ΜΕ ΑΠΟΨΗ
Ο Έλληνας και η πάσχουσα, η εν κινδύνω πατρίδα
Είχα μείνει οφειλέτης ενός τρίτου κειμένου του κύκλου που άρχισε και συνεχίστηκε με τα δύο προηγούμενα κείμενα με τίτλο Αγγλοσαξονικό Imperium.
Tο τρίτο αυτό κείμενο θα επικεντρωνόταν στη θέση ότι η αγγλοσαξονική ελίτ που τα τελευταία 20-25 χρόνια εξουσιάζει τη χώρα -και όχι μόνο πολιτικά- είναι παιδευτικά απομακρυσμένη από κάθε τι ελληνικό. Τα μέλη της είναι δικαιολογημένα ανίκανα να σκεφθούν τη γεωπολιτική και ιστορική Ελλάδα δυναμικά, με όρους αυτοτέλειας και ιστορικότητας. Επομένως, με τί σεβασμό και κατανόηση να προσεγγίσουν το ευρωπαϊκό, μεσογειακό, βαλκανικό σύμπλεγμα που συνιστά την Ελλάδα; Πώς να εκτιμήσουν τα εθνικά χαρακτηριστικά, τα ψυχοπνευματικά γνωρίσματα, τις ανάγκες, τις ιδιαιτερότητες, τους ιστορικούς εθισμούς της ελληνικής κοινωνίας;
Είχα αρχίσει το κείμενο όταν ήλθα σε επαφή με το σπουδαίο νέο βιβλίο του Β. Καραποστόλη: “Διχασμός και εξιλέωση – περί πολιτικής ηθικής των Ελλήνων”, εκδόσεις Πατάκη. Ένα ιστορικό πανόραμα του νεώτερου ελληνισμού, με οδηγό όμως την θυμική συμπεριφορά, την ψυχή του Ελληνα.
Εκρινα ότι το δικό μου κείμενο περίσσευε. Από το βιβλίο η παρακάτω σταχυολόγηση:
Ούτε οι παραδόσεις, ούτε οι ψυχικές καταβολές επέτρεψαν στην έννοια του καθήκοντος να γίνει για τον νεοέλληνα σταθερή αξία και βίωμα.
Εκείνος που προσφέρει στην πατρίδα το κάνει επειδή αυτό τον συγκινεί.
Μπορεί να είναι απόρροια μια αλλόκοτης συμπόνιας που βλέπει την πατρίδα σε ξεπεσμό ή θυμού για τον εαυτό του, επειδή δεν εμπόδισε το κατάντημα. Οχι όμως σαν χρέος, αποτέλεσμα σταθερών και επαναλαμβανόμενων αρχών και πεποιθήσεων. Τα κίνητρά του είναι συναισθηματικά, αποσπασματικά στιγμιαία. Σχεδόν μιας χρήσης.
Τα πεπρωμένα αυτής της χώρας τα ορίζουν από κοινού, αν όχι ισοσκελισμένα, η ιδιωφέλεια και η δοτικότητα. Σπανίως, όμως, η δεύτερη αποβλέπει σε ανταλλάγματα ή αμοιβαιότητα. Ο εθελοντής χωρίς να πάψει να ελπίζει σε κάποια ανταπόδοση δεν την περιμένει ως λογικό επακόλουθο. Δρα, με οδηγό την εσωτερική του ανάγκη, περισσότερο για δικούς του συναισθηματικούς λόγους. Να το πούμε φιλότιμο; Να το πούμε ψωροπερηφάνια; Κραυγαλέες περιπτώσεις εκείνες του Καραισκάκη, του Ανδρούτσου, του Παπαφλέσσα. Και στις τρεις περιπτώσεις η προσφορά τους δεν εξαρτάται από το ΄μπορώ΄, το ΄πρέπει΄, το ΄οφείλω΄, αλλά από το ΄άμα θέλω΄. Δεν είναι παρά αποτέλεσμα διάθεσης, πείσματος, καπρίτσιου.
