Χορός είναι η ρυθμική κίνηση ενός ή περισσότερων προσώπων που εκτελείται με συνοδεία μουσικής ή τραγουδιού. Στην αρχαιότητα λεγόταν χορός το και το άσμα των ορχουμένων (το τραγούδι) και αυτή η ομάδα των ορχουμένων (χορευτών). Σύμφωνα με τον Maurice Bejarts ο χορός είναι μια από τις σπάνιες ανθρώπινες δραστηριότητες όπου ο άνθρωπος δίνεται ολοκληρωτικά: σώμα, καρδιά και πνεύμα1.
Ως τέτοια δραστηριότητα λοιπόν, εμφανίζεται πολύ νωρίς στις ανθρώπινες κοινωνίες ως μέσο εξωτερίκευσης συναισθημάτων και ως λατρευτική τελετουργία.
Ο Χορός είναι τελετή, είναι συμμετοχή και όχι θέαμα. Είναι δεμένος στενά με τη θρησκεία με τη γιορτή, τη δουλειά, με τον έρωτα, με τον θάνατο. Ο χορός έχει μια δύναμη που υπερβαίνει το νόημα των λέξεων. Χάρη στο ρυθμό και την ιδιορρυθμία του αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της ύπαρξής μας, διότι προτού θεωρηθεί τέχνη είχε προορισμό πολύ πιο ζωτικό και αναγκαίο. Στις πρώτες εκδηλώσεις του στους πρωτόγονους λαούς ο άνθρωπος απευθυνόταν στον χορό για να αυξήσει τις δυνάμεις του, με το χορό προσπαθούσε να αντιδράσει σε ότι του ήταν αδύνατο να πολεμήσει με τις δικές του δυνατότητες, στο χορό εύρισκε διέξοδο στις φυσικές ή στις πνευματικές αδυναμίες του. Με αυτόν τον τρόπο προσπαθούσαν αλλά και επιθυμούσαν επίσης, να ευχαριστήσουν να εξευμενίσουν ή και να προδιαθέσουν οι άνθρωποι τους θεούς τους. Πίστευαν οι αρχαίοι ότι τα άστρα και οι πλανήτες του ουρανού εκτελούσαν κάποιου είδους κοσμικό χορό. Οι αρχαίοι Έλληνες δεν αντιλαμβάνονταν το χορό σαν ξεχωριστή υπόσταση. Αντί γι’ αυτό ήταν στενά συνδεδεμένος με άλλα είδη εμπειριών. Έτσι η λέξη «ορχείσθαι» που μεταφράζεται «χορεύω» είναι ρυθμικές κινήσεις από τα μέρη ή και ολόκληρου του σώματος.. Επίσης η λέξη «Μουσική» η τέχνη των Μουσών περιλάμβανε τη μουσική, την ποίηση και τον χορό που για τους Έλληνες εκείνης της εποχής ήταν όλα μέρος του ίδιου πράγματος.
Ο Πλάτωνας έγραψε «το να τραγουδάει και να χορεύει ωραία κανείς σημαίνει ότι έχει καλή παιδεία» αφιερώνοντας ένα μεγάλο μέρος της προσοχής του στη σημασία του χορού για την εκπαίδευση στην πραγματεία του των «Νόμων».
Δίνει έμφαση στο γεγονός ότι υπάρχουν δύο είδη χορού και μουσικής: το ευγενικό που έχει σχέση με το ωραίο και το έντιμο και το μη ευγενικό, αυτό που μιμείται το άθλιο ή άσχημο .
Στους «Νόμους» ο Πλάτωνας αναφέρει ότι «ο χορός προέκυψε από τη φυσική επιθυμία των νεαρών πλασμάτων να κινήσουν τα σώματά τους για να εκφράσουν διάφορα συναισθήματα και ειδικά τη χαρά. Και συνεχίζει λέγοντας ότι θα έπρεπε όλα τα παιδιά, αγόρια και κορίτσια να είναι όμοια εκπαιδευμένα με ανώτερη μουσική και χορό…
Επίσης αναφέρει ότι η αίσθηση της αρμονίας και του ρυθμού που πράγματι συνθέτουν χορούς από τις φυσικές και ενστικτώδεις κινήσεις είναι χάρισμα των θεών και των Μουσών.
Ανάλογα με το χαρακτήρα του κάθε χορού, ο Πλάτων τους διαιρεί σε τρεις κατηγορίες:
α) τους Πολεμικούς, β) τους Θρησκευτικούς, γ) τους Ειρηνικούς.
