Έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε άρθρα σχετικά με το πόσο αναποτελεσματικό είναι το εκπαιδευτικό σύστημα στην Ελλάδα, το πόσο συγκεντρωτικά και γραφειοκρατικά λειτουργεί, το πόσο ενθαρρύνει την αποστήθιση και αδιαφορεί για την κριτική σκέψη. Όλες αυτές οι αναλύσεις που θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως παιδαγωγικός ρεφορμισμός φαντάζουν ευφυολογήματα σήμερα, τη στιγμή που τις πόρτες τους έκλεισαν οριστικά 1.056 σχολεία και συγχωνεύτηκαν 1.933, με το ¼ των μαθητών να φοιτά σε τμήματα με περισσότερους από 26 μαθητές, με τα σχολικά βιβλία να φθάνουν σε μορφή dvd και την υπουργό να προχωρά με τη βοήθεια των ΜΜΕ σε τρομοκράτηση μαθητών και φοιτητών που κατέλαβαν σχολεία και σχολές. Σήμερα που ο μισθός του εκπαιδευτικού ορίστηκε στα 570 ευρώ με μέγιστες απολαβές, έπειτα από 35 χρόνια, τα 1.371 ευρώ…
Σήμερα είναι η ώρα να αναλογιστούμε κατά πόσον μπορούμε να συνεχίσουμε να αποδεχόμαστε ένα σύστημα εκπαίδευσης που λειτουργεί, ακριβώς, ως κλειστό σύστημα και όχι ως ζωντανός οργανισμός. Κατά πόσον μπορούμε να δεχθούμε την εκπαίδευση ως προιόν, ως προετοιμασία για την εργασία, ως προστάδιο της υποταγής για την επιβίωση. Αμφισβητώντας την εκπαίδευση, αμφισβητούμε τη φύση της εργασίας, καθώς μέσα στο υπάρχων σύστημα δεν μπορούμε να δούμε το ένα χωριστά από το άλλο. Αποφεύγοντας την επέκταση σε άλλα τμήματα της κοινωνικής οργάνωσης, θα επιχειρήσουμε να επεξεργαστούμε προτάσεις για την κατάργηση του υπάρχοντος σχολείου και το πέρασμα σε μια ελευθεριακή παιδεία. Σκοπός μας δεν είναι μια ουτοπική παρουσίαση δογματικών αρχών και θέσεων, αλλά μια συζήτηση σχετικά με το ανοιχτό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορέσει να κινηθεί η εκπαιδευτική πράξη.
Σημεία προβληματισμού
Το σχολείο δεν αποτελεί ένα απομονωμένο κομμάτι της κοινωνικής οργάνωσης μέσα από το οποίο μπορεί να διαπλαστεί ο άνθρωπος του μέλλοντος, αλλά ένα μέρος αυτής της κοινωνίας, ένας καθρέφτης της, ένας μικρόκοσμος στον οποίο αναπαράγoνται οι κοινωνικές σχέσεις. Οπότε, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ένα ιδεατό σχολείο σε μια μη ιδεατή κοινωνία και θα προσπαθήσουμε να θέσουμε τις βάσεις του πάνω στο υπαρκτό και όχι στο φανταστικό. Είναι φανερό, βέβαια, ότι δεν μπορούμε να αγγίξουμε τα προβλήματα ενός τόσο πολυδιάστατου θεσμού μόνο με την ψυχρή λογική, επιστημονικά, αδιάφορα, “αντικειμενικά”, χωρίς να κινδυνέψουμε να βουλιάξουμε σε ένα στείρο τεχνοκρατισμό, σε μια τυφλή υπεραπλούστευση της πραγματικότητας. Οι στατιστικές καταγράφουν αποσπασματικά το παρελθόν και τα προγράμματα δεν προβλέπουν το μέλλον, αδυνατούν να απεικονίσουν την πολυσυνθετότητα του σημερινού σχολείου, απλώς καταγράφουν την αποτυχία του να ανταποκριθεί στις επιθυμίες, τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες των παιδιών και των νέων.
