Είχε σημαντικές πόλεις η Θεσσαλία στην κλασική εποχή ανάλογες με αυτές που έχουν βρεθεί στην Αττική και την Πελοπόννησο; Προτού δοθεί αρνητική απάντηση, πρέπει να δούμε όλα τα μέχρι στιγμής ανασκαφικά δεδομένα και κυρίως τα κατάλοιπα μιας κλασικής πόλης που έχει βρεθεί πριν από 19 χρόνια (το 1995) στα έργα διαπλάτυνσης της οδικής αρτηρίας ΠΑΘΕ στο ύψωμα του Αγίου Κωνσταντίνου, στην παραλία Πελασγίας, 50 χλμ. από τη Λαμία και 3,5 χλμ. από τον αρχαιολογικό χώρο της Λάρισας Κρεμαστής, μιας από τις σημαντικότερες πόλεις της Αχαΐας Φθιώτιδας (στην περιφέρεια της Θεσσαλίας)…
Εκεί, η αρχαιολόγος Αικατερίνη Σταματούδη ανέσκαψε έναν οικιστικό χώρο με σπίτια, δρόμους, κλιμακωτά και πλακόστρωτα περάσματα και αρκετά κινητά ευρήματα.
Ο οικισμός αυτός είχε ακρόπολη, σύμφωνα με την κ. Σταματούδη, η οποία ήταν σε απομονωμένη και απότομη κορυφή, όπως επίσης και «κάτω πόλη» σε ομαλή, σχετικά κατηφορική πλαγιά. Η εικόνα αυτή είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη στη Θεσσαλία (Μελιταία, Ατραγας, Πέλιννα, Φθιώτιδες Θήβες, Λάρισα Κρεμαστή) και θεωρείται ότι χαρακτηρίζει παλαιότερες θέσεις κατοίκησης, επισημαίνει η ίδια.
Ο κορμός του οικισμού αυτού εκτεινόταν στην πλαγιά του υψώματος και βρέθηκε αυτούσιος, εκτός από ένα τμήμα του που καταστράφηκε, όπως φαίνεται, στη δεκαετία του ’60 κατά τη διάνοιξη της νέας εθνικής οδού. Μάλιστα καταλήγει σε ένα μικρό αλλά καλά προστατευμένο όρμο, στην παραλία. «Μέσα στη θάλασσα διακρίνονται αρχαία κτηριακά κατάλοιπα, ενώ εκτεταμένος οχυρωματικός περίβολος διατηρείται σε πολύ κακή κατάσταση στη ΒΑ πλαγιά του λόφου».
Πρώιμη ανάπτυξη
Στην εύλογη απορία, τι δουλειά έχει μια θεσσαλική πόλη σε αυτή την παραλιακή θέση, η κ. Σταματούδη μάς εξηγεί ότι «η περιοχή τοποθετείται στην Αχαΐα Φθιώτιδα, η οποία κατά τους κλασικούς χρόνους ανήκε στην περιοικίδα ζώνη, στην περιφέρεια της πολιτικής χώρας της Θεσσαλίας. Η δραστηριότητα της μικρής αυτής παραλιακής πόλης ήδη από τον 5ο αι. π.Χ. τεκμηριώνει την πρώιμη ανάπτυξη οικιστικής εγκατάστασης στην περιφέρεια της πόλης των Θεσσαλών. Η αποκάλυψή της έχει σημασία γιατί οι περισσότερες από τις θεσσαλικές πόλεις της κλασικής περιόδου, αρκετές με μαρτυρούμενη μακρά ιστορία ήδη από τους αρχαϊκούς χρόνους, είναι ελάχιστα ή αποσπασματικά ανεσκαμμένες.
Πιθανολογεί πως η άνθηση ενός τέτοιου παραλιακού τόπου να οφείλεται στην ύπαρξη ενός αναγνωρισμένου δικτύου θαλάσσιων επικοινωνιών κατά μήκος της αχαϊκής ακτογραμμής, αλλά και διά μέσου του διαύλου των Ωρεών. Αλλωστε σε πολύ κοντινή απόσταση από τον παράλιο οικισμό υψώνεται στην ενδοχώρα η Λάρισα Κρεμαστή, μία από τις σημαντικότερες πόλεις της Αχαΐας -μαζί με τις Φθιώτιδες Θήβες και τη Μελιταία-, με ιδιαίτερη μνεία στις πηγές από το τέλος του 4ου αι. π.Χ., αλλά ελάχιστα διερευνημένη, όπως μας λέει η ίδια. «Τα 20 στάδια=3,5 χλμ. που τη χωρίζουν από τη θάλασσα (Στράβων ΙΧ 435 και Παυσανίας ΙΙ 24,1), και άρα από τον ανεσκαμμένο χώρο, αποτελούν ένα στενό χώρο επιρροής και δράσης δύο οχυρωμένων “πόλεων”, ο οποίος μάλλον δικαιολογείται από τη διαδοχική κατοίκηση. Τέτοιες μετεγκαταστάσεις υπήρξαν συχνό φαινόμενο από την αρχαιότητα έως και τη σύγχρονη εποχή».