Για τον Ελληνα η πατρίδα δεν είναι μόνο μητέρα αλλά και ερωμένη που αγαπήθηκε πολύ και που αποδεικνύεται άστατη. Από την μητέρα δεν μπορεί να ζητήσει ρέστα. Η αγάπη όμως για την ερωμένη μπορεί να μεταμορφωθεί σε μίσος. Η πατρίδα για τον Ελληνα: ούτε εντελώς μητέρα, ούτε εντελώς ερωμένη. Εναλλάξ αναδεικνύονται ή απαλείφονται χαρακτηριστικά τόσο της καημένης μάνας, όσο και της αχάριστης αγαπητικιάς, για να σχηματισθεί εντέλει στη θέση της ένα πρόσωπο δίχως ίχνος θηλυκότητας. Είναι το αρσενικό μούτρο του κράτους, παχύ, ράθυμο με δυο μικρά πονηρά ματάκια να κοροιδεύουν όσους πιστεύουν ότι αυτός ο ανθρωποειδής θεσμός θα φερθεί ποτέ σαν εξυπηρετική μηχανή σταθερά και επαναλαμβανόμενα.
Ο Ελληνας: ένα μωσαικό ηρωισμού και εγωιστικής απληστίας. Το άτομο επαυξάνει τη δύναμη του με κάθε μέσο, ακόμα και ανήθικο, ώστε κατόπιν να διαθέσει τους πόρους σε σκοπούς επωφελείς για την κοινότητα. Ετσι, η αρχική φιλοτιμία μετατρέπεται σε εγωκεντρισμό. Η μεγαθυμία αποδεικνύεται δυσκολότερη από την αγαθοεργία Το είδαμε αυτό στις περιπτώσεις των περισσότερων εθνικών ευεργετών.
Μετά τον Καποδίστρια η προσφυγή στη βούληση δυνάμεων άλλη από τις ντόπιες, οι οποίες το μόνο που κάνουν είναι να ανταγωνίζονται μεταξύ τους, μοιάζει με ομολογία πίστης σε όποια λύση μπορεί να έρθει για μας αλλά όχι από μας.
Μέσα στο παιχνίδι των συναλλαγών με το Δημόσιο οι συναλλασσόμενοι απορροφώνται, ξεχνώντας ότι με το δόλο τους, την αδιαφορία και την απληστία τους καταστρέφουν τη βάση αυτών συναλλαγών. Δωροδοκώντας, φοροδιαφεύγοντας, λουφάροντας έχουν πάψει να υπολογίζουν ότι το δημόσιο απόθεμα μπορεί να φτάσει στο τέλος του, στα μη περαιτέρω… Ετσι γίνεται και λαγοκοιμάται η ένοχη συνείδηση, ώστε να ακούγεται πολύ αυστηρό να χαρακτηριστεί εγκληματίας κάποιος που αντλεί λαθραία έσοδα από μια πηγή που εξ΄ ορισμού είναι αστείρευτη. Είναι εγκληματίας κάποιος που κλέβει μια αστείρευτη πηγή; Αναρωτιούνται…για να καταλήξουν: Ο ζημιών το έθνος ουδένα ζημιοί.
Η αλληλεξάρτηση πολιτευτών και εκλογέων με τάμα και επιδίωξη μια θέση στο δημόσιο οδήγησε διαχρονικά στην απαξίωση της εργασίας.
Συγκρινόμενη με τα θέλγητρα μιας θέσης στο Δημόσιο, όπου η πληρωμένη επιδεικτική νωχέλεια εξασφαλίζει μια ταυτότητα για την οποία ο κάτοχός της δεν χρειάζεται να προσπαθήσει πολύ, η χειρωνακτική εργασία εμφανίζεται, ακόμα και στις μέρες μας, σαν επαχθής ανάλωση ενέργειας η οποία δεν αποκρυσταλλώνεται σε αναμφισβήτητα πιστοποιητικά ανωτερότητας.
