Τα παρακάτω λόγια ανήκουν στον Απολλώνιο Τυανέα.
Πρόκειται για μια επιστολή που έστειλε σε έναν από τους Ρωμαίους αυτοκράτορες όταν ο τελευταίος έχασε τον γιο του. Στην επιστολή του ο Απολλώνιος αναπτύσσει τόσο τη δική του θεώρηση για τον θάνατο, όσο και τη θεώρηση των περισσότερων αρχαίων φιλοσόφων. Η πρόσληψη του θανάτου από τον Απολλώνιο ταυτίζεται όχι μόνο με τις θέσεις που ανάπτυξαν για τον θάνατο όλοι οι νεοπλατωνικοί φιλόσοφοι και οι Γερμανοί ιδεαλιστές (Φίχτε, Σέλινγκ, Χέγκελ) αλλά και με τις θέσεις της σύγχρονης κβαντικής φυσικής. Ο κόσμος που μας περιβάλλει και, γενικότερα, όλο το ορατό και το αόρατο σύμπαν με τις δυνάμεις και τους νόμους που το διέπουν δεν δημιουργήθηκε ποτέ. Μας το λέει και ο Ηράκλειτος, άλλωστε. Όλα τα όντα υπήρχαν, υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε πότε γινόμενα έμμορφη φύση και πότε γινόμενα Ιδέες, ουσία.
Ο φιλόσοφος Σέλινγκ αναλύοντας την πλατωνική-νεοπλατωνική παράδοση μέσα στο δικό του σύστημα ισχυρίζεται ότι σοβεί μια αιώνια κίνηση από τη μία κατάσταση στην άλλη, ακριβώς όπως μας την περιγράφει παρακάτω ο Απολλώνιος. Δηλαδή μας λέει ότι η Φύση είναι ένα ορατό πνεύμα και το Πνεύμα είναι μια αόρατη φύση. Ακόμα και η κλασική φυσική το ίδιο μας λέει ως προς τη ροή της ενέργειας. Κανένα είδος ενέργειας δε χάνεται, αλλά μετασχηματίζεται σε ένα άλλο είδος ενέργειας. Τα ίδια περίπου ισχυρίζεται και ο Χέγκελ. Ότι το ίδιο το πνεύμα “εξέρχεται” από το “Είναι” του αναπτυσσόμενο μέσω της πορείας του ως Ουσία για να φανερωθεί ολόκληρος ο φαινομενικός κόσμος, ο αντι-κειμενικός κόσμος. Η φανέρωση του κόσμου δεν είναι άλλο από την ίδια τη λογική του υλομορφική του συγκρότηση, μια διαλεκτική εκτύλιξη του υποκειμενικού στοιχείου με το αντικειμενικό. Με το πέρας αυτής της υλομορφικής εκτύλιξης διαγράφεται ολόκληρη η νοητική κίνηση των λογικών προσδιορισμών του Εαυτού ως πνεύματος που διαπέρασε ή διαπερνά όλα τα συγκροτησιακά επίπεδα του φυσικού και εμπειρικού κόσμου. Η αληθινή “ουσία” μας τότε αναδύεται ως αόρατο (στο αισθητό και εμπειρικό μάτι) πνεύμα.
Στην απολλώνια φιλοσοφία, η “ουσία” δεν είναι τίποτα άλλο παρά η πλατωνική Ιδέα, τα αληθινά όντα που δε βρίσκονται σε κάποιον άλλο μεταφυσικό κόσμο όπως ορίζουν οι θρησκείες, αλλά παρευρίσκονται εδώ, τώρα, μέσα μας, είναι ο ανυποψίαστος απόλυτος εαυτός μας (Φίχτε), το απόλυτο πνεύμα μας (Χέγκελ), ο δαίμονάς μας (Πρόκλος), ο οποίος δε συλλαμβάνεται από την συνείδηση που βρίσκεται στον “σπηλαιώδη” εγκέφαλο, παρά από αυτήν που εξέρχεται από τον εγκεφαλικό νου (πλωτινική έκ-στασις). Και αυτό συμβαίνει μόνο όταν “αδιαφορούμε” για το εμπειρικό και διανοητικό/διασκεπτικό περιεχόμενο των αποβλέψεων που επιχειρεί ο λογικός νους μας και παρατηρούμε μόνο τον κενό χώρο ανάμεσα στα περιεχόμενα αυτά ή αλλιώς παρατηρώντας πλήρως αμέτοχοι. Τότε επιτυγχάνουμε να μην ταυτιζόμαστε με το περιεχόμενο και την ουσιακή δομή κάποιας σκέψης, αλλά είμαστε “θεωροί”, παρατηρητές όλων των αποβλέψεων τις οποίες έχει αποπειραθεί ο νους μας. Δεν εισερχόμαστε στη λογική να κατανοήσουμε τα περιεχόμενα των σκέψεών μας, αλλά να “αντικρίσουμε” ως περιεχόμενα πλέον την αιτιακή δομή συσχέτισης των αποβλέψεων τις οποίες υιοθέτησε ο νους για να κατασκευάσει τις μορφές των σκέψεων που παρήγαγαν τα αντίστοιχα περιεχόμενά τους.
