ελλάδα το ποσοστό του αναλφαβητισμού ήταν πολύ μεγάλο, γρήγορα καταργήθηκε για να εισέλθει στην πολιτική ζωή το σφαιρίδιο και μαζί το «μαύρο» και το «δαγκωτό». Ούτε κι αυτό όμως θεωρήθηκε αδιάβλητο μέσο ψηφοφορίας και φτάσαμε στο τυπωμένο ψηφοδέλτιο, που ισχύει ως σήμερα. Μέχρι να καταργηθεί κι αυτό και να υιοθετηθεί η καθολική ηλεκτρονική ψηφοφορία.
Στην αρχαιότητα η διαδικασία της ψηφοφορίας λεγόταν «αἵρεσις» κι οι εκλεγμένοι άρχοντες «αιρετοί», όρος που χρησιμοποιείται και σήμερα με την ίδια σημασία. Η πρώτη αναφορά εντοπίζεται στον πατέρα της ιστορίας, Ηρόδοτο, «ἀρχαιρεσίη συνίζειν» και αφορά την εκλογή αρχόντων και διαφόρων αξιωματούχων.
Η ψηφοφορία πέρασε από διάφορα στάδια έκφρασης της βούλησης και επικράτησε το πλειοψηφικό σύστημα, το οποίο εισήγαγε στην πολιτική πρακτική ο Αριστοτέλης, ενώ αργότερα το υιοθέτησαν και το εφάρμοσαν οι Ρωμαίοι.
Η λέξη ψήφος έχει τις ρίζες της στα αρχαία ελληνικά και στο ρήμα ψάω-ψω (στον αόριστο έψησα και στον μέλλοντα θα ψήσω), που σημαίνει τρίβω, λειαίνω, καθώς οι πρώτες ψηφοφορίες γινόταν με μια μικρή πέτρα, σαν ψηφίδα, που λειαίνονταν με την τριβή και πάνω της αναγραφόταν ένα όνομα.
Μέχρι το πρώτο τυπωμένο ψηφοδέλτιο, το οποίο μπήκε στην πολιτική ζωή της Ελλάδας την εποχή του Όθωνα και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις εκλογές του νομού Αργολιδοκορινθίας το 1834, η ακριβής ιστορία της ψήφου χάνεται στην αχλή του χρόνου….
Ψηφοφορίες γινόταν από την εποχή του Ομήρου, για διάφορα θέματα και ήταν πάντα φανερές και διά βοής. Πήραν ωστόσο την κανονική τους μορφή στην αρχαία Αθήνα, τότε που η Δημοκρατία και η άμεση εκλογή από τον λαό-τον δήμο, βρέθηκε στο απόγειό της.
Αν άνοιγε εδώ μια παρένθεση θα έγραφε μέσα της ότι η αρχαιότερη μαρτυρία της λέξης «δήμος» βρίσκεται σε πινακίδα με γραμμική Β΄ από την Πύλο και με τον όρο αυτό εννοούνταν -τότε- η κοινότητα των ανθρώπων και αργότερα, στα χρόνια του Ομήρου, ο λαός ως σύνολο.
Σε εκείνες τις προϊστορικές κοινωνίες, όπου δεν υπήρχαν οργανωμένα πολιτικά συστήματα τυχόν ψηφοφορίες γινόταν με την αναγραφή ενός ονόματος ή μιας πόλης ή ενός αριθμού ή ακόμη και ενός συμβόλου πάνω σε ψηφίδες που λιαίνονταν και χαράζονταν.
Οι εκλογές στην αρχαία Αθήνα, στη Σπάρτη, στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία
Στην αρχαία Αθήνα δικαίωμα συμμετοχής και ψήφου στη συνέλευση της Εκκλησίας του Δήμου και στα άλλα δύο πολιτικά σώματα, τη Βουλή των Πεντακοσίων και τα Δικαστήρια, είχαν μόνο οι άντρες, άνω των 30 ετών, με εκπληρωμένες τις στρατιωτικές τους υποχρεώσεις, ενώ αποκλείονταν οι γυναίκες, οι μέτοικοι και οι δούλοι. Εξαιρούνταν ακόμη όσοι δεν είχαν τακτοποιημένες τις οικονομικές τους οφειλές.
Η ψηφοφορία στην Εκκλησία του Δήμου ήταν φανερή, γινόταν με ανάταση του χεριού και μια 9μελής εφορευτική επιτροπή μετρούσε τα υψωμένα χέρια για να βγάλει το αποτέλεσμα. Υπολογίζεται ότι από τους περίπου 60.000 Αθηναίους πολίτες της κλασικής εποχής, κοντά στις 6.000 παρακολουθούσαν τακτικά τις συνελεύσεις και ψήφιζαν σε αυτές.
