Τί ήταν εκείνο που έκανε την Ελλάδα κοιτίδα της Φιλοσοφίας και της Επιστήμης;
Γιατί ο φιλοσοφικός στοχασμός, από τον οποίο αργότερα γεννήθηκε η επιστημονική μεθοδολογία και σκέψη δεν άνθισαν στην Αίγυπτο ή στη Βαβυλώνα, όπου και πλούτος μεγαλύτερος υπήρχε και γνώσεις περισσότερες είχαν συσσωρευτεί και επί πλέον η ισχυρότερη κρατική ισχύς εξασφάλιζε πιο μακροχρόνιες περιόδους ειρήνης;
Πολλοί μιλάνε για το ελληνικό θαύμα, το οποίο, όπως ισχυρίζονται, οφείλεται στη φυλετική ανωτερότητα των Ελλήνων.
Παρόμοιοι ισχυρισμοί είναι φυσικά απλές αντιεπιστημονικές καυχησιολογίες. Κατ’ αρχήν η ίδια η ιδέα του θαύματος δεν είναι μονάχα αντιεπιστημονική αλλά και ανελληνική. Οι Έλληνες διανοητές απέρριπταν τα θαύματα. Το θαύμα δεν εξηγεί τίποτα. Αντικαθιστά την εξήγηση με θαυμαστικά.
Ο Δημόκριτος ο Αβδηρίτης ήθελε ο άνθρωπος με τη γνώση να κατακτήσει την αθαμβία, να μη θαυμάζει ως υπερφυσικά, πράγματα και φαινόμενα που μπορούν να ερμηνευθούν. Όσο για τη φυλετική ανωτερότητα, οι αμέσως ενδιαφερόμενοι, οι ίδιοι οι αρχαίοι Έλληνες, ουδέποτε ισχυρίστηκαν κάτι τέτοιο.
Αντίθετα όλοι οι αρχαίοι συγγραφείς μιλάνε με σεβασμό και μεγάλη εκτίμηση για τον πολιτισμό και τις γνώσεις των συγχρόνων τους Αιγυπτίων και Βαβυλωνίων, για την ηθική των Περσών, τη γενναιότητα των Θρακών και γενικά για τις αρετές των γειτονικών τους λαών.
Το ρητό ΠΑΣ ΜΗ ΕΛΛΗΝ ΒΑΡΒΑΡΟΣ είχε αρχικά καθαρά γλωσσική κι όχι πολιτιστική ή πολιτική σημασία.
Σήμαινε απλώς ότι οι μη Έλληνες μιλούσαν ακατάληπτα . Η ίδια η λέξη βάρβαρος απόχτησε τη μειωτική της σημασία πολύ αργότερα, κατά την ελληνιστική εποχή και τη
ρωμαιοκρατία.
Ήταν μήπως η εμπορική και ναυτική δραστηριότητα των Ελλήνων, που προκάλεσαν την πνευματική άνθιση των ελληνικών πόλεων; Οπωσδήποτε το εμπόριο και η ναυτιλία υπήρξαν αποφασιστικά θετικοί παράγοντες, όχι όμως γενεσιουργά αίτια. Εκτός του ότι και στις πιο εμπορικές ελληνικές πόλεις, τη Μίλητο, την Κόρινθο ή την Αθήνα, η γεωργική παραγωγή ήταν πάντοτε ο κυρίαρχος οικονομικός παράγων, επισημαίνω ότι στις φοινικικές πόλεις υπήρξε πολύ μεγαλύτερη ναυτική και εμπορική δραστηριότητα, χωρίς να συνοδεύεται από ανάλογη πνευματική άνθιση. Προφανώς άλλη ήταν η αιτία της ελληνικής ιδιαιτερότητας.
Κι αυτή είναι, κατά κύριο λόγο, η κοινωνική συγκρότηση των ελληνικών πόλεων, ριζικά διαφορετική από τη δομή των κοινωνιών στην Αίγυπτο, τη Μεσοποταμία, τη Φοινίκη και τις άλλες χώρες της Ανατολής. Κατά την Αρχαιότητα, στις πολιτισμένες χώρες της κοντινής Ανατολής, όπως και στις Ινδίες στην Κίνα και αλλού, οι ανάγκες της κατασκευής και συντήρησης εκτεταμένων αρδευτικών έργων, οδήγησε στη συγκρότηση μεγάλων ισχυρών και συγκεντρωτικών κρατών.
