Απ’ όλες τις δυνάμεις που εργάστηκαν και εργάζονται για να πλάσουν τις τύχες του ανθρώπινου γένους, καμία δεν είναι πιο ισχυρή από την εκδήλωση εκείνη που ονομάζουμε «θρησκεία». Όλοι, σχεδόν, οι κοινωνικοί θεσμοί έχουν κάπου εκεί τη βάση τους με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Η θρησκεία φαίνεται να είναι ο πιο μεγάλος συνεκτικός συντελεστής που έδρασε ποτέ ανάμεσα στις ανθρώπινες ομάδες και, όπως είναι γνωστό, οι θρησκευτικοί δεσμοί αποδείχθηκαν σε πολλές περιπτώσεις ισχυρότεροι και αποτελεσματικότεροι από τον ηθικό νόμο μιας φυλής, ή από την κοινή καταγωγή αλλά και τη συγγένεια ακόμη. Ταυτόχρονα, όμως, η θρησκεία έδρασε και δρα ακόμη σήμερα, ως ο μεγαλύτερος διαχωριστικός και ανταγωνιστικός παράγοντας ανάμεσα στους ανθρώπους, και ως εκ τούτου, καμία άλλη δύναμη δεν πλημμύρισε τον κόσμο με τόσο αίμα, όσο η θρησκεία. Για να κατανοήσουμε καλύτερα το ρόλο της, ας εξετάσουμε το θέμα αυτό μέσα από δύο βασικά στοιχεία του: 1) Το θρησκευτικό αίσθημα και 2) Τις επιπτώσεις της δογματικής θρησκευτικής αντίληψης.
Το θρησκευτικό αίσθημα
Έχουν γίνει πολλές προσπάθειες να εξιχνιαστούν οι απαρχές της θρησκείας και έχουν εκφραστεί διάφορες απόψεις. Σύμφωνα με μια μελέτη, η ετυμολογία της λέξεως «θρησκεία» προέρχεται από το σημιτικό deresh, που σημαίνει «ο δρόμος του Θεού».(Λ. Φιλιππίδης) Το λατινικό religio σημαίνει επίσης την προσπάθεια γεφύρωσης του κόσμου και του Θεού. Κατά δε τον Πλούταρχο (Βίοι Παράλληλοι – Αλέξανδρος) το ρήμα «θρησκεύω» προέρχεται από τις Θράκισσες γυναίκες, τις Μαινάδες, που έπεφταν σε έκσταση στις Ορφικές και Διονυσιακές ιερουργίες. Δηλαδή, η λέξη «θρησκεία» περιγράφει έτσι την ιερότητα του Μαιναδισμού, σκοπός του οποίου ήταν η ταύτιση της ψυχής με το θεό. Πέρα, όμως, από την ετυμολογία για την οποία υπάρχουν προφανώς και άλλες απόψεις, οι διάφοροι μελετητές προσπάθησαν να διακρίνουν την προέλευσή της και τη χρησιμότητά της στην ανθρώπινη ζωή. Ορισμένοι θεωρούν ότι προήλθε από τη λατρεία των προγόνων ή προγονικών πνευμάτων, και την αγωνία του ανθρώπου για την μετά το θάνατο τύχη τόσο των αγαπημένων προσώπων όσο και την δική του.