Αυτή η “ουσία” μας είναι κάτι πέρα από τον χώρο και τον χρόνο και, το κυριότερο, δεν πρόκειται για ατομικότητα με την κοινή έννοια, εφόσον πρόκειται για κάτι που “βιώνεται” ως το Τίποτα, δηλαδή τα Πάντα. Αυτός ο άσαρκος απόλυτος εαυτός, η “ουσία” που μας αναφέρει ο Απολλώνιος βρίσκεται μέσα στα πάντα, είναι ένα με τα πάντα και για να είναι κάτι ένα με τα πάντα πρέπει να είναι ένα τίποτα, ένα Μηδέν, όπως το εγελιανό, το οποίο είναι “άδειο”. Και επειδή αυτό το “άδειο Μηδέν” μπορεί να χωρέσει τα πάντα, είναι το μόνο που μπορεί να νοήσει τα πάντα. Αυτή η δυνατότητά του να χωρέσει τα πάντα είναι η εν δυνάμει ατομικότητά του ή αλλιώς η ενεργή καθολικότητά του ως το αληθινό ΕΙΝΑΙ, όπως ακριβώς μας το προσδιορίζει και ο Χάιντεγκερ, ή αν θέλετε, ακόμα και ο Κρισναμούρτι. Ο Θάνατος δεν είναι, λοιπόν, παρά μια ψευδαίσθηση, ένα φαινομενικό όριο ανάμεσα σε αυτό που βλέπουν τα μάτια του σώματος και σε αυτό που ορά ο απόλυτος εαυτός μας, δηλαδή την ίδια την “ουσία” του.
Γράφει, λοιπόν, ο Απολλώνιος:
«Θάνατος δεν υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά, ούτε γέννηση υπάρχει για κανέναν, παρά μόνο φαινομενικά. Όταν η ουσία μετατρέπεται σε φύση, αυτό θεωρείται γέννηση, κι όταν η φύση μετατρέπεται σε ουσία, ανάλογα, αυτό είναι θάνατος. Στην πραγματικότητα τίποτε δεν γεννιέται και τίποτα δεν φθείρεται ποτέ, μόνο τη μια στιγμή φαίνεται και μετά γίνεται αόρατο. Φαίνεται εξαιτίας της πυκνότητας της ύλης και γίνεται αόρατο εξαιτίας της αραιότητας της ουσίας, που είναι πάντα η ίδια και απλώς αλλάζει κίνηση και κατάσταση. Αυτό είναι αναγκαστικά το ίδιον της μεταβολής, που δεν οφείλεται σε εξωτερικούς παράγοντες, αλλά το σύνολο μεταβάλλεται σε μέρη και τα μέρη μετατρέπονται σε σύνολο χάριν της ενότητας του σύμπαντος. Αν ρωτήσει κάποιος τι είναι αυτό που άλλοτε είναι ορατό, άλλοτε αόρατο και υπάρχει άλλοτε με την ίδια μορφή και άλλοτε με την άλλη, θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι το χαρακτηριστικό των διαφόρων γενών του κόσμου να είναι ορατά όταν είναι πλήρη, εξαιτίας της πρόσπτωσης της πυκνότητάς τους στις αισθήσεις μας, και να είναι αόρατα, όταν είναι άδεια εξαιτίας της αραιότητας της ύλης, η οποία με βίαιο τρόπο χύνεται γύρω και ρέει έξω από το αιώνιο μέτρο που την περιβάλλει και που είναι αγέννητο και άφθαρτο.
