Δια την αντιγραφήν Καλλίμαχος
Πού ‘σαι Αχιλλέα; Ήρθε η ώρα, σήκω!
Για μένα εκείνο που μετράει στην χώρα αυτή δεν είναι ούτε η αρχαία φιλοσοφία, ούτε το θέατρο, ούτε η δημοκρατία, η επιστήμη κ.λπ. – πάνω απ’ όλα μετράνε οι αιώνιες μορφές: ο Θησέας, ο Ιάσωνας, ο Οδυσσέας, ο Αχιλλέας, η Ελένη, η Ιφιγένεια, η Ηλέκτρα.
Δεν παίζονται.
Μικρός ήμουν ο Θησέας. Θυμάστε καθόλου εκείνη την στιγμιαία εσωτερική απορία – μπροστά στην εικόνα του: εγώ ποιός είμαι;
Και μπροστά στην Ιφιγένεια: σ’ εμένα θα πη το ναί;
Πόσο μεγάλο, σαν εκστρατεία κατά της Τροίας, πρέπει νά ‘ναι αυτό που θα κάνω, αυτό που θα γίνω, για να μου πή η Ιφιγένεια: ναί!
Τα θυμάστε;
Τι φοβερό – τι δώρο μοναδικό – ν’ αναρωτιέσαι παιδί – μπροστά σε αυτές τις αιώνιες μορφές!
Ἀνδρέας Φαρμάκις
24-12-2006
Οι ήρωες του Ομήρου είναι ήρωες. Δημιουργούν το πανανθρώπινο πρότυπο του ηρωϊσμού και περιγράφουν τις παγκόσμιες αξίες του. Δεν υπάρχει πουθενά, σ’ όλον τον πλανήτη, άλλος σαν τον Αχιλλέα. Στέκεται σε μια από τις κορυφές – αιώνιο παράδειγμα. Αν ήταν μνημείο θά ‘ταν υπό την προστασία της Ουνέσκο και θά ‘χε 7.000.000 επισκέπτες τον μήνα. Σαν την Ακρόπολι και παραπάνω. Τώρα είναι ένας άνθρωπος – χαμένος στο βάθος της ιστορίας – ανασταίνεται μόνο όταν τον έχουμε ανάγκη, μ’ άλλα ονόματα: Αθανάσιος Διάκος, Καραϊσκάκης, Αυξεντίου, Σολωμός Σολωμού…
Πού ‘σαι Αχιλλέα; Ήρθε η ώρα, σήκω!
Ἀνδρέας Φαρμάκις
29-8-2002
Αχίλλειον
είπα ότι η πιο τραγική κι η πιο ωραία σκηνή στον Όμηρο, είναι εκείνη με το γέροντα βασιληά, που μόνον ως πατέρας, πέφτει στα πόδια του θεϊκού φονιά. ο Πρίαμος δεν πάει να ζητήσει το γιό του από έναν δολοφόνο, όμως. πάει να τον ζητήσει από έναν
Ενάρετο Άνδρα. ο παππούς Όμηρος για να διδάξει την Αρετή, περνά ένα χεράκι (αναφορές και στοιχεία) την Κακία και βάζει ένα μέτρο-πρότυπο Αρετής. Μέτρο της Αρετής, είν’ ο Αχιλλέας. Θεανθρώπινο πρότυπο.
ο Αχιλλέας είναι παρορμητικό αγόρι. γιατί; άι ντοντ νόου. πάντως είναι (και σίγουρα κάτι θέλει να πει ο ποιητής, αλλά τώρα μου διαφεύγει). όμως είναι και μεγαλόφρων (μετά τη θύελλα που πέρασε πάνω από τη γη και την περιγράφει ο παππούς Όμηρος, «αυτό που στάθηκε όρθιο πάνω στη γη ήταν η αλήθεια των θεών κι η μεγαλοφροσύνη των ανθρώπων. όμως, ο ποιητής δεν δείχνει με το δάχτυλο (σ.σ. για να μη μπερδευτούν οι κνίτες) -μας αφήνει να βιώσουμε την πραγματικότητα, που είναι πιο σοφή κι από τη μεγαλύτερη σοφία» λέει ο Σάντεβαλντ [*]. νάτος ο Αχιλλέας).
