Η Κούνια ή Αιώρα όπως ονομάζεται σωστότερα, είναι ταυτισμένη με την ευχάριστη παιδική ηλικία. Όμως, ποτέ δεν έχουμε σκεφτεί, και πως να το σκεφτεί κανείς εάν δεν το γνωρίζει, η Αιώρα είναι ένα πανάρχαιο Ελληνικό παιχνίδι, με βαθιές ρίζες στο συμβολισμό και τη μυθολογία, η τελετουργία του οποίου συνδέεται με τη λατρεία του Διονύσου και τη μαγεία. Και ακόμη, ότι η αιώρηση, το κούνημα, έχει αποτροπαϊκό χαρακτήρα.Πολύ πίσω στην προϊστορία, όταν οι ανθρώποι δεν διέθεταν τη γνώση που διαθέτουμε σήμερα, οι ενέργειες τους καλύπτονταν πάντοτε από συμβολισμούς και δεισιδαιμονίες που σήμερα μας φαίνονται είτε αφελείς είτε παράδοξες. Και είναι λογικό να μας φαίνονται παράδοξα τα παλαιά δρώμενα, αλλά νομίζω ότι όλα όσα συνέβαιναν κάθε άλλο παρά αφελή ήταν, δεδομένου ότι την εποχή εκείνη οι άνθρωποι ήσαν αμεσότερα συνδεδεμένοι με το περιβάλλον και τη φύση. Αυτή η αμεσότητα αντανακλάται στο παιχνίδι της Αιώρας, το οποίο στην πρωταρχική του μορφή κάθε άλλο παρά παιχνίδι ηταν. Ένα στοιχείο χαρακτηριστικό της πολυπλοκότητας του παιχνιδιού είναι και οι πολλές ονομασίες του που υποδεικνύουν αφενός την προέλευση του απο το μύθο και το συμβολισμό, αφετέρου τη διαχρονικότητα του. Στην αρχαιότητα το συναντάμε με τις ονομασίες αιώρα, σειρά, εύδειπνος, αλήτις, σφενδόνη, πέταυρον, αιώρα ή βραχίονος αιώρα κρεμάστρα, ενώ σήμερα το γνωρίζουμε ώς κούνια.
Τη διάσωση του στη βυζαντινή περίοδο και τη σημερινή του εμφάνιση, όπου δυστυχώς είναι αρκετά περιθωριοποιημένο, ενώ παραμένουν άγνωστες οι πτυχές της προέλευσης του.
Σύμφωνα με τον αγροτικό χαρακτήρα ολόκληρης της γιορτής, η συγκεκριμένη τελετή έπρεπε να έχει σχέση με τις προσδοκίες που ο καλλιεργητής εξέφραζε με αυτή την ευκαιρία να έχει μιά καλή χρονιά με πλούσια σοδειά. Το δέντρο, κατά τις πεποιθήσεις των αρχαίων, ήταν το κυρίως σύμβολο κάθε ευφορίας και γενικά της πηγής της ζωής. Είναι λοιπόν πιθανόν πως οι Ελληνικές αιώρες, όπως επίσης, αναφέρεται και για την oscilla των Ρωμαίων, συνδεόταν με αυτή την πίστη, που τους απέδιδε γονιμοποιητική ικανότητα. Ένα γεγονός που ενισχύει αυτή την παρατήρηση είναι ότι η γιορτή τελείωνε με ένα πλούσιο γεύμα που διανεμόταν κυρίως στους φτωχούς και ονομαζόταν Εύδειπνο. Μιά ανάλογη γιορτή γινόταν στους Δελφούς και ονομαζόταν Χαρίλα. Το παιχνίδι αιώρα κατασκευάζεται με μονό ή πολλαπλό σχοινί που το κρεμάμε από γερό κλαδί δέντρου ή κάποια οριζόντια δοκό, είτε απο το ύπερθυρο της πόρτας είτε απο αλλού, όπου είναι δυνατό, δίνοντας του το σχήμα ενός U. Αυτός ή αυτή που αιωρείται κρατά με τα χέρια του τα δύο κάθετα σχοινιά και με σχετικές ωθήσεις των ποδιών και του σώματος του επιτυγχάνει να το κάνει να διαγράψει ημικυκλική τροχιά. Άν το παιχνίδι παίζεται από δυό ή τρία παιδιά, το ένα αιωρείται, ενώ τα άλλα του δίνουν τις σχετικές ωθήσεις από την πίσω πλευρά. Η ταχύτητα και το μέγεθος της τροχιάς της αιώρας πρέπει να ελέγχεται αφού είναι πολύ εύκολο να μετατραπεί σε οδυνηρό ατύχημα. Συνήθως, στο σημείο όπου κάθεται το παιδί τοποθετείται γύρω-γύρω από το σχοινί ένα παχύ ύφασμα ώς πρόχειρη μορφή καθίσματος.
