«Αυτά που συνέβησαν εδώ πριν από είκοσι πέντε αιώνες, έχουν επακόλουθα που διαρκούν ακόμη και που η επιρροή τους παραμένει ουσιαστική για το σημερινό μας κόσμο. Εδώ στην Πνύκα, επραγματοποιείτο η εκκλησία του δήμου. Εδώ χτυπούσε η καρδιά της δημοκρατίας. Γεννήθηκε σ’ αυτή την πόλη, παραμονές του 5ου π.Χ. αιώνα. Και από τη γέννησή της, αντανακλούσε μία καθαρή συνείδηση αρχών που θα ήταν δική της εσαεί. Οι Έλληνες είχαν καταλάβει από την εποχή των Μηδικών πολέμων, ότι η ιδιαιτερότητά τους ήταν να μην υποκλίνονται μπροστά στον άνθρωπο, να μη δέχονται την απόλυτη εξουσία ενός βασιλιά. Είχαν διαισθανθεί και διακηρύξει ότι ο νόμος ήταν προτιμότερος από την αυθαιρεσία και η δικαιοσύνη από τη βία. Το είχαν πει, εδώ, με τη φωνή ανδρών όπως του Θεμιστοκλή ή του Περικλή. Και η λάμψη των αλλοτινών αυτών λόγων που διατηρούμε, μας συγκινεί ακόμα σήμερα. Γιατί το εξαιρετικό, με την Ελλάδα, δεν είναι ότι εφάρμοσε πρώτη ένα δημοκρατικό πολίτευμα. Μπορεί να υπήρξαν και άλλοι. Κι ούτε είναι το ότι εφάρμοσε ένα πολίτευμα πρότυπο. Δεν πρόκειται γι’ αυτό. είναι όμως η πρώτη που προσδιόρισε την ομορφιά ενός τέτοιου πολιτεύματος και τις προϋποθέσεις εφαρμογής του. Και διέκρινε επίσης, με τον καιρό και την εμπειρία, τους κινδύνους που την περιέβαλαν και τα λάθη προς αποφυγήν.
Εδώ, αντήχησαν φράσεις όπως αυτές που αποδίδονται στον Περικλή: Δεν είναι η καταγωγή από μια τάξη αλλά η ικανότης που μας οδηγεί στις διακρίσεις. Εφαρμόζουμε στην πράξη την ελευθερία…
Κι εδώ είναι που τον επόμενο αιώνα, ο Δημοσθένης εμέμφθη δριμύτατα το λαό, προκαλώντας τον να είναι πιο υπεύθυνος, πιο δραστήριος, πιο γενναίος, γιατί η δημοκρατία το απαιτεί συνεχώς, υπό την απειλή καταρρεύσεως…»
«…Το δημοκρατικό ιδεώδες, το ιδεώδες της δικαιοσύνης, της ανοχής και του ανθρωπισμού δε θα είχαν ίσως φθάσει ως εμάς, αν η Ελλάδα δεν τους είχε προσδώσει την ομορφιά. Ο Δημοσθένης ανέφερε μερικές φορές τη θέα προς την Ακρόπολη, αυτά τα Προπύλαια: «τα Προπύλαια ταύτα». Και μίλησε τότε με υπερηφάνεια για την ωραιότητα των μνημείων, των αναθημάτων το κάλλος».
Και ακόμη, ο Περικλής διακήρυσσε: «Φιλοκαλούμεν μετ’ ευτελείας» (Αγαπούμε το ωραίο με απλότητα). Μπορούμε να θαυμάζουμε ένα λαό που νιώθει την ανάγκη να επινοήσει τέτοιο λόγο! Αλλά η έννοια του ωραίου, στην αρχαία Ελλάδα, δεν αφορούσε μόνο τη γλυπτική ή την αρχιτεκτονική. Η αληθινή δημιουργία, η ποίηση, αποσκοπεί στο ωραίο, και από εκεί στο διαρκές.
Οι συγγραφείς που δε γράφουν ωραία, λησμονούνται: δεν έχουμε πλέον τις συζητήσεις των σοφιστών, ούτε τους δυσνόητους ιστορικούς, ούτε τους αποτυχημένους ποιητές. Έχουμε τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα, ικανά να περάσουν μία ιδέα ή ένα συναίσθημα, κατ’ ευθείαν στην καρδιά του αναγνώστη ή του ακροατή. Στο σημερινό μας κόσμο που είναι γεμάτος από αρθρα γραμμένα στο πόδι, ντοσιέ και ακατάληπτες γλώσσες, μια ανάσα έργων ελληνικών ανακουφίζει.
Η έννοια του ωραίου συνδυάζεται στενά με την έννοια ενός ιδεώδους και την παρουσία αυτής της εμπιστοσύνης στον άνθρωπο. Και αυτό είναι που χρειάζεται στην εποχή μας. Λίγος ενθουσιασμός για τις δημοκρατικές αρχές θα της έκανε καλό, λίγη αγάπη για τη ζωή επίσης και λίγος αέρας ηθικής ανδρείας που υπάρχει σε όλα αυτά τα κείμενα και που, χάρη στην ποιότητα της έκφρασής τους, παραμένει ζωντανός, παλλόμενος, έτοιμος να δημιουργήσει εκ νέου…»
«…Αν υπερασπιζόμαστε την παιδεία της αρχαίας Ελλάδας στη σημερινή εκπαίδευση, δεν το κάνουμε επειδή ανήκει στο παρελθόν όλων μας, αλλά γιατί είναι το καλύτερο εχέγγυο για το μέλλον…»