Γιατί λοιπόν επικρατεί τέτοια ανεξέλεγκτη πλάνη; Επειδή μερικοί νομίζουν πως ό,τι τους συμβαίνει αυτοί το προκαλούν και δεν ξέρουν πως όποιος γεννιέται έρχεται στον κόσμο μέσω των γονιών του και όχι από τους γονείς του, όπως τα φυτά φυτρώνουν μέσω της γης και όχι από τη γη. Κανένα από τα φαινομενικά παθήματα δεν αναφέρεται σε μεμονωμένο αντικείμενο, αλλά μάλλον τα παθήματα του μεμονωμένου αντικειμένου αναφέρονται σε ένα και μόνο φαινόμενο.
Με ποιο άλλο τρόπο θα μπορούσε να το ονομάσει κανείς σωστά εκτός από το να το ονομάσει πρωταρχική ουσία του, γιατί αυτή είναι η μόνη που και ενεργεί και πάσχει και γίνεται τα πάντα για όλα και μέσα από όλα, ο αιώνιος θεός, και χάνει τον χαρακτήρα της μέσω ονομάτων και προσώπων και κακοποιείται. Αυτό είναι το λιγότερο. Το πιο σημαντικό είναι ότι κλαίμε κάποιον όταν από άνθρωπος γίνεται θεός αλλάζοντας τόπο και όχι φύση. Αφού αυτή είναι η αλήθεια δεν πρέπει να πενθείς για τον θάνατο, αλλά να τον τιμάς και να τον σέβεσαι. Η καλύτερη και πιο ταιριαστή τιμή είναι να αφήνεις στον θεό όποιον πήγε σ’ αυτόν και ν’ ασχολείσαι όπως και προηγουμένως με τους ανθρώπους που σου έχουν εμπιστευτεί να κυβερνάς. Είναι ντροπή, αν γίνεσαι καλύτερος με την πάροδο του χρόνου και όχι με τη σκέψη σου, αφού ο χρόνος διώχνει τη λύπη και από τους κακούς. Η σωστή άσκηση της εξουσίας είναι το σπουδαιότερο, και ο καλύτερος άρχοντας των πιο σπουδαίων πραγμάτων είναι αυτός που κυβερνά πρώτα πρώτα τον εαυτό του.
Δεν είναι ανόσιο να προσεύχεσαι για την αποφυγή αυτού που συμβαίνει εξαιτίας της θείας βούλησης; Αν υπάρχει κάποια τάξη πραγμάτων – που πράγματι υπάρχει – και την επιβλέπει ο θεός, ο δίκαιος δεν θα αρνηθεί τα αγαθά, γιατί κάτι τέτοιο είναι δείγμα πλεονεξίας και θα ανέτρεπε την τάξη, αλλά θα σκεφτεί πως ό,τι γίνεται είναι για καλό. Προχώρα λοιπόν και κάνε το καλό, μοίρασε δικαιοσύνη, παρηγόρησε τους δυστυχισμένους. ‘Έτσι θα διώξεις τα δάκρυα. Μη βάζεις πιο ψηλά το προσωπικό από το κοινό καλό, αλλά το κοινό από το προσωπικό. ‘Έτσι θα παρηγορηθείς. Πένθησες τον γιο σου μαζί με όλο το λαό. Αντάμειψε αυτούς που μοιράστηκαν τη θλίψη σου, και θα τους ανταμείψεις γρηγορότερα αν πάψεις να πενθείς παρά αν κλειστείς στο σπίτι σου. Δεν έχεις φίλους; ΄Έχεις γιο. Αυτόν που έχει πεθάνει; Ναι, αυτόν, θα σου έλεγε ο κάθε λογικός. ‘Ο,τι υπάρχει δεν χάνεται, γιατί θα υπάρχει για πάντα. Αυτό που δεν υπάρχει, γίνεται. Πώς θα γινόταν, αν δεν χανόταν το υπάρχον; Μπορεί κάποιος άλλος να πει πως είσαι ασεβής και άδικος, ασεβής προς τον θεό και άδικος προς τον γιο σου, ή μάλλον ασεβής προς τον γιο σου όσο και προς τον θεό.
Θέλεις να μάθεις τι είναι ο θάνατος; Στείλε και σκότωσέ με μετά απ’ αυτά τα λόγια, που, αν δεν με περιβάλλεις πάλι με σάρκα, αμέσως με έχεις κάνει ανώτερο από τον εαυτό σου.»
Του Μιχαλόπουλου Αθανάσιου