Στα κράτη αυτά όλη η εξουσία βρισκόταν στα χέρια του Ανακτόρου και του Ναού, γιατί είχαν τον έλεγχο των αρδευτικών δικτύων και ήταν οι μοναδικοί κάτοχοι της Γνώσης.
Οι απλοί αγρότες, η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, ήταν νομικώς ελεύθεροι και συλλογικοί κάτοχοι της γης, αλλά χωρίς τον έλεγχο των αρδευτικών δικτύων και χωρίς τις απαραίτητες γνώσεις για τον υπολογισμό των εποχών και τον προσδιορισμό της καταλληλότερης εποχής για τις γεωργικές ασχολίες, ήταν ανίκανοι να επιβιώσουν.
Έτσι δέχονταν να υποταχτούν στο δίδυμο της εξουσίας, στο Ανάκτορο και το Ναό και ουσιαστικά ήταν συλλογικοί δούλοι του κράτους. Αυτό ήταν το κοινωνικό σύστημα που οι κλασσικοί ονόμασαν ασιατικό ή ανατολικό
τρόπο παραγωγής, ενώ άλλοι το θεωρούν μια προδρομική μορφή της φεουδαρχίας και που διέφερε ουσιαστικά τόσο από το δουλοκτητικό σύστημα του ελληνορωμαϊκού κόσμου όσο και από το φεουδαρχικό της Δυτικής Ευρώπης, που το διαδέχτηκε.
Η εικόνα που σχηματίζουμε για τα μινωικά και μυκηναϊκά κράτη, από τα αρχαιολογικά ευρήματα και τα κείμενα των πινακίδων με τη γραμμική γραφή Β μας πείθουν ότι έχουμε να κάνουμε με κοινωνίες του ίδιου περίπου τύπου με αυτόν των ανατολικών δεσποτειών και όχι της μορφής των δουλοκτητικών πόλεων-κρατών. Πραγματικά, το κύριο γνώρισμα των κρατικών αυτών σχημάτων του Αιγαίου είναι ότι το ανάκτορο κυριαρχούσε απόλυτα στην οικονομική και πνευματική ζωή της περιοχής που εξουσίαζε.
Ολόκληρη η παραγωγή, το εμπόριο και κάθε πνευματική ή άλλη δραστηριότητα ήταν στα χέρια του άνακτα, της αυλής και της πολύπλοκης γραφειοκρατίας που τους περιστοίχιζε. Έμοιαζαν δηλαδή τα μινωικά και μυκηναϊκά αυτά “βασίλεια” με τα σύγχρονά τους κράτη της Αιγύπτου και της Μεσοποταμίας, με τα οποία προφανώς διατηρούσαν στενούς εμπορικούς και πνευματικούς δεσμούς από την προϊστορία ακόμη.
Αλλά τα μινωικά και τα μεταγενέστερα μυκηναϊκά κρατικά σχήματα, μολονότι δεσπόζουν στον ελλαδικό και αιγιακό χώρο για πολλούς αιώνες, δεν είναι και οι μοναδικές μορφές κοινωνικής οργάνωσης στην περιοχή αυτή. Στα περισσότερα μικρά νησιά του Αιγαίου, αλλά και σε παράλιες ή ορεινές, απομονωμένες περιοχές της ηπειρωτικής Ελλάδας, ταυτόχρονα και παράλληλα με τα ισχυρά μυκηναϊκά βασίλεια, υπήρχαν μικρές ανεξάρτητες κοινότητες, στις οποίες απουσίαζαν ή ήταν ασήμαντες τόσο η ταξική ανισότητα και η περιουσιακή διαφοροποίηση των μελών τους.
Στις κοινωνίες αυτές επιβίωναν πολλοί από τους θεσμούς του παλαιότερου γενοφυλετικού συστήματος. Μολονότι η οικονομική, πολιτιστική και πολιτική συμβολή των περιοχών αυτών στην εικόνα που σχηματίζουν οι ιστορικοί για το προϊστορικό Αιγαίο είναι πολύ μικρή, η επίδραση που είχαν στις μεταγενέστερες εξελίξεις είναι στην πραγματικότητα πολύ σημαντική.
