Μακάρια Ελλάδα. Σπίτι εσύ των Ουρανίων. Είν’ αλήθεια
αυτό που ακούσαμε λοιπόν σ’ άλλους καιρούς, στα πρώτα νιάτα μας;
Δώμα γιορτής: Πάτωμα ή θάλασσα. τραπέζια τα βουνά,
αληθινά χτισμένο για μια χρήση μόνο πριν από το χρόνο.
Μά που ‘ναι οι θρόνοι; Οι ναοί; Που ‘ναι οι κούπες με το νέκταρ;
Πού το τραγούδι για την τέρψη των θεών; Που λάμπουν πια
τα λόγια του θεού, όταν κοιμούνται οι Δελφοί; και που ηχεί
το μέγα πεπρωμένο; Που λοιπόν;
Το αστραπιαίο πεπρωμένο που ξεσπά
γεμάτο πανταχού παρούσα τύχη
μέσα απ’ τον ευφρόσυνον αγέρα, μπρος στα μάτια
βροντώντας:
“Ω Πατέρα
Αιθέρα” κράζαν κ’ η κραυγή
από τη μια γλώσσα στην άλλη εκυμάτιζε
πολλαπλασιασμένη. Και κανείς
δεν άντεχε μονάχος τη ζωή. Τέτοιο αγαθό
ευφραίνει μόνο με τους άλλους μοιρασμένο,
τότε μονάχα γίνεται γιορτή.
~~~
Μα φίλε μου αργήσαμε πολύ. Να οι θεοί,
ζουν, όμως πάνω από μας, σ’ άλλονε κόσμο.
Ατελείωτα ενεργούν εκεί και μοιάζουν πως
ελάχιστα προσέχουν τις υπάρξεις μας.
Κι αυτό το κάνουν από ευσπλάχνιση για μας
να τους χωρέσουν τόσο αδύνατα δοχεία
όπως οι άνθρωποι. Ελάχιστες φορές
μπορεί ν’ αντέξει ο άνθρωπος τη θεία αφθονία.
Ναι…
Βροντώντας θα επιστρέψουν…
Μα ως τότε,
καμμιά φορά μου φαίνεται πως είναι
πιο λογικό να κοιμηθώ, παρά να είμαι,
έτσι δίχως συντρόφους, περιμένοντας.
Κι ως τότε τι να κάνω ή τι να πω;
Και άλλωστε προς τι
να είμαι ποιητής σε τόσο μίζερο καιρό;
Johann Christian Friedrich Hölderlin, Γερμανός ποιητής (1770 – 1843)
“Ο κήπος της Ποίησης” Εκδόσεις: Πατάκη
Μετάφραση: Γιάννης Υφαντής