Μελετώντας τις αρχαίες θρησκείες των Αιγυπτίων, Βαβυλωνίων, Κινέζων, Ινδιάνων της Αμερικής κλπ, διακρίνουμε καθαρά ίχνη του γεγονότος ότι η προγονική λατρεία των λαών αυτών υπήρξε η αρχή της θρησκείας τους. Από την άλλη πλευρά, μελέτες απάνω στις αρχαίες «άριες» φυλές δείχνουν ότι στους λαούς αυτούς η θρησκεία προήλθε μάλλον από τη λατρεία της φύσεως. Τόσο οι αρχαίοι Έλληνες όσο και οι βόρειοι Ευρωπαίοι έχουν μυθολογία που θεωρείται από πολλούς ερευνητές ως αφηρημένη φυσιολατρεία, που γίνεται αργότερα θεολατρεία. Εν τούτοις, τα λεγόμενα του Πλατωνικού Τίμαιου για την προΰπαρξη της ψυχής σε κόσμους θεϊκούς όπου γεννήθηκε και είχε την πρώτη εποπτεία όλων των αληθειών τού όντος, μας κάνει να σκεφτόμαστε: Μήπως η θρησκεία προέρχεται από την ανάμνηση αυτού του θεϊκού τόπου, όπου έζησε πριν την κάθοδό της στον υλικό κόσμο; Υπάρχει μια άλλη άποψη που θεωρεί ότι η πρώτη λάμψη της θρησκείας έρχεται από την κατάσταση του ονείρου. Γιατί τα όνειρα , όπως υποστηρίζεται, δείχνουν στον άνθρωπο πως όταν το σώμα μοιάζει με νεκρό στη διάρκεια του ύπνου, υπάρχει κάτι άλλο που λειτουργεί και ζει στους ονειρικούς κόσμους, και δεν προέρχεται απαραίτητα πάντοτε από τις γνωστές φυσικές αισθήσεις και λειτουργίες του εγκεφάλου. Να τολμήσουμε να αναρωτηθούμε κατά πόσο το όνειρο μπορεί να μας φέρνει κάποια ανάμνηση από το θεϊκό τόπο του Πλάτωνα; Ένα τρίτο στοιχείο προς την ίδια κατεύθυνση μάς δίνει ο Κ. Γιουνγκ, ο οποίος μελέτησε και ανέπτυξε τη θεωρία των αρχετύπων στο πρόσφατο παρελθόν. Όπως, λοιπόν, μας λέει ο ίδιος τα αρχέτυπα δεν μεταδίδονται με την παράδοση όπως τόσα άλλα πράγματα από την αρχαιότητα έως σήμερα, αλλά μπορούν να αναδυθούν αυθόρμητα σε οποιοδήποτε χωρόχρονο δίχως καμία εξωτερική επίδραση. Ότι είναι μια αυτόματη λειτουργία της ανθρώπινης ψυχής, και τούτο συμβαίνει διότι οι αρχετυπικές εικόνες ανήκουν στις ύψιστες αξίες της και βρίσκονται στον ουρανό όλων των φυλών από αμνημονεύτων χρόνων. Θα ήταν μάλιστα, ισχυρίζεται, μεγάλη απώλεια να τις απορρίψουμε θεωρώντας τις ως ανάξιες λόγου ή προκαταλήψεις. Θα μπορούσε αυτός ο αρχετυπικός κόσμος του Κ. Γιουνγκ να ταυτισθεί με τον κόσμο των Πλατωνικών Ιδεών; Αν, λοιπόν, η ανάπτυξη της θρησκευτικής άποψης για την οποία μας μιλά στις εργασίες του (βλ. αρχή κειμένου) βασίζεται στην ανάδυση της αρχετυπικής εικόνας στην ανθρώπινη ψυχή, τότε ίσως θα πρέπει να ρωτήσουμε για τρίτη φορά αν πρόκειται για ανάμνηση. Με τον τρόπο αυτό, δηλαδή μέσω της ανάμνησης που εκφράζεται ως θρησκευτικό αίσθημα, ο άνθρωπος φαίνεται πως αποκτά ένα είδος συνδέσμου ανάμεσα στην ψυχή του και το Αιώνιο.
Ο Μαρσίλιο Φιτσίνο αναφέρει πως όταν μιλά για θρησκεία, εννοεί με τόνο αυτό το ίδιο κοινό και φυσικό ένστικτο που υπάρχει σε όλους τους λαούς, και με το οποίο ο άνθρωπος φρονεί και τιμά παντού και πάντοτε μια Πρόνοια, Βασίλισσα του κόσμου. Εκείνη που είναι γνωστή πρώτα από έμφυτη αυτογνωσία, ύστερα από φιλοσοφική υπόδειξη και τέλος από προφητεία. Στα ανωτέρω ο Θωμάς Καμπανέλα προσθέτει ότι στη φυσική και έμφυτη θρησκεία της ανθρώπινης υπόσταση προστίθεται και η «επίκτητη θρησκεία». Και σε αυτήν, όπως λέγει, «μπορούν να συμβούν λάθη και να εμφανιστούν οι ποικιλίες. Αυτή η επίκτητη είναι ατελής και μερικές φορές ψεύτικη. Η έμφυτη είναι για όλα τα έθνη μία και η αυτή, ενώ η επίκτητη είναι διαφορετική επειδή οι λαοί διαφωνούν στην αντίληψη της θεότητας». (Η Πολιτεία του Ήλιου). Με τα λόγια αυτά, όμως, του Θ. Καμπανέλα, οδηγούμαστε στο δεύτερο στοιχείο του θέματός μας, που συγκλονίζει τη σκέψη και δοκιμάζει την ίδια τη ζωή του ανθρώπου.
