Τρεις μορφές έχουν συνδεθεί με τον έναν ή τον άλλο τρόπο με τα «βακχικά-ορφικά» μυστήρια· ο Ορφέας, ο Διόνυσος-Βάκχος και η Περσεφόνη.
Ο Ορφέας γεννήθηκε στη Θράκη ή τη Μακεδονία και σύμφωνα με τον μύθο ήταν γιος του Οιάγρου και της μούσας Καλλιόπης. Δεν υπάρχει καμία αναφορά για αυτόν στον Όμηρο ή τον Ησίοδο, αλλά εμφανίζεται για πρώτη φορά σε κείμενα του 6ου αι. π.Χ. ως εξαιρετικός μουσικός και ποιητής. Πήρε μέρος στην Αργοναυτική εκστρατεία ενώ ένας από τους πιο γνωστούς μύθους που τον αφορά είναι ο γάμος του με την Ευρυδίκη και η κάθοδός του στον Κάτω Κόσμο μετά τον θάνατό της για να τη διεκδικήσει. Οι ειδικοί δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει για το είδος της σχέσης που είχε ο Ορφέας –για τον οποίο δεν γνωρίζουμε αν ήταν ή όχι ιστορικό πρόσωπο– και οι πιστοί του με τις μυστηριακές λατρείες. Ορισμένοι θεωρούν ότι ήταν τελεστής μυστηρίων και μάλιστα του αποδίδουν την αναμόρφωση των διονυσιακών τελετών της Θράκης, γεγονός που οδήγησε στον τραγικό του θάνατο.
Ο Διόνυσος ή Βάκχος είναι μια θεότητα που μολονότι αναφέρεται στις πινακίδες της Γραμμικής Β εμφανίζεται αρκετά αργότερα στις αρχαίες πηγές ως γιος του Δία και της Σεμέλης και η λατρεία του –με αφετηρία τη Θράκη– εξαπλώνεται σταδιακά σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Εκτός από θεός της βλάστησης, του οργιαστικού χορού και του συμποσίου, λατρεύονταν και ως Ζαγρέας δηλαδή ως θεός που πέθαινε και αναγεννιόταν, σε έναν κύκλο παρόμοιο με τη μοίρα της Περσεφόνης.
Η βασίλισσα του Κάτω Κόσμου Περσεφόνη μαζί με την μητέρα της Δήμητρα μοιράζονταν μία από τις σημαντικότερες λατρείες του αρχαίου κόσμου όπως μας είναι γνωστές κυρίως στην Ελευσίνα και την Κάτω Ιταλία. Η μύηση στα ελευσίνια μυστήρια –για τα οποία δεν γνωρίζουμε ακριβείς πληροφορίες καθώς η συμμετοχή προϋπέθετε άκρα μυστικότητα– εξασφάλιζε στον πιστό μία ευδαίμονα μεταθανάτια τύχη.
Παραστάσεις σε μεγάλου μεγέθους αγγεία, συνήθως κρατήρες, με θέμα τον Κάτω Κόσμο ήταν αγαπητές ιδιαίτερα στην Κάτω Ιταλία όπου ήταν διαδεδομένη η λατρεία της Περσεφόνης. Στις παραστάσεις αυτές εικονίζεται το παλάτι του Άδη με το θεϊκό ζεύγος και γύρω τους διάφορες μορφές, όπως ο Διόνυσος, η Εκάτη, ο Ερμής και ο Ορφέας. Εκτός όμως από τα αγγεία, που η χρήση τους ήταν ταφική, στην Κάτω Ιταλία έχουν εντοπιστεί και πήλινες ανάγλυφες πλάκες με παρόμοια θεματολογία τις οποίες οι πιστοί ανέθεταν σε ιερά της Περσεφόνης, όπως αυτά των Επιζεφυρίων Λοκρών.
Χρυσά ελάσματα – Χρυσές ελπίδες
Ένα από τα βασικά χαρακτηριστικά που διαφοροποιεί τις μυστηριακές λατρείες από τις υπόλοιπες είναι η διαδικασία της μύησης, δηλαδή η προσωπική επιλογή συμμετοχής στην πίστη μόνο μέσω μίας συγκεκριμένης τελετής που συνοδεύεται από την αντίληψη ότι οι μύστες είχαν διαφορετική τύχη από τους υπόλοιπους αμύητους νεκρούς. Στα βακχικά μυστήρια, δικαίωμα μύησης είχε κάθε άνθρωπος, χωρίς καμία κοινωνική, εθνική ή άλλη διάκριση, εκτός αυτών που είχαν διαπράξει φόνο. Οι μύστες, εμφανίζονται ως να έχουν ξαναγεννηθεί, μεταμορφωμένοι ως προς τις προηγούμενες αντιλήψεις τους κυρίως περί ζωής και θανάτου, και χαρακτηρίζονται με τα επίθετα ὄλβιος, εὐδαίμων, μάκαρ και ὅσιος, τα οποία σηματοδοτούν την τέλεια, απόλυτη ευδαιμονία.