Οι πολεμικοί χοροί είχαν σαν σκοπό την προπαρασκευή των ανδρών για τον πόλεμο και τους αγώνες. Ο αρχαιότερος πολεμικός χορός είναι ο χορός των «Κουρητών». Σύμφωνα με τη μυθολογία οι ίδιοι οι θεοί δίδαξαν το χορό στους ανθρώπους. Και είναι η Ρέα αυτή που σύμφωνα με την παράδοση έμαθε το χορό στους Κουρήτες (που το όνομα τους σημαίνει νέοι) στο νησί της Κρήτης για να καλύψουν με το θόρυβο των ασπίδων και των ξιφών τους το κλάμα του μικρού παιδιού του Δία για να το γλιτώσουν από τον πατέρα του τον Κρόνο που καταβρόχθιζε τα παιδιά του και να μην χάσει το θρόνο του.
Ένας επίσης από τους πιο σπουδαίους χορούς είναι ο «Πυρρίχιος» που κατά τον Πλάτωνα είναι μια μίμηση του πολέμου, μια αναπαράσταση των φάσεων του με τη συνοδεία αυλού ή λύρας και τραγουδιών. Η ονομασία του προέρχεται από τη λέξη «πυρ» και σημαίνει τον κόκκινο χορό.
Κατά μία άλλη εκδοχή τον χορό αυτό τον επινόησε ο Πύρριχος που ήταν γιος του Αχιλλέα ή κατ’ άλλους ήρωας της Κρήτης. Ο Πυρρίχιος ήταν γνωστός σ’ ολόκληρη την αρχαία Ελλάδα. Στην Σπάρτη τον θεωρούσαν προγύμνασμα του πολέμου και τον χόρευαν στη γιορτή των Διόσκουρων, ενώ στην Αθήνα τον χόρευαν στις γιορτές των Παναθηναίων.
Οι χορευτές χόρευαν τον Πυρρίχιο πάνοπλοι. Αρχικά γινόταν ένα είδος παρέλασης με στροφές με στροφές προς τα πλάγια (έκνευση), οπισθοχωρήσεις (ύπειξη) άλματα σε ύψος και χαμηλώματα (ταπείνωση). Ακολουθούσαν οι κινήσεις της επίθεσης, οι στάσεις της άμυνας και γενικά όλες οι κινήσεις του πολεμιστή, όπως η στιγμή που ρίχνει το ακόντιό του, το τόξο του, ή κινήσεις με τη λόγχη του. Οι κινήσεις αυτές ήταν ρυθμικές προσαρμοσμένες στον ήχο που προκαλούσαν τα χτυπήματα των όπλων (κλαγγή).
Ειδικά στα αγόρια ο χορός διδάσκονταν σαν ένα βοήθημα στη στρατιωτική εκπαίδευση στην Αθήνα και τη Σπάρτη. Στην «παλαίστρα» και στο «γυμνάσιο» λάβαιναν μέρος σε πυρρίχιους και σε άλλους χορούς που ήταν σχεδιασμένοι για την προετοιμασία τους στην εκτέλεση των κινήσεων της μάχης και ανήκαν σε διάφορες κατηγορίες όπως:
Ποδισμός: (γρήγορη μεταβολή των κινήσεων των ποδιών, για να ασκηθεί ο πολεμιστής σε μάχη σώμα με σώμα).
Ξιφισμός: Κατ’ απομίμηση μάχη, στην οποία ομάδες από νέους ασκούνταν στην πολεμική τέχνη με χορευτική μορφή.
Ώμος: Μεγάλα άλματα με κοντάρι, για να προετοιμασθούν στην υπερπήδηση ψηλών κορμών ή για το σκαρφάλωμα σε τοίχους και φρούρια.
Τετράκομος: Επιβλητικοί σχηματισμοί ομάδων από στρατιώτες που προχωρούσαν μαζικά κατά του εχθρού ή προστάτευαν τους εαυτούς τους μέσω των διασταυρωμένων ασπίδων.
Υπήρχε όπως λέγεται κι ένας πολεμικός γυναικείος χορός προς τιμή της θεάς Άρτεμης, τον οποίο είχαν ιδρύσει και είχαν χορέψει για πρώτη φορά στην Έφεσο οι Αμαζόνες.