Οι επιπτώσεις του στεγνού δογματισμού
«..Αναγνωρίζουμε πως υπάρχουν διαφορές ανάμεσα στις θρησκείες, αλλά ας αναγνωρίσουμε ότι μπορούμε να διδαχθούμε από αυτές αντί να τις επικρίνουμε. Ας μας διδάξει εκείνο που μπορεί ο Χριστιανός, αλλά ας μην αρνηθεί να διδαχθεί από τον Μουσουλμάνο αδελφό του, ή τον αδελφό κάποιας άλλης θρησκείας. Διότι ο καθένας από αυτούς έχει κάτι να διδάξει και κάτι να διδαχθεί…
Όλες οι μεγάλες αλήθειες των θρησκειών είναι κοινή περιουσία, και δεν ανήκουν αποκλειστικά σε καμιά από αυτές. Για το λόγο αυτό, δεν κερδίζουμε τίποτε ακόμα και αν αλλάξουμε από τη μια θρησκεία στην άλλη, αλλά ούτε χρειάζεται να ερευνήσει κάποιος όλο το πεδίο των θρησκειών του κόσμου, προκειμένου να ανακαλύψει τα ύδατα της Αλήθειας. Σκύψτε πάνω στη δική σας θρησκεία και σκάψτε βαθιά, και πιο βαθιά ακόμη σ’ αυτήν, έως ότου βρείτε την πηγή των υδάτων της ζωής να ορμούν προς εσάς με αγνότητα και πληρότητα…»
Α. Μπέζαντ – Η Αδελφότητα των Θρησκειών
Τίποτα δεν μας κάνει πιο τρυφερούς αλλά και τίποτα δεν μας κάνει πιο σκληρούς όσο η θρησκεία. Οι πιο ευγενικές λέξεις που άκουσε ποτέ ο άνθρωπος ήταν από ευγενικές ψυχές θρησκευόμενων ανθρώπων. Αλλά και οι πιο πικρές καταγγελίες που γνώρισε ποτέ ο κόσμος ακούστηκαν από το στόμα ατόμων της θρησκευτικής ιεραρχίας, οι οποίοι ερμηνεύουν τα κείμενα με στενό δογματικό τρόπο, κάτι που ουσιαστικά εξυπηρετεί μόνο την εξουσία. Γιατί όμως; Γιατί υπάρχει μια ασθένεια που, δυστυχώς, σπέρνεται και καλλιεργείται στο πλήθος και ποτίζεται από την άγνοια και την πνευματική ανωριμότητά του. Βασίζεται και τρέφεται από το γεγονός ότι ο ανθρώπινος νους είναι τυφλωμένος από το φόβο που γεννά την οργή και το αντίστροφο. Η ασθένεια αυτή είναι μια από τις πλέον επικίνδυνες και αποτελεί τρομερή μάστιγα για την ανθρωπότητα, γιατί ο φανατισμός – περί αυτού πρόκειται – είναι ασθένεια του νου και της ψυχής. Όλες οι κακίες που υπάρχουν μέσα στην ανθρώπινη φύση διεγείρονται από το δογματικό φανατισμό. Η οργή υποκινείται από αυτόν και μέσω του φόβου κάνει τα νεύρα να τεντώνονται. Και τότε τα ανθρώπινα όντα γίνονται μανιασμένες τίγρεις και λύκοι που ορμούν να κατασπαράξουν αλλήλους.
Στα ιερά κείμενα των περισσοτέρων θρησκειών αναφέρεται κάποιος πόλεμος αλλά τι είδους πόλεμος; Στο Κοράνι π.χ. διαβάζει κανείς ότι είναι πράξη ευεργεσίας προς τον άπιστο να τον σκοτώσουν εν ονόματι του Αλλάχ και του Προφήτη. Η ίδια δε η πράξη του φόνου των «απίστων» θεωρείται ως εισιτήριο του «πιστού» στον Παράδεισο του Μωαμεθανού με τα ουρί και τους λόφους από ρύζι. Αλλά, ποιος είναι αυτός ο άπιστος; Σε πόλεμο κατά των φίλων του και των συγγενών του οδηγεί ο Κρίσνα τον Αρζούνα, αλλά ποιους φίλους και συγγενείς; Ο Ηράκλειτος για ποιόν πόλεμο μίλαγε (απ. 53) όταν έγραφε: «Ο πόλεμος είναι πατήρ πάντων αλλά και βασιλεύς πάντων. Και άλλους τους αναδεικνύει θεούς και άλλους ανθρώπους. Και άλλους καθιστά δούλους και άλλους ελεύθερους»; Μήπως όλα αυτά αφορούν έναν εσωτερικό πόλεμο; Μήπως ο «άπιστος» τού Μωαμεθανού δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον προσωπικό εαυτό του; Γιατί ένας τέτοιος πόλεμος αν κερδισθεί κάνει τον άνθρωπο ελεύθερο και τον οδηγεί στον Παράδεισο.