Ο μύθος που αφορά την εμφάνιση της αιώρας, στον Ελληνικό χώρο σχετίζεται άμεσα με την εμφάνιση της αμπελουργίας και τη λατρεία του θεού Διόνυσου, και το όλο ιστορικό είναι ένας τραγικός μύθος.
Σύμφωνα με αυτόν, ο αρχαίος ήρωας του Αττικού Δήμου της Ικαρίας, ονομαζόμενος Ικάριος, φιλοξένησε κάποιο βράδυ χωρίς να το γνωρίζει το θεό Διόνυσο, ο οποίος ευχαριστημένος απο τη φιλοξενία του Ικαριου τον δίδαξε πως να καλλιεργεί αμπέλια και να φτιάχνει κρασί. Ο Ικάριος ακολουθώντας τις οδηγίες του Διόνυσου φύτεψε αμπέλια και παρασκεύασε κρασί με το οποίο μέθυσε κάποιους βοσκούς, δίνοντας ους να το πιούν σκέτο, χωρίς νερό. Τους έδωσε δηλαδή να πιούν ” Άκρατον Οίνον “, σε αντίθεση με την πάγια τακτική των Ελλήνων, που την συναντάμε στη συνέχεια, να πίνουν τον οίνο νερωμένο, δηλαδή κρασί. Οι βοσκοί, μή γνωρίζοντας περί τίνος επρόκειτο, νόμισαν ότι τους φαρμάκωσε, ότι τους δηλητηρίασε και πάνω στην παραζάλη του μεθυσιού τον σκότωσαν και έκρυψαν το πτώμα του. Η κόρη του Ικάριου Ηριγόνη ή Εριγόνη άρχισε να τον αναζητά, αλλά δυστυχώς δεν μπορούσε να βρεί τα ίχνη του επί πολύ καιρό. Τον ανακάλυψε όμως, με τη βοήθεια της σκύλας της, της πιστής Μοίρας, και αφού του πρόσφερε τις τελευταίες εξυπηρετήσεις, έθαψε το πτώμα και γεμάτη θλίψη αυτοκτόνησε, κρεμασμένη από τα κλαδιά του δέντρου, κάτω από το οποίο είχε θάψει τον πατέρα της. Πεθαίνοντας καταράστηκε τις νεαρές κόρες των Αθηναίων να έχουν την ίδια μοίρα. { Απολλόδωρος, βιβλιοθήκη, Γ’ 14,7 }
Και πράγματι μετά την αυτοκτονία της Ηριγόνης πολλές παρθένες-κόρες των Αθηνών αυτοκτόνησαν με τον ίδιο τρόπο, χωρίς καμιά φανερή αιτία, παραφρονήσασαι η μία κατόπιν της άλλης, ” έν σειρά “, εξ’ου και η ονομασία Σειρά του παιχνιδιού.
Ο μύθος υπονοεί εδώ ότι ο Διόνυσος οργισμένος από το φόνο του Ικάριου και την αυτοκτονία της Ηριγόνης, της οποίας το όνομα είναι σημαδιακό, θέλησε να τιμωρήσει τους Αθηναίους με το θάνατο των κορών τους. <> { Χαρ. Ι. Βουλοδήμου, Περί του Ιδιωτικού βιβλίου των αρχαίων Ελλήνων τομ. Β, σελ. 99 }
Μετά την ομαδική αυτοκτονία των παιδιών τους, σύμφωνα με τον Απολλόδωρο, οι Αθηναίοι αποτάθηκαν στο μαντείο των Δελφών για το τι πρέπει να κάνουν, και εκείνο τους χρησμοδότησε ότι έπρεπε να θεσπίσει εορτή πρός τιμή του Ικάριου και της Ηριγόνης, ώστε να εξιλεωθούν και να αποτρέψουν τη θανατηφόρα οργή του Διόνυσου.
Ουσιαστικά το μαντείο υποδείκνυε στους Αθηναίους την αποδοχή της Διονυσιακής λατρείας, εξαναγκάζοντας τους στην καθιέρωση ετήσιας γιορτής. Έτσι, θεσπίσθηκε γιορτή που ονομάσθηκε Αιώρα, έκ του αιωρούμαι { = κινούμαι υπό την ρίπην του ανέμου } που γιορταζόταν κατά την περίοδο που άρχιζαν να ωριμάζουν τα σταφύλια, πιθανότατα, όμως, κατά την ημέρα των χοών. Χοές ονομαζόταν η δεύτερη μέρα της λαμπρής Αθηναϊκής γιορτής των Ανθεστηρίων, που λάβαινε χώρα στις αρχές της Άνοιξης και διαρκούσε τρείς μέρες. Κάθε ημέρα είχε και την ονομασία της.
