Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ – Η ΜΑΝΤΙΚΗ

Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ ΩΣ ΠΟΙΗΤΙΚΟΣ ΛΟΓΟΣ – Η ΜΑΝΤΙΚΗ


0 0 ψήφοι
Article Rating
[taxopress_postterms id="1"]

(μια κραυγή ενάντια στoν επιχειρούμενο εκχυδαϊσμό της πατρίδας μας)

ΜΕΡΟΣ Γ’: Η ΜΑΝΤΙΚΗ (ΜΑΝΤΟΣΥΝΗ) ΣΤΟΝ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΑΡΧΑΪΚΟ ΛΟΓΟ ΚΑΙ ΤΡΟΠΟ.

Συνεχίζοντας  αυτό το αφιέρωμα  έκρινα σκόπιμο να ειπωθούν μερικά για την μαντική, την τέχνη/επιστήμη που ήταν κοινό γνώρισμα όλων εκείνων που σε κατάσταση ιερής «μανίας» συνέθεταν έπη ή εκφέρανε μαντείες, πάντοτε σε έμμετρο λόγο (δακτυλικό εξάμετρο) στην πανάρχαια εποχή  όπου έζησαν.

Εργαστήρια Κυριαρχίας Θεών

Ο Ποιητικός Λόγος, από τα βάθη της ασύντακτης χρονικώς αρχαιότητας, ήταν τρόπος συνεκφοράς της Σκέψης και της Έκφρασης κάθε δημόσιας- επίσημης ομιλίας. Ήταν, συνεπώς, το μέσο διατύπωσης όλων των γνωστικών, στοχαστικών και αισθαντικών (ενορατικών, διορατικών, αφηρημένων) συλλήψεων των πανάρχαιων σοφών της Ελληνοπελασγικής γης. Αυτοί οι Σοφοί, ονομάζοντο Ποιητές, όχι μόνον για τον τύπο του Λόγου τους, αλλά και διότι ήσαν δημιουργοί (=ποιητές: από το ρήμα ποιέω-ώ). Αργότερα, ονομάστηκαν Θεολόγοι ή/και Φιλόσοφοι. Ό, τι εξέθεταν με τον έμμετρο λόγο οι αρχαϊκοί σοφοί- μηδέ και του Ομήρου και του Ησιόδου εξαιρουμένων, αλλά κυριώτατα των προομηρικών λογιζομένων-, ήταν, όπως αποδεικνύεται από τα σωζόμενα των έργων τους, αυτό που θα ονομάζαμε εμείς κάπως στυγνά και στενεμένα «μια παντοειδής Επιστήμη των πάντων» (στην οποία περιλαμβάνονται και οι Καλές Τέχνες).

Μεταξύ των διαφόρων, διακριτών αλλά στενώτατα συνδεομένων μεταξύ τους «τομέων» αυτής της Επιστήμης, κορυφαία είναι η θέση των χρησμικών λόγων. Ο όρος  «χρησμός», όπως και «μαντεία», έχει, στα πλαίσια του Λόγου αυτού, τη θέση της διάγνωσης και της πρόγνωσης, κατά το ανθρωπίνως δυνατόν, παρελθοντικών, τρεχόντων και μελλοντικών γεγονότων που εκτείνονται από το αψηλάφητο Επέκεινα (Γένεση, Σύσταση και Εξέλιξη των Κόσμων) στη Γένεση, τη Φύση και τις δραστηριότητες των Ελλόγων Δυνάμεων (θεών) που εφορεύουν στα προηγούμενα, στη φύση και τη δυναμική (θετική ή αρνητική) της Ψυχής- ιδίως του ανθρώπου- και στη φύση και την όλη συνάφεια των διαφόρων μελών του Αισθητού αλλά και του Νοερού Κόσμου (των Όντων).