Λέγουν πως όρος «Τζιχάντ», ο ιερός πόλεμος του Ισλάμ, έχει παρερμηνευτεί ως έννοια και ότι στην πραγματικότητα αναφέρεται σ’ αυτή την εσωτερική πάλη που οφείλει να κάνει ο «πιστός», δηλαδή η ψυχή, ώστε να ενωθεί με τον Προφήτη και τον Αλλάχ. Το Κοράνι, λέγουν, έχει αλλοιωθεί κατά πολύ αλλά υπάρχει ακόμη η ορθή παράδοση του πραγματικού Ισλάμ, η οποία έχει διατηρήσει ακέραια τα λόγια του Προφήτη και το νόημά τους. Η ίδια η λέξη «Τζιχάντ» προέρχεται από το ρήμα «γιακταχίντ» που σημαίνει «αποδίδω, δίνω τον καλύτερο εαυτό μου». Για κάθε πιστό του Ισλάμ, το να αποδώσει εξαιρετικά σημαίνει να υπακούσει στο θέλημα του Αλλάχ, όπως αυτό έχει αποκαλυφθεί μέσα στο Κοράνι. Σύμφωνα με το Ισλάμ, ο πρώτος που έκανε Τζιχάντ ήταν ο Αδάμ μέσα στον Παράδεισο εναντίον του Σατανά, αλλά και αργότερα μετά την Πτώση του για να προστατεύσει την Εύα. Όλοι οι Προφήτες εξάλλου δίδαξαν μια Τζιχάντ, που με αυτή την έννοια παίρνει τη μορφή μιας συνεχούς και μόνιμης μάχης εναντίον του Κακού. Αν και αναφέρονται πολλά είδη Τζιχάντ (των Λόγων, της Καρδιάς, της Γλώσσας, κλπ), η κυριότερη είναι η Μεγάλη Τζιχάντ (Αλ Τζιχάντ Αλ Ακμπάρ) που είναι η μάχη ενός εκάστου ενάντια στον κακό εαυτό του, στην κακή πλευρά του εαυτού, στο τμήμα εκείνο που ελέγχεται και παρασύρεται από το Κακό. Και είναι αυτή ακριβώς η Ιερή Τζιχάντ προς την οποία θα όφειλαν να ωθούν οι πνευματικοί αρχηγοί το Ισλάμ, και όχι εναντίον άλλων ανθρώπων.
Μέσα από την ίδια αυτή θρησκεία πρόβαλλαν οι Σούφι, οι οποίοι είδαν μέσα στο Κοράνι εκείνο που δεν βλέπει το φανατισμένο πλήθος. Ο Σουφισμός έχει τις ρίζες του στις μυστικιστικές εμπειρίες του Μωάμεθ και ιδιαίτερα στη συνομιλία του με τον Κιντρ, το φίλο, το διδάσκαλο και παρηγορητή, που του παρουσιάζεται με την μορφή του πράσινου χόρτου, δηλαδή ως φύση. Η θέση που δίδεται στον Κιντρ (18η Σούρα ) είναι εκείνη του αγγελιοφόρου , του Αγγέλου του Προσώπου του Θεού ή Αλλάχ. Το ιδανικό, λοιπόν, ενός Σούφι είναι η καταστροφή και η εκμηδένιση του προσωπικού εγώ, η οποία θα τον οδηγήσει στην ένωση με μια ευρύτερη πραγματικότητα και την αλήθεια που καταλήγει στον Αλλάχ. Και αυτή είναι η πραγματική, η αληθινή Τζιχάντ. Οι Σούφι γέμισαν την καρδιά τους και ολόκληρη την υπόστασή τους με αγάπη αντί για μίσος, όπως οδηγείται να κάνει το φανατισμένο πλήθος. Την αγάπη τους αυτή την άπλωσαν στον κόσμο και συχνά βγαίνει μέσα από τα κείμενά τους με ερωτισμό προς την Αθάνατη Ψυχή. Πώς, λοιπόν, βλέπουν μέσα στο Κοράνι αυτή την αγάπη αν δεν υπάρχει πραγματικά σ’ αυτό; Και γιατί το πλήθος βλέπει μόνο το μίσος και τη σκληρότητα που αιματοκυλούν τον κόσμο, όχι μόνο σε μια περασμένη εποχή που τα κοινωνικά δεδομένα ήταν διαφορετικά, αλλά και σήμερα ακόμη; Μήπως παρερμηνεύονται, τελικά, τα κείμενα με γνώμονα και βαθύτερο κίνητρο την εξουσία; Ας το σκεφθούμε λίγο.
