Από τις στήλες του Τύπου άρχισε να εμφανίζεται ένας ιδιότυπος ρατσισμός κατά των Ποντίων. Η αρχή ανιχνεύεται στην αντίθεση των ντόπιων στις περιοχές όπου εγκαθίσταντο. Εμφανίστηκαν κείμενα που αμφισβητούσαν την ελληνικότητα των Ποντίων από την πρώην ΕΣΣΔ, αποκαλώντας τους “τυχών Έλληνες”, ή “Έλληνες” σε εισαγωγικά.
Αποκορύφωμα της ρατσιστικής στάσης ήταν η άρνηση της Κοινότητας του χωριού Μεταμόρφωση της Χαλκιδικής να εγγράψει τους μετανάστες-πρόσφυγες που είχαν εγκατασταθεί σ’ αυτό, στα δημοτολόγια. Στην απόφαση του Κοινοτικού Συμβουλίου χρησιμοποιήθηκαν οι όροι “Ρωσότουρκοι” και “Ρωσοπόντιοι”, ενώ γράφτηκε και η εξής πρόταση: “Οι Ρωσότουρκοι να πάνε στο νομό Ξάνθης”. Το γεγονός παρουσιάστηκε από τον Τύπο ως “Ρατσιστική έκρηξη κατά των Ποντίων”. Η ειρωνία είναι ότι οι ντόπιοι κάτοικοι του χωριού Μεταμόρφωση κατάγονταν από τουρκόφωνους Καππαδόκες πρόσφυγες του 1922. Αντίστοιχο επεισόδιο συνέβη στο χωριό Λητή, έξω από τη Θεσσαλονίκη, όπου δέκα οικογένειες μεταναστών-προσφύγων θέλησαν να δημιουργήσουν τον οικισμό “Νέος Πόντος Μακεδονίας”. Ο πρόεδρος της κοινότητας απευθυνόμενος προς αυτούς είπε: “Να σηκωθείτε να φύγετε. Είστε Ρώσοι, να πάτε στη Ρωσία…”
Μεγάλες διαμαρτυρίες από την πλευρά των ποντιακών οργανώσεων προκάλεσε η παρουσίαση καταλόγου ξένων που φιλοξενούνταν στην Ελλάδα. Στον κατάλογο αυτό, που εκδόθηκε στο πλαίσιο της Πανευρωπαϊκής Αντιρατσιστικής Εκστρατείας με τη συμμετοχή της Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, του Εργατοϋπαλληλικού Κέντρου Θεσσαλονίκης, του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης κ.ά., μεταξύ των Αλβανών, Σέρβων, Βούλγαρων, Πολωνών, Κούρδων, Τούρκων, Φιλιππινέζων, Πακιστανών και μαύρων, συμπεριλαμβάνονταν και οι Πόντιοι.
Επίσης, πολλές φορές οι Έλληνες από την Τσάλκα αντιμετωπίζονταν ρατσιστικά εξ αιτίας της τουρκοφωνίας τους. ‘λλη αντίστοιχη περίπτωση εμφανίστηκε σε ένα τηλεγράφημα από την Αθήνα του ρωσικού πρακτορείου ειδήσεων Itar-Tass, στο οποίο οι Πόντιοι πρόσφυγες από τη Σοβιετική Ένωση παρουσιάζονταν συλλήβδην ως: “μαφιόζικες ομάδες Ρωσοελλήνων”. Η είδηση αυτή κινητοποίησε για άλλη μια φορά τις ποντιακές οργανώσεις που κατήγγειλαν τη συγκεκριμένη πράξη. Κρούσμα μαζικής ρατσιστικής συμπεριφοράς υπήρξε η κατάληψη του 3ου Γυμνασίου-Λυκείου Θεσσαλονίκης από τους μαθητές και τους γονείς τους με την υποκίνηση των καθηγητών τους. Αιτία ήταν η συστέγαση με το σχολείο “παλιννοστούντων”, στο οποίο φοιτούσαν 500 μαθητές. Το αίτημα των καταληψιών ήταν να σταματησει η συστέγαση και να μετεστεγαστεί το σχολείο “παλιννοστούντων”. Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει αυτό το κρούσμα, είναι ότι έγινε σε μία περιοχή που κατοικείται από πρόσφυγες παλαιότερων εποχών και κυρίως του ’22, καθώς και η υποτονική αντίδραση των αρχών της πόλης, των προσφυγικών οργανώσεων και των ποντιακών συλλόγων.
Στην περιφέρεια της Θεσσαλονίκης παρουσιάστηκαν και κρούσματα, τα οποία λίγο απέχουν από το να χαρακτηριστούν “απαρντχάϊντ”, όπως η αυθαίρετη απαγόρευση εισόδου μεταναστών-προσφύγων σε κέντρα διασκέδασης.
Παρόμοια φαινόμενα εμφανίστηκαν και στην Κύπρο, όπου είχαν εγκατασταθεί Ελλήνες από τη Σοβιετική Ένωση. Χαρακτηρισμοί, όπως “Ρωσοπόντιοι” και “Ρώσοι” διαδόθηκαν στα έντυπα, όταν επρόκειτο να αναφερθούν στο συγκεκριμένο πληθυσμό. Εμφανίστηκαν άρθρα στον Τύπο με τα οποία αντιμετωπίζονταν ως ξένοι που βρίσκονταν σε σχέσεις αντιπαράθεσης με τους ντόπιους. Οι Πόντιοι, κυρίως από τη Γεωργία, που εγκαταστάθηκαν στην Κύπρο ομολογούν ότι αυτοί που τους αγκάλιασαν περισσότερο απ’ όλους ήταν οι Ελληνοκύπριοι πρόσφυγες από την κατεχόμενη Κύπρο.