Εν ολίγοις, κάθε τομέας του επίσημου λόγου που δεν έχει αφηγηματικό, περιγραφικό ή λατρειακό (υμνητικό) χαρακτήρα, αλλά ιδίως κριτικό, θεωρητικό, αξιωματικό ή κατηγορικό- αποφαντικό, ανήκει στον χρησμικό τύπο. Ο Χρησμός ο ανθρώπινος, δεν πρέπει να συγχέεται- όπως συνέβη αργότερα στου ιστορικούς λεγόμενους χρόνους- με την προφητεία ή χρησμοδοσία που απαντούσαν σε ατομικές αιτήσεις. Ανήκει σε μια ιδιαίτερη αποφαντική κατηγορία της ανθρώπινης νόησης, που πλησιάζει, στην θεϊκή διάνοια και έκφραση. Γι’ αυτό και οι διδασκαλίες των αρχαϊκών σοφών ονομάζονται «θεοπαράδοτες φήμες» [όπως, ενδεικτικώς, στο απ. 94 (150) των Ι. Λόγων- Kern, τ. Α’]. Κι αυτές οι φήμες (από ρ. «φάσκω»: λέγω, αποφαίνομαι κ.τ.ό.) είναι η ανθρώπινη αναλογία της θείας όσσας (=θεού φωνή, θείος ήχος)και, συνεκδοχικώς, ανθρώπινη φράση που θεωρείται ως θείας προελεύσεως. Επίσης, οιωνός, προφητική φωνή, θείον μήνυμα.


Ήσαν λόγοι αυστηροί και αφυπνιστικοί, ερμηνείες των μεγάλων αινιγμάτων που σημαίνουν τα άπειρα φαινόμενα, απαντήσεις σε αδιέξοδες απορίες που ταλανίζουν την ανθρώπινη ψυχή και διάνοια. Εδώ, λοιπόν, δεν έχουμε έναν λόγο που πηγάζει από μιαν ακατέργαστη «έμπνευση», αλλά προτάσεις που πηγάζουν από τον νου ανθρώπων βαθύτατα καλλιεργημένων: όλοι οι αρχαϊκοί σοφοί ήσαν ιατροί, αστρονόμοι, μαθηματικοί, ιστορικοί, μουσικοί, λογοτέχνες, νομοθέτες……. Έτσι, και όταν ο «καίριος λόγος» εμφανιζόταν αιφνίδια, σε κάποια στιγμή ιδιαίτερης διαύγειας, ενθουσιασμού και έμπνευσης, ήταν καρπός μιας μακρόχρονης μελέτης και δια βίου παιδείας.

Οι άνθρωποι εκείνοι απέδιδαν την υπέρτατη και πράγματι αλάνθαστη Σοφία, στις υπέρτατες θείες Αρχές. Και, όπως θα δείξουμε παρακάτω, προς τα εκεί εστόχευε ο στοχασμός τους, κατεργασμένος από την αναγκαία στον άνθρωπο, Παιδεία·  εστόχευε στη σύναψη του με την πρότυπη Πηγή κάθε σκέψης και κάθε λόγου, τον Κόσμο τον Νοητό.

Η Πηγή, λοιπόν, της χρησμικής απόφανσης, είναι η πρώτιστη των Νοητών Αρχή, η Νυξ. Η Νυξ, στον ομοούσιο και αμέριστο και σφαιρικό Τριαδικό Κόσμο της Αρρήτου Αρχής και Πηγής των Πάντων διακρίνεται ως δύναμη και λειτουργία με κύρια ιδιότητά της την Νόηση, την κριτική σκέψη, δηλαδή. Τα άλλα δυο στοιχεία της Αρρήτου Αρχής (αλλιώς: Εν) είναι ο Νους και ο Λόγος, διακρινόμενα πάντοτε ως Δυνάμεις και Λειτουργίες. Με τη Γένεση των Οντικών Κόσμων, αλλά και χάριν αυτής της Γενέσεως, η Νυξ, όπως και τα άλλα μέλη του Ενός, προσφέρει την ουσία της- την Ύλη- αλλά και την Ψυχή και το Πνεύμα που συνάπτεται προς την ψυχή. Η ίδια, πάλι, ως «Πρώτη Μητέρα» [Otto Kern απ. ΙΙ : 42(98) τα. Α’], προωθείται και προσαρμόζεται ανάλογα με τις ανάγκες της προόδου του Γίγνεσθαι, όχι μόνον ως Αρχή της Ουσίας, αλλά κυρίως η λειτουργία της Νοήσεως, που εκτιμά κάθε νέο δεδομένο της Κοσμογονίας προβλέποντας το τι και το πώς πρέπει να γίνει αμέσως μετά. Πρόκειται για την ανώτατη, ενορατική και ακαριαία νοητική ενέργεια που διεισδύει και εκμαιεύει την νοηματική και δυναμική τάση των νέων αντικειμένων. Ακολουθεί άμεσα η ερμηνεία των αναγκών τους ώστε να προοδεύσουν θετικά, και η παρέμβαση αυτής της Υπέρτατης Νοήσεως, που γίνεται με τη μορφή της παροχής θεμελιωδών υποδείξεων τόσο προς τους θεούς- Πατέρες, τον Φάνη και τον Κρόνο- Συμπαντικό, αντικειμενικό Χρόνο- όσο και προς τον θεό- Δημιουργό, τον Δία. Η δραστηριότητα αυτή της Νυκτός- που μεταβιβάζεται από το Άδυτον της- προς τους παραλήπτες θεούς σώζει και τον Νοερό Κόσμο των Ιδεών και τον Κόσμο των Αισθητών από καθολική αστοχία και κατάρρευση.