Ο φανατισμός δεν άφησε ανέγγιχτο το Χριστιανισμό. Στις διδασκαλίες του Ιησού Χριστού δεν υπάρχει καθόλου βαρβαρότητα αλλά μόνο η ιδέα της Ενότητας. Ας μη πει κανείς ότι ο Ιησούς δήλωσε πως θα χωρίσει πατέρα από γιο και άνδρα από γυναίκα, γιατί το ερώτημα τίθεται από μόνο ως προς το τι εννοούσε. Πώς είμαστε βέβαιοι ότι δεν αναφερόταν μεταφορικά στους εσωτερικούς συγγενείς του ανθρώπου όπως τόσοι άλλοι μεγάλοι Διδάσκαλοι, δηλαδή στις αδυναμίες της κατώτερης φύσεως των μαθητών του, αλλά και όλων των ανθρώπων; Ο μεγάλος αυτός Διδάσκαλος ξεκίνησε τη διδασκαλία του με ένα φαινομενικό ή, έστω, πραγματικό (σε μυημένους και αμύητους) διαχωρισμό ανάμεσα στους ανθρώπους, για να φθάσει τελικά την ενότητα μέσα από το «Αγαπάτε Αλλήλους». Ουδέποτε κήρυξε την αντιπαράθεση των ανθρώπων, όπως λανθασμένα θεωρείται από μερικούς που βασίζονται σε ορισμένες φράσεις Του. Αρχικά, λοιπόν, στη θρησκεία αυτή υπήρχε μόνο η αγάπη, αλλά αργότερα μέσα της γλίστρησε η βαρβαρότητα και η θρησκεία υποβιβάστηκε σε κάτι ανάλογο με εκείνο του «άγριου» Προφήτη, και το φανατισμό του πλήθους. Αλλά εκτός από τη βαρβαρότητα γλίστρησε και η μανία της επιβολής του δόγματος και της εξουσίας πάνω στους άλλους ανθρώπους,, και κυρίως τους «άπιστους» εθνικούς. Η κα. Ε. Αρβελέρ – Γλύκατζη έγραφε ότι:
«Ο αρχαιοελληνικός κόσμος υποχρεώθηκε να υποταχθεί στην τρομοκρατία που επέβαλε η νέα θρησκεία με τη συνδρομή του Κράτους. Καταστροφές αρχαίων ναών, βίαιοι θάνατοι φιλοσόφων, ομαδικοί διωγμοί πνευματικών ανθρώπων, καταδίκες για μαγεία των πιστών του αρχαίου πάνθεου, ήταν φαινόμενα συνηθισμένα» (Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμος 2).
Οι σταυροφορίες, άλλωστε, που παρουσιάζονται ως πόλεμοι θρησκευτικοί και απελευθερωτικοί, τι είχαν ως βαθύτεροκίνητρο;Όχι, βέβαια, εκείνο που ισχυρίζονται αλλά κυρίως την επέκταση και κυριαρχία σε νέους τόπους, και την επιβολή της εξουσίας στους «άπιστους». Μια από τις χειρότερες και πιο γνωστές βαρβαρότητες ήταν, φυσικά, ο αποτρόπαιος θάνατος της Αλεξανδρινής φιλοσόφου Υπατίας. που κυριολεκτικά διαμελίστηκε με πήλινα θραύσματα μέσα στην εκκλησία Καισάρειον, από μια ομάδα φανατικών χριστιανών. Όλοι οι τότε ιστορικοί αποδίδουν την ευθύνη στον επίσκοπο Αλεξανδρείας Κύριλλο, που θα έπρεπε να οδηγούσε τους ανθρώπους προς το καλό αντί για το έγκλημα. Ήταν δε τόσος ο φανατισμός όλων ώστε ο Σωκράτης Σχολαστικός έγραφε ότι:
« Η υπόθεση αυτή ΔΕΝ προκάλεσε την παραμικρή ντροπή όχι μόνο στον ίδιο τον Κύριλλο αλλά ούτε και σ’ ολόκληρη την Αλεξανδρινή εκκλησία» (Εκκλησιαστική Ιστορία).