Πρέπει λοιπόν να λάβουμε υπόψη το ότι οι εκπαιδευτικοί που αναλαμβάνουν στην περίπτωση μας βοηθητικό ρόλο στην κοινωνικοποίηση και αγωγή των αναπτυσσόμενων ανθρώπων έχουν διαμορφώσει την προσωπικότητα τους, σε μια κοινωνία ανταγωνισμού, ατομικισμού, ιδιοτέλειας και ευθυνοφοβίας. Μπορούν οι εκπαιδευτικοί αυτοί να λειτουργήσουν αυτόνομα, αναλαμβάνοντας το έργο μιας εντελώς διαφορετικής παιδαγωγικής διαδικασίας, δίχως τις οδηγίες που είχαν συνηθίσει να παίρνουν μέσα από τα αναλυτικά προγράμματα του υπουργείου; Κρίνεται αμφίβολο, αν και στα Παιδαγωγικά Τμήματα προκρίνεται γενικά η μέθοδος της ομαδοσυνεργατικής και μαθητοκεντρικής διδασκαλίας. Παρ’ όλα αυτά, εφόσον σκοπεύουμε σε μια κοινωνία αυτόνομη, οφείλουμε να εμπιστευτούμε τις δυνατότητες του ανθρώπου και δη των εκπαιδευτικών.
Ένα άλλο σημείο προβληματισμού θα αποτελούσαν οι ίδιοι οι μαθητές, οι οποίοι μέχρι τα 6 τους χρόνια κοινωνικοποιούνται στο οικογενειακό τους περιβάλλον, το οποίο δεν είναι δυνατό, αλλά ούτε και ευκταίο να ελεγχθεί. Τα παιδιά, όμως, ανήκουν στους γονείς τους ή στον εαυτό τους; Έχει άραγε, το ιερό δικαίωμα ο γονιός να διαπλάθει το παιδί του όπως αυτός επιθυμεί, ή θα ήταν προτιμότερο να δώσει την ευκαιρία στο παιδί να κοινωνικοποιείται και να αλληλεπιδρά μέσα σε μια τοπική συλλογικότητα αναπτυσσόμενων ανθρώπων, στην οποία θα προσφέρονται όλα τα επιστημονικώς κατάλληλα ερεθίσματα; Να ξεκαθαρίσουμε πως δεν μιλάμε για απομάκρυνση του παιδιού από την εστία της οικογένειας, αλλά για το δικαίωμα του παιδιού στο συλλογικό παιχνίδι, την ανακαλυπτική γνώση, την κοινωνική μάθηση από τα πρώτα κιόλας χρόνια της ζωής του.
Όσον αφορά το σχολικό κτίριο, με το οποίο έχουμε συνδέσει την έννοια “σχολείο”, αυτό θα έπρεπε να γκρεμιστεί απ’ τα θεμέλια και να χτιστεί απ’ την αρχή, πάνω σε νέες βάσεις. Σήμερα, βλέπουμε ομοιόμορφα κτίρια, με ομοιόμορφες ορθογώνιες αίθουσες, ιεραρχικά (με βάση την ηλικία) ταξινομημένες, περιφραγμένα με σιδερένια κάγκελα, θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως κτίρια καταναγκαστικής αγωγής. Δεν μπορούμε ν’ αποκηρύξουμε την αναγκαιότητα σχολικών κτιρίων, μπορούμε όμως να επισημάνουμε την ανάγκη σύνδεσης του κτιρίου με τη ζωή των παιδιών, αφήνοντας την τοπική κουλτούρα, τις τοπικές ιδιαιτερότητες, καθώς και τους ανθρώπους που ζουν στην περιοχή να εισέλθουν και να συνδιαμορφώσουν το σχολικό χώρο, που αποτελεί απλά μια βάση μάθησης και όχι την εστία της μάθησης.
