Η ελληνική φυλή κατά τα νεώτερα πορίσματα της Γλωσσολογίας είναι ένας από τους κλάδους του ίνδοευρωπαϊκού η ιαπετικού λαού που ζούσε ως την 5. χιλιετηρίδα π. X. αδιάσπαστος και ομόγλωσσος σε μια περιοχή της Β.Α. Ευρώπης — ίσως, κατά μια νεώτατη θεωρία, στη στέππη των Κιργισιών, ανάμεσα στην Κασπία και τα Ουράλια 1 —και ο οποίος μετά την 5. χιλιετηρίδα π. X. άρχισε να διασπάται τμηματικά και να απλώνεται προς όλες τις γεωγραφικές κατευθύνσεις, αφομοιώνοντας τους λαούς που κατακτούσε γύρω του.
Ετσι άλλα τμήματα των ίνδοευρωπαίων κατευθύνθηκαν πρός τα Ν. Α. και Ν. Δ. της ‘Ασίας και διαμόρφωσαν ως τις αρχές της 2. χιλιετηρίδας π. X. τους Χεττίτες της Μ. ‘Ασίας, τους ‘Αρίους, δηλ. τους ‘Ινδούς και τους Ίρανούς, τους Τοχάρους και τους Αρμενίους, και άλλα τμήματα κινήθηκαν προς τα δυτικά της κοιτίδας των ίνδοευρο)παίων και διαμόρφωσαν τους κυριώτερους ιστορικούς λαούς της Ευρώπης, δηλ. τους Ελληνες, ‘Ιταλούς, Θρακοϊλλυριούς, Κέλτες, Γερμανικούς η Τευτονικούς λαούς και τους Βαλτοσλάβους.
Οί υπόλοιποι λαοί της Ευρώπης, δηλ. οι Φινλανδοί, οι Ούγγροι, οιΠρωτοβούλγαροικαι οιΤούρκοι,ανήκουν όχι στην ίνδοευρωπαϊκή γλωσσική οικογένεια, αλλά στηνουραλοαλταϊκή, που αποτελεί το ιθαγενές εθνολογικό υπόστρωμα της Σιβηρίας, άπ’οπου και ήρθαν ως επιδρομείς πολύ αργότερα.
Οι Ελληνες, αφότου χώρισαν από τους άλλους ίνδοευρωπαίους μετά την 5. χιλιετηρίδα π. X., κινήθηκαν με βραδύτατο ρυθμό επί 3 περίπου χιλιετηρίδες επάνω στον ευρωπαϊκό χώρο που εκτείνεται από την Ινδοευρωπαϊκή κοιτίδα ως την Ελλάδα..
‘Ως τελευταίοι τόποι της διαμονής τους πριν κατεβούν στην Ελλάδα θεωρούνται οι πεδιάδες της Ουγγαρίας και της Σερβίας.
Απ’ εκεί, αφού πλήθυναν σημαντικά και απλωθήκαν εδαφικά, ώστε να αρχίσει κιόλας η πρωτοελληνική γλώσσα τους που μιλούσαν τότε να διασπάται σε διαλέκτους, ξεχύθηκε από την κοιλάδα του ‘Αξιού πρός τους μακεδονικούς κάμπους το πρώτο ελληνικό κύμα, οι ‘Ίωνες, περι το 2000 π. X.
Ή χώρα που εμελλε να δνομαστή Ελλάδα κατοικούνταν τότε από εναν άλλο, μή ινδοευρωπαϊκό, μεσογειακό λαό, συγγενή των Έτρούσκων της Ιταλικής χερσονήσου, τους οποίους βρήκαν όταν περί το 1500 π. X. κατέβηκαν εκεί οι επίσης ίνδοευρωπαιοι Ιταλοί.
Οί αρχαίοι Ελληνες μιλούν για τον προκάτοχό τους λαό με διάφορα τοπικά ονόματα. τους ονομάζουν Πελασγούς, Τυρρηνους, Κάρες, Λέλεγες.
Ή σημερινή επιστήμη τους ονομάζει συμβατικά Προέλληνες.
Οι Προέλληνες αντιπροσωπεύονται αρχαιολογικά στα μνημεία του κρητομινωικού η αιγαίου πολιτισμού.
Ήταν λαός με πρώιμο πολιτισμό, όπως συμβαίνει για τους περισσότερους λαούς που ζουν γύρω στη Μεσόγειο.
Ήταν θαλασσοπόροι, έμποροι και πειρατές.
Οί αρχηγοί τους ζούσαν σε παλάτια μεγαλοπρεπή, εφοδιασμένα με ανέσεις που κάνουν και σήμερα εντύπωση και με καλλιτεχνική διακόσμηση που μαρτυρεί αναπτυγμένη και λεπτή καλαισθησία.
Οι ‘Ίωνες απλώθηκαν τότε σε όλη την Ελλάδα, υποτάσσοντας και αφομοιώνοντας σιγά σιγά τους προελληνικούς κατοίκους της..
Πόσο αργά συντελέστηκε η ολοκληρωτική αφομοίωση των Προελλήνων από τους Έλληνες το δείχνει το γεγονός ότι ως τον 5. π. X. αιώνα σώζονταν υπολείμματα Προελλήνων στον ‘Άθωνα και στη Λήμνο, όπως φαίνεται από τις σχετικές μαρτυρίες του Θουκυδίδη 2 και τις προελληνικές επιγραφές.
Περίπου δυο αιώνες μετά την κάθοδο των Ιώνων, περί τον 17. αιώνα π. X., και πριν καλά καλά προχωρήση σημαντικά η γλωσσική αφομοίωση των Προελλήνων από τους ‘Ίωνες, νέο κύμα ελληνικό κατεβαίνει πάλι από τα βόρεια, με πιο φρέσκη αλκή, και κατακτά τον εθνολογικά και γλωσσικά άνάμεικτον ακόμα ελληνικό χώρο, και αυτοί είναι οι Αίολοαχαιοί.
Κι αυτοί, άλλου υποτάσσοντας τους ‘Ίωνες κι άλλου απωθώντας τους πρός τα ανατολικά ελληνικά παράλια, τα νησιά και την απέναντι τους Ιωνία, απλώνονται σε ολόκληρη την Ελλάδα, περνούν στα βόρεια παράλια της Μ. ‘Ασίας πρός το Αιγαίο, στην Κρήτη, και αργότερα άποικίζουν και την Κύπρο.
Αύτοι είναι οι δημιουργοί του πρώτου μεγάλου ελληνικού πολιτισμού, που επάνω στο κορύφωμα και το τέλος του καθρεφτίζεται λογοτεχνικά στα ομηρικά έπη και αρχαιολογικά στα ευρήματα των Μυκηνών, της Τίρυνθας, της Πύλου, του Όρχομενού, του Βαφείου κ. ά. τόπων.
Το τρίτο και τελευταίο ελληνικό κύμα κατεβαίνει σ την Ελλάδα τον 12. αιώνα π. X.
Είναι οι Δωριείς, που επιφέρουν το τέλος του αίολοαχαϊκου πολιτισμού και εγκαινιάζουν την αρχή μιας σκοτεινής περιόδου τεσσάρων αιώνων, η οποία φτάνει ως τον 8. αιώνα π. X., οπότε λήγει η προϊστορία και αρχίζει με την εμφάνιση επιγραφών η ιστορική περίοδος.
Και οι Δωριείς απλώνονται σε όλη τη μητροπολιτική Ελλάδα, την Κρήτη και τα νότια νησιά του Αιγαίου, αφήνοντας μόνο μερικά υπολείμματα εδάφους στους Αϊολοαχαιούς, δηλ. τη Θεσσαλία, τη Βοιωτία, την Αρκαδία και την Κύπρο, όπου οι Δωριείς δεν έφτασαν ποτέ, και στους Ίωνες τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου, την ‘Αττική, την Εύβοια και τα κεντρικά νησιά του Αιγαίου.
Μετά την κάθοδο των Ελλήνων στην Ελλάδα ένας άλλος ϊνδοευρωπαϊκός λαός, οι Θρακοϊλλυριοί, κλείνει τα βαλκανικά περάσματα πρός την Ελλάδα και κόβει την επαφή των Ελλήνων με τους άλλους λαούς της Κεντρικής Ευρώπης.
Δεν θα παρακολουθήσουμε τις κατοπινές κινήσεις των ελληνικών φυλών επάνω στην Ελλάδα και τις μεταναστευτικές τους κινήσεις πρός την Ανατολή και τη Δύση, γιατί όσα είπαμε σ΄αυτή τη συντομοτάτη και άδρομερή επισκόπηση της ελληνικής προϊστορίας δέ μας χρειάζονταν παρά ως προεισαγωγικά σιό κύριο θέμα μας, που είναι το εξής :
Ανάμεσα στα τρία διαδοχικά κύματα καθόδου της ελληνικής φυλής στη χώρα αυτή ποιοι είναι οι Μακεδόνες;
|
Βεργίνα |
Δυστυχώς η προϊστορία δεν μας δίνει κανένα στοιχείο που να μπορή να θεωρηθή ότι αφορά τον μακεδονικό λαό.
Πρέπει να κατεβούμε σχετικώς πολύ χαμηλά την κλίμακα της ‘Ιστορίας, στον 5. π. X. αιώνα, για ν΄άκούσουμε πρώτη φορά από τον πατέρα της ‘Ιστορίας, τον Ηρόδοτο 3, το άνομα των Μακεδόνων και μάλιστα ταυτιζόμενο από αυτόν με τη δωρική φυλή.
«Τό δωρικό γένος, λέει, περιπλανήθηκε πολύ στα χρόνια του βασιλιά Δευκαλίωνα κατοικούσε στη Φθιώτιδα, στα χρόνια του Δώρου, γιου του Έλληνα, κατοικούσε στη χώρα που είναι κάτω από την Οσσα και τον ‘Όλυμπο και που λέγεται ‘Ιστιαιώτιδα’ όταν το έδιωξαν από εκεί οι Καδμείοι, κατοικούσε σιήν Πίνδο και λεγόταν Μακεδνόν».
Ό ίδιος ιστορικός αναφέρει ότι στη ναυμαχία της Σαλαμίνας ελαβαν μέρος από την Πελοπόννησο οι Λακεδαιμόνιοι, οι Κορίνθιοι, οι Σικυώνιοι, οι Έπιδαύριοι, οι Τροιζήνιοι «πού ήταν δωρικό και μακεδνό έθνος, και είχαν κατεβή σ την Πελοπόννησο από τον Έρινεό και την Πίνδο και τη Δρυοπίδα» 4.
Δωριείς λοιπόν είναι κατά τον Ηρόδοτο οι Μακεδόνες, και μακεδονική φυλή οι Δωριείς.