Στα πλαίσια της όλης φροντίδας της να αποφευχθεί αυτός ο κίνδυνος, και η πρόοδος των πραγμάτων να είναι λογική και εν γένει υγιής, η Νύξ αναπτύσσει τρεις κύριες δυνάμεις της, με τις οποίες συμμετέχει στην εξελικτική των πραγμάτων. Η μια είναι η Σωφροσύνη και ενεργεί από τον τόπο των Νοερών. Η άλλη είναι η Δικαιοσύνη και ενεργεί άμεσα από τον Κόσμο (= Σύμπαντα) των Αισθητών. Και η τρίτη είναι η Επιστήμη. Αυτή, παραμένει στον τόπο της προϋπάρξεως της Νυκτός, στα Νοητά. Το έργο αυτής της Νυκτός,  της πρωτίστης, είναι να «μαντεύει» [Otto Kern, απ. ΙΙ,43 (99) τ. Α’]. Το «μαντεύειν», η Μαντοσύνη, χαρακτηρίζεται Αληθής Επιστήμη [Otto Kern, απ. II, 47(103) τ. Α’]. Αυτή η όψη της Νυκτός, είναι ο Νους της Νυκτερινής Τριάδος (που βασιλεύει σαν δύναμη πατρική και μητρική σε όλα τα γένη (= σε όλους τους κόσμους και σε κάθε φάση της εξελίξεώς τους).

Ως Νους λοιπόν της Τριάδος αυτής, η Νύξ- Επιστήμη Αληθής- Μαντοσύνη είναι εξ αρχής συνδεδεμένη προς το σύνολο των θεών μέσω της νοήσεως τους [Otto Kern απ. ΙΙ, 47(103)]. Και γι’ αυτό, «θεών άρχει  φησί» (Ορφεύς) και «μαντοσύνην δ’ οι δώκεν έχειν αψευδέα πάντη· και αύτη λέγεται μαντεύειν τοις θεοίς» δηλαδή: «το δώρο της αλάνθαστης μαντείας έδωσε η Νύκτα, να το ‘χουν οι θεοί. Κι αυτή η ίδια δίνει χρησμούς χάριν των ίδιων των θεών» [Otto Kern απ. ΙΙ, 47(103)].

Τα παραπάνω παρατίθενται εδώ ενδεικτικώς. Στα Ιερά Λόγια του Ορφέως [1], υπάρχουν πολλά περισσότερα, που αποκαθιστούν και διαφωτίζουν αυτό το εκπληκτικό φαινόμενο της ανθρώπινης ψυχοπνευματικής έκφρασης και ικανότητας, που είναι ο Ορθός Λόγος (όχι ο θετικισμός των δυτικότροπων), με προφητικό ή ερμηνευτικό χαρακτήρα.

Η ικανότητα αυτή και η απαραίτητη προϋπόθεσή της, η πεπαιδευμένη σκέψη, δεν περιορίζεται μόνον στους περί τον Ορφέα ή τον Όμηρο σοφούς. Αλλά οπωσδήποτε, και οι αρχαιότερες αυτών Σίβυλλες- απόγονοι των θηλέων Ιδαίων Δακτύλων και Τελχινίδων ;- ήσαν γυναίκες με βαθειά  παιδεία και υψηλή ευφυΐα. Βεβαίως, τελούσαν και αυτές στην εκστατική εκείνη κατάσταση που ο Πλάτων χαρακτηρίζει «μανία της μαντικής» (μαζί με τη μανία του έρωτος και τη μανία της ποίησης).

ΟΙ ΠΡΟΟΜΗΡΙΚΟΙ ΠΟΙΗΤΕΣ (Συνέχεια)

Ο Πάμφως:

Πρόκειται για πρόσωπο υπαρκτό, που «εγγίζει» τους «ιστορικούς» χρόνους, αν όχι ο ίδιος, το έργο του οπωσδήποτε. Και φαίνεται, από τα λεγόμενα του Παυσανία, ότι και εκείνος, ο νεώτερος περιηγητής, είχε άμεση γνώση του έργου του Πάμφω.