Θα μπορούσε κανείς να απαριθμήσει αμέτρητα άλλα εγκλήματα που έπραξε η χριστιανική εκκλησία, κυρίως μετά την ίδρυση της Ιερής Εξέτασης που προκάλεσε χείμαρρο αιματοχυσίας και βασανισμών εις το όνομα του Θεού και του Ιησού Χριστού. Στην ίδια θρησκεία, ωστόσο, έχουμε αμέτρητα παραδείγματα συμπόνιας, ανιδιοτέλειας, αυτοθυσίας και αγάπης ένθερμων και πραγματικών πιστών χριστιανών που ευεργέτησαν τους ανθρώπους. Αφιέρωσαν ολόκληρη τη ζωή τους σε αυτούς και πλούτισαν τον κόσμο με τα υπέροχα γραπτά τους, ύμνους κλπ, θυμίζοντάς μας, παράλληλα, με την πορεία της ζωής τους το δρόμο που έδειξε ο Μεγάλος Διδάσκαλος Ιησούς Χριστός.
Βλέπουμε, λοιπόν, στις δύο ανωτέρω θρησκείες, που χρησιμοποιήθηκαν ως παράδειγμα για την έρευνά μας, πόση ανοχή μπορεί να δείξει ο φανατισμός και πού μπορεί να οδηγήσει ο δογματισμός, όταν κατευθύνεται από ανθρώπους με στενή αντίληψη και αγάπη για την επιβολή της εξουσίας, αλλά και για το πιθανό οικονομικό όφελος. Ο φανατισμός δεν επιτίθεται μόνο σε αλλόθρησκους, αλλά και σε κάθε ομόθρησκο που έχει πνεύμα ελεύθερο και μία ωριμότητα ψυχής που δεν του επιτρέπει να γίνεται έρμαιο οποιουδήποτε δογματισμού ή φανατισμού. Κάθε θρησκεία, όπως γνωρίζουμε, έχει την ακμή της και την παρακμή της όταν μοιραία πέφτει σε χέρια ανθρώπων που έχουν χάσει την επαφή με το ΙΕΡΟ. Επιπλέον, κάθε ιερό κείμενο έχει μια εξωτερική ή «κατά γράμμα»και μια εσωτερική ή «κατά πνεύμα» ερμηνεία. Η πνευματικά ανώριμη ανθρωπότητα προτιμά, δυστυχώς, την κατά γράμμα ερμηνεία διότι είναι ευκολότερη και «πιο χειροπιαστή», ενώ η κατά πνεύμα ερμηνεία απαιτεί προσπάθεια και εσωτερική εργασία. Φταίνε τα κείμενα των θρησκειών ή εκείνοι που τα ερμηνεύουν όπως θέλουν και κατά το συμφέρον της εφήμερης εξουσίας; Φταίει το θρησκευτικό αίσθημα όταν οδηγείται ο άνθρωπος σε τέτοιες καταστάσεις, ή το θηρίο που βρίσκεται μέσα μας και που όταν έρχονται οι κατάλληλες περιστάσεις, πηδά και φορά τη μάσκα της εξουσίας; Είναι μια μάσκα που άλλοτε λέγεται δογματισμός, άλλοτε φανατισμός και άλλοτε – δυστυχώς – κρύβεται πίσω από την ψευδαίσθηση κάποιου ανθρώπου ως πρόθεση «προσφοράς προς τους άλλους», ενώ το κρυμμένο κίνητρό του είναι η αγάπη για την εξουσία επί των άλλων ανθρώπων. Ας μη ξεχάσουμε τις συχνές αντιμαχίες ανάμεσα στα μέλη των ιερατείων όλων των θρησκειών, που τόσο συχνά, δυστυχώς, γίνονται και προκαλούν τα πλήθη και αναστατώνουν τους ανθρώπους.