Σύμφωνα με τις διδαχές της λατρείας, ο νεκρός μύστης περνούσε μία συγκεκριμένη διαδικασία πριν την είσοδό του στον Κάτω Κόσμο για την οποία αντλούμε πληροφορίες από τα περίφημα βακχικά-ορφικά ελάσματα. Μόλις 46 τέτοια αντικείμενα έχουν μέχρι σήμερα εντοπιστεί και χρονολογούνται από τον 6ο αι. π.Χ. έως τον 2ο αι. μ.Χ. Η επιλογή του υλικού για την κατασκευή τους –του χρυσού και σε μία μόνο περίπτωση του αργύρου– συμβολίζει όχι μόνον την αθανασία μέσω της άφθαρτης ιδιότητας του μετάλλου αλλά και την αντίληψη ότι ο μύστης θα κέρδιζε μία θέση στην χρυσή ή αργυρή εποχή όπως περιγράφεται στην Θεογονία του Ησιόδου. Τα φύλλα αυτά έχουν απλή τετράπλευρη ή φυλλόσχημη μορφή και το χαρακτηριστικό τους είναι τα κείμενα που βρίσκονται χαραγμένα επάνω τους. Πρόκειται για «οδηγίες» προς τον νεκρό μύστη σε εκτενή ή συντομευμένη εκδοχή.
εὑρήσσεις δ᾽ Ἀΐδαο δόμοις ἐνδέξια κρήνην, |παρ᾽ δ᾽ αὐτῆι λευκὴν ἑστηκυῖαν κυπάρισσον· |ταύτης τῆς κρήνης μηδὲ σχεδόθεν πελάσηισθα. |πρόσσω δ’εὑρήσεις τὸ Μνημοσύνης ἀπὸ λίμνης |ψυχρὸν ὕδωρ προ<ρέον>· φύλακες δ᾽ἐφύπερθεν ἔασιν. |οἱ δὲ σ’εἰρήσονται ὅ τι χρέος εἰσαφικάνεις | τοῖς δὲ σὺ εὖ μάλα πᾶσαν ἀληθείην καταλέξαι. | {ιι} εἰπεῖ<ν>· “Γῆς παῖς εἰμι καὶ Οὐρανοῦ ἀστ<ερόεντος>, Ἀστέριος ὄνομα· δίψηι δ᾽ εἰμ’ αὖος · ἀλλὰ δότε μοι |πιεν ὰπὸ τῆς κρήνης.
Ο νεκρός θα συναντήσει έξω από τον Κάτω Κόσμο πηγή, δεξιά ή αριστερά της οποίας φυτρώνει ένα λευκό κυπαρίσσι ή μια λεύκα. Την πηγή αυτή ο μύστης θα πρέπει να την αποφύγει και να βρει μια άλλη που το νερό της έρχεται από τη λίμνη της Μνημοσύνης, από την οποία θα πρέπει να πιει ώστε να διατηρήσει τη μνήμη και τη συνείδησή του. Η πηγή όμως φυλάσσεται από φρουρούς και στην ερώτησή τους «Ποιος είσαι;» ο μύστης θα πρέπει να αποκριθεί «Διψώ και χάνομαι. Αφήστε με να πιω από το νερό της θύμησης. Είμαι ο γιος/η κόρη του έναστρου ουρανού και της γης». Μετά την είσοδό του ο μύστης έπρεπε να περάσει από την κρίση της Περσεφόνης, μία διαδικασία ψυχοστασίας όπου η θεά θα αποφάσιζε την τύχη του.
Ορισμένα ελάσματα έγραφαν πιο σύντομα κείμενα, μόνο το όνομα του νεκρού ή και την ιδιότητά του ως μύστη ή χαιρετισμό προς τους θεούς του Κάτω Κόσμου. Κάποια είναι γνωστά ως επιστόμια καθώς τοποθετούνταν πάνω στα χείλη του νεκρού. Εκτός των ελασμάτων έχουν μέχρι στιγμής εντοπιστεί και δύο χρυσά νομίσματα πάνω στα οποία είχε χαραχθεί το όνομα του νεκρού μύστη.
Η τοποθέτηση των ενεπίγραφων ελασμάτων ή νομισμάτων εντός του τάφου, η ποικιλία των κειμένων η οποία δηλώνει ελευθερία επιλογής του πιστού, και η καθαρά προσωπική σχέση μεταξύ μύστη και θεού, διαφοροποιούν την εντάφειααντίληψη από την επιτάφεια· οι μύστες παίρνουν μαζί τους στον τάφο τα ελάσματα ως «ταυτότητες», αποδεικτικά στοιχεία της ιδιότητάς τους ή «εισιτήρια» που θα τους εξασφαλίσουν την ευδαιμονία. Η επιλογή αυτή υποδηλώνει ότι ενδιαφέρονται περισσότερο για την τύχη τους μετά τον θάνατο και όχι για τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ταφικού μνημείου που δεν φαίνεται να παίζουν κανέναν ρόλο στην πορεία τους προς το επέκεινα.