Στις νησιωτικές και ηπειρωτικές αυτές κοινότητες ο πλούτος, που προερχόταν από το ψάρεμα, τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τη ναυτιλία, το εμπόριο (και την πειρατεία), δεν ήταν αρκετός για να συντηρήσει προνομιούχα στρώματα κι ακόμα λιγώτερο, για να εξασφαλίσει τους όρους για να υπάρξει ανάκτορο και αυλή, ενώ από την άλλη μεριά η ισότιμη συμμετοχή όλων των ενήλικων μελών τους σε ριψοκίνδυνες δραστηριότητες, όπως η ναυτιλία, το ψάρεμα και η πειρατεία, απέκλειαν την ανάδειξη αρχηγικών στρωμάτων.
Στα μέρη αυτά επιβιώσανε οι δημοκρατικές παραδόσεις του κοινοτικού συστήματος, όπως η συνέλευση των μελών της κοινότητας, το αιρετό των αρχοντων κλπ. που μεταβιβάστηκαν αργότερα στις ελληνικές πόλεις- κράτη.
Τα μυκηναϊκά κράτη τόσο στην ηπειρωτική Ελλάδα όσο και στην Κρήτη και τα νησιά παρακμάσανε και αποσυντέθηκαν, κατά τον 12ο και 11ο αιώνες πριν από τη χρονολογία μας. Λίγο πιο πριν το ισχυρό κράτος των Χετταίων στη Μικρασία εξαφανίζεται από την ιστορία, ενώ μεγάλες επιδρομές και άλλες αναστατώσεις είχαν προηγηθεί στην Κάτω Αίγυπτο και τις ακτές της Συρίας.
Πολλές θεωρίες έχουν διατυπωθεί για τα αίτια των αναστατώσεων αυτών και ειδικότερα για τα αίτια της αποσύνθεσης των μυκηναϊκών βασιλείων. Η ιστορική επιστήμη δεν έχει ακόμα πει την τελευταία λέξη. Η κοινωνία που διαδέχτηκε τα μυκηναϊκά βασίλεια, διατήρησε χαρακτηριστικά γνωρίσματα τόσο από αυτά όσο και από τις παλαιότερες κοινότητες των γενών.
Ο Όμηρος ενώ μιλά για ισχυρούς άνακτες σαν τον Αγαμέμνονα ή το Νέστορα, ταυτόχρονα αναφέρει συνελεύσεις των πολεμιστών στις οποίες οι ισχυροί αυτοί βασιλείς έπρεπε να δώσουν λόγο.
Στην κατακερματισμένη από βουνά και θάλασσες Ελλάδα, όπου οι μεγάλοι κάμποι σπάνιζαν και δεν υπήρχε ανάγκη αλλά ούτε και δυνατότητα κατασκευής μεγάλων αρδευτικών έργων, στη θέση των παλιών μυκηναϊκών βασιλείων, που χάθηκαν, δε συγκροτήθηκαν ξανά ισχυρά συγκεντρωτικά κράτη, παρόμοια με εκείνα της Ανατολής.
Τόσο οι οικονομικές όσο και οι πολιτικές συνθήκες είχαν αλλάξει. Εξ άλλου για πολλούς αιώνες έχουμε πλήρη σχεδόν διακοπή των εμπορικών και πνευματικών δεσμών του Αιγαίου με την Αίγυπτο, τη Συρία και τη Μεσοποταμία.
Κάθε μικρή περιοχή, νησί ή χερσόνησος ή κοιλάδα, αποτελούσε ιδιαίτερη οικονομική και συνεπώς και πολιτική ενότητα κι ο πληθυσμός της αντιμετώπιζε σοβαρά προβλήματα επιβίωσης, που τα ξεπερνούσε με σκληρή εργασία ενώ η κοινωνική ανισότητα και η περιουσιακή διαφοροποίηση μεγάλωναν. Εδώ βαθμιαία αναπτύχθηκε η κλασσική μορφή δουλοκτησίας, μολονότι η έκταση της, η σημασία της και η θεσμική της κατοχύρωση παρουσιάζουν πολύ μεγάλη ποικιλία από περιοχή σε περιοχή.