Και προσθέτει ότι και οι ίδιοι οι Μακεδόνες θεωρούν τον εαυτό τους Έλληνες, και ο ίδιος είναι βέβαιος για την ελληνική τους εθνικότητα, και οι άλλοι Ελληνες το ίδιο φρονούν, όπως φαίνεται από την απόφαση που πήραν οι ελλανοδίκες των Ολυμπιακών αγώνων να επιτρέψουν στον Αλέξανδρον Α’ να αγωνιστή εκεί 5.
Από τις περικοπές αυτές, όπου για πρώτη φορά γίνεται λόγος για τους Μακεδόνες, φαίνεται ολοφάνερα ότι οι Έλληνες του 5. π. X. αιώνα θεωρούσαν τους Μακεδόνες τμήμα της ελληνικής δωρικής φυλής, που παλαιότερα κατοικούσε γύρω από την Πίνδο και που άπ΄ εκεί είχε άπλωθή και σε άλλες περιοχές, όχι μόνο πρός τα ανατολικά, δηλ. στη σημερινή
Μακεδονία, απωθώντας άλλες ελληνικές η ξένες φυλές με τον τρόπο που ο ίδιος ιστορικός περιγράφει αλλού, παρά και προς τα νότια, ως την Πελοπόννησο.
Άλλα όχι μόνο τμήμα των Δωριέων, δηλ. της καθαρώτερης από ξένες επιδράσεις ελληνικής φυλής, όπως δεχόμαστε σήμερα, θεωρούσαν τους Μακεδόνες οι σύγχρονοι με τον ‘Ηρόδοτο ‘Έλληνες, παρά και συναίσθηση της ελληνικής τους εθνικότητας και υπερηφάνεια γι΄ αυτή τους αναγνώριζαν, όπως φαίνεται από τα λόγια που βάζει στο στόμα του Αλεξάνδρου, του γιου του Άμύντα, πάλι ο ίδιος ιστορικός:
«Νά αναγγείλετε, λέει ο Αλέξανδρος στούς πρέσβεις των Περσών που φιλοξένησε, να αναγγείλετε στο βασιλιά σας ότι ένας ‘Έλληνας, βασιλιάς των Μακεδόνων, σάς υποδέχτηκε φιλικά» 6.
Ό ίδιος Αλέξανδρος κατά τον ίδιον ιστορικό λέγει στους Αθηναίους :
«Ω Αθηναίοι,., δέ θα μιλούσα, αν δεν ανησυχούσα πολύ για ολόκληρη την Ελλάδα. Γιατί και ο ίδιος είμαι ‘Έλληνας το γένος ανέκαθεν, και δέ θάθελα να δω την Ελλάδα από ελεύθερη να γίνη σκλάβα» 7.
Μέ τη λέξη «oλόκληρη» τί άλλο μπορούσε να εννοή, παρά ότι δέν του αρκεί να είναι ελεύθερη η μακεδονική Ελλάδα, και ότι θέλει να είναι και η άλλη Ελλάδα ελεύθερη.
Και όλοι γνωρίζετε ότι όταν ο παλαιός αδυσώπητος εχθρός της ελευθερίας του αρχαίου ελληνισμού, οι Πέρσες, κείτονταν νεκρός στα πόδια των Μακεδόνων, και το μακεδονικό γόητρο άγγιζε τα άστρα, ο ένσαρκωτής του πανελλήνιου εκείνου ονείρου Αλέξανδρος ο Μέγας, στέλνοντας μετά τη μάχη του Γρανικού ως ευχαριστήρια δώρα προς τους θεούς τις 300 περσικές πανοπλίες, δεν τις κατεύθυνε προς τους ναούς της γης των πατέρων του, σ την Πέλλα της Μακεδονίας, αλλά στον Παρθενώνα των Αθηνών, με την ιστορική εκείνη επιγραφή
«Αλέξανδρος Φιλίππου και οι Έλληνες πλην Λακεδαιμονίων, από των βαρβάρων των την Άσίαν κατοικούντων» 8.
Αλέξανδρος και οι ‘Έλληνες!
Και οι Μακεδόνες;
Πού είναι οι Μακεδόνες εταίροι, το άνθος της μακεδονικής αριστοκρατίας, που είναι οι φάλαγγες του μακεδονικού στρατού, η ηγεσία της ελληνικής στρατιάς, οι δημιουργοί της νίκης;
Ούτε τη στιγμή της μεγαλύτερης εθνικής έξαρσης δε θέλησε ο αρχηγός τους να τους θέση έξω από το όνομα εκείνο που ένιωθε να τους ενώνη με την εθνική τους ολότητα :
Αλέξανδρος Φιλίππου και οι ‘Έλληνες !
Άν ψάξετε στις ιστορίες των λαών της γής, δύσκολα θα βρήτε άλλο παράδειγμα βασιλικής οικογενείας πού, ενώ ο λαός της τη στέργει και την ακολουθεί πιστά, η ίδια θα επέμενε να διακηρύσση προκλητικώτατα, σώνει και καλά ότι είναι ξένη στόν τόπο της, και θα περιφρονούσε σε τέτοιο βαθμό την πίστη και τις θυσίες του λαού της, ώστε να μήν τον άναφέρη καν τη στιγμή του θριάμβου.
|
Αλέξανδρος ο Μέγας |
Η ελληνική συνείδηση και η υπερηφάνεια για την αδιάσπαστη συνοχή τους με τον νοτιώτερο ελληνισμό κράτησε τους Μακεδόνες τόσο προσηλωμένους στα ιστορικά του πεπρωμένα, ώστε οι βασιλείς τους, όταν είδαν ότι η αττική διάλεκτος των Αθηνών καλλιεργήθηκε τόσο πολύ και ύψώθηκε σε φορέα του ανώτερου τότε πνευματικού πολιτισμού και σε μορφωτικό μέσο ασύγκριτο, δεν εδίστασαν να καθιερώσουν την αττική διάλεκτο ως επίσημη γλώσσα του κράτους και της παιδείας των, και αργότερα, όταν κατέλυσαν το κράτος των Περσών, αυτήν να επιβάλουν ως επίσημη γλώσσα της δημόσιας ζωής στα κράτη των ελληνιστικών χρόνων.
Αυτός ο παντοτινός προσανατολισμός των Μακεδόνων στα ελληνικά πεπρωμένα και η παντοτινή αντίθεση και σύγκρουσή τους πρός τους Θρακοϊλλυριούς ανάγκαζε όλους τους μεγάλους ιστορικούς με επί κεφαλής τον Beloch και τον Kaerst να μήν μπορούν να κατανοήσουν τίποτε από τη μακεδονική ιστορία χωρίς την προϋπόθεση της ελληνικής εθνικότητας των Μακεδόνων.
Όμως, όσο κι αν οι μαρτυρίες του ‘Ηροδότου είναι απαύγασμα της γνώμης των συγχρόνων του Ελλήνων για την εθνικότητα των Μακεδόνων και όχι δική του επινόηση, η ιστορική και γλωσσική επιστήμη δε θέλησε να άρκεστή σ΄ αυτές.
Καλά, είπαν, μπορεί οι βασιλείς τους να ήταν Ελληνες, αλλά ο λαός να μην ήταν ανέκαθεν ελληνόφωνος, παρά να εξελληνίστηκε από αυτούς αργότερα.
Η ύποψία αυτή θα μπορούσε να κλονιστή με την παρατήρηση :
1) ‘Ότι για την εποχή εκείνη δύσκολα μπορεί να γίνη πιστευτό πώς ένας ελληνικός βασιλικός οίκος ήταν σε θέση να κατακτήση και να κυρίαρχη επάνω σ’ ένα ξένο και αλλόγλωσσο έθνος, περιστοιχιζόμενος από μιά ντόπια ξενόγλωσση στρατιωτική αριστοκρατία, που ποτέ δεν επιθύμησε να παραμερίση τον ξένο κυρίαρχο.
Το να παραδεχτούμε ένα τέτοιο πράγμα και είναι απλοϊκό, αλλά και θα μας ανάγκαζε να δεχτούμε ένα γεγονός, που δύσκολα θα μπορούσε κανείς να παρουσιάση και σ’ άλλη χώρα ένα ανάλογο του.
2) ‘Ότι και αν ακόμα παραδεχτούμε το απίθανο αυτό γεγονός, εκείνο που θα έπρεπε να συμβή, ως μοιραίο επακόλουθο, θα ήταν να άφομοιωθή γλωσσικά ο ελληνικός βασιλικός οίκος από τους υπηκόους του, και ποτέ το αντίστροφο.
Γιατί πάντοτε στην ιστορία των λαών ο ντόπιος λαός αφομοιώνει γλωσσικά τους ξένους κυριάρχους του, ακόμα και όταν αυτοί απαρτίζουν ολόκληρη φυλή, άρκει να είναι πιο ολιγάριθμοι από αυτόν.
‘Έτσι έγινε λ. χ., για να περιοριστώ σε λίγα παραδείγματα, με τους σκανδιναβικής καταγωγής Ρώσ(ους), που εκσλαβίστηκαν από τους Σλάβους υπηκόους των, με τους γερμανικής καταγωγής Φράγκους (Frangais), που όταν κυρίεψαν τη λατινόφωνη Γαλατία εκγαλλίστηκαν με τους μογγολικής καταγωγής Πρωτοβουλγάρους, που εκσλαβίστηκαν, από τους βορείως του Αίμου Σλάβους υπηκόους των, με τους γερμανόφωνους Νορμανδούς, που εκγαλλίστηκαν, όταν κατάκτησαν τη Β. Γαλλία, και εξαγγλίστηκαν κατόπιν, όταν υπόταξαν την ‘Αγγλία, καί—γιατί πάμε μακρυά;—μέ τους Ρωμαίους αύτοκράτορες του Βυζαντίου μαζι με όλη τη ρωμαϊκή αριστοκρατία που τους περιστοίχιζε, οι οποίοι εξελληνίστηκαν πολύ γλήγορα από τον συμπαγή ελληνισμό του ανατολικού ρωμαϊκού κράτους.
3) ‘Ότι και αν οι Μακεδόνες βασιλείς επέβαλλαν στούς υπηκόους των την Ελληνική ως γλώσσα ξένη, θα ήταν αδύνατο να τη μάθη ο λαός τόσο γρήγορα, και να μή διατηρήση παράλληλα με αυτή και τη δική του γλώσσα, όπως ξέρουμε σήμερα ότι συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις 10, ώστε να διαφυγή την προσοχή του Ρωμαίου ιστορικού Τίτου Λιβίου, που αναφέρει ότι τον 3. αιώνα π. X. οι Μακεδόνες ήταν ομόγλωσσοι με τους (‘Έλληνες) Αιτωλούς και “Ακαρνάνες 11.
Οί παρατηρήσεις αυτές κλονίζουν πολύ την υποψία ότι οι ‘Έλληνες βασιλείς της
Μακεδονίας θα μπορούσαν να εξελληνίσουν ένα ξενόφωνο λαό σε τόσο πρώιμη εποχή, που ούτε σχολεία, ούτε τύπος, ούτε εκκλησία υπήρχαν.