Οι Έλληνες πίστευαν ότι ο χορός ήταν δώρο των θεών προς τον άνθρωπο για να μπορεί να ξεχνιέται, μέσω αυτού, από τους κόπους και τις θλίψεις της ζωής του. Περιγραφές χορού συναντάμε σε αρχαιότατα κείμενα και ήδη στον Όμηρο, τον βρίσκουμε σε πλήρη άνθηση, με αποκορύφωμα ασφαλώς της τελειοποίησής του την κλασσική εποχή.
Σύμφωνα με την μυθολογία, ο Δίας σώθηκε από την μανία του πατέρα του Κρόνου, χάρη στον χορό των Κουρητών, και τον θόρυβο που έκαναν τα ξίφη τους καθώς χτυπούσαν τις ασπίδες τους. Η Αθηνά επινόησε πρώτη τον «πυρρίχιο» πολεμικό χορό, για να γιορτάσει τη νίκη της ενάντια στους Τιτάνες.
Γενικά η ανθρώπινη ψυχή, ανακουφίζονταν από τα πάθη της με τις λεπτές εξειδικευμένες κινήσεις των διάφορων χορών. Γι’ αυτό επινόησαν χορούς θρησκευτικούς, πολεμικούς, γυμναστικούς, θεατρικούς, συμποσίων, χορούς για γαμήλιες και άλλες χαρμόσυνες ή πένθιμες πομπές, χορούς εθνικούς ή λαϊκούς. Από την αρχαιότητα μέχρι και την εποχή της αναγέννησης ο Χορός ήταν βασικά ιερός, όπου κάθε κίνηση είχε ένα συμβολικό λόγο και τίποτα δεν ήταν αυθαίρετο. Στην Ελλάδα έχουμε έναν πολιτισμό, στον οποίο ο χορός ξεκίνησε αρχικά ως ουσιώδες στοιχείο της θρησκείας και σαν σημαντικό μέσο στρατιωτικής εκπαίδευσης.
Βαθμιαία έγινε μέρος του αναπτυσσόμενου ελληνικού θεάτρου και στη συνέχεια μέρος της λαϊκής ψυχαγωγίας. Πάντοτε οι Έλληνες είχαν μεγάλη υπόληψη στο χορό. Μια από τις Μούσες όμοια σε βάση με τις Μούσες της επικής ποίησης και της μουσικής, ήταν η Τερψιχόρη, η Μούσα του Χορού.
Ο σεβασμός για το χορό βασίστηκε στην ολοκληρωμένη φιλοσοφία των Ελλήνων κατά τη διάρκεια του 6ου και 5ου αιώνα π.Χ, όπου η πίστη τους στην παράλληλη εκπαίδευση του πνεύματος και του σώματος είναι ουσιώδεις εκφράσεις της ανθρώπινης εξέλιξης.
Είτε είναι Ιερός χορός είτε είναι Λαϊκός χορός, ο χορευτής βρίσκεται μόνος μπροστά στο μεταφυσικό άγνωστο, η ομάδα βρίσκεται ενωμένη στην κοινωνική της λειτουργία. Σε αυτές τις δύο στοιχειώδεις μορφές πρέπει να ψάξουμε και να βρούμε την καταγωγή και την πραγματικότητα κάθε χορού.
Πολλοί από τους πολεμικούς χορούς μετατρέπονται σε θρησκευτικούς (π.χ διονυσιακοί χοροί όπως ο διθύραμβος).
Ο χορός είναι η έκφραση του ρυθμού και της αρμονίας της Φύσης και του Σύμπαντος.
Υπήρχαν συγκεκριμένοι τύποι χορών στο ελληνικό δράμα:
Η Εμμέλεια που συμπεριλάμβανε έναν κώδικα συμβολικών χειρονομιών, μέσω του οποίου ο χορευτής μπορούσε να δώσει μια ολόκληρη ιστορία ενός δραματικού έργου, χωρίς να μιλήσει.
Ο Κόρδαξ που ήταν ο χαρακτηριστικός χορός της κωμωδίας και έχει περιγραφεί ως πρόστυχος και άσεμνος όπου περιλάμβανε περιστροφές του σώματος με υπονοούμενα.
Ο Σίκιννης ήταν ο αντιπροσωπευτικός των ελληνικών σατιρικών έργων του 6ου αιώνα π.Χ. Ήταν ζωηρός, ρωμαλέος, άσεμνος, με πολλές χειρονομίες και ακροβατικά. Συχνά αναπαριστούσε σατιρικά, μυθολογικά θέματα. Ήταν ο χορός των Σατύρων και των Σειληνών που συνοδεύονταν από αστεία και πειράγματα.