Το αρνητικό στερεότυπο που διαμορφώθηκε στην ελλαδική και στην κυπριακή κοινωνία για τους μετανάστες-πρόσφυγες βασιζόταν σε στοιχεία, όπως ότι είναι ξένοι ή ότι είναι λιγότερο Έλληνες από τους ντόπιους και ότι τους έκαναν χάρη που τους ανέχονταν. Βαθμιαία άρχισε στη κοινή γνώμη η εικόνα τους να μην ξεχωρίζει από τους μη Έλληνες λαθρομετανάστες. Γενικεύτηκε στον Τύπο η χρήση του όρου “Ρωσοπόντιος”, δημιουργώντας στους αναγνώστες την εντύπωση ότι πρόκειται για κάποια εθνοτική ομάδα. Οι ποντιακές οργανώσεις κατήγγειλαν το κλίμα αυτό, αλλά και τη “ρατσιστική συμπεριφορά της πολιτείας”. Κατήγγειλαν ότι πολλές φορές οι αστυνομικοί έκαναν έρευνα σε σπίτια Ποντίων “χωρίς ένταλμα εισαγγελέως, σαν να ήταν αλλοδαποί, εκμεταλλευόμενοι την άγνοια και το φόβο των αδελφών μας”.
Δυστυχώς η κατάσταση αυτή δεν προκάλεσε τα αντανακλαστικά της ελλαδικής κοινωνίας, ούτε καν, σε μαζική κλίμακα, την κοινωνία των παλαιών προσφύγων του 1922.
Ανταλλάξιμη περιουσία και κρατικός ρατσισμός
Αυτός όμως που βαρύνεται για την εξαθλίωση των προσφύγων, είναι ο κρατικός μηχανισμός και όλες ανεξαιρέτως οι κυβερνήσεις από το 1989 μέχρι σήμερα. Η ανυπαρξία προσφυγικής πολιτικής οδήγησε σε απαράδεκτη θέση έναν ελληνικό πληθυσμό που η μοίρα του καθορίστηκε από τη μικρασιατική καταστροφή. Η προέλευσή του από τη μικρασιατική χερσόνησο και η έξοδος από το γενέθλιο τόπο με τη μεγάλη καταστροφή του 1922, έδιναν έναν διαφορετικό χαρακτήρα στην κίνησή του προς την Ελλάδα. Κατ’ αρχάς υπόκειτο των διατάξεων της συνθήκης της Λωζάννης. Πολλοί από τους γέροντες πρόσφυγες ήταν παιδάκια όταν κατέφευγαν στη Ρωσία από τον μικρασιατικό Πόντο για να γλυτώσουν τις σφαγές των Τούρκων. Ολοι αυτοί θα έπρεπε να είχαν το δικαίωμα, ως Μικρασιάτες, να διεκδικήσουν ένα μερίδιο από τα υπόλοιπα της ανταλλάξιμης περιουσίας που διαχειρίζεται τώρα το ΤΑΠΑΠ, και στη συνέχεια η Κτηματική Εταιρεία του Δημοσίου (ΚΕΔ). Ομως η “πανέξυπνη” ελλαδική γραφειοκρατία είχε διασφαλίσει τα παράνομα συμφέροντά της. Το 1962, με Βασιλικό Διάταγμα, απαγόρευσε την διεκδίκηση δικαιώματος επί της ανταλλάξιμης περιουσίας για όσους πρόσφυγες έφτασαν στην Ελλάδα μετά το 1932. Ετσι, ένα μεγάλο κομμάτι εγκλωβισμένων Μικρασιατών στην Σοβιετική Ενωση αποστερήθηκε των κατοχυρωμένων από τη συνθήκη της Λωζάννης δικαιωμάτων. Σήμερα η κυβέρνηση ετοιμάζεται να “ρευστοποιήσει” τα, καθόλου ευκαταφρόνητα, υπόλοιπα της ανταλλάξιμης περιουσίας, ολοκληρώνοντας την κλοπή που πραγματοποίησε εις βάρος των Μικρασιατών προσφύγων μετά το 1992 το κράτος της Ελλάδας.
Αλλά και με τις ΕΟΚικές εισροές για την αντιμετώπιση του νέου προσφυγικού προβλήματος, εισέρευσαν στην Ελλάδα τεράστια ποσά και αρκετοί γραφειοκράτες -κυρίως υπάλληλοι των αρμόδιων υπηρεσιών- σε συνεργασία με ιδιωτικές εταιρείες, πλούτισαν εις βάρος των προσφύγων.
Όλα αυτά τα φαινόμενα θα πρέπει να οδηγήσουν τους υγιώς σκεπτόμενους Ελλαδίτες, τη Διασπορά και τους παλαιούς πρόσφυγες του ’22, να συγκροτήσουν ένα μεγάλο κίνημα αλληλεγγύης προς τους νέους Πόντιους πρόσφυγες.