Το όνομα “Ειμαρμένη” σχετίζεται ετυμολογικά με την λέξη “μοίρα”. Η λέξη προκύπτει από το αρχαίο ρήμα μείρομαι, που σημαίνει λαμβάνω σε διαμοιρασμό το μερίδιό μου. Ο τύπος του ρήματος αυτού στον παρακείμενο χρόνο της παθητικής φωνής είναι «είμαρμαι». Ως κύριο όνομα, είναι η προσωποποίηση της μεγαλύτερης δύναμης, που κυριαρχεί στη Φύση και κανονίζει τις ενέργειες των Θεών. Θεωρείται η κυρίαρχος των Μοιρών καθώς καθορίζει το θέλημα τους.
Η Ειμαρμένη είναι το πεπρωμένο, το αναπόφευκτο, που πολύ συχνά ταυτίζεται με την Ανάγκη σε έναν Κόσμο συνύπαρξης Θεών και ανθρώπων, ο οποίος διέπεται από αυστηρή νομοτέλεια. Η Ειμαρμένη αποτελεί το καθορισθέν υπό της Μοίρας, τον «Λόγο του Κόσμου». Θεωρείται ως μία αδιάσπαστη αλυσίδα αιτιοτήτων, την οποία οι Στωικοί αντιλαμβάνονται ως φυσική και ηθική δύναμη, σχεδόν ταυτιζόμενη με τον Θεό, αλλά και με την Δικαιοσύνη και την Πρόνοια, σύμφωνα και με τις απόψεις του Παρμενίδου και του Δημοκρίτου. Είναι η αμείλικτη εξέλιξη των φυσικών τάσεων του Παντός. Την επικράτηση της αναγκαιότητος και της Ειμαρμένης σε όλον τον Κόσμο, δέχονται και οι Ατομικοί Λεύκιππος και Δημόκριτος (Διογένης Λαέρτιος, 9, 33 και 45) ενώ κατά τον Ξενοκράτη, οι Μοίρες παραστέκουν στην ανθρώπινη Γνώση, ορίζοντας η κάθε μία από ένα εκ των τριών τμημάτων της τελευταίας (Επιστήμη – Αίσθηση – Δόξα). Κατά τον Στωικό Χρύσιππο, η Ειμαρμένη είναι «μια ορισμένη φυσική και συγκροτημένη διάταξη των πάντων μέσα στην αιωνιότητα, όπου μια ομάδα πραγμάτων αενάως απορρέει από άλλη και εμπλέκεται με άλλη, σε μία απαραβίαστη αλληλουχία» (Γέλλιος, «Αττικές Νύκτες» η.ι.3).
Η Ειμαρμένη δημιουργεί γεγονότα όχι όμως ανθρώπινες ποιότητες, οι οποίες είναι αποτέλεσμα αποκλειστικώς της ανθρώπινης ελεύθερης βούλησης. Οι Πυθαγόρειοι τοποθετούν τον ανθρώπινο βίο ανάμεσα σε δύο πόλους,
την εξαναγκαστική Ανάγκη και
την ελευθεροβουλητική Δύναμη (Ιεροκλής, «Χρυσά Έπη», 8), ενώ η Ειμαρμένη, απαντάται και στον Ηράκλειτο, κατά τον οποίο τα πάντα γίνονται «καθ’ ειμαρμένην», υπό την έννοια όμως του «κατ’ αναλογίαν». Οι Στωικοί ορίζουν από την πλευρά τους την Ειμαρμένη, ως μία ταυτοχρόνως φυσική και θεϊκή οργανωτική δύναμη του Κόσμου, που αποτελεί τον Λόγο και την νομοτέλεια του Παντός, δύναμη, που διατηρεί και διατηρείται κυβερνώντας και περιλαμβάνοντας τα ενάντια, ταυτόσημη με την Μοίρα, την Πρόνοια, την Φύση, το Σύμπαν, και εν τέλει με τον ίδιο τον Θεό Δία.
