Τι μπορούν να γνωρίζουν οι μέτρια ζώντες
απ’ το μαρτύριο το υπέροχο, της ζωής
μαρτυρίαν ηδονικήν έκφραση ολόκληρη
παραφορά της ύπαρξης προσφορά,
χαρά της έξοχης είδησης
αστραφτερή ώρα ένταση, αίσθηση
ακόρεστη, μοναδική, ακόρεστα μοναχική.
Τι μπορούν να ξέρουν αυτοί
που περπατούν πάνω στη γη
και δεν αισθάνονταί την
που αποπνέει ανάσα, μέθη,
όταν ο ήλιος την ανάβει ερωμένη
ευτυχισμένη κι υπάκουη.
Απάντηση του προσφέρει εκείνη
στους πύρινους πόθους την έκσταση
της καλοκαιρινής καλλονής.
Μεσημεριάτικα, όταν το φως
είναι αλαλαγμός κρυστάλλινος,
γίνονται οι γάμοι με το φως,
που δέχονται τα έγκατα της γόνιμης μητέρας.
Τι απ’ το φως αυτό μπορούν
να αισθανθούν, να πάρουν, να δεχτούν
εκείνοι που τόσο λίγο ζουν
και τη λαχτάρα πόνο βαθύ την αγνοούν.
Τι βλέπουν οι ολίγον ζώντες
από τη μέθη της ζωής;
Γι’ αυτούς ο πόνος την ηδονή δεν ανταμώνει.
Δεν βλέπουν τον πόνο και την ηδονή
σ’ αγκάλιασμα σφοδρό και βίαιο
να υπάρχουν σ’ ακέριες, ακατάλυτες στιγμές.
Όσοι μονάχα ζουν χωρίς το πάθος
της ζωής, δίχως παραφορά και μέθη,
δεν ακούν και του θανάτου πίσω τους τα βήματα.
Δεν τον αισθάνονται να υπάρχει δυνατός
και να ζητάει απ’ τ’ αγκάλιασμά του
στη ζωή, το πνεύμα της να γεννηθεί,
να λάμψει όνειρο ακατάλυτο,
ήλιος που βασιλεύει,
δίχως να νικηθεί απ’ τη νύχτα.
Από τη συλλογή Το πλοίο (1955) της Ζωής Καρέλλη