Η έκκληση για βοήθεια από μια εν κινδύνω πατρίδα μπορεί να διαπεράσει ακόμα και τον πιο καλά θωρακισμένο εγωισμό του Ελληνα. Αν κραύγαζε βοήθεια η κοινωνία ή το κράτος για την αντιμετώπιση π.χ. κάποιων διοικητικών προβλημάτων ή ακόμα την πάταξη της εγκληματικότητας, ή την ανάσχεση μιας επιδημίας, η ανταπόκριση θα ήταν πολύ μικρότερη. Η κοινωνία δεν μπορεί να επιφέρει αυτό που μπορεί η πάσχουσα πατρίδα: θυμική μέθεξη, συγκίνηση… Για να παράσχει τη συνδρομή του ο Ελληνας πρέπει να συγκινηθεί. Κι αυτό με την κοινωνία αποκλείεται. Ενώ η πατρίδα, μολονότι ευρύτερη έννοια τον αγγίζει άμεσα και κινητοποιεί τεράστιες λανθάνουσες δυνάμεις. Και πάλι όμως, δίνοντας ο Ελληνας κρατιέται σε απόσταση από το πρέπει. Του αρέσει να πιστεύει ότι κανένας δεν τον υποχρεώνει γι΄ αυτό. Ό, τι κάνει το κάνει γιατί το θέλει. Η κοινωνία θυμίζει στο άτομο να είναι συνεπές με τον εγωισμό του. Η πατρίδα του επιτρέπει να ξεχνά αυτή την υποχρέωση.
Οι Ελληνες ως τώρα έχουν μάθει ότι ένα καθεστώς καλής διαχείρισης είναι κάτι μακρινό γι΄ αυτούς. Η ασχολία με τα μεγάλα πάντα αναβάλλεται. Την εμποδίζει η ατσάλινη ρουτίνα των επισκευών.
Μικροδιορθώσεις, μικροσυγκολήσεις, μια ακατάπαυστη άσκηση μικροπολιτικής και μικροπρακτκής καθιερώνουν ένα καθεστώς, το πρώτο θύμα του οποίου είναι το ίδιο το κίνητρο για διάκριση, η επιθυμία των πιο ανήσυχων ατόμων να αναδειχθούν με βάση τα ξεχωριστά πεπραγμένα, τα αποτυπώματα που θα ήθελαν να αφήσουν στο κόσμο.
Εξαιτίας του εφήμερου που επικρατεί, της προχειρότητας, της ανυπομονησίας επανέρχονται μονίμως στα επιφανειακά, αυτά που με τη γυαλάδα τους τη μια ερεθίζουν και την άλλη απελπίζουν τα πλήθη.
Αναγκαστικά η συγκέντρωση δυνάμεων καθυστερεί. Και όσο περνάει ο καιρός τόσο γίνεται δυσκολότερο να αρχίσει ένα μεθοδικό έργο των ανθρώπων που την πόρτα τους δε θα τη χτυπά αλαφασιαμένα κάθε λίγο ο χρόνος, η ανάγκη, το ασήμαντο και το επείγον. Αντί για το σημαντικό, το μόνιμο, το κοινό… Και κατά τις ενδείξεις, οι ανάδοχοι ενός τέτοιου έργου θ΄ αργήσουν να εμφανισθούν.
* O κ. Κωστούλας είναι τέως Γενικός Διευθυντής εταιρειών του ευρύτερου χρηματοπιστωτικού τομέα. Συγγραφέας. Το τελευταίο του βιβλίο με τίτλο: “Και οι Μάνατζερ έχουν ψυχή… “, κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Επτάλοφος.
Πηγή:www.capital.gr
Πηγή: GREEK SURNAMES