Κατά τον Χρύσιππο, όλα τα παρελθόντα συνέβησαν, τα παρόντα συμβαίνουν και τα μέλλοντα θα συμβούν. Η Ειμαρμένη ή η Πρόνοια είναι αυτό που δεν εξαρτάται από τον άνθρωπο και η Ελευθερία ή το Αυτεξούσιο είναι το δεδομένο και το ζητούμενο του βίου των θνητών στη μακρά οδό προς την τελείωσή τους, που είναι η γνωριμία τους με τους Θεούς ως Θεοσοφιστές.
Φιλολογική Εξέλιξη Η ειμαρμένη ως όρος δεν υπάρχει στους τραγικούς, είναι όμως συχνός στον Πλάτωνα, στους Αττικούς ρήτορες και προπάντων στη Στωική Φιλοσοφία, της οποίας αποτελεί ως έννοια το σημαντικότερο θέμα και πρόβλημα. Πρώτος ο ιδρυτής της Στοάς Ζήνων (335-262 π.Χ.) έγραψε βιβλίο “Περί Ειμαρμένης”. Η αναλυτική φιλοσοφία της έννοιας της Ειμαρμένης συνεχίσθηκε χωρίς διακοπή και από διάφορους διανοουμένους. Ο Επίκουρος, απαντώντας στον Ζήνωνα, έγραψε και αυτός “Περί Ειμαρμένης”, επίσης ο Χρύσιππος, ο μεγαλύτερος θεωρητικός της Στοάς (3ος αιώνας π.Χ.), ο Ποσειδώνιος, ο Πλούταρχος, ο Αφροδισιεύς Αλέξανδρος, ο Ιεροκλής, ο Γρηγόριος Νύσσης, ο Ιωάννης Χρυσόστομος. Το περιεχόμενο της έννοιας παρουσιάζεται ποικίλο, με κεντρική ιδέα όμως την αναγκαιότητα της μοίρας. Οι Ίωνες φιλόσοφοι και ο Πυθαγόρας την αντιλαμβάνονται ως παγκόσμιο νόμο, που επηρεάζει και τον άνθρωπo από τη γέννηση ως τον θάνατό του.
Ο Πλάτων αρχικά δεν δέχεται την απόλυτη αναγκαιότητα της Ειμαρμένης στον Γοργία και στον Φαίδρο, αργότερα όμως στην Πολιτεία και στους Νόμους, παραδέχεται την απεριόριστα καθοριστική δύναμη της και στον άνθρωπο και στον Κόσμο, αλλά δεν τη θεωρεί ως αυθύπαρκτη ουσία πιστεύει μόνο ότι πρόκειται για νόμο κατά τον οποίο τελείται το γίγνεσθαι, δηλαδή το θέλημα των Θεών. Η Ειμαρμένη θεοποιήθηκε από τους Στωικούς και ανυψώθηκε σε μέγιστη θεότητα που καθορίζει τα πάντα. Οι ιδέες αυτές των Στωικών είναι παράλληλες και σαφώς επηρεασμένες από την θεολογία των Βαβυλωνίων, των οποίων οι αντιλήψεις έγιναν γνωστότερες στον Ελληνικό Κόσμο από την εποχή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Από τότε διαδόθηκε ευρύτατα και στον λαό η αστρολογική αντίληψη της Ειμαρμένης —ότι δηλαδή η θέση των άστρων καθορίζει και τη μοίρα του ανθρώπου από τη γέννησή του. Η άποψη αυτή διατηρήθηκε και κατά τον Μεσαίωνα, με τεράστιες συνέπειες για την πορεία της ανθρωπότητας, ώσπου έγινε κανόνας σήμερα για την πρόσληψη εργαζομένων σε συγκριμένες θέσεις με συγκεκριμένα αστρολογικά κριτήρια.