Εκείνο όμως που θα είχε τη δύναμη να διαλύση οριστικά την υποψία αυτή και που είναι τι άλλο παρά ένα κείμενο γραμμένο στην αρχαία μακεδονική διάλεκτο, εκείνη δηλ. που μιλούσαν οι Μακεδόνες πριν από τον δήθεν εξελληνισμό τους, αυτό δυστυχώς δέν υπάρχει.
‘Όλες οι αρχαίες επιγραφές που έρχονται στο φως με την αρχαιολογική σκαπάνη από τα σπλάγχνα της μακεδονικής γης ανήκουν στην εποχή που οι Μακεδόνες βασιλείς είχαν πιά επισημοποιήσει την αττική διάλεκτο στο κράτος τους..
Επιγραφή έστω και με μια μόνο φράση, γραμμένη πριν από τον 5. αιώνα π. X., σε εποχή δηλ. παλαιότερη από την περίοδο του υποτιθέμενου έξελληνισμού του μακεδονικού λαού, δεν έγινε δυστυχώς δυνατό να βρεθή πουθενά ως τώρα.
Πώς πρέπει να εξηγηθή αυτό;
‘Ότι δέν έγραφαν οι Μακεδόνες τόν 6. αιώνα π. X. είναι εντελώς απίθανο, γιατί η γραφή η ελληνική ήταν ήδη τότε γνωστή και σε λαούς βορειότερους από τους Μακεδόνες.
Ή λοιπόν οι παλαιές μακεδονικές επιγραφές ήταν όλες χαραγμένες σε ύλη φθαρτή και διαλύθηκαν στο πέρασμα των αιώνων, η πρέπει να διατηρήσουμε την ελπίδα ότι κάπου καρτερούν κι αυτές ακόμα την άξίνα του αρχαιολόγου η το αλέτρι του γεωργού, για να τις άνασύρη στο φώς.
‘Ώσπου να έρθη όμως αν θάρθη—ή ποθητή αυτή στιγμή, που θα θέση τελεία και παύλα στη μακροχρόνια συζήτηση γύρω από το επίμαχο τούτο εθνολογικό και γλωσσολογικό πρόβλημα, η επιστημονική έρευνα δεν έμεινε με σταυρωμένα χέρια.
Μη έχοντας στα χέρια της ένα μακεδονικό κείμενο, έστρεψε την προσοχή της σε γλωσσικό υλικό που έχει μικρότερη αποδεικτική δύναμη, αλλά δεν παύει να είναι πολύτιμο και σπουδαιότατο για τη διαφώτιση του ζητήματος.
Και το υλικό αυτό είναι διάφορες λέξεις που παραδίνονται σε κείμενα της αλεξανδρινής καί ρωμαϊκής περιόδου ως διαλεκτικές μακεδονικές.
Οί λέξεις αυτές βρίσκονται άλλες στις επιστολές του Μ. Αλεξάνδρου και στον Αθηναίο, άλλες προέρχονται από μια συλλογή που είχε κάνει ήδη τον 3. αιώνα π. X. ο Μακεδόνας γραμματικός Αμερίας, και οι περισσότερες, περίπου 140, έχουν άποθησαυριστή από τον αλεξανδρινό λεξικογράφο του 5. μ. X. αιώνα, τον Ησύχιο.
Ό Ησύχιος, όπως πολλοί ξέρετε, φιλοτιμήθηκε μέσα στο πελώριο λεξικό του της αρχαίας Ελληνικής να περιλάβη και λέξεις που εύρισκε να άναφέρωνται σε παλαιότερα κείμενα ως αρχαίες μακεδονικές, ή που τις βρήκε στη συλλογή του ‘Αμερία.
Δεν το έκαμε άλλωστε μόνο για τη Μακεδονική, αλλά και για λέξεις άλλων ελληνικών διαλέκτων η ξένων γλωσσών.
Γράφει λ. χ.
άγόρ* αετός Κύπριοι,
άγχίξαι* έγγίσαι Κρήτες.
άδνόν* άγνόν Κρήτες.
άζένα* πώγωνα Φρύγες
αϊκουδα*
άδδαυον* ξηρόν Λάκωνες.
άβαγνα* ρόδα Μακεδόνες.
άβαρύ* ορίγανον Μακεδόνες.
άβρούρες* οφρύς Μακεδόνες.
άγκαλίς* άχθος και δρέπανον Μακεδόνες.
άδή* ουρανός Μακεδόνες.
άδραιά’ αιθρία Μακεδόνες.
ακραία* παις θήλεια Μακεδόνες.
βαθάλη’ κρήνη Άμερίας.
δάρυλλος* η δρυς υπό Μακεδόνων.
δοόραξ* σπλήν υπό Μακεδόνων.
ΐλαξ* η πρίνος ως Ρωμαίοι και Μακεδόνες.
καλλαρυγαί* τάφροι ‘Αμερίας.
καλιθος* οίνος “Αμερίας.
σαυάδαι* Άμερίας τους σειλείνους ουτω καλεισθαι φησίν υπό Μακεδόνων.
γητικά* παρά ‘Αλεξάνδρω έπιστολαΐς ποτήρια ούτω καλούμενα.
σκοΐδος’ αρχή τις παρά Μακεδόσι, τεταγμένη επί των δικαστηρίων* η λέξις
κεΐται εν ταις επιστολαις Αλεξάνδρου..
Το μακεδονικό τούτο γλωσσικό υλικό του ‘Ησυχίου, που δεν είναι περισσότερο από 140 λέξεις, μαζί με 200 περίπου κύρια ονόματα Μακεδόνων βασιλέων, εύγενών και αξιωματικών της εκστρατείας του Μ. ‘Αλεξάνδρου, που αναφέρονται από τους ιστορικούς, το υπέβαλαν οι γλωσσολόγοι σε εξονυχιστική ανάλυση, για να δουν αν σχετίζεται περισσότερο με το λεξιλόγιό και γενικά με τις φωνητικές και μορφολογικές ιδιορρυθμίες της ελληνικής γλώσσας, οπότε θα άποτελούσε μια σοβαρή ενδειξη ότι η αρχαία Μακεδονίκη ήταν διάλεκτος ελληνική, η μήπως παρουσιάζει μεγαλύτερη συγγένεια με άλλες γειτονικές ξένες γλώσσες και κυρίως με τη Θρακοϊλλυρική, οπότε πάλι θα στήριζε κι αυτό με τη δική του δύναμη την υποψία ότι ο αρχαίος μακεδονικός λαός ήταν θρακοϊλλυρικός πριν τον εξελληνίσουν οι βασιλείς του.
Καί εδώ πρέπει αμέσως να όμολογηθή ότι η γλωσσική επιστήμη μπροστά στο πρόβλημα αυτό δέ βρήκε με μιας το σωστό δρόμο.
Ό κορυφαίος Γάλλος γλωσσολόγος A. Meillet θεώρησε φρονιμώτερο, όσες φορές έγραψε σχετικά, να εκφράση την αγνοιά του, ως πρός την εθνικότητα των Μακεδόνων, χωρίς να άποκλείση το ενδεχόμενο της ελληνικής καταγωγής των Μακεδόνων 12.
Άλλοι όμως εκπρόσωποι της επιστήμης όχι τυχαίοι, με επικεφαλής πρώτα τον ίστορικόν Ο. Muller 13 και έπειτα έναν κορυφαίο γλωσσολόγο της Αυστρίας, τον P. Kretschmer, παραβλέποντας την αναμφισβήτητη αλήθεια ότι η γλώσσα κάθε λαού, που δε ζή απομονωμένος σε νησίδα του ωκεανού, αλλά είναι αναγκασμένος να διεκδικεί μέρα και νύχτα το στέκι του επάνω σ’ένα σταυροδρόμι των εθνών σαν τη Βαλκανική χερσόνησο, και σφίγγεται ολόγυρα από αλλόγλωσσους λαούς, δεν μπορεί, παρ΄ όλη του τη γλωσσική και εθνολογική αυτοτέλεια, παρά να δεχθή ένα μικρό η μεγάλο αριθμό ξένων γλωσσικών στοιχείων, παραβλέποντας λοιπόν τη βασική αυτή αλήθεια, δέ θέλησαν να κρίνουν το γλωσσικό χαρακτήρα των αρχαίων Μακεδόνων από τα πάμπολλα ελληνικά γνωρίσματα που παρουσιάζουν τα γλωσσικά κατάλοιπα, τα όποια, όπως είπαμε, έθεσαν μπροστά τους, παρά προτίμησαν να τον καθορίσουν από τα τάχιστα ξενίζοντα, ανελλήνιστα γνωρίσματα που ανακάλυψαν.
Δεν είπε βέβαια ο Kretschmer ποτέ ότι οι Μακεδόνες ήταν Ιλλυριοί η Θράκες, αλλά ότι ήταν συγγενείς των Ελλήνων, χωρίς να είναι ‘Έλληνες, αφού η γλώσσα τους έχει και ανελλήνιστα γνωρίσματα 14.
Μέ τη γνώμη αυτή τάχτηκε και ο P. Wendland 15 και ο πολύς Wilamowitz που ονόμαζε τους Μακεδόνες «εξαδέλφους των Ελλήνων» 16.
Ποια είναι τα ανελλήνιστα αυτά γνωρίσματα της αρχαίας Μακεδονικής;
Ιδού αυτά : Ένώ σε όλες τις άλλες διαλέκτους της αρχαίας Ελληνικής, δηλ. τη δωρική, αίολοαχαϊκή και ϊωνοαττική, τα ίνδοευρωπαϊκά σύμφωνα που λέγονται μέσα δασέα bh, dh, gh άντιπροσωπεύονται ως φ, θ, χ, στη Μακεδονική, όπως την παρουσιάζει το λεξιλογικό υλικό που, καθώς είπαμε, μας διέσωσε ο Ήσύχιος, αντιπροσωπεύονται ως β, γ, δ :
1) β αντί φ: Βάλακρος αντί φαλακρός, Βερενίκα αντί Φερενίκη, Βερεκράτης αντί Φερεκράτης, κεβαλά αντί κεφαλή, Βέρροια αντί Φεραί, άβρουFες αντί οφρύες, νίβα αντί νίφα (=χιόνι),
2) δ αντί θ: αδή αντί αιθήρ, άδραία αντί αΐθρία, δάνος αντί θάνατος, δώραξ αντί θώραξ, δεσμός αντί θεσμός, καδαρός αντί καθαρός, Δάρρων αντί Θάρσων κ.τ.λ.,
3) γ αντί χ: άγερδα αντί αχερδος, Μάγας αντί Μάγιας, Γαιτέας αντί Xαιτέας, Κόρραγος αντί Κόρσαχος κ.τ.λ. 17
Μόνον η Μακεδονική, είπαν διαφέρει ως πρός τα σύμφωνα αυτά από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους, άρα δεν ήταν ελληνική.