Στην Ελλάδα της γεωμετρικής και αρχαϊκής εποχής, δημιουργήθηκαν ομοσπονδίες αρκετών χωριών (κωμών) μιας περιοχής, που αποτελούσε γεωγραφική και οικονομική ενότητα. Βαθμιαία μια από τις κώμες αυτές, που βρισκόταν στο κέντρο της περιοχής ή σε πλεονεκτική γεωγραφική θέση, συνήθως πάνω σε κάποιον οχυρό λόφο, μετατρέπεται σε πόλη .
Είναι ο λεγόμενος συνοικισμός, εξέλιξη κοσμοϊστορικής σημασίας, σ’ότι αφορά τις επιπτώσεις της. Η διαδικασία δημιουργίας πόλεων με την πολιτική και κοινωνική σημασία του όρου, κράτησε αιώνες, συνοδεύτηκε από έντονες κοινωνικές αναστατώσεις και ταξικές διαμάχες και σε ορισμένες απομονωμένες περιοχές της Ελλάδας συνεχίστηκε ακόμα και μετά την κλασσική εποχή. Στην ελληνική πόλη οφείλονται οι περισσότεροι από τους πολιτικούς θεσμούς που ισχύουν ως σήμερα.
Η διαδικασία δημιουργίας πόλεων ως αυτοδύναμων πολιτικών κυττάρων δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό φαινόμενο. Προηγήθηκαν ανάλογα φαινόμενα συνοικισμού στη Σουμερία και στην κοιλάδα του Νείλου, κατά την 4η χιλιετία, στην κοιλάδα του Ινδού, στις κοιλάδες των Χουάγκ Χο και του Γιαγκτσε Κιαγκ, κατά την 3η και 2η χιλιετία, στις ακτές της Φοινίκης και σποραδικά σε άλλα σημεία του κόσμου. Όμως, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων αυτών, η πόλη που δημιουργήθηκε από το συνοικισμό δεν μακροημέρευσε ως αυτόνομος πολιτικός οργανισμός. Πολύ σύντομα υποτάχθηκε στο Ναό του τοπικού θεού και έγινε απλό εξάρτημά του ή συνενώθηκε σε μεγαλύτερες πολιτικές οντότητες, σε μεγάλα βασίλεια ή αυτοκρατορίες, χάνοντας τα κυριώτερα αυτόνομα χαρακτηριστικά της.
Αυτό δεν έγινε στην Ελλάδα της αρχαϊκής εποχής. Εδώ οι πόλεις έγιναν κέντρα μικρών ανεξάρτητων κρατών, η έκταση των οποίων περιορίζονταν ουσιαστικά στην πόλη με τη γύρω περιοχή της. Στα κράτη αυτά στην αρχή την εξουσία κατείχαν οι γαιοκτήμονες , συνήθως απόγονοι είτε των αρχηγών των φυλών που είχαν εισβάλει στα παλιά μυκηναϊκά βασίλεια, είτε των αρχαίων βασιλικών οικογενειών.
Σε πολλά κράτη η κυριαρχία των αριστοκρατών αυτών συνεχίστηκε για πολύ μεγάλο διάστημα, αλλά σε πολλά άλλα οι γαιοκτήμονες πολύ σύντομα, ύστερα από έντονους ταξικούς αγώνες, αναγκάστηκαν να μοιραστούν την εξουσία με τα ανερχόμενα μεσαία στρώματα των ναυτικών, των εμπόρων και των βιοτεχνών κι αυτό είχε βαθύτατες συνέπειες όχι μόνο στην πολιτική αλλά και στην πνευματική εξέλιξή τους.
Υπήρξαν βεβαίως περιοχές όπου για ειδικούς λόγους δεν δημιουργήθηκαν πόλεις με την αρχαιοελληνική σημασία του όρου αλλά εξακολούθησαν να υφίστανται οι ομοσπονδίες των παλιών χωριών.
Στις περιοχές αυτές, κατά κανόνα καθυστερημένες από κοινωνικής πλευράς) αργοτερα εμφανίζονται τα λεγόμενα κοινά (Βοιωτών, Θεσσαλών κ.ά.) που δεν έχουν το χαρακτήρα των πόλεων – κρατών.
Σε πόλεις-κράτη που έμειναν αποκλειστικώς αγροτικές, η εξουσία των αριστοκρατών διατηρήθηκε επί αιώνες. Στα κράτη αυτά οι λαϊκές συνελεύσεις, παρόμοιες με τις συνελεύσεις των πολεμιστών, όπως τις περιγράφει ο Όμηρος, είχαν πολύ λίγες αρμοδιότητες, κατά κανόνα γνωμοδοτικές και επικυρωτικές των αποφάσεων της ολιγαρχικής εξουσίας.
