«ΤΙ ΚΑΝΟΥΜΕ ΕΜΕΙΣ, ΠΟΥ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΟΥΜΕ, αδύναμοι, τη συνθλιπτική προέλαση των μεγάλων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών ηγεμόνων, ξετρελαμένων για να κατακτήσουν όλο και περισσότερο χρήμα, όλο και περισσότερη εξουσία, με όλα τα μέσα, νόμιμα ή παράνομα, που έχουν στο χέρι τους, καθαρά ή βρόμικα, ομαλά ή εγκληματικά;».
«ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΑΦΗΣΟΥΜΕ ΤΗΝ ΕΞΟΔΟ ΑΠΟ ΤΗΝ ΚΡΙΣΗ στα χέρια των ειδημόνων; Δεν είναι αυτοί οι ίδιοι, οι τραπεζίτες, οι πολιτικοί ανώτατου επιπέδου παγκοσμίως, οι διευθυντές των μεγάλων πολυεθνικών, οι κερδοσκόποι, με τη συνενοχή των μέσων μαζικής ενημέρωσης, οι οποίοι, με την υπεροχή αυτού που θεωρεί τον εαυτό του κάτοχο της απόλυτης σοφίας, μας πρόσταζαν να σωπάσουμε, όταν τα τελευταία τριάντα χρόνια δειλά διαμαρτυρόμασταν, λέγοντας πως δεν ξέρουμε τίποτα, και γι’ αυτό μας γελοιοποιούσαν;».
«ΠΟΙΟΣ ΘΑ ΛΥΣΕΙ ΤΟ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΤΩΝ ΑΝΕΡΓΩΝ, εκατομμυρίων θυμάτων της επονομαζόμενης κρίσης, που εξαιτίας της φιλαργυρίας, της κακοήθειας ή της ηλιθιότητας των δυνατών, θα συνεχίσουν να είναι άνεργοι, κακοζώντας προσωρινά με άθλια κρατικά επιδόματα, ενώ τα μεγάλα στελέχη και οι διευθυντές επιχειρήσεων που οδηγήθηκαν σε πτώχευση απολαμβάνουν ποσά εκατομμυρίων καλυμμένοι από θωρακισμένα συμβόλαια;».
«ΑΥΤΟ ΠΟΥ ΣΥΜΒΑΙΝΕΙ ΕΙΝΑΙ ΑΠΟ ΚΑΘΕ ΑΠΟΨΗ ένα έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας και υπ’ αυτή την προοπτική πρέπει να αναλυθεί στα δημόσια φόρα και στις συνειδήσεις. Δεν είναι υπερβολή. Εγκλήματα εναντίον της ανθρωπότητας δεν είναι μόνο οι γενοκτονίες, οι εθνοκτονίες, τα στρατόπεδα θανάτου, τα βασανιστήρια, οι επιλεκτικές δολοφονίες, οι λιμοί που προκαλούνται εσκεμμένα, οι μαζικές επιμολύνσεις, οι εξευτελισμοί ως μέθοδος καταστολής της ταυτότητας των θυμάτων. Έγκλημα εναντίον της ανθρωπότητας είναι επίσης αυτό που οι χρηματοπιστωτικές και οικονομικές εξουσίες, με την ενεργή ή σιωπηλή συνενοχή των κυβερνήσεων, εν ψυχρώ διέπραξαν εναντίον εκατομμυρίων ανθρώπων σε όλο τον κόσμο, που απειλούνται να χάσουν ό,τι τους έχει απομείνει, το σπίτι και τις οικονομίες τους, αφού έχουν χάσει τη μοναδική και πολύ συχνά ισχνή πηγή εισοδήματος, δηλαδή τη δουλειά τους».
«ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΥΠΕΡΟΨΙΑ ΤΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ, επικαλούμαστε το δικαίωμά μας στην κριτική και στη διαμαρτυρία. Εκείνοι δεν τα ξέρουν όλα. Έπεσαν έξω. Μας εξαπάτησαν. Δεν δεχόμαστε να είμαστε τα θύματά τους».