Μα αφού οι περισσότερες λέξεις της, όπως τις διασώζει ο Ήσύχιος, είναι όμοιες με των άλλων ελληνικών διαλέκτων, και τα κύρια ονόματα των Μακεδόνων όπως τα παραδίδουν οι ιστορικοί, είναι ελληνικά ;
Αυτά, απάντησαν, είναι δάνεια από την ελληνική γλώσσα.
|
Γέννηση Μεγάλου Αλεξάνδρου |
Τι ήταν λοιπόν η αρχαία Μακεδονική ;
Τί άλλο, είπαν, μπορούσε να είναι, άν δέν ήταν ελληνική, παρά η αυτοτελής ίνδοευρωπαϊκή γλώσσα η διάλεκτος της θρακοϊλλυρικής γλώσσας, που εκάλυπτε τότε ολόκληρη τη βόρεια Βαλκανική χερσόνησο και συνόρευε με την ελληνική.
Τότε θυμήθηκαν και τις δυσκολίες που παρουσίασαν οι ελλανοδίκες της ‘
Ολυμπίας στον ‘Αλέξανδρο Α όταν πήγε να λάβη μέρος στους αγώνες, χωρίς να καλοσκεφτούν ότι αν δέν ήταν ‘Έλληνας, ούτε ο ίδιος θα εξέθετε το βασιλικό του γόητρο να παρουσιαστή σ την Όλυμπία—γιατί άραγε δεν πήγε και άλλος βάρβαρος ηγεμόνας ;— ούτε οι ελλανοδίκες θα πείθονταν τόσο εύκολα ότι ο ‘Αλέξανδρος Α ήταν “Έλληνας.
Τότε επίσης θυμήθηκαν και τον μεγάλο ρήτορα της μικροπολιτικής, τόν Δημοσθένη, πού, μή εννοώντας τίποτε από τα σημεία των καιρών, κατηγορούσε στους Φιλιππικούς του τόνο πατέρα του Μ. ‘Αλεξάνδρου ως βάρβαρο, όσο κι αν το βάρβαρος δέν εσήμαινε πια τότε τόν αλλόγλωσσο 18, καθώς και το ότι ο Μ. ‘Αλέξανδρος κάποτε που εχασε την ψυχραιμία του «άνεβόα μακεδονιστι καλών τους ύπασπιστάς», ως αν το να μιλήση κανείς επάνω στο θυμό του στο τοπικό του ιδίωμα, όπως στον κάθε άνθρωπο πάντοτε μπορει να συμβή, είναι ταυτόσημο με το να μιλήση σε γλώσσα μη ελληνική 19.
Τόσο τα επιχειρήματα όσο και τα πορίσματα αυτά έμελλαν αργότερα να φυλλοροήσουν και να πέσουν ένα ένα, σαν φύλλα ξερά μπροστά στον άνεμο της επιστήμης.
Στάθηκαν όμως με επιμονή τόσον καιρό, όσος χρειάζονταν για να ένσκήψη στην ως τώρα καλόπιστη επιστημονική συζήτηση η πολιτική σκοπιμότητα των εχθρών της αιωνιότητας του ελληνισμού επάνω στη
Μακεδονία.
Και τότε πιά που με επί κεφαλής τόν G. Kazarow 20 μπήκαν στη συζήτηση και οι Βούλγαροι σοφοί, «πού φύγωμεν άμαρτωλοί από προσώπου Κυρίου !»
Δέν υπήρξε κουφότερο επιχείρημα που να μήν το παρουσίασαν, δέ στάθηκε ποτέ εμπαθέστερη κακοποίηση της αλήθειας που να μήν την ετόλμησαν, υποστηρίζοντας ότι οι Μακεδόνες δέν ήταν τίποτε άλλο από Θρακοϊλλυριοί.
Γιά να κερδίσουν τί ; θα διερωτηθή κανείς.
Καλά, και αν δεχτούμε για μιά στιγμή ότι οι Μακεδόνες μόνο από τόν 5. αίώνα π. X. εξελληνίστηκαν, και μόνον από τότε αισθάνονται τόν εαυτό τους ως “Ελληνες, λίγο είναι να παραμένη μιά χώρα επί δυόμισυ χιλιάδες χρόνια ως σήμερα ελληνόφωνη και με συνείδηση ελληνική, ώστε να βαρύνη περισσότερο σ την πλάστιγγα τών εθνικών διεκδικήσεων η παρουσία Σλάβων σε μερικές περιοχές της και μάλιστα όχι παλαιότερα από τα τελευταία βυζαντινά χρόνια και την Τουρκοκρατία;
Όχι, δέν πρόκειται μόνο γι αυτό.
Ή στρατηγική των Βουλγάρων είναι μακράς πνοής και κυκλωτική.
Ιδού πώς σκέπτονται:
Αν άποδειχτή ότι οι Μακεδόνες πριν εξελληνιστούν ήταν Θρακοϊλλυριοί, εφόσον οι Σλάβοι είναι εκείνοι που αφομοίωσαν γλωσσικά το μεγαλύτερο μέρος των Θρακοϊλλυριών στον μεσαίωνα, και αυτοί πιά είναι σήμερα οι φορείς του θρακοϊλλυρικού αίματος στη Βαλκανική, οι Μακεδόνες, έστω και εξελληνισμένοι από δυόμισυ χιλιάδες χρόνια, είναι τμήμα της θρακοϊλλυρικής εθνότητας, που οι Σλάβοι δέν πρόλαβαν, μά που υπάρχει πάντα καιρός να το εκσλαβίσουν.
‘Άρα, όπως δική τους είναι η ιστορία των βορειότεροι Θρακοϊλλυριών της Μοισίας, δική τους είναι και η ιστορία των Θρακοϊλλυριών της
Μακεδονίας, που κατά λάθος, ας πούμε, βιάστηκαν να εξελληνιστούν τόσο νωρίς.
Βασιλείς των Θρακοϊλλυριών, άρα και των Βουλγάρων, οι Άλέξανδροι και οι Φίλιπποι, και επιδρομείς στα εδάφη των προγόνων τους οι Έλληνες, και σφετεριστές της δόξας τους οι ιστορικοί μας!
Με τον τρόπον αυτόν, όχι μόνο άφαιρούνται τόμοι ολόκληροι της μετακλασσικής ιστορίας μας, με αθάνατα μέσα στην παγκόσμια ιστορία τρόπαια, αλλά και θεσπίζεται ότι οι Βούλγαροι στην ελληνική
Μακεδονία είναι, ως πρός το αίμα Θρακοϊλλυριοί ανάμεσα σε εθνικά άποπλανημένους Θρακοϊλλυριούς, και ο ελληνισμός της χώρας αυτής μιά — μακροχρόνια έστω — παρένθεση μέσα στη θρακοϊλλυρική αιωνιότητα.
Και, επειδή μερικοί από τους ακροατές θα έκπλαγούν πώς μπορεί ποτέ να άποτολμηθή από επιστήμονες τέτοια πλαστογράφηση της ιστορίας, θα κάμω κι εγώ μιά παρένθεση :
Αυτή τη στιγμή που σάς μιλώ μαίνεται με ορμητήριο τη Βουλγαρία μια νέα αβυσσαλέα θύελλα, που ζητά οχι πια να άποσπάση μόνο τον μακεδονικό μας κλώνο, αλλά και να ξερριζώση σύγκορμο το αιωνόβιο δέντρο της ιστορίας μας, η βουλγαρική θεωρία ότι όχι μόνον οι Μακεδόνες, αλλά και όλες οι παλαιότερες στα εδάφη μας ελληνικές φυλές, δηλ. οι Ίωνες και οι Αιολοαχαιοί, ήταν Θρακοϊλλυριοί. και ο λαός που κατοικούσε στην Ελλάδα πριν κατεβούν οι ‘Ίωνες και οι ‘Αχαιοί κι αυτός ήταν θρακοϊλλυρικός.
Ελληνες ήταν μόνο οι Δωριείς, που ήρθαν 800 περίπου χρόνια αργότερα από τους Ιωνες, μόλις τον 12. π. X. αίώνα.
Ήρωας της εκστρατείας αυτής είναι ο καθηγητής της Γλωσσολογίας στο Πανεπιστήμιο της Σόφιας Vladimir Georgiev 21.
Ή συσταλτική λαβίδα, βλέπετε, σφίγγεται τώρα πολύ περισσότερο στα δυο άκρα της ελληνικής ιστορίας.
Όχι μόνο προκάτοχοι των ‘Ελλήνων στη χώρα αυτή γίνονται οι Θρακοϊλλυριοί, παρά και άλλοι 8 αιώνες ελληνικής ιστορίας μεταθέτονται στη θρακοϊλλυρική, και η ελληνική παρένθεση στο γεωγραφικό μας χώρο γίνεται ακόμα πιο μικρότερη.
Αλλά ας γυρίσουμε στη γλωσσά των αρχαίων Μακεδόνων.
‘Όπως είπαμε, αν η αρχαία Μακεδονική δέν ήταν ελληνική διάλεκτος, θα έπρεπε να είναι θρακοϊλλυρική, γιατί η μόνη γλώσσα με την όποια συνόρευε η ελληνική γλώσσα έπάνω στη Βαλκανική ήταν η Θρακοϊλλυρική.
Ή Θρακοϊλλυρική ήταν στην αρχαιότητα μιά ενιαία ακόμα ινδοευρωπαϊκή γλώσσα, αδελφή της Ελληνικής, και απλώνονταν σε ολόκληρη τη βόρεια Βαλκανική, στη Θράκη και “Ιλλυρία, δηλ. στη σημερινή Βουλγαρία, Σερβία, “Αλβανία και Δαλματία, με ιδιωματικές κατά τόπους διαφορές.
Για το ότι όμως η αρχαία Μακεδονική δεν ήταν δυνατό να είναι θρακοϊλλυρική, υπήρχε ήδη μια ιστορική μαρτυρία του Πολυβίου 28, 8, 9, ο όποιος διηγείται ότι ο βασιλιάς της
Μακεδονίας Περσεύς, πολεμώντας κατά των Ρωμαίων, έστειλε στο βασιλιά της “Ιλλυρίας Γένθιο ως πρέσβεις για τη σύναψη συμμαχίας
«τόν Αδαιον και συν τούτω τόν Γλαυκίαν, ένα των σωματοφυλάκων, και τρίτον τον Ιλλυριόν (Πλεύρατον) διά το την διάλεκτον εϊδέναι την I λ λ υ ρ ί δ α ».
Έπρόσθεσε δηλ. στους Μακεδόνες πρέσβεις του και εναν “λλυριό, γιατί αυτός ήξερε την ιλλυρική γλώσσα, φυσικά για να κάνη τόν διερμηνέα στις συζητήσεις των Μακεδόνων πρέσβεων με τους Ιλλυριούς, πράγμα που θα ήταν όλότελα περιττό, αν η μακεδονική γλώσσα ήταν θρακοϊλλυρική, οπότε οι πρέσβεις του Περσέα θα ήταν ασφαλώς σε θέση να συνεννοηθούν μόνοι τους με τόν Γένθιο.
