Οι μύστες διακρίνονται μεταξύ των ανθρώπων ως φιλόσοφοι και ενάρετοι.
ΦΙΛΟΣΟΦΟΙ
Φιλόσοφοι είναι εκείνοι οι οποίοι διάγουν βίον ήρεμον, απέριττο και αγαπούν τη γνώση, την γνώση εκείνη η οποία προέρχεται από την Θεία Φύση, δηλαδή από τις εκδηλώσεις και λειτουργίας των νόμων αυτής από τις λειτουργίες των φύσεων των όντων και από τις λειτουργίες των ψυχών αυτών μεταξύ των οποίων είναι και οι ανθρώπινες, ως και οι πέραν αυτών ενεργούσες μετά των πνευματικών αυτών φύσεων.
Κάθε άλλη γνώση μη προερχομένη από τις πηγές αυτές, ή μη εξορμωμένη από αυτές τις πηγές σε περαιτέρω συνθέσεις και αναγωγές δεν είναι γνώση πραγματική και γι αυτό δεν μπορεί να έχει καμιά αξία
Οι επ’ αυτής της γνώσεως στηριζόμενοι και δι’ αυτής προχωρούντες προς κατάκτηση των Θείων Αληθειών της Φύσεως γίνονται και είναι πραγματικοί φιλόσοφοι. Οι φιλόσοφοι γίνονται και πραγματικοί μύσται, διότι η Θεία Φύση δια των υπερόχων πνευματικών της τέκνων προς αυτούς αποκαλύπτει και τις αλήθειές της και τα Θεία της μυστικά. Μόνον oι μύστες δύνανται να εκτιμούν τα Θεία μυστικά της Φύσεως και να τα χρησιμοποιούν και προς ιδίαν τους πρόοδο και προς πρόοδο και άλλων προς αυτό ικανών.
Μόνον oι μύστες δύνανται να γνωρίζουν την αξία αυτών των μυστικών καθώς και τα μέσα τα οποία παρέχουν προς τις ανθρώπινες ψυχές όπως αυτές ανέρχονται σε θειότερη διανόηση και ψυχική ελευθερία. Κατ’ αντίθεση της διανοητικής αξίας των μυστών δημιουργείται και λαμβάνεται η έννοια της διανοητικής αξίας των Βέβηλων.
ΒΕΒΗΛΟΙ
Βέβηλοι είναι εκείνοι oι οποίοι είναι πάντοτε πρόθυμοι να ασεβούν κατά των νόμων της θείας Φύσεως, να περιφρονούν την αξίαν των νοητικών της όντων και να υβρίζουν δια των πράξεών τους τούς νόμους εκείνους δια των οποίων εξασφαλίζεται η ύπαρξη και η πρόοδος τους. Στους τοιαύτης διανοητικής καταστάσεως ανθρώπους τα υπέροχα πνευματικά τέκνα της θείας Φύσεως ουδέποτε εμπιστεύονται τα μεγάλα της μυστικά. Το ίδιο δε πράττουν και οι μυημένοι στις Αλήθειες της Φύσεως για να μη περιέρχονται και αυτοί στην κατάσταση των βέβηλων.
ΕΝΑΡΕΤΟΙ
Ενάρετοι είναι οι μύστες γιατί και στις μεταξύ τους σχέσεις και σε εκείνες προς τους άλλους ανθρώπους ασκούν τις αρχές της αρετής και σκέπτονται και ενεργούν με βάση αυτές.
Ενάρετοι είναι οι μύστες διότι δεν ενδιαφέρονται μόνον γιά τους εαυτούς των, αλλά ενδιαφέρονται και περί πάντων των άλλων που ευρίσκονται στην ακτίνα της ενεργείας τους και αισθάνονται την υποχρέωση να παρέχουν προς τους άλλους ό,τι τους επιτρέπει η δυναμική τους ενέργεια, σε ίσον βαθμόν προς ό,τι παρέχουν στον ίδιο τον εαυτό τους προς εξυπηρέτηση της ανθρωπίνης τους ζωής και της ψυχικής τους προόδου. Εάν ενεργήσουν αντιθέτως, τότε θα χωρίσουν τα άτομά τους από τους άλλους ανθρώπους και στην περίπτωση αυτή θα αρνηθούν να αναγνωρίσουν τα δικαιώματα επί της ζωής και της προόδου των άλλων.
Η άρνηση από τους μύστες της αναγνωρίσεως των δικαιωμάτων των άλλων θέτει αυτούς ως πορευομένους εκτός ηθικών αρχών, οι δε πορευόμενοι εκτός ηθικών αρχών είναι βέβηλοι . Οι μύστες όχι μόνον πρέπει να αναγνωρίζουν τα δικαιώματα επί της ζωής και της προόδου των άλλων ανθρώπων, αλλά και να συντρέχουν και στην σύνταξη και θέσπιση κοινωνικών νόμων, που να προστατεύουν τα δικαιώματα αυτά. Οι τοιαύτης φύσεως νόμοι λαμβάνουν την έννοια των ηθικών νόμων και γίνονται κατά το παράδειγμα το προκύπτον από τις σχέσεις των καθόλου νόμων της θείας Φύσεως, οι οποίοι δια της λειτουργίας τους εμφανίζουν τις θείες αρμονίες των κόσμων και των μορφών τους και δια των αρμονιών αυτών πληρούνται οι κατά μέρος σκοποί των όντων της θείας Φύσεως.