Και περνάμε στο βασικότερο στοιχείο, που είναι η ίδια η εκπαιδευτική πράξη, αποσυνδεδεμένη από την εργασία. Καταρχάς, ποιός θα ήταν ο στόχος της; Η αυτονομία του αναπτυσσόμενου ανθρώπου, έτσι ώστε αυτός να καταστεί ικανός να δρα και να σκέφτεται όπως ο ίδιος επιλέγει, και όχι όπως ετερόνομοι θεσμοί του υποδεικνύουν. Η σφαιρική ανάπτυξη της προσωπικότητας και των ικανοτήτων- τόσο των νοητικών όσο και των πρακτικών-, ώστε να είναι ο κάθε πολίτης σε θέση να παίρνει μέρος στις συλλογικές διαδικασίες μιας διαρκούς αυτοθέσμισης της κοινωνίας.Παράλληλα, η παροχή των γνώσεων εκείνων, που ταιριάζουν στα ενδιαφέροντα του καθενός ξεχωριστά, στις ανάγκες του και στο επίπεδο της ανάπτυξης του. Αυτό δεν είναι δυνατό να επιτευχθεί μέσω ενός αναλυτικού προγράμματος (όπως το σημερινό) που απαιτεί από όλους τα ίδια, διδάσκει σε όλους τα ίδια, αξιολογεί θετικά μόνο τις συμπεριφορές που ταιριάζουν με την κυρίαρχη κουλτούρα και περιθωριοποιεί το διαφορετικό. Αντιθέτως, η παιδεία οφείλει να μετατραπεί από συνταγολόγιο, σε ανοιχτό πεδίο ανατροφοδότησης μεταξύ ανθρώπου, τόπου και χρόνου, να συνδεθεί με τη ζωή και όχι με την ζωή σαν εργασία.
Κατά δεύτερον, ποιές θα ήταν οι μέθοδοι που θα ακολουθούνταν; Μια ομάδα ανθρώπων έρχεται σε εσωτερική σύγκρουση, την στοιχειώνει ο ανταγωνισμός, όταν μάχονται για την υπεράσπιση ενός προνομίου, είτε αυτό λέγεται κέρδος, είτε λέγεται εξουσία, είτε βαθμός…Με την κατάργηση της αξιολόγησης των μαθητών (που μόνος της σκοπός είναι η κατανομή σε εκπαιδευτικές βαθμίδες, άρα και σε κοινωνικές τάξεις), οι μαθητές αντί να ανταγωνίζονται, συνεργάζονται, μέσω της ομαδοσυνεργατικής διδασκαλίας και αναπτύσσουν έτσι την κοινωνική και συναισθηματική μάθηση, που σήμερα έρχεται σε δεύτερη μοίρα, με κυρίαρχη τη γνωστική. Μια αλληλέγγυα κοινωνία, λοιπόν, μπορεί να χτιστεί από μια μικροκοινωνία συνεργαζόμενων παιδιών, που ανακαλύπτουν τη γνώση (γνώση συνδεμένη με τη ζωή τους) και δεν περιμένουν τον ετοιμοπαράδοτο μονόλογο του δασκάλου.
Τρίτον, ποια μορφή θα έπρεπε να έχουν οι δραστηριότητες του σχολείου; Σε αντιδιαστολή με τη σημερινή μορφή της διάλεξης, της μονομερούς επικοινωνίας και της στείρας μετάδοσης γνώσεων, προτείνουμε την μορφή της έρευνας. Λέγοντας έρευνα εννοούμε το να θέτω προβλήματα και να επιστρατεύω όλα τα μέσα που διαθέτω για την κατανόηση τους. Εννοούμε το να θέτω εμπόδια και να προσπαθώ να τα υπερβώ ένα προς ένα ανατρέχοντας, ενεργοποιώντας όποιο μέσο βρίσκεται στη διάθεση μου: τη νόηση, τις βοήθειες που μου παρέχονται από έξω, τις δομές και τα υλικά. Δεν πιστεύουμε ότι ένας νέος μαθητής μπορεί π.χ να συμβάλλει στην εξέλιξη της Χημείας, αλλά ο μοναδικός τρόπος να κατανοήσει πραγματικά τους μηχανισμούς της είναι να ερευνήσει, να εξετάσει, να πειραματιστεί και να συναγάγει συμπεράσματα, εκπαιδεύοντας στην ουσία τον εαυτό του.
