Εκτός από τις θεότητες που στην εξωτερική πολυθεϊστική λατρεία αποκαλούνται «ηλιακές» και «σεληνιακές» εξ αιτίας της ενσωμάτωσης μέσα στην υπόστασή τους φυσικών ενεργειών των δύο αρχέγονων θεών Ηλίου και Σελήνης, στην εσωτερική παράδοση των Εθνικών συναντάμε και άλλες, που κατατάσσονται στις δυό αυτές κατηγορίες, όχι με την πιο πάνω λογική, αλλά με κριτήριο κάποιες αιώνιες πνευματικές αρχές που αυτές «διδάσκουν» ή «αντιπροσωπεύουν». Υπό αυτή την έννοια, μιλάμε για «σεληνιακές» και «ηλιακές» θεότητες όταν αυτές:
- Καταδεικνύουν την κυκλική εναλλαγή των εποχών του ενιαυτού, η οποία αποτελεί για τους ανθρώπους μικρή εικόνα της αέναης κυκλικής εναλλαγής των μορφών της πολυεπίπεδης ζωής (μέσα από ταυτόχρονες αλλεπάλληλες στιγμές θανάτου και αλλεπάλληλες επίσης στιγμές αναβλάστησης) για εξασφάλιση της Αιωνιότητας του Παντός, ή
- Διδάσκουν στον άνθρωπο τον δρόμο της διαύγειας και της πόρευσής του σε ανώτερα πνευματικά επίπεδα, έως πλήρους θεώσεως, μέσα από διάφορες αφηγήσεις ενός θεϊκού δράματος που αναδεικνύει τις θεότητες αυτές σε οδηγητές και σωτήρες της ανθρώπινης συνείδησης ή ψυχής
Εκπληκτικό είναι ότι και στις δύο πιο πάνω περιπτώσεις, η εσωτερική, συχνά μυστηριακή πλευρά της θρησκείας των Εθνικών, συμβολίζει ή αφηγείται την πνευματική διαδρομή των ως άνω είτε «σεληνιακών», είτε «ηλιακών» θεοτήτων με μία σχεδόν τυποποιημένη αφήγηση που οφείλει τις ελάχιστες διαφορές της στις πάμπολλες ανά έθνη και τόπους λατρείες, αποκλειστικά και μόνο στις όποιες ιδιαιτερότητες του κοινωνικού και πολιτισμικού περιβάλλοντος. Αυτή η τυποποιημένη θα τολμούσαμε να πούμε αφήγηση, περιγράφει λοιπόν την άμμωμο ή εκ Θεών σύλληψη αυτών των ενιαύσιων ή σωτηριακών θεοτήτων, τη γέννησή τους μέσα σε σπήλαια, τον θαυματουργό και φιλανθρωπικό ή εκπολιτιστικό βίο τους, τον βίαιο θάνατό τους και την ανάστασή τους εκ νεκρών μετά από μία συνήθως τριήμερη παραμονή στις χώρες των νεκρών.
Οι λατρείες των ενιαύσιων και αναβλαστικών θεοτήτων, που θα μπορούσαμε με την πιο πάνω λογική να τις πούμε και «σεληνιακές», κορυφώνονται, συνήθως με μυστηριακά δρώμενα και ιεροπραξίες στην Εαρινή Ισημερία ή κατά την πανσέληνο της Εαρινής Ισημερίας, οπότε και σηματοδοτείται το πέρασμα από τη «νεκρή» φάση του ενιαυτού στη «ζώσα» της αναβλάστησης και μετέπειτα καρποφορίας, το πέρασμα του Ηλίου πάνω από το φράγμα ανάμεσα στον Χειμώνα και το Θέρος.
Από εκεί και το όνομα του εβραϊκού Πεσάχ (δηλαδή «πέρασμα») από το οποίο κατάγεται το ορθόδοξο χριστιανικό Πάσχα (που αρχικά ταυτιζόταν απόλυτα με το Πεσάχ και μάλιστα ο χρονογράφος του 11ου αιώνα Κεδρηνός παρουσιάζει τον Ιησού να σταυρώνεται στις 23 και να ανασταίνεται στις 25 Μαρτίου), αλλά και ο από τους Πέρσες συμβολισμός του κοσμικού χώρου και χρόνου με ένα αυγό χωρισμένο σε 12 τμήματα, έξι για τον φωτεινό Θεό Μάσδα (Θέρος και Σύνθεση) και έξι για τον σκοτεινό Αρριμάν (Χειμώνας και Αποσύνθεση).
Τέτοιες «σεληνιακές» θνήσκουσες και ανασταινόμενες θεότητες έχουμε πάμπολλες. Καλό ίσως θα ήταν να αναφέρουμε εδώ τον Αιγύπτιο Όσιρι (προβάλλεται διαφάνεια). Το ενδιαφέρον με αυτόν τον αναβλαστικό Θεό του Αγαθού Πνεύματος της Φύσης και προστάτη των νεκρών, άρχοντα της Αιωνιότητας και εκπολιτιστή, θεσμοφόρο και προστάτη της γεωργίας, της θρησκευτικότητας και της νομοθεσίας, είναι, όπως παρατηρεί ο T. W. Doane στο “Bible Myths And Their Parallels In Other Religions” (1882, σελ.350), ότι το μετέπειτα χριστιανικό μονόγραμμα Χι-Ρο αποτελούσε αρχικά ένα από τα μονογράμματά του.
