Εξακολουθεί να μην υπάρχει καμία ένδειξη ότι τα κινητά τηλέφωνα βλάπτουν την ανθρώπινη υγεία, αλλά η παρακολούθηση του θέματος πρέπει να συνεχιστεί διότι δεν είναι σίγουρο τι μπορεί να συμβεί μακροπρόθεσμα, ανακοίνωσε η αρμόδια Αρχή της Βρετανίας.
Η Υπηρεσία Προστασίας της Υγείας (HPA) πραγματοποίησε τη μεγαλύτερη συνδυασμένη ανάλυση κλινικών μελετών που έχει διεξαχθεί ποτέ και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η χρήση τους δεν μπορεί να συσχετιστεί με τον καρκίνο, την εγκεφαλική δυσλειτουργία ή την στειρότητα.
Ωστόσο έως ότου οριστικοποιηθεί το θέμα, τα παιδιά πρέπει να αποφεύγουν την υπερβολική χρήση τους.
Η ανάλυση συμπεριέλαβε όλες τις σημαντικές έρευνες για τις επιδράσεις των χαμηλών ραδιοσυχνοτήτων στην υγεία και διαπίστωσε πως ακόμα και όσοι είναι ευαίσθητοι σε αυτές, δεν εκδηλώνουν ανιχνεύσιμα προβλήματα έπειτα από λίγα χρόνια συστηματικής χρήσης.
Στα προβλήματα αυτά συμπεριλαμβάνονται όγκοι του εγκεφάλου, άλλες μορφές καρκίνου και συνέπειες στη γονιμότητα ή στην καρδιαγγειακή υγεία.
Επειδή, όμως, οι περισσότερες μελέτες βασίζονται σε στοιχεία από τη χρήση κινητού για μία πενταετία, η ΗΡΑ πρόσθεσε πως θα πρέπει να εξακολουθήσουμε να είμαστε επιφυλακτικοί για τους δυνητικούς κινδύνους της μακροχρόνιας χρήσης.
«Αν και τα ευρήματά μας είναι σχετικά καθησυχαστικά, νομίζω ότι είναι σημαντικό να εξακολουθήσουμε να παρακολουθούμε τα κρούσματα όγκων του εγκεφάλου και άλλων καρκίνων», είπε ο επικεφαλής ερευνητής Anthony Swerdlow, πρόεδρος της Συμβουλευτικής Ομάδας Μη Ιονίζουσας Ακτινοβολίας (AGNIR) της ΗΡΑ και καθηγητής Επιδημιολογίας στο Ίδρυμα Έρευνας του Καρκίνου (ICR).
«Δεν μπορεί να γνωρίζει κανείς τις πιθανές μακροπρόθεσμες συνέπειες για κάτι που υπάρχει λίγα μόνο χρόνια» πρόσθεσε, υπενθυμίζοντας ότι η χρήση των κινητών άρχισε να γίνεται πραγματικά εκτεταμένη στα τέλη της δεκαετίας του ’90.
Σε ανάλογο συμπέρασμα είχε καταλήξει και προγενέστερη ανάλυση της ΗΡΑ, η οποία είχε διεξαχθεί το 2003, αλλά έκτοτε έχουν πραγματοποιηθεί πολλαπλάσιες μελέτες για το θέμα.