Τό επιχείρημα όμως εκείνο που ανατίναξε στον αέρα τη γνώμη ότι η Μακεδονική ήταν θρακοϊλλυρική το έδωσε η γλωσσολογία δια του δικού μας κορυφαίου γλωσσολόγου, του Γ. Ν. Χατζιδάκη.
Όσοι έχουν κάποια οικείωση με τη γλωσσική επιστήμη γνωρίζουν ότι οι ινδοευρωπαϊκές γλώσσες κατάγονται από μια κοινή μητέρα γλώσσα, διαφοροποιήθηκαν όμως με το γεωγραφικό άπλωμα των ίνδοευρωπαϊκών λαών σε ομάδες, ανάλογα με ορισμένες βασικές φωνητικές αλλοιώσεις που παρουσιάστηκαν στο πέρασμα των χιλιετηρίδων σε ορισμένες από τις γλώσσες αυτές. Ή Ινδική, Περσική, Αρμένική, Βαλτοσλαβική και Θρακοϊλλυρική ετρεψαν τα ούρανικά σύμφωνα k, g, της μητέρας γλώσσας σε συριστικά, δηλ. το l: σε s, το g σε z, ενώ όλες οι άλλες αδελφές γλώσσες, όπως η Ελληνική, Λατινική, Γερμανική, Κελτική κ. α. τα διατήρησαν όπως ήταν.
Έτσι στο ελληνικό εκατόν και στο λατινικό centum αντιστοιχεί το ινδικό salam, στο ελλην. κλυτας το ινδικό srutcis, στο ελλην. καρδία τύ άρμενικό sirl, στο ελλην. κλέος το σλαβικό slovo, στο ελλην. γι-γνώ-οκω τύ σλαβικό znati, στύ ελλην. γυνη το σλαβικο zona, στύ ελλην. χειμών τύ σλαβικύ zima.
Γιά να συνεννωούνται οι γλωσσολόγοι, ονόμασαν την ομάδα των γλωσσών που έχουν τα συριστικά με τον δικό της τύπο του εκατόν : γλώσσες sate in, και την ομάδα των γλωσσών που έχουν τα ούρανικά, με τον λατινικό τύπο του εκατόν: γλώσσες centum.
Ή Ελληνική είναι γλώσσσα centum, η Θρακοϊλλυρική είναι γλώσσα satem.
Επομένως, αν η αρχαία Μακεδονική ήταν θρακοϊλλυρική, θα έπρεπε σε οποίες λέξεις η ελληνική παρουσιάζει ούρανικά σύμφωνα, να παρουσιάζη η Μακεδονική συριστικά.
Αυτό όμως δέν συμβαίνει ποτέ.
Ή Μακεδονική και σ’ αυτό το βασικώτατο φωνητικό γνώρισμα συμφωνεί πάντοτε με την Ελληνική και όχι με τη Θρακοϊλλυρική.
Τό φαινόμενο αυτό το παρατήρησε, όπως είπα, ο μακαρίτης Γ. Χατζιδάκης 22, και του χρωστούμε και γι΄ αυτό ιδιαίτερη τιμή και ευγνωμοσύνη.
Δένω είναι όμως μόνον η διαφορετική εξέλιξη των ουρανικών συμφώνων που χωρίζει την αρχαία Μακεδονική από τη Θρακοϊλλυρική και τη συνάπτει με την Ελληνική..
Σε όλες τις αλλοιώσεις με τις οποίες η Ελληνική διαφοροποιήθηκε από τις άλλες αδελφές γλώσσες σε γλώσσα αυτοτελή και που σχηματίζουν τη φυσιογνωμία της, η αρχαία Μακεδονική συμπίπτει απολύτους με την Ελληνική και ερχεται σε αντίθεση προς τη Θρακοϊλλυρική.
Ή σπουδαιότητα του ζητήματος επιβάλλει νομίζω να τις απαριθμήσω τουλάχιστο τις αλλοιώσεις αυτές, έστω και αν θα κουράσω λίγο το ακροατήριό μου, που δεν απαρτίζεται από γλωσσολόγους.
1) Μόνο η Ελληνική επάνω σ την Ευρώπη έτρεψε το ινδοευρωπαϊκό s πριν από φωνήεν σε h, δηλ. σε δασεία, π. χ. sex) εξ, serpo) έρπω κ.τ.λ. Τό ίδιο και η Μακεδονική, π. χ. Αδαϊος, Άδιμος, ‘ Αλιάκμων, ‘Άρπαλος, ‘Ερκίτας, ‘Ημαύία. Αν η Μακεδονική ήταν θρακοϊλλυρική, τα ονόματα αυτά θα έπρεπε να αρχίζουν από ο.
2) Μόνο η Ελληνική απέβαλε το ινδοευρωπαϊκό ν, δηλ. το δίγαμμα (F), π. χ. Fέργον} εργον, Fεσπέρα) εσπέρα, Fεσθής) εσθής. Τό ίδιο και η Μακεδονική, π. χ. άFορtη)) αορτή, Fάρνισσα’) Αρνισσα, ΛaF- άγος) Λαγoς., Άνθεμό-Fενς ) Άνθεμούς, ΠιFερία) Πιερία.
3) Μόνο η Ελληνική επάνω στη Βαλκανική άπέβαλε το ινδοευρωπαϊκό j, μεταξύ φωνηέντων, π. χ. τρέjες) τρέες) τρεις, φν-jω) φύω κ.τ.λ. Τό ΐδιο και η Μακεδονική, όπως μαρτυρούν οι λέξεις βαδελεγεΐ, βρενδίεται κ. α.
4) Μόνο σ την Ελληνική αφομοιώθηκε το j από προηγούμενο σύμφωνο, π. χ. αλjoς) άλλος, βάλjω) βάλλω. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. Πέλλα, σάρωσα, Τύρισσα.
5) Μόνο σ την ‘Ελληνική το σύμπλεγμα ?-f-j ετράπηκε σε διπλό σ, π. χ. πότ]ος} πόσσος) πόσος. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. λιτ]6ς} λισσός, ‘Έδετ ja) ‘Έδεσσα.
6) Μόνο σ την Ελληνική, και μάλιστα σ την αττική διάλεκτο, το σύμπλεγμα ρο τρέπεται σε ρρ, π. χ. αρσεν) αρρεν, χέρσος) χέρρος. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. Αρραβαΐος, Δάρρων, Κορραΐος, Κορράτας.
7) Μόνο στην ‘Ελληνική, και μάλιστα σ την αιολική διάλεκτο, το συμφωνικό σύμπλεγμα σν τρέπεται σε νν, π. χ. σελάσνα) σελάννα. Τό ϊδιο και στη Μακεδονική, π. χ. Κόραννος, Κρατέννας.
8) Μόνο σ την Ελληνική το λαρυγγοχειλικό kv τρέπεται σε π η τ, ανάλογα με τον φθόγγο που ακολουθεί, π. χ. quis) τις και ποιος, τίνω και ποινή, πέντε και πέμπ-τος. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. αϊγί-ποψ (=άετός αίγοφάγος), Βίλιππος, Ευρώπα, Κοπριά, Πέτρα, Πρεπέλαος, Πύδνα, Τιμανορίδας.
9) Μόνο σ την Ελληνική τρέπεται το φωνηεντικό r της ‘Ινδοευρωπαϊοκής σε αρ η ρα, π. χ. καρδία και κραδίη, κρατερος και καρτεράς. Τό ϊδιο και στη Μακεδονική, π. χ. Άρσέας, Δάρρων, δάρυλλος, καρπαία, Κρατερός.
10) Μόνο σ την Ελληνική επάνω σ την Ευρώπη τα φωνηεντικά έρρινα m και n τρέπονται σε α, π.χ• λατιν. densus δαούς, λατιν. centum έκατον, λατιν. pedem πόδα, λατιν. in mortalis άμβροτος. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. άρκος (=άεργος), Άβρέας, άβαρν (=όρίγανον).
11) Μόνο η Έλληνική αποσιώπησε όλα τα τελικά σύμφωνα έκτος από το ν, ρ και ς, ώστε ελληνική λέξη μόνο σε ένα από τα τρία αυτά σύμφωνα μπορεί να τελειώνη.
Τό ίδιο και η Μακεδονική.
Δέν είναι δυνατόν να θεωρηθή σύμπτωση ότι ανάμεσα σε τόσες μακεδονικές λέξεις που μας διάσωσε ο Ήσύχιος καμμιά δεν τελειώνει σε σύμφωνο διαφορετικό από εκείνα που στέργει η φωνητική της Ελληνικής.
12) Μόνο η Ελληνική ετρεψε το τελικό μ σε ν, ώστε στο λατιν. taurum λ. χ. να αντίστοιχη ελλ. ταύρον. Τό ϊδιο και η Μακεδονική, π. χ. άργόν, ΙΊαρμενίων.
13) Μόνο στην ελληνική γλώσσα επάνω σ την Ευρώπη υπάρχουν λέξεις που αρχίζουν από ξ και ψ. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. Ξανδικος (όνομα μηνός), ψηρος (=ξηρός).
14) Μόνο σ την Ελληνική υπάρχουν άρσενικά κύρια ονόματα σε -τας στη δωρική και αιολική, που εγινε -της σ την ιωνική και αττική. Τό ίδιο και στη Μακεδονική, π. χ. Αλκέτας, Αμύντας, Μαχάτας, Όρέστας, ΙΙευκέστας, Φιλώτας.
‘Υπάρχουν και άλλα άποκλειστικώς ιδιαίτερα γνωρίσματα της ‘Ελληνικής, που τα παρουσιάζει και η Μακεδονική23.
‘Αλλά νομίζω πώς μπορούμε να άρκεστούμε σε αυτά που ανάφερα. και έρχεται μονάχο του το ερώτημα. Είναι ποτέ λογικά δυνατό δυο γλωσσικές μορφές που ταυτίζονται σε τόσα και τόσα βασικά στοιχεία τους να χωριστούν με βάση μιά μονάχα διαφορά τους, δηλ. το β, γ, δ αντί ψ, χ, θ;
‘Όποιος το ισχυριστή αυτό θα ήταν σά να ισχυρίζονταν—γιά να πάρω ενα σημερινό παράδειγμα—ότι μπορεί η σημερινή ελληνική διάλεκτος της Κάτω Ιταλίας, παρά τον αναμφισβήτητα ελληνικό χαρακτήρα της, να θεωρηθή διάλεκτος ιταλική, μόνο και μόνο γιατί, από ιταλική φυσικά επίδραση, προφέρει d αντί δ και g αντί γ, π. χ. άgάπη, σταφίdα, ή ότι μερικά από τα σημερινά ελληνικά ιδιώματα της Μακεδονίας και Θράκης δέν είναι ελληνικά, γιατί προφέρουν τα πάου αντί θα πάω, δάν έρτου αντί θά έρτω.