Εφαρμογή στην πράξη
Ας επιχειρήσουμε να δούμε τις προυποθέσεις εφαρμογής και ανάπτυξης του ανοιχτού αυτού μοντέλου στην εκπαίδευση.Στα πλαίσια μιας αυτοδιαχειριστικής στρατηγικής, που δεν διαχωρίζει τους στόχους από τα μέσα επίτευξης τους, ο αυτοδιαχειριστικός πειραματισμός στοχεύει στην ανάπτυξη αντιθεσμών και στη μεταβολή του συσχετισμού δυνάμεων ανάμεσα στο θεσμοθετημένο και το θεσμοθετόν, υπερ των θεσμοθετουσών δυνάμεων.Προφανώς η κυρίαρχη ιδεολογία υποβιβάζει το θεσμό σχολείο μόνο στο θεσμοθετημένο-αγνοώντας τις θεσμοθετούσες δυνάμεις και την αλληλεπίδραση που διεξάγεται μέσα στον ίδιο το θεσμό- και προσπαθεί να μας πείσει ότι το σχολείο επιτελεί μια αντικειμενική κοινωνική λειτουργία και ότι το μόνο που απαιτείται είναι η προσαρμογή του στις κάθε φορά νέες συνθήκες. Αντίθετα ο αγώναςγια τη δημιουργία ενός άλλου σχολείου- που φυσικά η μορφή και το περιεχόμενο του δεν μπορεί να προκαθοριστεί, γιατί θα δημιουργηθεί από αυτούς που θα τον επωμιστούν (εμείς μόνο γενικές προτάσεις μπορούμε να κάνουμε)- πρέπει να προωθήσει τον αυτοδιαχειριστικό πειραματισμό σε όλο το μήκος και το πλάτος του σχολικού θεσμού. Θα πρέπει στο σημείο αυτό να υπογραμμίσουμε ότι:” Ο αυτοδιαχειριστικός πειραματισμός δεν έχει έννοια παρά μόνο σαν πραγματική κατάκτηση της βάσης, προυποθέτει έτσι μια γνήσια αυτονομία”(βλ. Πιερ Ροζανβαλόν, Αυτοδιαχείριση:το μέλλον του σοσιαλισμού”).
Αναγκαίες, λοιπόν προυποθέσεις για την ανάπτυξη του αυτοδιαχειριστικού πειραματισμού στην εκπαίδευση είναι να αποφασίζεται από αυτούς που θα τον πραγματοποιήσουν (μαθητές και εκπαιδευτικούς), να στοχεύει στην δημιουργία αντιθεσμών και να αφήνει πάντα ανοιχτή τη δυνατότητα για διαρκή αυτοθέσμιση του αντιθεσμού-σύμφωνα με τις επιθυμίες, τα ενδιαφέροντα και τις ανάγκες εκείνων που συμμετέχουν σ’ αυτόν. Αρνούμενοι λοιπόν, να δεχθούμε τις διάφορες προτεινόμενες μεταρρυθμίσεις, υπουργών, κομμάτων και “ειδικών”, καλούμε τους ίδιους τους μετέχοντες στην εκπαιδευτική διαδικασία, να δράσουν για το ξεπέρασμα του υπάρχοντος και τη μετάβαση στην παιδαγωγική της ελευθερίας, στην ελευθεριακή παιδεία.
Μπορείτε επίσης να διαβάσετε:
“Στο νησί της αλφαβήτου, 2η επίσκεψη”, Ελευθεριακή Κουλτούρα
“Στο νησί της αλφαβήτου, 1η επίσκεψη”, Ελευθεριακή Κουλτούρα,
“Έξω από το σχολείο”, Ανδρομέδα
“Από την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση στον αυτοδιαχειριστικό πειραματισμό”, Δημήτρης Βεργίδης, Ανδρομέδα