Εποχή λιτότητας και περιορισμού της σπατάλης, που θυμίζει σύγχρονες εποχές, φαίνεται ότι διένυαν οι αρχαίοι Έλληνες στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. Η λιτότητα αυτή αντικατοπτρίζεται χαρακτηριστικά στα ταφικά σύνολα της αρχαίας Πύδνας, που έφερε, πρόσφατα, στο φως η ΚΖ’ Εφορεία Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Η σωστική ανασκαφή σε αγροτεμάχιο που προορίζεται για την εγκατάσταση φωτοβολταϊκής μονάδας, στα βορειοδυτικά του οχυρωμένου οικισμού της αρχαίας Πύδνας, αποκάλυψε δύο συστάδες τάφων του 4ου και του 3ου αιώνα π.Χ., αντίστοιχα. Οι τάφοι, ασύλητοι ως επί το πλείστον, μαρτυρούν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο το πέρασμα από την εποχή του πλούτου στην εποχή της οικονομικής στενότητας σε μια περιοχή στρατηγικής σημασίας που αποτέλεσε σημαντικό εμπορικό κέντρο του βασιλείου της Μακεδονίας.
“Στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. ο διορισμένος από το βασιλιά Κάσσανδρο επιστάτης των Αθηνών, Δημήτριος Φαληρεύς, εξέδωσε διάταγμα, με το οποίο απαγόρευε την ανέγερση πολυτελών ταφικών συνόλων και σύστηνε τον περιορισμό της σπατάλης στις νεκρικές τελετές. Έτσι, οι τάφοι του 4ου αιώνα ήταν εντυπωσιακοί και πλούσια κτερισμένοι, ενώ αυτοί του 3ου αιώνα π.Χ. γίνονται μικρότεροι και περισσότερο λιτοί”, εξηγεί στο ΑΠΕ- ΜΠΕ ο Μάνθος Μπέσιος, αναπληρωτής προϊστάμενος της ΚΖ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων.
Κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στη συγκεκριμένη περιοχή της βόρειας Πιερίας ήρθε στο φως ένας από τους βασικούς οδικούς άξονες της αρχαίας Πύδνας, με μακραίωνη χρήση. Ο δρόμος χαράχτηκε κοντά στο 3.000 π.Χ. και βρισκόταν σε χρήση ως τα υστεροβυζαντινά χρόνια. “Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι το κατάστρωμα του δρόμου είχε φτάσει στα τέσσερα μέτρα βάθος από τη συνεχή χρήση”, υπογραμμίζει ο κ. Μπέσιος.
Εκατέρωθεν του δρόμου εντοπίστηκε πληθώρα τάφων, μεταξύ των οποίων οι δύο συστάδες τάφων του 4ου και του 3ου αιώνα π.Χ., η πλειοψηφία των οποίων ήταν ασύλητοι (εκτός από δύο που η σύλησή τους έγινε κατά την αρχαιότητα).
Στους τάφους του 4ου αιώνα π.Χ. οι νεκρικοί θάλαμοι είχαν βάθος περίπου δύο μέτρων από την επιφάνεια της γης. Η κατάβαση στους θαλάμους γινόταν με σκαλοπάτια. Τα τοιχώματα των τάφων ήταν επιχρισμένα με χρωματιστό κονίαμα (ερυθρό, κίτρινο και λευκό), υπολείμματα του οποίου σώζονται.
Οι νεκροί τοποθετούνταν επάνω σε ξύλινες κλίνες πλούσια διακοσμημένες με πήλινες μορφές, ελεφαντόδοντο, γυαλί και μεταλλικά εξαρτήματα. Μόνο στον ένα από τους τάφους υπήρξε καύση νεκρού (μάλλον γυναίκας) και στη συνέχεια τοποθέτησή του σε χάλκινο αγγείο, σε σχήμα καλάθου.
Οι τάφοι του 3ου αιώνα π.Χ. γίνονται αισθητά μικρότεροι, λιγότερο διακοσμημένοι και κτερισμένοι με λιτά αντικείμενα.
Οι τάφοι ανήκαν σε άνδρες, γυναίκες και παιδιά, ευκατάστατης κοινωνικής τάξης.
Στα κινητά ευρήματα των τάφων συγκαταλέγονται χάλκινα, πήλινα και γυάλινα αγγεία, χρυσά και ασημένια κοσμήματα (ενώτια, περιδέραια, δαχτυλίδια), ασημένια νομίσματα, πήλινα ειδώλια που χρησιμοποιούνταν ως παιδικά παιχνίδια, χάλκινοι καθρέφτες, χτένες, ψιμύθια και άλλα είδη γυναικείου καλλωπισμού.
Από τα αγγεία ξεχωρίζει ερυθρόμορφη υδρία του β’ μισού του 4ου αιώνα π.Χ., διακοσμημένη με παράσταση λουτρού γυναίκας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζουν και τα στεφάνια που εντοπίστηκαν, “απομιμήσεις των σπουδαίων χρυσών στεφανιών”, όπως παρατηρεί ο κ. Μπέσιος, το κυρίως σώμα των οποίων είναι οστέινο ή μολύβδινο, οι καρποί πήλινοι επιχρυσωμένοι και τα φύλλα χάλκινα επιχρυσωμένα. Τα στεφάνια χρησιμοποιούνταν ως διακοσμητικά της ταφικής κλίνης και χρονολογούνται στον 4ο αιώνα π.Χ.
Οι ανασκαφές της ΚΖ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων έφεραν στο φως, επίσης, ρωμαϊκούς τάφους στα νότια της αρχαίας Πύδνας, στην περιοχή των Αλυκών Κίτρους, καθώς και τάφους της εποχής Σιδήρου, της Αρχαϊκής, της Κλασικής και της Ελληνιστικής εποχής στα βόρεια της αρχαίας Πύδνας. Στην τελευταία αυτή τοποθεσία ήρθε στο φως και λιθόστρωτος δρόμος, τμήμα της περιφερειακής οδού του αρχαίου οικισμού.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