λοιπόν που ήμουν; α, μάλιστα! ο παρορμητικός Αχιλλέας έχει θυμώσει, τά ‘χει πάρει στο κρανίο διότι ο μαλάκας ο αρχιστράτηγος δεν του δίνει το κορίτσι του. τι είν’ ο αρχιστράτηγος; το πρότυπον του μεντιοκράτη εξουσιαστή. έχει «την επιτακτική ανάγκη για επιβολή που νοιωθουν όσοι δεν μπορούν ως πρόσωπα να γεμίσουν τη μεγάλη θέση που κατέχουν». Τι θυμός είναι αυτός; θυμός του ενάρετου και δίκαιου. γι’ αυτό ο παππούς Όμηρος καλεί από την αρχή τη θεά να τραγουδήσει το θυμό του Αχιλλέα. Γιατί ο θυμός είναι ο άνθρωπος στη θεανθρώπινη φύση του Αχιλλέα και παράλληλα είναι δίκαιος θυμός. ο Αχιλλέας δεν ειναι ένα πεισματάρικο κωλόπαιδο. είναι ένας άνδρας που διεκδικεί την αξιοπρέπεια, την τιμή του και άρα το τιμητικό δώρο του (το κορίτσι).
ο Αχιλλέας, λοιπόν, ξαναγίνεται θεϊκός, ένθεος, σε δύο φάσεις. η μία, είν’ ο θάνατος του Πάτροκλου. Εκεί καταριέται το θυμό που νοιώθει και συμφιλιώνεται με τον ηλίθιο τον Αγαμέμνονα, αλλά δεν ξαναγίνεται θεός -απλώς πεθαίνει ως άνθρωπος. δεν νοιώθει τίποτε. βρε, δεν πά’ να λυθηκε το πρόβλημα, να τον γεμίσαν δωρα, να δικαιώθηκε; σκασίλα του μεγάλη. είναι νεκρός από τον πόνο -ο Αχιλλέας ως φίλος αποτελεί πρότυπο αιώνιο. όμως είναι νεκρός. ως νεκρός εκ του πόνου σκοτώνει τον Έκτορα. ως θεός τιμωρός. εδώ ανατέλει ένας αλλοιωμένος θυμός -ο Αχιλλέας γίνεται από αυτό το θυμό «δαίμονι ίσος» (Φ227). το τέλος του θυμού επισφραγίζεται από έναν θάνατο ανθρώπου και τον εξευτελισμό του νεκρού.
αφού εκδικήθηκε το φίλο του, αφού η μήνι έπαυσε, κανονικά θα έπρεπε ο Ποιητής να σταματήσει. όμως, καλλιτέχνης είν’ αυτός ο οποίος ξέρει πού να σταματά, ε; κι ο Ποιητής είν’ η τέχνη ακέραια. δεν αρκεί η πολεμική δόξα (που έτσι κι αλλοιώς, ο Αχιλλέας την «κέρδισε» μες απ’ τον πόνο και το σπαραγμό -η λέξη κέρδισε δεν του ταιριάζει, δεν κέρδισε τίποτε), δηλαδή το συμβατικό τέλος (ως τελειωθέν). το αληθινό τέλος, το τέλειον, είναι η έκφραση της γενναιοφροσύνης και της μεγάλης ψυχής του ανθρώπου του θεϊκού. του θεϊκού φονιά. εκεί πρέπει να ξαναγυρίσουμε. κι αυτό γίνεται μες από τον υιικό ρόλο προς τον Πρίαμο και, μαζί, το ρόλο εκείνου που αποκαθιστά την τιμή του νεκρού (λεπτομέρεια: πριν από αυτό, έχει τιμήσει τους ευγενώς κι ασκόπως αγωνισθέντες, στη γιορτή που ακολουθεί την ταφή του δικού του νεκρού, του Πάτροκλου). Ο Αχιλλέας είναι ο τιμημένος άνδρας, ο ηθικός κι ακέραιος, που κλαίει μαζί με τον γέροντα ικέτη Πρίαμο για το χαμό του Έκτορα, που παρηγορεί (αυτός, ο φονιάς) τον πατέρα του θύματός του (ενός θύματος αντίστοιχα γενναίου και δικαίου αλλά χωρίς το πάθος ψυχής, τη θεία φύση του Αχιλλέα).