Σύμφωνα με τα όσα γράφει στο βιβλίο του Ancient Greek Democrasies: Readings and Sources, ο Έρικ Ρόμπινσον, καθηγητής Ιστορίας στο πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, οι 9 μετρητές των ψήφων -εφορευτική επιτροπή- επιλέγονταν το πρωί της διαδικασίας με τυχαίο τρόπο, πριν τη συνεδρίαση της συνέλευσης για να μην μπορούν να δωροδοκηθούν.
Σε περιπτώσεις αστικών ή ποινικών δικών οι Αθηναίοι ψήφιζαν μυστικά. Όπως αναφέρει ο Ρόμπινσον, σε κάθε ένορκο δινόταν δύο πέτρες, η μία συμπαγής και η άλλη με μια τρύπα στη μέση. Την ώρα της ψηφοφορίας ο ένορκος στεκόταν μπροστά σε δύο τεφροδόχους και έριχνε την ετυμηγορία του στη μία, ενώ την άλλη πέτρα άφηνε στην δεύτερη λάρνακα.
Διαφορετικός ήταν ο τρόπος του εξοστρακισμού ή οστρακισμού, όπου κάθε μέλος της Συνέλευσης έπαιρνε ένα κομμάτι κεραμικού και χάραζε πάνω του το όνομα αυτού που επιθυμούσε να φύγει από την πόλη. Υπάρχουν ενδείξεις ότι για τον εξοστρακισμό του Θεμιστοκλή, του Αθηναίου νικητή της ναυμαχίας της Σαλαμίνας το 480 π.Χ., χρησιμοποιήθηκαν χιλιάδες προσημειωμένα όστρακα που έφεραν πάνω τους το όνομά του. Ως γνωστόν ο Θεμιστοκλής εξοστρακίστηκε το 472 π.Χ., με την κατηγορία ότι αποτελούσε κίνδυνο για τη Δημοκρατία και πέθανε στην εξορία.
Την ίδια εποχή στη Σπάρτη κέρδιζε το… χειροκρότημα. Αν και το πολίτευμα δεν ήταν αμιγώς Δημοκρατία, είχε κάποια στοιχεία άμεσης εκλογής από τον λαό. Για την κάλυψη των 30 θέσεων του Συμβουλίου Γερόντων (σήμερα θα λέγαμε γερουσία), το οποίο αποτελούνταν από δύο βασιλείς και 28 άντρες άνω των 60 ετών, οι Σπαρτιάτες αποφάσιζαν κραυγάζοντας και χειροκροτώντας. Κάθε υποψήφιος, όπως γράφει ο Ρόμπινσον, έκανε μια ιδιότυπη πασαρέλα μπροστά από τους εκλέκτορες και αυτοί επιδοκίμαζαν ή αποδοκίμαζαν. Οι κριτές αποφάσιζαν τον νικητή μετρώντας την ένταση των φωνών.
Όσο για τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, οι Ρωμαίοι είχαν τρία πολιτικά σώματα, το σημαντικότερο από τα οποία, ήταν η Εκατονταμελής Συνέλευση, που όπως δείχνει και το όνομά της αποτελούνταν από 100 μέλη, ενώ τα άλλα δύο ήταν η Φυλετική Συνέλευση και το Συμβούλιο τω Πληβείων. Δικαίωμα ψήφου είχαν οι εύποροι και συνήθως προσέρχονταν στη διαδικασία ως μπλοκ, δηλαδή κατά ομάδες, ανάλογα με την προτίμησή τους. Στα λατινικά η ψηφοφορία ονομαζόταν praerogativa κι αποτελεί τη ρίζα της αγγλικής λέξης prerogative-προνόμιο.
Το 139 π.Χ. η Ρώμη εισήγαγε έναν νέο τύπο μυστικής ψηφοφορίας, σύμφωνα με τον οποίο δίνονταν στους πολίτες μία ξύλινη πλάκα που έφερε στο εσωτερικό της ένα λεπτό φύλλο κεριού, πάνω στο οποίο έγραφαν την επιλογή τους.
«Δαγκωτό»: Όταν οι έλληνες δάγκωναν το μεταλλικό σφαιρίδιο
Στην προεπαναστατική Ελλάδα η εκλογή των δημογερόντων γινόταν με φανερή ψηφοφορία και προφορική προτίμηση. Το ψηφοδέλτιο που εισήγαγαν οι Βαυαροί και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά στις δημοτικές εκλογές του 1834 και στις βουλευτικές του 1844, δεν ήταν παρά ένα λευκό χαρτί, πάνω στο οποίο ο ψηφοφόρος σημείωνε χειρόγραφα το όνομα που υποψήφιου που προτιμούσε.