Ήταν γνωστός, ο ποιητής,  σε όλη την Ελλάδα και για μακρά χρονική περίοδο εφ’ όσον και η Σαπφώ εμπνεύστηκε στην ποίησή της από την περιεκτική τραγικότητα του θρήνου του Πάμφω και τραγούδησε για τον Οιτόλινο και τον Άδωνη μαζί, όπως ήδη αναφέρθηκε.

Ο Πάμφως ήταν, όπως είδαμε σε προηγούμενο κεφάλαιο (Λίνος- Οιτόλινος) αυτού του αφιερώματος στους προομηρικούς ποιητές, ο δημιουργός του περίφημου θρήνου για τον Λίνο, γιό του Αμφιμάρου (ο οποίος ήταν γιός του Ποσειδώνος) και της Μούσας Ουρανίας. Και επισημαίνεται εδώ πως, χάρις στον Πάμφω, η μεταθανάτια φήμη του Λίνου που εκείνος επωνόμασε «Οιτόλινον», υπήρξε εξαιρετικά πλατειά και εκτός του Ελληνικών και Πελασγικών περιοχών. Όπως μαρτυρεί ο Παυσανίας[2] «όταν απέθανε ο Λίνος, το πένθος γι’ αυτόν έφθασε έως και τις χώρες όλες των βαρβάρων. Μάλιστα οι Αιγύπτιοι συνέθεσαν και οι ίδιοι άσμα (σ.τ.σ: πένθιμο) για τον Λίνο, που ονόμαζαν στη γλώσσα τους Μανέρων». Η αναφορά εκ νέου στον Λίνο, στα πλαίσια του λόγου για τον Πάμφω, γίνεται επειδή αποτελεί απόδειξη της διαδόσεως του Ελληνικού (Πελασγικού τότε) Πολιτισμού αλλά και ισχυρή ένδειξη ότι η Πελασγική επικράτεια δεν περιοριζόταν μόνον στις πολιτιστικές επιρροές προς άλλες χώρες, αλλά ότι στη βάση του πολιτιστικού πελασγικού εποικοδομήματος υπήρχε  πολιτική και οικονομική ομοιογένεια σε χώρες που, έστω και αν αργότερα εξέπεσαν στον βαρβαρισμό, είχαν αναγνωρίσει την πολιτιστική και πολιτική πελασγική υπεροχή. Αυτό προκύπτει και από πλήθος πελασγικών ονομάτων σημαντικών προσώπων των περιοχών που απαντώνται σε επιγραφές εντός των ούτως ή άλλως ασαφών γεωγραφικών ορίων των διαφόρων λαών της προϊστορικής περιόδου[3].

Αν και ο Πάμφως είναι, όπως γράφει ο Παυσανίας ο πρώτος ο οποίος «Αθηναίοις τους αρχαιοτάτους των ύμνων εποίησεν» (εποίησε τους αρχαιότερους από όλους τους ύμνους που έψαλλαν οι Αθηναίοι) και επετέλεσε και άλλο μεγάλο και σπουδαίο έργο από το οποίο δεν σώζεται τίποτε, αλλά το πόσο αρχαίο και ένδοξο ήταν φαίνεται από τους τρείς στίχους (αγνώστου;) που παραθέτει ο Παυσανίας «Πάμφως δε, ος Αθηναίοις τους αρχαιοτάτους (των) ύμνων εποίησεν, είναι φησι τον Ποσειδώνα ίππων τε δωτήρα νεών τ’ ιθυκρηδέμνων» μετάφραση: «ενώ ο Πάμφως, ο ποιητής των αρχαιοτέρων ύμνων των Αθηναίων, λέγει ότι ο Ποσειδών  δώρησε στους ανθρώπους τα άλογα και τα ορθόπλωρα καράβια»[4].

Η ποίηση του Πάμφω είναι θρησκευτική, και αυτό συνάδει με τη εποχή που έζησε- την πριν τα Τρωϊκά και, ούτως ή άλλως, αρχαιοτάτη. Έτσι, οι ύμνοι του- ή κάποιοι από αυτούς ακριβώς-  ήσαν οι πρώτοι οι οποίοι εισήχθησαν στη λατρειακή πρακτική των Αθηναίων.