Βεργίνα
‘Αλλά οι ενδείξεις του αν οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν ανέκαθεν Ελληνες είναι για κάθε σημερινόν Ελληνα τόσο ευχάριστες, ώστε να μή χορταίνωνται.
Προσέξετε ακόμα τα έξης :
”Αν οι Μακεδόνες είχαν έξελληνιστή με την εισαγωγή της αττικής διαλέκτου τόν 5. αιώνα π. X., θα έπρεπε και τα ελληνικά πιά όνόματά τους να εισαχθούν απ’ εκει κάτω, και τί πιό φυσικώτερο από το να αρχίσουν να βάζουν στα παιδιά τους ονόματα των ‘Αθηνών ένδοξα, η τουλάχιστον συνηθισμένα στη νότια Ελλάδα, όπως π. χ. Αγαμέμνων, 9Λχιλλεύς, Αίας, Όδυσσεύς, Διομήδης, Αισχύλος, Σοφοκλής, Ευριπίδης, Μιλτιάδης, Θεμιοτοκλής, Αριστείδης κ. τ. δ.
και όμως αυτό δεν συμβαίνει.
Τα 200 περίπου ονόματα των αρχαίων Μακεδόνων βασιλέων και ευγενών, μαζί με τα ονόματα των Μακεδόνων αξιωματικών της εκστρατείας του Μ. “Αλεξάνδρου, όπως μας τα παραδίνουν οι ιστορικοί συγγραφείς είναι ελληνικώτατα ως πρός τη σημασία και τη γραμματική μορφή τους, άγνωστα όμως η εντελώς σπάνια η δηλωτικά προσώπων άσημων στην άλλη ‘Ελλάδα :
Αλέξανδρος, Αλκέτας, Αμύντας, Άμνντωρ, Αντίγονος, Άντίοχος, “Αρπαλος, Αρραβαΐος, Αρριδαΐος, Αρχέλαος, ‘Άτταλος, Βερεκράτης, Βίλιππος, Βορραιος, Βρίοων, Βρομερός, Δάδων, Αάρρων, ‘Εκατερός, Κάλας, Κάραννος, Κάωανδρος, Κοίνος, Κορραΐος, Κράτερος, Κρατενας, Κρίνων, Λαγός, Ααγίδας, Αεόννατος, Λιμναίος, Μαχάτας, Μενίδας, Παρμενίων, Iίερδίκκας, ΙΙενκέοτας, ΙΙολυσπέρχων, Πτολεμαίος, Σέλευκος, Σταδμπας, —
Αδέα, Αρσινόη, Βερενίκη, Θεσσαλονίκη, Κλεοπάτρα, Λανίκα, Νίκαια, Ολυμπίάς, Φιλωτέρα 24
Άν οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν λαός τόσο πολύ στερημένος από εθνική μνήμη, από αγάπη στις παραδόσεις του, ώστε, χωρίς καμιά ανάγκη άλλαξαν τη θρακοϊλλυρική γλώσσα τους και τα θρακοιλλυρικά ονόματα τους και πήραν την ελληνική γλώσσα και τα όνόματά τους από τους ‘Αθηναίους,
όπως λ. χ. οι πρώτοι χριστιανοί από την ‘Αγία Γραφή, που τα βρήκαν τα παραπάνω ονόματα, αν δεν τα είχαν κληρονομημένα από μιάν ανέκαθεν ελληνική, δική τους παράδοση ; και πώς έγινε το θαύμα να μή διατηρήσουν, έστω κατά λάθος, ένα τουλάχιστο θραχοϊλλυρικό όνομα ;
Προσέξετε και την εξής άτοπία:
Ένας Πτολεμαίος, όλότελα πιά εξελληνισμένος—ας πούμε ετσι —Μακεδόνας βασιλιάς της Αίγυπτου, σε εποχή που οι Πτολεμαίοι κατά την μαρτυρία του Πλουτάρχου
«έξέλιπον το μακεδονίζειν», δηλ. μιλούσαν πια πέρα για πέρα την κοινή ‘Ελληνική, αποφάσισε να δώση στην κόρη του το ελληνικό ονομα Φερενίκη, αλλά ο φιλελληνισμός του διαλύθηκε μποστά στο Φ.
Εκεί θυμήθηκε πώς το έθνος του ήταν πριν ιλλυρικό και πώς έπρεπε να τρέψη το Φ οέ Β (Βερενίκη).
Ατοπία που εξουδετερώνεται μόνο αν δεχτούμε ότι στη Βερενίκη δόθηκε το ελληνικώτατο όνομα μιας μακεδόνισσας βασιλικής προμάμμης, με την προφορά που είχε στα χρόνια τα παλιά.
Άλλά και κάτι ακόμα σχετικό:
Άν οι Μακεδόνες ήταν Θρακοϊλλυριοί, και τα όνόματά τους Βίλιππος, Βερενίκη, Βερεκράτης δάνεια από την Ελληνική, θα έπρεπε στη θέση του ελλ. φ να έπρόφεραν όχι β, άλλά π, όπως έπρόφεραν στη Θρακοϊλλυρική το φ των ελληνικών λέξεων Δίπιλος, Νικοπίλη, Πίλων, Πίλιππος, Pulputleva—Plovdiv (—Φιλιππούπολις).
Επίσης τα ονόματα των μακεδονικών μηνών είναι όλα ελληνικά, εντελώς όμως διαφορετικά άπό των άλλον Ελλήνων:
Δίος, Άπελλαίος, Αυδναΐος, ΙΙερίτιος, Δύστρος, Ξανδικός, Αρτεμίσιος, Δαίσιος, Πάναιμος, Λώιος, Γορπιαΐος, Ύπερβερεταϊος.
Άπό που λοιπόν τα πήραν, αν δεν ήταν παλαιά δική τους γλωσσική κληρονομιά ;
Και κάτι ακόμα :
Οί αρχαίοι Μακεδόνες είχαν και λέξεις ελληνικώτατες, που άλλες ήταν άγνωστες στούς άλλους “Ελληνες, όπως
το πυλαυρός = πυλωρός, σαυτορία = σωτηρία, αϊγί-ποψ = αετός αίγοφάγος, ευδαλαγίνες = χάριτες, άρα δεν τις πήραν άπό άλλου (ούχ αν λάβοις παρά του μή εχοντος),
άλλες,
όπως .μύκηρος, ζέρεθρον, Άπελλαίος μην, ελάνη, κομάραι, υπήρχαν σε απομακρυσμένες άπό τη Μακεδονία διαλεκτικές περιοχές, όπως η Κρήτη, οι Συράκουσες, η Ηράκλεια, η Λακωνία, οι Δελφοί, από τις όποιες δεν εδέχτηκαν οι Μακεδόνες καμιά γλωσσική επίδραση, άρα ήταν και στη μακεδονική διάλεκτο οι λέξεις αυτές παλαιά ελληνική κληρονομιά, και άλλες τέλος ήταν γνωστές και άλλου, με πολύ διαφορετική όμως σημασία, όπως
κοίος’ αριθμός, κόμβους’ όδόντας γομφίους, ακραία παΐς θήλεια, άσπιλος χείμαρρος, αορτή’ άγγος δερμάτινον, χάρων’ λέων, διακόνια’ πέμματα, άγκαλίς’ άχθος και δρέπανον, άκόντιον’ ράχις, σιγνννη’ δόρυ, κάραβος’ πύλη, παρεμβολή’ στρατόπεδον.
Το πράγμα αυτό δεν εξηγείται, αν οι λέξεις αυτές ήρθαν στη Μακεδονία από άλλες ελληνικές περιοχές.
Έπρεπε. να τις έχουν επί πολλούς αιώνες δικές τους τις λέξεις αυτές οι Μακεδόνες, για να υποστούν τέτοια σημασιολογική εξέλιξη στη γλώσσα τους.
|
Πέλλα |
Στην ίδια κατηγορία μπορούν να υπαχθούν και πολλές ελληνικές τοπωνυμίες της αρχαίας Μακεδονίας, όπως
Αίγαί, Αλιάκμων, Άρνισσα, Βέρροια, Είδομένη, Όρεστίς, Πέλλα κ.ά., που υπήρχαν στη Μακεδονία πριν από τον δήθεν εξελληνισμό της.
Γενικώτερα για τα ονόματα των αρχαίων Μακεδόνων γράφει ο βαθύς ερευνητής του ζητήματος Ο. Hoffmann : 25
«Τό ελληνικό ονομα είναι φωνητικά και μορφολογικά τόσο βασικά διαφορετικό άπό το θρακικό και το ιλλυρικό, ώστε είναι εντελώς αδιανόητο να θεωρηθούν τα ελληνικά ονόματα των Μακεδόνων ως συνδετικός κρίκος ανάμεσα στα ελληνικά και τα θρακικά.
Όποιος λοιπόν, συνεχίζει ο Hoffmann, δε θεωρεί Ελληνες τούς Μακεδόνες, πρέπει, για να είναι συνεπής, να βγάλη το συμπέρασμα ότι οι Μακεδόνες, ήδη τον 6. και 5. αιώνα π. X. χωρίς ανάγκη, παράτησαν εντελώς τα αρχικά εθνικά τους ονόματα και για να δείξουν το θαυμασμό τους προς τον ελληνικό πολιτισμό, πήραν τα ελληνικά ονόματα.
Το να ανασκευαστή μια τέτοια αντίληψη νομίζω πώς δεν αξίζει τον κόπο.
Γιατί γλωσσοϊστορικές υποθέσεις που προβάλλονται χωρίς να λαμβάνεται ύπ΄ όψιν η πραγματική ζωή των λαών κρίνονται από τον εαυτό τους».
Όλα λοιπόν συνηγορούν ότι ελληνική διάλεκτο μιλούσαν οι Μακεδόνες, πριν αποφασίσουν να επισημοποιήσουν στη χώρα τους την αττική διάλεκτο.
Ξένη εντελώς γλώσσα κανένας λαός στον κόσμο δεν επέβαλε θεληματικά στον εαυτό του.
Την κοινότερη όμως και την πιο καλλιεργημένη διάλεκτο της δικής τους γλώσσας όλοι οι πολιτισμένοι λαοί την επισημοποιούν πρόθυμα.
«Από όλους τους ανόητους ισχυρισμούς, γράφει ο Γερμανός ιστορικός Beloch, που παρουσιάστηκαν ως τώρα επάνω σε θέματα ιστορικά δεν υπάρχει άνοητότερος άπ΄ αυτόν, ότι δηλ. λαός που πραγματοποίησε την παγκόσμια κυριαρχία, θα άπαρνούνταν τη δική του γλώσσα, για να προσλάβη μιάν αλλη ξένη».