Παρόμοιους ηθικούς νόμους πρέπει να δημιουργήσει και η ανθρώπινη κοινωνία για να εμφανισθεί μεταξύ των ατόμων αυτής αρμονία και να εκπληρωθεί ο ανθρώπινος σκοπός τους. Ενάρετος είναι ο μύστης ο έχων στις ενέργειές του την κατεύθυνση αυτή. Αντίθετη κατεύθυνση του μύστη δεν θα του επιτρέψει να εκπληρώσει τον ανθρώπινο σκοπό του για να έλθει σε θειότερο πνευματικό κόσμο, αλλά θα επανέρχεται να ζει επί του αυτού ανθρώπινου κόσμου, όπου αντίθετοι ηθικοί νόμοι επικρατούν, οι νόμοι εκείνοι οι οποίοι χωρίζουν τα κοινωνικά άτομα και υπαγορεύουν στις σχέσεις τους να επικρατούν ταπεινές και εγωιστικές πράξεις, οι νόμοι εκείνοι που έχουν θεσπισθεί και εφαρμόζονται από την ανθρώπινη ανοησία και την περιφρόνηση προς τους νόμους της Θείας Φύσεως.
ΠΡΑΞΕΙΣ ΑΡΕΤΗΣ
Πράξεις αρετής είναι οι πράξεις των ανθρώπων εκείνες, οι οποίες φέρουν χαρακτήρα φυσικό και ενεργούνται κατ’ επιταγή των φυσικών νόμων. Η υπαγορευόμενη εκ των νόμων της θείας Φύσεως να τελείται υπό των όντων της πράξη, όταν τελείται δια της ελευθέρας βουλήσεως του όντος, είναι πράγματι πράξη αρετής και μάλιστα είναι ενσυνείδητη πράξη αρετής.
Όλες οι πράξεις των όντων οι οποίες υπαγορεύονται από τους φυσικούς νόμους είναι πράξεις αρετής. Εκείνες όμως που γίνονται κατά συνειδητή εκτίμηση του ανθρώπου ή υπέρτερου πνεύματος είναι πράξεις συνειδητής αρετής και σ’ αυτήν την περίπτωση τα όντα αυτά χαρακτηρίζονται ως πράγματι ηθικά όντα και κατ’ αντίθεση προς τα άλλα τα μη ηθικά.
Οι σημερινές ανθρώπινες κοινωνίες, κατά το πλείστον, για τους ανωτέρω (αναφερομένους) λόγους αποτελούνται από μη ηθικά ανθρώπινα όντα και οι νόμοι οι διέποντες τις σχέσεις των σημερινών ανθρωπίνων κοινωνιών δεν μπορούν να προσλαμβάνουν την έννοια των ηθικών νόμων.
Ηθικοί Νόμοι είναι εκείνοι οι οποίοι αναγνωρίζουν τα δικαιώματα επί της ζωής και της προόδου των ανθρώπων και οι οποίοι προστατεύουν αυτά στις ανθρώπινες κοινωνίες.
Η εκδήλωση υπό των νοητικών και ηθικών όντων και η άσκηση του νόμου της αγάπης είναι πράξη αρετής. Η εκδήλωση και λειτουργία παντός πνευματικού και φυσικού νόμου υπό των νοητικών όντων και η άσκηση αυτού υπό των νοητικών και ηθικών όντων δια της βουλήσεώς τους είναι πράξη αρετής. Πράξη αρετής είναι επίσης και ο προσανατολισμός τους προς τους φυσικούς και πνευματικούς νόμους του περιβάλλοντός τους. Κάθε πράξη δια της οποίας ασκείται στην ενέργεια της ανθρωπίνης φύσεως υπό των νοητικών αυτής όντων ο νόμος της αγάπης, ως και κάθε άλλος φυσικός νόμος είναι πράξη αρετής. Κατά συνέπεια ΑΡΕΤΗ δεν είναι τίποτε άλλο παρά η συνειδητή ενέργεια των όντων, όταν αυτή γίνεται σύμφωνα προς τις απαιτήσεις των νόμων της φύσεώς τους και όταν εναρμονίζεται αυτή και προς τους νόμους των ψυχών τους και προς εκείνους της φύσεως του περιβάλλοντός τους.
ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑ: Το να εκδηλώνει ο άνθρωπος αγάπη προς τους ομοίους του, τούτο είναι πράξη αρετής και ταυτόχρονα και καθήκον του διότι αναγνωρίζει τα φυσικά και πνευματικά δικαιώματα των άλλων. Το να αγαπάται ο άνθρωπος παρά των άλλων είναι δικαίωμά του, διότι προέρχεται εκ της λειτουργίας των φυσικών νόμων και των νόμων της ψυχικής του ατομικότητας.
Σπυρίδων Νάγος – Απόσπασμα από το “Αλήθεια Ελευθερία Γνώση”