«ΚΙ ΑΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ ΑΝΑΡΩΤΗΘΗΚΑ ΠΟΥ ΠΑΕΙ η αριστερά, αλλά σήμερα έχω την απάντηση: κάπου εδώ τριγύρω, ταπεινωμένη, να μετρά τις μίζερες ψήφους που περισυνέλεξε και αναζητώντας εξήγηση γιατί είναι τόσο λίγες. Αυτή που υπήρξε στο παρελθόν μεγάλη ελπίδα της ανθρωπότητας, ικανή να κινητοποιεί τη βούληση με μια απλή έκκληση σε ό,τι καλύτερο χαρακτηρίζει το ανθρώπινο είδος (…) ξέπεσε σε μια απλή προσομοίωση, όπου έννοιες άλλων εποχών χρησιμοποιούνται για να δικαιολογήσουν πράξεις που οι ίδιες αυτές οι έννοιες είχαν πολεμήσει. Ολισθαίνοντας προοδευτικά προς το κέντρο, κίνηση που ανακηρύχθηκε από αυτούς που την προωθούν ως επίδειξη τακτικής ιδιοφυΐας και ασύγκριτης επικαιρότητας, η αριστερά μοιάζει να μην έχει αντιληφθεί πως πλησίαζε τη δεξιά. Αν παρ’ όλα αυτά, είναι ακόμα σε θέση να διδαχτεί, δέχτηκε μόλις ένα μάθημα βλέποντας τη δεξιά να περνά μπροστά σε όλη την Ευρώπη, και πρέπει ν’ αναρωτηθεί για τις βαθύτερες αιτίες της αδιάφορης απομάκρυνσής της από τις φυσικές πηγές της επιρροής της, στους φτωχούς, όσους είναι σε ανάγκη, αλλά και τους ονειροπόλους, σε ό,τι έχει απομείνει από τις προτάσεις της. Δεν είναι δυνατό να ψηφίσει κανείς αριστερά όταν η αριστερά δεν υπάρχει».
«ΠΑΛΙΑ Η ΝΟΟΤΡΟΠΙΑ ΔΙΑΜΟΡΦΩΝΟΤΑΝ ΣΕ ΜΙΑ ΜΕΓΑΛΗ επιφάνεια που ονομαζόταν καθεδρικός ναός. Τώρα διαμορφώνεται σε μια άλλη μεγάλη επιφάνεια που ονομάζεται εμπορικό κέντρο. Το εμπορικό κέντρο δεν είναι απλώς η νέα εκκλησία, ο νέος καθεδρικός, είναι επίσης το νέο πανεπιστήμιο. Το εμπορικό κέντρο καταλαμβάνει σημαντικό χώρο στη διαμόρφωση της ανθρώπινης νοοτροπίας. Πάει η πλατεία, ο κήπος ή ο δρόμος ως δημόσιος χώρος και χώρος ανταλλαγής. Το εμπορικό κέντρο είναι ο μοναδικός ασφαλής χώρος και αυτός που δημιουργεί τη νέα νοοτροπία. Μια νέα νοοτροπία που τρέμει να μην εξοριστεί από τον παράδεισο της κατανάλωσης και κατ’ επέκταση από τον καθεδρικό των ψώνιων. Και τώρα τι έχουμε; Την κρίση. Μήπως θα επιστρέψουμε στην πλατεία ή στο πανεπιστήμιο; Στη φιλοσοφία;»
Αποσπάσματα από το βιβλίο Τελευταίο Τετράδιο, εκδ. Καστανιώτης, μετάφραση Αθηνά Ψυλλιά.
Ο Ζοζέ ντε Σόζα Σαραμάγκου (16 Νοεμβρίου 1922-18 Ιουνίου 2010) ήταν Πορτογάλος συγγραφέας, ποιητής, σεναριογράφος και δημοσιογράφος, τιμημένος με Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1998. Τα έργα του, μερικά από τα οποία θεωρούνται αλληγορικά, δίνουν μεγάλη έμφαση στον ανθρώπινο παράγοντα. Οι χαρακτήρες του αγωνίζονται για την ανάγκη να συνδεθούν μεταξύ τους, να σφυρηλατήσουν σχέσεις και δεσμούς κοινότητας, καθώς και για την ανάγκη τους για ιδιαιτερότητα, ατομικότητα, νόημα και αξιοπρέπεια έξω από πολιτικές και οικονομικές δομές.