Ας δούμε όμως πώς ήταν ο οικισμός του Αγίου Κωνσταντίνου. «Ηταν οργανωμένος σε οικοδομικές ζώνες και σε άνδηρα. Κάποιοι από τους εξωτερικούς τοίχους των σπιτιών δείχνουν πως από την όψη τους περνούσε δρόμος. Εχει εντοπιστεί η κεντρική οδική αρτηρία (πλάτους 2,50-3,50 μ.), ανάμεσα σε δύο κατοικήσιμες ζώνες, αλλά και κάθετες προς αυτήν οδοί. Ανιχνεύονται επίσης σε μερικά σημεία ανοίγματα πλάτους 0,50-0,80 μ. που δηλώνουν ιδιωτικές “παραβιάσεις” ή προσπάθεια για τον εξαερισμό και την απρόσκοπτη ροή των υδάτων ανάμεσα στις οικίες», όπως λέει χαρακτηριστικά η κ. Σταματούδη.
Μία από τις καλύτερα σωζόμενες οικίες έχει έκταση 16×13 (εξ.) και 15×12 (εσ.) μέγεθος που θεωρείται μικρό σε σχέση με ανάλογες οικίες της αρχαιότητας. Εσωτερικά έχει τον τύπο της «παστάδας», δηλαδή έναν προστώο χώρο, πίσω από τον οποίο, συνήθως προς Βορρά, αναπτυσσόταν ο οίκος. Εκεί ζούσε η οικογένεια, όπου ήταν ο χώρος μαγειρέματος και του λουτρού.
«Από τα χρονολογήσιμα ευρήματα προκύπτει ότι η εμφάνιση μιας τέτοιας μορφής οικίας στο δεδομένο οικισμό τοποθετείται μάλλον πρώιμα μέσα στον ελλαδικό χώρο. Πλακόστρωτες αυλές, πηλόκτιστες εστίες με αγγεία σπασμένα δείχνουν τη χρήση τους. Ιδιαίτερη σημασία δίνεται στη θέση μιας υπόστυλης αυλής μιας οικίας, πιθανόν προοίμιο μιας μικρής περίστυλης αυλής, η οποία, ως αρχιτεκτονικό στοιχείο, εμφανίζεται από τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. Επίσης από τον όγκο των σπασμένων κεραμιδιών στέγης, με τα σφραγίσματα του εργαστηρίου που τα παρήγαγε, δείχνει πως το σπίτι είχε μια μεγάλη δίρριχτη στέγη, όπως και στέγες σε διαφορετικά επίπεδα, πιθανόν ενός ορόφου σε ένα τμήμα του σπιτιού, ιδιαίτερα πάνω από τους χώρους καθημερινής κατοίκησης».
Κινητά ευρήματα
Ο κύριος όγκος των κινητών ευρημάτων περιλαμβάνει χρηστικά κεραμικά αντικείμενα, δηλαδή αποθηκευτικούς πίθους, αμφορείς, χύτρες, λεκάνες, λοπάδες κ.ά., όπως και όστρακα λεπτότερων μελαμβαφών αγγείων (κυλίκων, φιαλών, κυπέλλων, πυξίδων, ολπών, κανθάρων, αλατιέρων κ.ά.). «Η χρονολόγησή τους καθορίζει και την κατοίκηση του οικισμού από τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. (μάλλον και πρωιμότερα) έως και τον 4ο αι. π.Χ.» εκτιμά η αρχαιολόγος.
Μέσα στα σπίτια και σε συγκεκριμένα δωμάτια βρέθηκαν πολλές αγνύθες, κάτι που δείχνει την ύπαρξη όρθιου αργαλειού. Σημαντική ποσότητα νομισμάτων και μεταλλικών στοιχείων, όπως σιδερένια καρφιά από τις ξυλοδεσιές, χάλκινα άγκιστρα και βαρίδια ψαρικής από μόλυβδο, σιδερένια εργαλεία (μαχαίρια, μικρά δρεπάνια, σμίλες, λαβίδες), αλλά και μερικά κοσμήματα (χάλκινοι κρίκοι, πόρπες, περόνες), πιστοποιούν την ήδη γνωστή ύπαρξη μεταλλοφόρου ζώνης στην περιοχή.
Πάντως το πιο αξιόλογο εύρημα είναι ένας ερυθρόμορφος καλυκόσχημος κρατήρας, αττικού εργαστηρίου, του ζωγράφου των Νιοβιδών, χρονολογούμενος στα μέσα του 5ου αι. π.Χ.
Ενα τμήμα του οικισμού αυτού, το ανατολικό, φαίνεται πως χρησιμοποιήθηκε ως νεκροταφείο κατά τους ύστερους ελληνιστικούς (2ος αι. π.Χ.-1ος αι. π.Χ.) και τους ρωμαϊκούς χρόνους (έως και τον 3ο αι. μ.Χ.).
Με δεδομένο ότι ο οικισμός στον Αγ. Κωνσταντίνο εγκαταλείφθηκε προς το τέλος του 4ου αι. π.Χ., σε μια περίοδο πιθανών αναταραχών κοντά στην ακτή, αυτός ξεχάστηκε, επειδή υποσκελίστηκε από την ακμάζουσα Λάρισα Κρεμαστή, η οποία θεωρήθηκε από τους συγχρόνους της ως άμεση συνέχειά του, και -στην περιφέρεια των οδικών αρτηριών- δεν αναφέρθηκε ξανά λόγω άγνοιας του ιστορικού τοπίου από τους υστερότερους μελετητές και ευλόγου σύγχυσης των δύο θέσεων. Φαίνεται ότι η κλασική πόλη, φυτοζωώντας, λειτουργούσε ως φυσικός λιμένας και επίνειο της άνω πόλης κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, όταν την επισκέφτηκε ο Δημήτριος ο Πολιορκητής το 302 π.Χ.