Οι θεσμοί ήταν αδιαμόρφωτοι και αδύναμοι και οι νόμοι, βασισμένοι στο εθιμικό δίκαιο, δεν ήταν συνήθως γραπτοί. Αντίθετα σε πόλεις-κράτη, όπου αναπτύχθηκε το εμπόριο, η βιοτεχνία και η ναυτιλία, τα μεσαία στρώματα σε συμμαχία με τους μικροϊδιοκτήτες ανέτρεψαν την ολιγαρχία των αριστοκρατών και εγκαθιδρύσανε τυραννίες, δηλαδή αυταρχικές κυβερνήσεις επικεφαλής των οποίων ήταν δημοφιλή άτομα, πολλές φορές λαϊκής καταγωγής, που χτύπησαν την κοινωνική και οικονομική βάση της αριστοκρατίας.
Κατά κανόνα τις τυραννίες αυτές τις διαδέχτηκαν δημοκρατικά καθεστώτα, στα οποία η έκταση και το βάθος της δημοκρατίας ποικίλλει. Η πορεία από την κληρονομική μοναρχία στην αριστοκρατική ολιγαρχία και από αυτήν στην τυραννία και τη δημοκρατία σηματοδοτεί και τη μετάβαση από την κλειστή κοινωνία της μυκηναϊκής εποχής στην ανοικτή κοινωνία της αρχαϊκής και κλασσικής Ελλάδας και βρήκε τη σπουδαιότερή της έκφραση στον πνευματικό κυρίως τομέα.
Στις μεγάλες πολιτισμένες χώρες της Ανατολής, όπως στην Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία, όχι μονάχα η οικονομική αλλά και κάθε πνευματική δραστηριότητα ήταν συγκεντρωμένες στο Ανάκτορο και το Ναό. Οι ιερείς των αιγυπτιακών και βαβυλωνιακών ναών, μοναδικοί κάτοχοι της Γνώσης και της Σοφίας, συγκέντρωναν κατά καιρούς τα εξυπνότερα και πιο προικισμένα παιδιά της περιοχής στο ναό και εκεί σε ατμόσφαιρα υποβολής και μυστικισμού τους δίδασκαν όσα εκείνοι γνώριζαν, για να γίνουν εν καιρώ ικανά να τους διαδεχθούν.
Ο,τι μάθαιναν με τον τρόπον αυτόν οι νεαροί μαθητές ήταν δεδομένο και αδιαμφισβήτητο και την αλήθεια του την εγγυόταν το κύρος των δασκάλων. Η Γνώση δηλαδή μεταβιβαζόταν ως εξ αποκαλύψεως αλήθεια, χωρίς να συνοδεύεται από καμμιά διαδικασία απόδειξης της αλήθειας αυτής, εφ’ όσον η ιερή προέλευσή της έκανε περιττή κάθε παρόμοια διαδικασία. Αυτό απέκλεισε οριστικά και τελεσίδικα κάθε δυνατότητα να μετατραπούν οι συσσωρευμένες γνώσεις σε Επιστήμη.
Αντίθετα στις ελληνικές πόλεις, των αρχαϊκών χρόνων, όπου η παραγωγή ήταν υπόθεση όλης της κοινωνίας και βασιζόταν στην εργασία των ελεύθερων μκροϊδιοκτητών, το Ανάκτορο είχε από νωρίς εκλείψει και ο Ναός είχε πολύ μικρή ισχύ. Οι διανοητές στις ελληνικές πόλεις ήταν και αυτοί σαν τους λοιπούς πολίτες. Δεν ήταν οι αποκομμένοι από την κοινωνία ιερείς των αιγυπτιακών και βαβυλωνιακών ναών, αλλά μετείχαν στην πολιτική ζωή. όπως ο Σόλων ο Αθηναίος, ο Εμπεδοκλής ο
Ακραγαντίνος, ο Ηράκλειτος ο Εφέσιος ή ο Ζήνων ο Ελεάτης, ο οποίος μάλιστα έχασε τη ζωή του κατά τις πολιτικές διαμάχες. Είχαν επίσης οικονομικές δραστηριότητες, όπως ο Θαλής ο Μιλήσιος και ήταν πάντοτε σε στενή σχέση με τους εμπόρους, τους τεχνίτες και τους ναυτικούς της πόλης τους.