Μαρτυρείται, εξ άλλου, ότι έγραψε ύμνο αινώντας τη Δήμητρα[5], μάλιστα δε την εμφάνισή της στην Ελευσίνα, στο Καλλίχορον φρέαρ, μετά την αρπαγή της Περσεφόνης και τα επακολουθήσαντα όπως περιγράφονται στον Ομηρικό Ύμνο «εις Δήμητραν» βάση της συνθέσεως του οποίου δεν αποκλείεται να είναι ο ύμνος του Πάμφω. Έγραψε επίσης ύμνους στην Άρτεμη, τον Ποσειδώνα, τον Έρωτα (θεό)[6] και τον Λίνο . Ο δε Λίνος που μπορεί να μην ταυτίζεται προς τον Οιτόλινο, πιθανότατα ήταν θεότητα, ανάλογη του Αρχεμόρου[7], μιάς πρώιμης θρησκείας, ασφαλώς Προ- ολυμπιακής, και ο (Οιτό)λινος υπήρξε μύστης, συνεπώς και υμνωδός αυτής της θεότητας. Και ο Παυσανίας[8] αναφέρεται κατηγορηματικά σε ένα από τα ποιήματα αυτά: «Ύστερα από τον Ωλήνα, έπλασαν έπη ο Πάμφως και ο Ορφεύς· και έχουν γίνει ποιήματα στον Έρωτα και από τους δύο αυτούς, για να τα τραγουδούν στα ιερά δρώμενα οι Λυκομίδες. Αλλά εγώ επέλεξα (και τα διάβασα) αφού ωμίλησα και με κάποιον που ήταν δαδούχος».

Φαίνεται πολύ πιθανό, ότι ο ποιητής έζησε και δημιούργησε (έγραψε το πιθανότερο) τα ποιήματά του στην Αθήνα και στην ευρύτερη της Αττικής, όπου ελατρεύετο το ζεύγος Δήμητρα και Κόρη. Άλλωστε, η τελετή (τα δρώμενα) που αναφέρει ο Παυσανίας, ήταν της Δήμητρος και της Κόρης. Και όταν λέγει ο περιηγητής για τους Λυκομίδες, εννοεί το σημαντικότατο και αρχαιότατο ορφεοτελεστικό- ιερατικό γένος που κατά την εποχή του Παυσανία πρωτοστατούσε στα Ελευσίνια Μυστήρια. Έτσι ο αρχαιότατος, εν συγκρίσει προς τον Παυσανία, Πάμφως, έπλασε τον ύμνο στον Έρωτα για τους προγόνους αυτών, των Λυκομιδών, που είχαν την ευθύνη για τη μυστηριακή λατρεία της Δήμητρος, της Περσεφόνης,  του Διός και του Κτησία στον δήμο της Φλύας (το Χαλάνδρι σήμερα), διότι το γένος αυτό εμφανίζεται στα Ελευσίνια Μυστήρια μόνον μετά την Ρωμαϊκή κατοχή.

(συνεχίζεται)

Ιούλιος 2011

Μαρία Ιω. Σίδερη


[1] Συλλογή Otto Kern. OΡΦIKA KEIMENA- AΠANTA. Μετάφραση ερμηνευτική- Σχόλια Μαρία Σίδερη. Εκδ. Π. Κόσμος.

[2] Παυσ. Βοιωτικά Β’ 29,6-7

[3] Βλ. και 12τομο  Εγκ/κό Λεξικό Ελευθερουδάκη τομ. 10, λ. «Πελασγική Αυτοκρατορία»

[4] Παυσ. Βοιωτικά Β’ 29, 8-9 και Αχαϊκά Β’ 21,9. Μετάφραση Μαρία Σίδερη

[5] Παυσ. Αττικά 39,1

[6] Παυσ. Βοιωτικά 27,2.

[7] Αρχέμορος: επικληση του ήρωος Οφέλτου, γιου του βασιλέως της Νεμέας Λυκούργου προς τιμήν του οποίου ιδρύθησαν τα Νέμεα, υπό των «Επτά επί Θήβας».

[8] Παυσ. Βοιωτικά 27,2

0 0 ψήφοι
Article Rating

Συνδρομή
Ειδοποίηση για
guest

0 Comments
Παλαιότερο
Νεότερο Περισσότερο ψηφισμένο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
0
Θα θέλαμε τις σκέψεις σας, σχολιάστε.x