Η Ειρεσιώνη είναι ο πρόγονος του χριστουγεννιάτικου δέντρου και καλείται το κλαδί ελιάς, πάνω στο οποίο έχουν πλέξει λευκές ή πορφυρές κορδέλες από μαλλί και έχει κρεμασμένους όλων των ειδών τους καρπούς (εκτός του πίου και του μήλου) της πρώτης φθινοπωρινής σοδειάς. Επίσης κατά την περιφορά τοποθετούσαν επάνω του άρτους, οινοχόες γεμάτες με κρασί, ορμαθούς από βελανίδια, λάδι, μέλι. Η ειρεσιώνη είναι πιθανόν να πήρε το όνομά της από το μαλλί “είρος”, που έπαιρναν από το ιερό ζώο. Για τους αρχαίους Έλληνες αποτελούσε σύμβολο ευφορίας.
Τις ειρεσιώνες αφιέρωναν στη θεότητα, τη χορηγό των αγαθών της Γης και άλλοτε τις έβαζαν έξω από την πόρτα του ναού της για να επικαλεστούν τη συνδρομή της κατά του λιμού (της σιτοδείας), των επιδημιών ή άλλων θεομηνιών. Άλλοτε τις αναρτούσαν πάνω στις πόρτες των οικιών τους για να αποδώσουν ευχαριστίες στη θεότητα. Ειδικά στην Αθήνα, ορισμένες ειρεσιώνες αφιερώνονταν κατά τα Θαργήλια και Πυανέψια στον Απόλλωνα και τις Ώρες, σε έκφραση ευχαριστίας για τη γονιμότητα του έτους που λήγει και παράκληση της συνέχισής της και κατά το επόμενο. Άλλοι αναφέρουν ότι τις περιέφεραν και τις κρεμούσαν προς τιμήν του “Ηλίου και των Ωρών”…..
Ειρεσιώνη – Ο Πρόγονος του Χριστουγεννιάτικου Δέντρου
Η Ειρεσιώνη (από το είρος = έριον, μαλλίον) είναι κλάδος αγριελιάς (κότινος – cotton)) στολισμένος με γιρλάντες από μαλλί λευκό και κόκκινο και τους πρώτους φθινοπωρινούς καρπούς (σύκα, καρύδια, αμύγδαλα, κάστανα, δημητριακά, κ.λ.π., εκτός του μήλου και του αχλαδιού). Ήταν έκφραση ευχαριστίας για την γονιμότητα του λήξαντος έτους και παράκληση συνεχίσεως της γονιμότητας και ευφορίας και κατά το επόμενο έτος και ήταν αφιερωμένη στην Αθηνά, τον Απόλλωνα και τις Ώρες (Ευνομία, Δίκη, Ειρήνη).
Την εβδόμη ημέρα του μηνός Πυανεψιώνος (22 Σεπτεμβρίου – 20 Οκτωβρίου), παιδιά των οποίων και οι δύο γονείς ζούσαν ,περιέφεραν την Ειρεσιώνη στους δρόμους της πόλης των Αθηνών τραγουδώντας τις καλένδες (κάλαντα) από σπίτι σε σπίτι, παίρνοντας το φιλοδώρημά τους από τον νοικοκύρη ή την κυρά και όταν έφθαναν στο σπίτι τους κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την εξώπορτά τους, όπου έμενε εκεί μέχρι την ιδία ημέρα του νέου έτους, οπότε, αφού τοποθετούσαν την νέα, κατέβαζαν την παλιά και την έκαιγαν. Άλλα παιδιά κρεμούσαν την Ειρεσιώνη πάνω από την θύρα του Ιερού του Απόλλωνος.
Ιδού ένα απόσπασμα από τα κάλαντα:
Η Ειρεσιώνη φέρνει κάθε τι καλό, σύκα και αφράτα ψωμάκια που μας τρέφουν και μέλι γλυκό και λάδι απαλό και ξέχειλους κύλικες με καλό κρασί για να μεθύσει και να κοιμηθεί.
“Τα κλαδιά των δέντρων τα στόλιζαν με άνθη, ταινίες (κορδέλες), έρια (μαλλιά) και μικράς σφαίρας εκ μετάλλου, που παρίσταναν τους πλανήτας, τον Ήλιον και την Σελήνην.” Ιστορία της λατρείας του Βάκχου. Χ. Ζανμέρ.
Εκτός από τα κλαδιά της ελιάς, περιέφεραν επίσης και κλαδιά Δάφνης προς τιμήν του Απόλλωνος στα Θαργήλια, εορτή που ετελείτο την Άνοιξη (27 Απριλίου – 26 Μαΐου), όπου πάλι έκαιγαν την παλιά Ειρεσιώνη και κρεμούσαν την νέα έξω από τις πόρτες τους.
Πρόγονος λοιπόν του Χριστουγεννιάτικου δέντρου είναι η Ειρεσιώνη , όπου μέσω αυτής μεταδόθηκε το έθιμο του στολισμένου δέντρου στους βόρειους λαούς από τους Έλληνες ταξιδευτές, οι οποίοι ελλείψεως ελαιοδένδρων, στόλιζαν κλαδιά από τα δέντρα που εφύοντο στον κάθε τόπο.
Το έθιμο της Ειρεσιώνης καταδικάστηκε ως ειδωλολατρικό από το θεοκρατικό καθεστώς του Βυζαντίου και απαγορεύτηκε η τέλεσίς του. Αιώνες αργότερα το ίδιο έθιμο επανήλθε με την μορφή Χριστουγεννιάτικου και Πρωτοχρονιάτικου δένδρου από τους Βαυαρούς που συνόδεψαν τον Όθωνα στην Ελλάδα, ως δικό τους Χριστουγεννιάτικο έθιμο.
Παρ’ όλα αυτά, το έθιμο της Ειρεσιώνης υπήρχε πάντα στην ιστορική μνήμη των Ελλήνων, γι αυτόν τον λόγο, το Χριστουγεννιάτικο δένδρο υιοθετήθηκε αμέσως.
(Πηγές : Λεξικό LIDDEL & SCOTT, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους της ΕΚΔΟΤΙΚΗΣ ΑΘΗΝΩΝ, Φινέα Γιορτές Αρχαίων Ελλήνων, περιοδικό ΙΧΩΡ, Γ. Λεκάκης)
Σημείωση : Κότινος = αγριελαία – κοτινάς είναι ο καρπός του κοτίνου.
Κότινος ή Ειρεσιώνη – Κλάδος ελαίας στολισμένος με τούφες λευκού ερίου (μαλλιού) που έδιναν ακριβώς την εντύπωση του “βάμβακος”. “Είρια από ξύλου”, “δενδρόμαλλον”
Cotton ή coton διεθνώς σημαίνει το βαμβάκι, βαμβακερόν κ.λ.π
Στην Γερμανική είναι Baum-Wolle .Δηλαδή “έριον δένδρου”. Ο συνειρμός είναι εκ του Κοτίνου : “είρια από ξύλου”.