Η διάκριση ανάμεσα στο καλό και το κακό είναι μερικές φορές λεπτή σαν την κόψη του ξυραφιού. Τόσο στο παρελθόν όσο και στο παρόν βλέπουμε το τέρας της εξουσίας να χρησιμοποιεί νύχια και δόντια για την καταστροφή ή την απομάκρυνση των άλλων ανθρώπων από το μέλι της δύναμης. Αυτό, βέβαια, συμβαίνει σε όλους τους τομείς της ζωής και απ’ όλες τις πλευρές της κοινωνίας. Δεν χρησιμοποιούνται μόνο τα όπλα που γνωρίζουμε από τους φυσικούς πολέμους ανάμεσα στους λαούς, αλλά και όπλα όπως η κατακραυγή μέσω του φανατισμού, η (θρησκευτική και πολιτική) περιθωριοποίηση των ανθρώπων, το κοινωνικό μίσος, η διαπλοκή και ο εξοστρακισμός που ονομάζεται και αφορισμός. Ιδού ο κόσμος, και ο κόσμος, δυστυχώς, εμφανίζεται γεμάτος μίσος και μιζέρια. Γιατί εκείνη η πάλη για το μικρό μας εαυτό, η πάλη για δύναμη και εξουσία, η προσκόλληση στην προσωπικότητα, και η επιθυμία για την διατήρησή της όχι μόνο σε τούτη τη ζωή, αλλά και μετά το σωματικό θάνατο, είναι η αιτία όλων αυτών των καταστάσεων. Αυτή η διατήρηση της γήινης προσωπικότητας με την παρούσα μορφή της γίνεται, επίσης, η αιτία για την κυριολεκτική (και όχι μεταφορική) ανάσταση νεκρών με σάρκα και οστά, όπως διδάσκεται και πιστεύει το φοβισμένο πλήθος. Άνδρες και γυναίκες που θα έπρεπε να είναι πιο έξυπνοι και πιο ώριμοι πνευματικά, νομίζουν πως αν εξαφανιστεί το σώμα και η προσωπικότητά τους, θα χαθεί και όλη η ηθική του ανθρώπινου γένους. Έχουν, μάλιστα, το θράσος να ονομάζουν αυτήν ακριβώς την προσωπικότητα «αθάνατη ψυχή», και να τη στέλνουν σε παράδεισους με πλήθος γήινων απολαύσεων, επιτρέποντας έτσι να παρασύρεται η καρδιά τους μακριά από την αλήθεια.
Ο άνθρωπος οφείλει να μελετά τη θρησκεία στην ευρύτερη βάση της και να την εφαρμόζει με γνώμονα όχι το «εγώ» αλλά το «εσύ» ή το «εμείς». Εκεί μόνο βασίζεται το σύστημα τής ευημερίας κάθε λαού και κάθε ηθικό καλό. Κάθε στενή, περιορισμένη δογματική αντίληψη που ωθεί στο φανατισμό και τη μάχη εναντίον των συνανθρώπων μας, θα πρέπει να αποφεύγεται. Ο άνθρωπος οφείλει, επίσης, να παραμερίσει κάθε φυλετική και εθνική ιδέα περί θρησκείας και κάθε πρόληψη για «εκλεκτούς» και μη λαούς. Διότι κανένα δόγμα δεν επιτρέπεται να παίζει το ρόλο του διασπαστή των λαών. Αντίθετα, οφείλει να προβάλει το πνεύμα της αγάπης, της ειρήνης και της αλληλεγγύης των ανθρώπων. Υπάρχει κανείς που να μπορεί να αρνηθεί κατηγορηματικά ότι ηαγάπη, εκείνο το «όχι εγώ αλλά εσύ», είναι η μόνη θεϊκή δύναμη στο σύμπαν; Αυτός είναι ο αληθινός, ο ουσιαστικός Παράδεισος και είναι εδώ, μέσα μας και γύρω μας επί της Γης και πουθενά αλλού. Αυτό είναι εκείνο που είδαν οι Σούφι του Ισλάμ, οι Άγιοι του Χριστιανισμού, οι Προφήτες και όλοι οι Μεγάλοι Διδάσκαλοι των λαών και των εθνών, σε κάθε εποχή της ανθρώπινης ιστορίας. Γι’ αυτό γέμισαν τον κόσμο με αγάπη, προσφέροντας ακόμη και τη ζωή τους για το σκοπό αυτό.