Ή μοναδική φωνητική διαφορά που χωρίζει την αρχαία Μακεδονική από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους, δηλ. τα σύμφωνα β αντί φ, δ αντί φ και γ αντί χ, μπορεί να εξηγηθή εντελώς μέσα στα πλαίσια της ελληνικής διαλεκτολογίας.
Μπορούμε δηλ. να δεχτούμε η ότι ο μακεδονικός εθνικός κλάδος χώρισε και έμεινε πίσω από το σώμα της ελληνικής φυλής ενωρίτερα άπ΄ ότι ο ιωνικός, αίολοαχαϊκός και δωρικός, πριν η πρωτοελληνική γλώσσα διαμορφώση από τους αντίστοιχους ινδοευρωπαϊκούς φθόγγους το ψ, θ, χκαί ακολούθησε δικό του δρόμο ως προς τους φθόγγους αυτούς, ή, πού είναι και το πιθανώτερο, ότι ο μακεδονικός κλάδος, χωρίς να πάψη ποτέ να είναι ελληνικός, άφομοίωσε γλωσσικά τόσο πολλούς Θρακοϊλλυριούς στις βόρειες περιοχές της αρχαίας Μακεδονίας, ώστε, όπως συμβαίνει πάντοτε σε τέτοιες περιπτώσεις, δέχτηκε ως πηρός το φθογγικό αυτό στοιχείο ξένη επίδραση, ενώ σε δλα τα άλλα γλωσσικά στοιχεία του παρέμεινε καθαρά ελληνικός, η τέλος ότι συνέβησαν και τα δυό.
Ό P. Kretschmer, πού, όπως είδαμε, πρώτος ανάμεσα στους γλωσσολόγους αμφισβήτησε την ελληνικότητα των αρχαίων Μακεδόνων, σε νεώτερο σύγγραμμά του δέχεται πια την ελληνική τους εθνικότητα, και παραμερίζει τις δυσκολίες που έβλεπε πριν, συνδυάζοντας τις δυό αυτές εκδοχές.
Δέχεται δηλ. ότι από τις ελληνικές φυλές ξεχώρισε πρώτος ο μακεδονικός κλάδος σε εποχή που τα ϊνδοευρωπαϊκά μέσα δασέα bh, dll, gh δέν είχαν ακόμα τραπή σε φ, θ, χ, και έτσι η Μακεδονική είχε καιρό να άκολουθήση στην εξέλιξη των φθόγγων αυτών διαφορετικό από τις άλλες ελληνικές διαλέκτους δρόμο.
Οταν οι άλλες ελληνικές φυλές κατέβηκαν την κυρίως Ελλάδα, οι Μακεδόνες έμειναν απομονωμένοι σαν οπισθοφυλακή στα νώτα του άλλου ελληνισμού.
Από τους Θράκες και Ίλλυριούς που οι Μακεδόνες με τον καιρό υπόταξαν και αφομοίωσαν, η μακεδονική ελληνική διάλεκτος πήρε σε ορισμένα φωνητικά σημεία κάποια ιδιαίτερη προφορά.
Αυτή είναι η σημερινή άποψη του Kretschmer 26.
Ή γνώμη αυτή, που είναι και κατά τούτο βαρύνουσα, γιατί προέρχεται από κορυφαίο γλωσσολόγο που από τη δύναμη των πραγμάτων αίσθάνθηκε την ανάγκη να άναθεωρήση ο ίδιος την παλαιότερη γνώμη του, καθιερώνει πιά ως αναμφισβήτητη την ελληνικότητα της γλώσσας και εθνικότητας των αρχαίων Μακεδόνων.
Τη νέα αυτή γνώμη του Kretschmer τη δέχεται ο Ε. Schwyzer 37 και ο Otto Reche, γράφοντας :« Οι Μακεδόνες είναι το τελευταίο μετά τους Δωριείς κύμα του ελληνισμού» 28.
Οι Μακεδόνες δεν ήταν λοιπόν ούτε περισσότερο ούτε λιγότερο “Ελληνες
απ’ ότι είναι οι σημερινοί “Ελληνες της Κάτω ‘Ιταλίας,
του Πόντου,
της Καππαδοκίας,
οι όποιοι μέσα στον άκέριον ελληνισμό τους παρουσιάζουν και κάποιες ασήμαντες ξένες άρθρωτικές επιδράσεις, ιταλικές η τουρκικές.
Τελειώνω με μιά περικοπή που δείχνει την αποδοχή του πορίσματος αυτού και από τους ιστορικούς.
Ό Fr. Munzer γράφει τα εξής:
« Το πρόβλημα ποια ήταν η εθνικότητα των Μακεδόνων μελετήθηκε πολύ ξεκινώντας από τη γλωσσολογία ο Otto Hoffmann το έλυσε άποφασιστικά και σωστά, δεχόμενος ότι οι Μακεδόνες ήταν Ελληνες. Κατά τον 5. και 4. αιώνα π. X. φαίνεται ότι, σαν συνοριακός λαός που ήταν, αντίθετα προς τις άλλες ελληνικές φυλές, δέχτηκαν και ξένα στοιχεία, όπως λ. χ. οι ομοεθνείς μας της περιοχής του ποταμού ‘Έλβα συγκρινόμενοι με τους Γερμανούς της Κάτω Σαξωνίας και με άλλες καθαρά γερμανικές φυλές»29.
Τώρα πιά και οι διστακτικώτεροι για τον ελληνισμό των αρχαίων Μακεδόνων επιστήμονες, όπως ο Η. Krahe,30 δέ μιλούν για μή ελληνική εθνικότητα των Μακεδόνων, παρά για μικρότερη η μεγαλύτερη επίδραση που δέχτηκε η ελληνική γλώσσα των κυρίαρχων Μακεδόνων από θρακοϊλλυρικά φύλα που αφομοίωσαν.
«”Οτι οι Μακεδόνες ήταν ελληνική φυλή… είναι τώρα από όλους αναγνωρισμένο….μόνο που η ξένη (θρακοφρυγική) επίδραση επάνω στη γλώσσα τους ύποτιμάται κάπως από τον Χατζιδάκη» γράφει ο W. Christ. 31 και φυσικά δεν είμαστε εμείς που θα είχαμε κανένα λόγο να άρνηθούμε στούς αρχαίους Μακεδόνες τη δυναμικότητα να απορροφήσουν και να αφομοιώσουν και λίγους γειτονικούς των βαρβάρους, ούτε να φοβηθούμε μήπως, δεχόμενοι τέτοιο πραγμα, θέτουμε υπό συζήτηση τον ελληνισμό των Μακεδόνων.
Και οι νότιοι Ελληνες αφομοίωσαν και στην αρχαιότητα μάζες προελληνικών φύλων, και σε νεώτερους χρόνους πολλούς Φράγγους και ‘Αλβανούς, χωρίς ούτε τότε ούτε τώρα να κλονιστή η εθνική τους φυσιογνωμία,
Το αποφασιστικό στην ιστορία των εθνών δεν είναι ή ανάμιξη, άλλα το ποια φυλή αφομοιώνει την άλλη, και αυτή, όπως ξέρουμε, είναι πάντα η πιο πολυάριθμη, η πιο δυναμική.
Αν αντί να τους αφομοιώσουμε εμείς τους ξένους που κατά καιρούς εισέδυσαν στην Ελλάδα, μας αφομοίωναν αυτοί γλωσσικά—και τούτο θα συνέβαινε με μαθηματική ακρίβεια αν οι ξένοι ήταν περισσότεροι από μας δέ θα μπορούσε σήμερα να γίνη λόγος για νεοελληνική εθνότητα, όσοδήποτε ελληνικό αίμα κι αν έτρεχε στις φλέβες του ξενόγλωσσου πιά έθνους που θα κατοικούσε τότε τη χώρα μας, και όσαδήποτε γλωσσικά η πολιτιστικά ελληνικά υπολείμματα κι αν ενσωματώνονταν στη νέα, ξένη πιά, γλώσσα του.
Αφού λοιπόν οι αρχαίοι Μακεδόνες ήταν Ελληνες, ελληνική ήταν η χώρα αυτή από τη δεύτερη π. X. χιλιετηρίδα, και ελληνική παρέμεινε και σ την πρώτη π. X. χιλιετηρίδα και στην πρώτη μ. X. χιλιετηρίδα, οπότε, όπως πιστοποιούν οι ελληνικές επιγραφές της Βαλκανικής, και όπως αναγνωρίζεται από όλους τους ιστορικούς,
τα γλωσσικά μας σύνορα ξεκινούσαν από τον ποταμό Γενυσό (Skumbi) της ‘Αλβανίας, περνούσαν από τα Σκόπια της Σερβίας και από τη Σόφια της Βουλγαρίας, και αγγίζοντας κατά μάκρος τόν Αίμο κατέληγαν στον Εύξεινο 33.
Ή ελληνόφωνη αυτή έκταση γνώρισε στο μεσαίωνα τους Σλάβους
μόνον ως επιδρομείς,
όχι ως μόνιμους κατοίκους.
‘Όπου οι Σλάβοι απλώθηκαν νοτιώτερα από τα σύνορα αυτά πυκνότεροι,
απλώθηκαν σε νεώτερους χρόνους,
ιδίως στα χρόνια της Τουρκοκρατίας,
και πλήθυναν εκεί με τον γνωστό τρόπο με τον όποιον
εξεσλάβισαν χτες ακόμα την ελληνικώτατη νότια Βουλγαρία (Ανατολική Ρωμυλία),
που οι ίδιοι την ονομάζουν ακόμα Romania, δηλ. χώρα των Ρωμαίων 33, ακριβώς όπως οι Τούρκοι τη λένε Roum-eli (=χώρα των Ρωμαίων).
Ή δική τους παρουσία λοιπόν στη Βόρεια Μακεδονία είναι μια παρένθεση μέσα σ την ελληνική αιωνιότητα, και όχι η δική μας μέσα στη θρακοϊλλυρική η τη σλαβική.
‘Έχουμε λοιπόν κάθε δικαίωμα οι Έλληνες,
όταν και με το λόγο και με το αίμα
υπερασπίζουμε αυτή τη γη
«πού είναι του Σλάβου τ’όνειρο και του Ρωμιού η λαχτάρα»
κατά τον ποιητή,
και μαθαίνουμε στα παιδιά μας να τραγουδούν το
«δέ θα την πάρουνε τη γή, τη γή των Μακεδόνων»,
έχουμε κάθε δικαίωμα να είμαστε βέβαιοι ότι υπερασπίζουμε όχι μονάχα ένα παρόν αναμφισβήτητα ελληνικό,
αλλά και δικαιώματα παντοτινά και προαιώνια,
κατοχυρωμένα από την ιστορική αλήθεια,
δικαιώματα ιερά και απαράδοτα.