Θέλοντας να ικανοποιήσουν τα ερωτήματα που έβαζαν οι ναυτικοί και οι έμποροι της Ιωνίας, οι οποίοι ταξίδευαν σ’όλα τα πλάτη και μήκη της Μεσογείου, ερεύνησαν τον έναστρο ουρανό και τον γνωστό τότε κόσμο.
Μελέτησαν τη φύση στο σύνολο της, αλλά και τον άνθρωπο ως αναπόσπαστο μέρος της και την ανθρώπινη κοινωνία ως απαραίτητο για την επιβίωσή του πλαίσιο. Σε όλα τα αντικείμενα της έρευνάς τους αναζήτησαν το βαθύτερο νόημα τους και την πρωταρχική ουσία τους, δημιουργώντας έτσι τη Φιλοσοφία.
Σ’ αντίθεση με όσα συνέβαιναν στην Ανατολή, η παρακολούθηση των μαθημάτων των ελλήνων σοφών ήταν εθελοντική και κατά κανόνα γινόταν με πληρωμή. Ήταν λοιπόν υποχρεωμένοι οι Έλληνες δάσκαλοι να αποδείξουν την αλήθεια των όσων δίδασκαν, υποχρέωση που δεν είχαν οι Αιγύπτιοι ή Βαβυλώνιοι συνάδελφοί τους. Η υποχρέωση αυτή γέννησε τις διαδικασίες της απόδειξης, της δοκιμασίας και της επαλήθευσης, τον ορισμό, το θεώρημα και το αξίωμα, τη διαλεκτική και τη λογική, βάζοντας έτσι τα θεμέλεια των Επιστημών.
Καταλήγοντας, δεν μπορούμε να αρνηθούμε ότι και οι Έλληνες της αρχαιότητας ήταν οπωσδήποτε άνθρωποι πρωτόγονοι. Πίστευαν σε μύθους, μυστήρια και οιωνούς, είχαν δεισιδαιμονίες και προλήψεις. Όμως για πρώτη φορά στην ιστορία της ανθρωπότητας η κοινωνική ζωή ενός ολόκληρου πληθυσμού πήρε τόσο κοσμική – λαϊκή έκφραση. Η πολιτική, η νομοθεσία, η οικονομία, η λογοτεχνια και η τέχνη από πολύ νωρίς απελευθερώθηκαν από τα δεσμά της θρησκείας και τον έλεγχο του ιερατείου. Γεννήθηκε η φιλοσοφία, που άρχισε να διαμορφώνει μια τελείως πρωτότυπη ερμηνεία του κόσμου, της κοινωνίας και του ανθρώπου, στηριγμένη στη φύση. Μπήκαν τα θεμέλια της επιστήμης, που καθιέρωσε τη μελέτη του κόσμου και του ανθρώπου, με βάση τη λογική.
Ανάμεσα σε έναν πληθυσμό πρωτόγονων ανθρώπων εμφανίστηκαν τα πνεύματα εκείνα που με τη διαύγεια, την ευθύτητα και την παρρησία της σκέψης τους, τον απελευθέρωσαν σε μεγάλο και πρωτοφανή έως τότε βαθμό, από το δεσποτισμό, τη μυστικοπάθεια και το φόβο.
Οι Ελληνες αντάλλαξαν πολλά, γνώσεις, ανακαλύψεις, θεσμούς και ιδέες με τους άλλους γειτονικούς λαούς, με τους οποίους ειχαν ταχτικές επαφές, ιδίως από τους Αιγύπτιους, τους Φοίνικες, τους Βαβυλώνιους. Ο,τι πήραν όμως δεν ήταν μια δουλική αντιγραφή και μίμηση αλλά στάθηκε αφορμή για τη δημιουργική του μεταμόρφωση.
Η Φιλοσοφία και η Επιστήμη, όπως και η Δημοκρατία και η Πολιτική, δεν ήρθανε από την Ανατολή αλλά δημιουργήθηκαν εδώ.
Του Δ. Σαραντάκου
Πηγή: GREEK SURNAMES