Η πρώτη λεγόταν Πιθοίγια { οπότε ανοίγαν τους πύθους με το κρασί }, η δεύτερη Χόες { γέμιζαν τα αγγεία χόες με κρασί και γινόταν κρασοκατάνυξη με στόλισμα των παιδιών, στα οποία επρόσφεραν δώρα } και η τρίτη Χύτροι { ήταν η μέρα που αφιερώνοταν στους νεκρούς και γίνονταν οι χύτρινοι αγώνες }
Στη διάρκεια της δεύτερης ημέρας των Χοών λάβαινε χώρα η γιορτή της Αιώρας, που ονομαζόταν και Εύδειπνος από τα πλούσια δείπνα που παρατιθόταν στη διάρκεια της. Επίσης, οι παρθένες των αθηνών κρεμούσαν στα κλαδιά των δέντρων μικρές κούκλες, αποκερί ή απο άργιλο, τις γνωστές πλαγγόνες, οι οποίες παρίσταναν τα κορίτσια που είχαν απαγχονιστεί.
Όπως σημειώνει ο Σπεράντσας, στη διάρκεια της γιορτής …; ετελούντο θυσίαι και δείπνα, εξ’ου και Εύδειπνος προσωνομάσθη, και καθ’ ην αι αττικαί παρθένοι ανεκινούντο είς αιώρας, προσάδουσαι ωδών της αλύτιν καλουμένων, ίσως ως εκ των περιπλανήσεων της Ηριγόνης, Αλήτις ονομάζετο και αυτή η εορτή, αγομένη κατ’έτος το θέρος, καθ’η των εποχών ήρχιζαν χρωματιζόμενοι και σταφυλά. Είς δε τα δείπνα παρεκάθωντο ιδίως πένητες, πρός σκοπόν να καθαγιασθεί η ευφορία του έτους.
Οι νεαρές Αθηναίες κουνιόντουσαν στις αιώρες πάνω στα κλαδιά των δέντρων κρεμούσα τις πλαγγόνες και οι ίδιες τραγουδούσαν το τραγούδι αλήτις, τραγούδι λυπητερό, που αναφερόταν στις περιπλανήσεις της Ηριγόνης. Σύμφωνα με μαρτυρία του Πολυδεύκη τα λόγια του τραγουδιού είχαν γραφτεί από τον ποιητή Θεόδωρο τον Κολοφώνιο. { Πολυδεύκης, Ονομαστικόν, Δ, 7,55. Επίσης Αθηναίος, ΙΔ, 10 }
Η ονομασία του τραγουδιού προέρχεται πράγματι απο τη λέξη ” αλήτις ” που σημαίνει ” η περιπλανώμενη “, εξαιτίας της Ηριγόνης που περιπλανιώνταν για να βρεί τον πατέρα της. Το τραγούδι εξιστορούσε τα βάσανα της κατά τη διάρκεια των αυτών των περιπλανήσεων και εξαιτίας του τραγουδιού η γιορτή της αιώρας είχε και την ονομασία <>. Να σημειωθεί ότι το έθιμο της γιορτής της αιώρας απλώθηκε σ’όλη την Ελλάδα, πέρασε τα σύνορα του Ελλαδικού χώρου και ρίζωσε στα ήθη και έθιμα των περισσοτέρων λαών της χερσονήσου του Αίμου, γεγονός που έγινε αντικείμενο ιδιαίτερης μελέτης. Αυτό αποδεικνύει την ευρύτερη αποδοχή της Διονυσιακής λατρείας στο χώρο των Βαλκανίων και στο σημείο αυτό να θυμίσω ότι η θράκη θεωρήθηκε ως η κατ’εξοχή χώρα όπου ρίζωσε η λατρεία του Διονύσου. Κατά την άποψη μου ο μύθος της αιώρας υποδεικνύει την αρχική δυσκολία, τη δυσπιστία των Αθηναίων να αποδεχτούν και να εντάξουν στις καθημερινές διαιτητικές τους συνήθειες ένα άγνωστο εώς τότε ποτό, τόν οίνο.
Την άμεση σχέση του παιχνιδιού με τη λατρεία του Διονύσου δηλώνει μια σκηνή σ’έναν ωραίο αττικό σκύφο, που βρέθηκε το 1846 στο Τσιούζι και σήμερα βρίσκεται στο μουσείο του Βερολίνου. Ένας στεφανωμένος Σάτυρος, πιστός ακόλουθος του Διονύσου, στέκεται πίσω απο μιάν αιώρα, στην οποία κάθεται μιά νέα και της δίνει ώθηση. Ο σάτυρος που σπρώχνει την κούνια, σημαδεύει το βακχικό χαρακτήρα της γιορτής, όπως σε πολλές άλλες ανάλογες παραστάσεις. Τα κορδονάκια που είναι τυλιγμένα στο κεφάλι του, καθώς και τα φύλλα που σχηματίζουν ακτινωτό στεφάνι είναι θρησκευτικά σύμβολα.