Όταν η βουλγαρική νεολαία με τον ίδιον ενθουσιασμό τραγουδά το περίφημο τραγούδι του Ιβάν Βάζωφ :
« δεν τη δίνουμε, όχι την αγαπημένη γη
τη γη των άγιων πατέρων μας,
την ένδοξη πατρίδα του Κυρίλλου και Μεθοδίου
την κόρη των ματιών μας…,
δεν τη δίνουμε όσο εκεί ψηλά υπάρχει Θεός»,
άμποτε να μπορούσε να ξέρη πόσο ασεβεί και προς τη θεία δικαιοσύνη που επικαλείται και προς κάθε έννοια εθνικού και ιστορικού δικαίου,
1. W. Β r a n d e n s t e i n, Die erste indogermanische Wanderung. (Wien 1930).
Πβ. Ν. Π. A ν δ ρ ι ώ τ η, Οί Ίνδογερμανοί. Ν.
Εστία 20 (1939), σ. 1373 κεξ.
3.
Ηρόδοτος 1, 50 «(τό Δωρικόν γένος) πολυ πλάνη τον κάρτα επί μέν γάρ Δευκαλίωνος βασιλέος οϊκεε γην την Φθιώτιν, επί δέ Δώρου του ‘Έλληνος την υπό την ‘Όσσαν τε και τόν ‘Όλυμπον χώρην, καλεομένην ‘Ιστιαιώτιν. έκ δέ της Ίστιακότιδος ως έξανέστη υπό Καδμείων, οϊκεε εν ΙΙίνδω Μακεδνόν καλεόμενον».
4. ‘
Ηρόδοτος 8, 43 «έόντες Δωρικόν τε και Μακεδνόν έθνος εξ Έρινεού τε καί
Πίνδου και Δρυοπίδος ύστατα δρμηϋέντες».
5. ‘
Ηρόδοτος 5, 22 «’Έλληνας δέ τούτους είναι… κατάπερ αυτοί λέγουσι, αυτός τε
ουτω τυγχάνω έπιστάμενος και δη και έν τοις οπισΟε λόγοις άποδέξω ως είσι ‘Έλληνες, πρός δέ και οι εν τη Όλυμπίη διέποντες τόν αγώνα ουτω έγνωσαν είναι».
0.
Ηρόδοτος 5,20 «καί βασιλέϊ τω πέμψαντι άπαγγείλητε ως ανήρ “Ελλην, Μακεδόνων ύπαρχος, εύ ύμέας έδεξατο».
7. ‘
Ηρόδοτος 9, 45 «’Άνδρες ‘Αθηναίοι,… ού γάρ αν ελεγον εί μή μεγάλως εκηδό-
μην σ υ ν α π ά ση ς της Ελλάδος, αυτός τε γάρ “Ελλην γένος είμί τώρχαΐον και άντ’ ελεύθερης δεδουλωμένην ούκ άν έϋέλοιμι οραν την Ελλάδα».
8. Άρριανού, *Αλεξ. άνάβ. 1,10,7.
9. Πόσο αδύνατο είναι να έπιβληϋή σ’ενα λαό η γλώσσα που μιλούν οι βασιλείς
τό δείχνουν και οι γαλλόφωνες αυλές της Ρωσσίας στα χρόνια του Μ. Πέτρου και της Αικατερίνης Β’, και της Πρωσσίας στα χρόνια του Φρειδερίκου του Μεγάλου, που δέν είχαν καμμιά επίδραση στις γλώσσες των λαών τους.
10. Τό ότι η μακεδονική γλώσσα ήταν ελληνική το πιστοποιεί και η ευκολία με τήν
όποίαν οι Μακεδόνες αφομοίωσαν την αττική διάλεκτο, ως διάλεκτο όμοια με τη δική τους. ‘Άν η αττική τους ήταν όλότελα ξένη γλώσσα, οχι μόνο δέν υπήρχε τρόπος να τη μάθουν, αλλά και μαθαίνοντάς την θα διατηρούσαν και τη δική τους γλώσσα. Πόσο δύσκολα εκτοπίζεται μιά ντόπια γλώσσα από μιά ξένη το ξέρουμε σήμερα άπό πλήθος παραδείγματα, όπως την Προελληνική, που σώζονταν εδώ κι εκεί 15 αιώνες μετά την κάθοδο των Ελλήνων, και την αρχαία Αιγυπτιακή, που έπέζησε και επί Πτολεμαίον και επί ‘Αράβων στο στόμα των Κοπτών, ως τόν 18. αιώνα μ. X.
11. Τ. Livius 31,29. «Aetolos, Aearnanas, Macedonas ejusdem linguae ho
mines».
12. A. Meillet, Apergu d’une histoire de la langue grecque2. (Paris 1920),
a. 187. «On a beaucoup discute la question de savoir si la langue de la Macedoine etait ou non apparentee au grec. Rti fait on l’igtiore.. Une chose est sur, c’est que le macedonien n’etait pas proprement un dialecte grec…». Πβ. τουίδιου, Introduction a l’etude comparative des langues indoeuropeennes, σ. 3G.
13. O. Muller, liber die Wohnsitze, die Abstammung und die iiltere Ge-
schichte des makedonisclien Volkes. (Berlin 1825).
14. P. K r e t s c h m e r, Hinleitung in die Geschichte der griecliisclien Sprache
(Gottingen 1896), σ. 288. Του ‘ίδιου σ την Berl. Pliilol. Wochenschrift, 1897, σ. 1105, καιστην Gott. Gel. Anz. 172 (1910), σ. 09 κέξ.
15. P. W e n d 1 a n d, Die hellenistisch romisclie Kultur in ihren Beziehun-
gen zum Judentum und Christentum3. (Tubingen 1912), σ. 18.
1G. U. von W i 1 a m o w i t z • Μ o ? 11 e n d o r f, Der Glaube der Hellenen, (Berlin 1931), 1, 53.
17. Πβ. E. Schwyzer, Griechische Grammatik. (Miinchen 1939), 1, 09 κέξ.,
καίΓ. Ν. Χατζιδάκη, Άκαδημεικάάναγνοχτματα2, 1, 29 κέξ.
18. “Οτι το βάρβαρος δέν έσήμαινε στην αρχαία Ελληνική πάντοτε «αλλόγλωσ
σος» φαίνεται άπό το ότι ο ϊδιος ο Δημοσθένης σ την όξύτατη πολεμική του κατά του Φιλίππου δέν τον ονομάζει ποτέ «αλλόγλωσσοι, πράγμα που δέ θα δίσταζε να το κάμη άν ήταν αλήθεια, καθώς και άπό το ότι βάρβαρες ονομάζονται άπό τους αρχαίους συγγράφεις και άλλες απολίτιστες ελληνικές φυλές, όπως η ήπειρώτικη φυλή των Χαόνων(βάρβαροι ο έ X ά ο ν ε ς Θουκυδ. 2, 80, π ο τ ε ρ ? Β ο ι ω τ ο ί β α ρ β α ρ ώ τ ε ρο ι τ υ γχάνο υ σ ι ν ο ν τ ε ς η Θ ε τ τ α λ ο ί; Ήγησάνδρου, Άποσπ. 11 [ Fragni. hist, graec. 4,415) κ. ά )
19. Περισσότερα για την γλωσσική ελληνικότητα των Μακεδόνων που στηρίζονται σέ
τεκμήρια ιστορικά βλ. στη νεωτατη πραγματεία του καύηγητού Λ. Β. Δ α σ κ α λ ά κ η. Ή γλώσσα των Μακεδόνων κατά τάς Ιστορικάς πηγάς. Άθηνα 54 (1950), σ. 260 κέξ.
20. G. Kazarow, Quelques observations sur la question de la nationalite
des anciens Macedoniens. Revue des etudes grecques 23 (1910), σ. 243 κέξ., W. Beschewliew, Zur Frage nach deni Volkstum der alten Makedonen. (Sofia 1932), βουλγαρικά με γερμανική περίληψη, Τ ο ύ ϊδιο υ, Glossata κεβαλή.(Sofia 1930).
21. V 1. G ? ο r g i e v, Die Trager der kretisch mykenischen Kultur, ill re Iler-
kunft und ihre Spraclie. (Sofia 1937). (Πβ. δυσμενή κριτική του P. Kretschmer σ την Glotta 27 (1938/9), σ. 2). Τουϊδιου, Ktat actuel des etudes de linguistique prehellenique. Studia Linguistica 2 (1948), σ. 02 92.
22. G. Hatzidakis, Zur Kthnologie der alten Makedotiier. Indogerm. F’or-
schungen 11 (1900) 313 κέξ. Πβ. του ίδιου, Περί τού Ελληνισμού των αρχαίων Μακεδόνων. Γλωσσ. Μελέται 1, 33 κέξ. Τού ϊ ο ι ο υ, και πάλιν περί τού Ελληνισμού των αρχαίων Μακεδόνων. Έπετ. ΙΙανεπιστ. 1911,87 κέξ.
23. Βλ. G. Hatzidakis, Zur Abstanuuung der alten Makedotiier. Eine eth* nologisclie Studie. (Atben 1897), σ. 82κεξ.
24. . G. Hatzidakis, Du charactere hellenique des anciens Macedoniens. (Athenes 1896), σ. 25.
25. O. Hoffmann, Die Makedonen, ibre Spracbe und ihr Volkstum. (Got
tingen 1906), σ. 230.
26. P. Kretschmer, Spraclie (Kinleitung in die Altertumswissenscbaft,
χόμ. 1, τευχ. 6), σ. 87.
27. iv. Schwyzer, οπου 1, 70. ΕλληνεςθεωρούσαντούςΜακεδόνεςκαί
ό A. Kick αιήν Kuhn’s Zeitscb rift 22, 193 κέξ. καιο F. S υ 1 ? s ? ηστην Berliner Philol. Wocbenscbrift, 1907, ο. 275.
28. Recb e, Rasse und Heiuiat der lndogernianen. (Miinchen 1936), σ. 51.
«Die Makedonen bind nur die letzte, den Doriern folgende Welle des Hellencntums».
29 Fr. Muenzer, Die politische Vcrnicbtung des Griccbentums. (Leipzig 1925), σ. 4.
30. II. K r a h e, στις Indogerm. Forschungeti 56 (1938). σ. 13.
31. W. Christ, Gescbichte der griechischen Literatur, 2, o. 2, σημ. 3.
32. J. J irecek, Die Roinaneti in den Stadten Dalmatiens wabrend des Mit-
telalters 1, 13. Πβ. G. M i c h a i 1 o f, La langue des inscriptions grecques en Bulgarie. (Sofia
1940), W. ? e s c li e w 1 i e w, Die protobulgarischen Inscbriften. (Sofia 1934).
33. N. Π. νδρίώτη, τα ελληνικά στοιχεία της βουλγαρικής γλώσσης. Άρχειον
Θρακικού Θησαυροί) 17, (1925), σ. 65.
του Νικολάου Ανδριώτη
Καθηγητού του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Μακεδονική Λαϊκή Βιβλιοθήκη
Δημοσιεύματα της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών
Θεσσαλονίκη 1952