Σε μια Ελλάδα ωστόσο που είχε βγει από 400 χρόνια σκλαβιάς, το ποσοστό του αναλφαβητισμού ήταν τεράστιο, έτσι οι τοπικοί κομματάρχες έβρισκαν πεδίο δόξης λαμπρό για να δράσουν. Από τότε ήταν που καθιερώθηκαν τα… συμπληρωμένα -σταυρωμένα σήμερα- ψηφοδέλτια.
Το Σύνταγμα του 1864, καθιέρωσε την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας και σηματοδότησε τη μετάβαση από τη μοναρχία στη δημοκρατία με πολίτευμα όχι πλέον αυτό της Συνταγματικής Μοναρχίας, αλλά της Βασιλευομένης Δημοκρατίας. Η Β΄ Εθνοσυνέλευση το 1864 κατοχύρωσε την καθολική ψηφοφορία -μόνο για τους άντρες- που αποτελεί ορόσημο για την ιστορία του ελληνικού κοινοβουλευτισμού.
Σύμφωνα με το άρθρο 66 του Συντάγματος του 1864, «η Βουλή σύγκειται εκ των βουλευτών εκλεγομένων υπό των εχόντων δικαίωμα προς τούτο πολιτών δι’ αμέσου καθολικής και μυστικής δια σφαιριδίων ψηφοφορίας. Αι βουλευτικαί εκλογαί διατάσσονται και ενεργούνται ταυτοχρόνως καθ΄όλην την επικράτειαν».
Και κάπως έτσι μπήκε στη ζωή των Ελλήνων το σφαιρίδιο, που δεν ήταν παρά ένας μολυβένιος βόλος. Το σφαιρίδιο έφερε πάνω του το ΝΑΙ και το ΟΧΙ και ο ψηφοφόρος το έριχνε σε μια κάλπη με δύο χώρους. Έναν για το ΝΑΙ, που είχε χρώμα άσπρο και έναν για το ΟΧΙ, που είχε χρώμα μαύρο, ανάλογα με το αν ήθελε να υπερψηφίσει ή να καταψηφίσει έναν υποψήφιο. Το εσωτερικό της κάλπης ήταν καλυμμένο με μάλλινο ύφασμα για να μην ακούγεται θόρυβος τη στιγμή που έπεφτε μέσα το σφαιρίδιο.
Στο πάνω μέρος κάθε κάλπης ήταν τοποθετημένος ένας σωλήνας, μήκους 27 και διαμέτρου 12 εκατοστών, σε γωνία 25 μοιρών σε σχέση με την κάλπη. Πίσω από την κάλπη, η οποία ήταν κατασκευασμένη έτσι που να μην μπορεί κανείς να δει σε ποιο χώρο της έριχνε το σφαιρίδιό του ο ψηφοφόρος, στεκόταν ο αντιπρόσωπος του υποψηφίου.
Η ψηφοφορία με σφαιρίδια καθιέρωσε όρους που ισχύουν ως σήμερα, όπως «τον μαύρισε ο λαός» και «δαγκωτό στον…», «ψηφίζω δαγκωτό…», αφού κάποιοι φανατικοί ψηφοφόροι δάγκωναν το μεταλλικό σφαιρίδιο για να δείξουν την πίστη και την αφοσίωσή τους.
Η αναθεώρηση του Συντάγματος το 1911 από τον Ελευθέριο Βενιζέλο, καθιέρωσε μεταξύ άλλων την μονιμότητα των δημοσίων υπαλλήλων, την υποχρεωτική και δωρεάν στοιχειώδη εκπαίδευση και το έντυπο ψηφοδέλτιο.
Μιλώντας στη Βουλή το 1910, ο βουλευτής Αλέξανδρος Παπαναστασίου είχε πει: «Καθιστά (το ψηφοδέλτιο) περισσότερον ανεπηρέαστον την εκλογήν παρά η δια σφαιριδίου ψηφοφορία, η οποία δια τα μύρια μετερχομένων τεχνάσματα αντιπροσώπων των υποψηφίων, τους οποίους καθιστά αναγκαίους, και δια της δυσκόλου επιβλέψεως όλων των καλπών υπό των δικαστικών αντιπροσώπων, διευκολύνει την νόθευσιν του φρονήματος των εκλογέων…».
Η πιο συνηθισμένη μέθοδος νοθείας ήταν η ανατροπή της κάλπης. Αν κάποιος έριχνε την κάλπη, τα σφαιρίδια μπερδεύονταν, κατ΄επέκταση μπερδεύονταν το ΝΑΙ και το ΟΧΙ.
Με αφετηρία τις δημοτικές και κοινοτικές εκλογές του 1914 και τις βουλευτικές του 1926, το έντυπο ψηφοδέλτιο με τον σταυρό προτίμησης καθιερώθηκε και χρησιμοποιείται ως σήμερα… μέχρι να εφαρμοστεί η ηλεκτρονική ψηφοφορία και η ιστορία της ψήφου να γραφτεί ξανά από την αρχή.