.Είναι εντυπωσιακό ότι ακόμα και την περίοδο των Βυζαντινών χρόνων, παρ’ ότι η στάση της Ορθόδοξης –όπως και της Καθολικής – Εκκλησίας υπήρξε εχθρική απέναντι στους χορευτές, κάποιοι από τους αρχαίους ρυθμούς επιβίωσαν και ενσωματώθηκαν από τα λαϊκά κυρίως στρώματα στις καθημερινές τους εκδηλώσεις.
Έτσι οι χοροί αυτής της περιόδου εξακολουθούν να παραμένουν «κύκλιοι» με στοιχεία που παραπέμπουν άμεσα στην σημερινή παραδοσιακή χορευτική πρακτική. Ο «συρτός» των Βυζαντινών για παράδειγμα, χορευόταν από πολλούς χορευτές, με λαβή από τις παλάμες ή με μαντίλια ενδιάμεσα και με τον καιρό εξελίχτηκε σε μικτό χορό.Επιβίωσαν ακόμα την εποχή εκείνη ο «Πυρρίχιος» και «Κόρδακας», ένας αρχαίος άσεμνος χορός που εκτελούταν από υποκριτές του θεάτρου.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ο χορός, σε συνδυασμό με το αναπόσπαστο κομμάτι τους, το τραγούδι, αποτέλεσε ένα ισχυρό όπλο ενάντια στην αλλοτρίωση και την απώλεια της Εθνικής συνείδησης. Είναι σημαντικό να επισημανθεί ότι τη περίοδο αυτή γεννιούνται και νέα είδη χορών που περιγράφουν ηρωικά κατορθώματα και μεγάλες στιγμές της Ελλάδας, πράγμα που ενίσχυε ακόμη περισσότερο την ηθική αντίσταση των υπόδουλων. Τέτοιοι χοροί είναι ο «Καγκελευτός» στην Χαλκιδική, η «Μακρυνίτσα» στην Νάουσα και ο «Χορός του Ζαλόγγου» στην Ήπειρο.
Οι κλέφτικοι χοροί, εξ άλλου, ήταν στενά συνδεδεμένοι με την στρατιωτική προετοιμασία και την ψυχαγωγία των άτακτων στρατιωτικών σωμάτων των κλεφταρματολών.
Mετά την απελευθέρωση και την δημιουργία του πρώτου ελληνικού κράτους, παρατηρείται μια γνήσια παραδοσιακή έκφραση στους χορούς και την μουσική που επηρεάσθηκαν είτε από την ιστορία των περιοχών απ’ όπου προέρχονται είτε από την ομορφιά του ελληνικού τοπίου.
Η γραφικότητα και η ποικιλία των χορών αυτών, η πλειονότητα των οποίων χαρακτηρίζεται από το ερωτικό κυρίως στοιχείο, συνδυαζόμενη με την γραφικότητα των τοπικών φορεσιών, αποτελεί χαρακτηριστικό γνώρισμα του Ελληνικού πολιτισμού και των διάφορων ομάδων που συνιστούν την Ελληνική ταυτότητα. Αποτελεί την γνήσια συνέχεια των λαϊκών χορών της αρχαιότητας, όπως καταφαίνεται σε πολλούς απ’ αυτούς, από το ρυθμό τους και τις κινήσεις τους. Αδιάψευστοι μάρτυρες γι’ αυτό, είναι οι σχετικές περιγραφές των αρχαίων κειμένων, των ανάγλυφων, των τοιχογραφιών, τα οποία η αρχαιολογική σκαπάνη έφερε και φέρνει στο φως.
Σημαντικό επίσης χορευτικό σχήμα, με πανελλήνια διασπορά είναι και ο «Λαβύρινθος». Οι χοροί αυτοί έχουν άμεση συγγένεια με τους αρχαίους χορούς που προέρχονται από το μύθο του Θησέα και του Μινωικού Λαβύρινθου. Σ’ αυτούς, οι χορευτές αλλάζουν φορά σε ημικυκλικά σχήματα, δημιουργώντας έναν πραγματικό λαβύρινθο στον χώρο όπου εκτελούνται. Υπάρχουν πέντε παραλλαγές, ανάλογα με το είδος των «φιδιών» που σχηματίζουν και ανέρχονται σ’ ένα σύνολο τριάντα περίπου χορών στις περιοχές που ζουν ή έζησαν κατά το παρελθόν Έλληνες.