Αν σ’ αυτό το δρόμο μπορεί να μας οδηγήσει η θρησκεία, τότε θα πούμε πως ΝΑΙ! Η θρησκεία είναι η φύση και η μεγάλη κληρονομιά του ανθρώπου γιατί τότε, θρησκεία σημαίνει πραγμάτωση και όχι απλές φλυαρίες, δόγματα και ανούσιες θεωρίες. Σημαίνει βίωμα και γίγνεσθαι, και όχι άκουσμα και αποδοχή του ενός ή του άλλου «θεόπνευστου» ή μη κειμένου. Σημαίνει μεταμόρφωση ολόκληρης της ανθρώπινης ψυχής, και πίστη που εδραιώνεται μόνο με τη Θεία Γνώση. Τη Γνώση εκείνη που έρχεται από το βίωμα του Εαυτού και το γίγνεσθαι του Ανθρώπου. Τότε, και μόνο τότε, η θρησκεία μπορεί να γίνει το εφόδιο της αθάνατης και απρόσωπης ψυχής, που δεν σχετίζεται με την προσωπικότητα αλλά με την ατομικότητα. Το εφόδιο αυτό θα την οδηγήσει μέσω τηςανάμνησης, να επιστρέψει και πάλι στην πατρίδα της τη χώρα του Άπειρου, Απόλυτου και Αιώνιου Φωτός, όπου καμία γήινη προσωπικότητα δεν έχει θέση, αλλά ούτε και τρόπο μετάβασης σ’ αυτήν.
——————————————————————————–
(Από την Επιστολή Χ, του Διδασκάλου ΚΟΥΤΧΟΥΜΙ, Simla – India, 1881)
«… Η πηγή κάθε κακού, είτε αυτό είναι μικρό είτε είναι μεγάλο, είναι οι ανθρώπινες πράξεις και ο ανθρώπινος εγωισμός. Ερευνήστε την αιτία κάθε κακού και θα δείτε ότι όλα τα σημάδια οδηγούν στην ανθρώπινη διάνοια, και το μικρό εαυτό που εκφράζεται με τον πλέον ισχυρό τρόπο στις δογματικές θρησκείες. ό,τι σχήμα κι αν έχουν αυτές και αδιάφορα σε ποια φυλή ανήκουν. Είναι τα ιερατεία και οι δογματικές εκκλησίες. Είναι η άγνοια που δημιούργησε ανθρωπόμορφους θεούς ή Θεό, και οι επιτήδειοι που εκμεταλλεύονται κάθε ευκαιρία προκαλώντας πληθώρα δεινών στην ανθρωπότητα. Κοιτάξτε το Χριστιανισμό, τον Ιουδαϊσμό, το Μωαμεθανισμό, το Βραχμανισμό. Όλα αυτά τα δόγματα κάνουν τον άνθρωπο έναν εγωιστή μισαλλόδοξο, ένα φανατικό που μισεί όλους τους ανθρώπους εκτός από τους ομόθρησκούς του. Και αυτό είναι αποτέλεσμα αγυρτείας προερχόμενης από τις τάξεις των ιερατείων που παρουσιάζουν στους πιστούς ένα Θεό ή θεούς τρομακτικούς, κακούς και εκδικητικούς. Τι άλλο θα μπορούσε να είναι ο άνθρωπος παρά ομοίωμα αυτού του μοχθηρού θεού του; Δεν είναι οι άνθρωποι έτοιμοι να κάνουν ένα οποιοδήποτε έγκλημα ή άλλο κακό, εάν τους πουν ότι αυτό απαιτεί ο Θεός; Δεν είναι θύματα ενός τέτοιου φανταστικού κακού Θεού και σκλάβοι κάποιων πανούργων πνευματικών καθοδηγητών τους; Επί 2000 χρόνια η Ινδία υπέφερε κάτω από την κυριαρχία της Βραχμανικής κάστας που απομυζούσε το λαό της. Όσο για τους χριστιανούς και τους μωαμεθανούς, ακόμη και σήμερα (19ος αιώνας, αλλά όχι μόνο τότε – Σ.τ.Μ.) ορμούν με μεγάλη ευκολία να κόψουν ο ένας το λαιμό του άλλου. Η ανθρωπότητα δεν θα γλιτώσει από τη μιζέρια της παρά μόνο αν καταστρέψει κάθε τέτοιο θεό ή θεούς στο όνομα της Αλήθειας, της Αρετής και της Παγκόσμιας Αγάπης..»
The Mahatma Letters to Α. Ρ. Sinnett.
Ιφιγένεια Κασταμονίτη