έτσι, ο Αχιλλέας νικά τον Αχιλλέα. Αλλά δεν παύει να είναι Αχιλλέας. χιντ: και τώρα θυμώνει, αλλά ελέγχει το θυμό του και προειδοποιεί τον γέροντα (όταν ο Πρίαμος βιάζεται να πάρει το νεκρό του) λέγοντάς του πως «δεν πρέπει να τον ερεθίσει περισσότερο στον πόνο του αλλοιώς θε να ξεχάσει την εντολή του Δία» (για απόδοση δικαιοσύνης προς το νεκρό). Και ενώ ο θυμός μοιάζει να ανατέλει, ο Αχιλλέας πετάγεται «σαν λιοντάρι» από τη θέση του και κάνει ο ίδιος αυτό που ζητούσε ο Πρίαμος και εξαιτίας του οποίου τον κατσάδιασε. Αμέσως αυτός ετοιμάζει για μεταφορά τον Έκτορα, καθαρό, μυρωμένο, ντυμένο σαν πριγκηπόπουλο. κι ύστερα προσφέρει δείπνο στον γέροντα βασιληά και καμαρώνουν ο ένας τον άλλο (η αρετή του γέροντα κι η αρετή του νέου).
Δεν ξέρω άλλον ήρωα σαν τον Αχιλλέα. και δεν ξέρω ακόμη μεγαλύτερη προσβολή και πόνο, από κείνο που φέρνει η προσβολή των ιερών μας -πρώτα των θυσιασθέντων αδελφών και συντρόφων.
Σημείωσις, από τον Σάντεβαλντ και πάλι: μετά την παράδοση του νεκρού Έκτορα, η φύσι, οι άνθρωποι κι οι θεοί συμφιλιώνονται. «ο Πρίαμος και ο κήρυκάς του, πλαγιάζουν στον πρόδρομο (σ.σ. ο Πρίαμος δεν είχε κοιμηθεί από την ώρα που σκοτώθηκε ο Έκτορας), ενώ ο Αχιλλέας που η μητέρα του στην αρχή της Ραψωδίας τον είχε συμβουλέψει να κοιμηθεί πάλι με γυναίκα (Ω130), πλαγιάζει πάλι στο πλευρό εκείνης που στάθηκε η αφορμή κάθε διαφωνίας και αναστάτωσης: της Βρισηίδας. και οι θεοί- έξω από τον «νυχτερινό Ερμή» που έχει ακόμη να συνοδέψει τον Πρίαμο πίσω στην Τροία -κοιμούνται όλη τη νύχτα δαμασμένοι από έναν ύπνο που τους ξεκουράζει (Ω677κκ). Έχουν ξεπεράσει κι αυτοί τις εσωτερικές τους διαφωνίες και έτσι μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη μεγαλόπνοη σύλληψη του ποιητή: με το ίδιο μέτρο που ο Αχιλλέας γιατρεύεται από το θυμό του, επιστρέφει ο κόσμος ολόκληρος στην αρμονία της ύπαρξης, που κέρδος της έχει τη ζωή.»
Λαμπρινὴ Θωμᾶ
17-12-2003
[*] Σ.σ.: Wolfgang Schadewaldt, «Ἀπὸ τὸν κόσμο καὶ τὸ ἔργο τοῦ Ὁμήρου», ἐκδ. Μ.Ι.Ε.Τ., τόμοι 2.
Πηγή: ΒΙΣΑΛΤΗΣ