Εμμένοντας μόνο στις σωτηριακές θεότητες, κατά κανόνα «ηλιακές» που ακολουθούνται από 12 «μαθητές», «παραστάτες» ή «συντρόφους», ο Άγγλος ανατολικολόγος Godfrey Higgins, στο δίτομο έργο του Anacalypsis (1836) ήλθε να κάνει λόγο για δεκαέξι συνολικά εσταυρωμένους Σωτήρες-Θεούς, με ανάμεσά τους τον Αιγύπτιο Θούλη (18ος αιώνας π.α.χ.χ.), τον Ινδό Κρίσνα (12ος αιώνας), τον Θεό των Κελτών Δρυϊδων ΄Ησους (9ος), τον Θιβετιανό Ίντρα (8ος), τον Πέρση Μίθρα και τον Βιτόμπα της Λομβαρδίας (6ος). Μεγάλο ενδιαφέρον έχει η αφήγηση για τον αρχαίο Θεό των Ινδιάνων του Μεξικού Κβετζαλκοάτλι, που κατέβηκε στη γή, γεννημένος από την Παρθένο Χίμαλμαν για να σώσει με τον μαρτυρικό του θάνατο την ανθρωπότητα από την αμαρτία.
Ο Κβετζαλκοάτλι, σταυρώθηκε πάνω σε ένα βουνό εν μέσω δύο εγκληματιών, τάφηκε για τρείς ημέρες και ανεστήθη εκ νεκρών, υποσχόμενος ότι θα επιστρέψει ως νέος ήλιος σε μία δεύτερη παρουσία του επί γής που θα σώσει οριστικά το γένος των ανθρώπων. Είναι γνωστό ότι η λατρεία του Κβετζαλκοάτλι έκανε τους Ινδιάνους να δεχθούν με θανατηφόρα για αυτούς αφέλεια τους εισβολείς Ισπανούς ως.. υιούς των Θεών, αφού είχαν όντως.. έλθει από την Ανατολή και επιπλέον έφεραν τα.. σύμβολά τους.
Οι 16 προ-χριστιανοί «εσταυρωμένοι» του Higgins, δεν εξαντλούν ωστόσο τον κατάλογο των «εσταυρωμένων» Θεών-Σωτήρων των Εθνικών, που είναι σε παγκόσμιο επίπεδο τουλάχιστον τριπλάσιος (!!). Ανάμεσα στους δεκάδες «μαρτυρήσαντες» για το καλό των ανθρώπων Θεούς, ξεχωρίζει και ο ύπατος του Σκανδιναβογερμανικού Πανθέου Θεός Όντιν που σταυρώθηκε πάνω στο Δένδρο της Ζωής Yggdrasil (με αποτέλεσμα να πεθάνει και ν’αναστηθεί ωστό ωστόσο μετά από 9 ημέρες) για να κερδίσει σε αντάλλαγμα για λογαριασμό των Θεών και των ανθρώπων τη γνώση των Ρουνών, τον ανθρώπινο λόγο και την προφητική δύναμη.
Στην αρχαία Ελλάδα, ως βλαστικός- γονιμικός ενιαύσιος Θεός, που θνήσκει και ανασταίνεται ετιμάτο ο Κρηταγενής Ζεύς ή Φελχανός, θεός κερασφόρος, προστάτης του αμπελιού και της μελισσοκομίας. Ο θάνατός του συμβολικά απεικονίζεται πάνω σε ισοσκελή σταυρό, στις τέσσερις δηλαδή δυνάμεις της (ανα)δημιουργίας και στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα, γήϊνα και συμπαντικά. Εδώ πρέπει να σημειώσουμε την εκτεταμένη θρησκευτική χρήση του Σταυρού και στον ελλαδικό και νοτιοϊταλικό χώρο, όπως φαίνεται στην εικόνα (προβάλλεται διαφάνεια) όπου δεξιά απεικονίζεται προχριστιανικός θεσσαλικός σταυρός και δεξιά ιταλιώτικη σαρκοφάγος με τέσσερις μορφές γύρω από Σταυρό.
Προς τιμήν του κρηταγενούς Διός-Φελχανού ετελούντο την Εαρινή Ισημερία τα Αγχισπόρια Μυστήρια, όπου ανάμεσα σε άλλα, διδασκόταν στους μύστες το «άρρητο» μυστικό της κυκλικής «γέννησης» (και κατά συνέπεια του κυκλικού «θανάτου») των Θεών. Μπορούμε να σημειώσουμε εδώ τη μαρτυρούμενη, από ένα fragmentum που αναφέρει ο Παναγής Λεκατσάς στο «Η Καταγωγή Των Θεσμών, Των Εθίμων και των Δοξασιών» και ο Farnell στο «Cults Of The Greek States», εμφάνιση ενός παράξενου ισχυρού φωτός στο Δικταίο Άντρο της Κρήτης, περίφημου λατρευτικού κέντρου του Φελχανού Διός από την τρίτη κιόλας χιλιετία π.α.χ.χ., τη συγκεκριμένη ημέρα που εωρταζόταν η ανά έτος «Ανάσταση» του Θεού: «ΕΝ ΔΕ ΧΡΟΝΩΙ ΑΦΟΡΙΣΜΕΝΩΙ ΟΡΑΤΑΙ ΚΑΘ’ ΕΚΑΣΤΟΝ ΕΤΟΣ ΠΛΕΙΣΤΟΝ ΕΚΛΑΜΠΟΝ ΕΚ ΤΟΥ ΣΠΗΛΑΙΟΥ ΠΥΡ. ΤΟΥΤΟ ΔΕ ΓΙΓΝΕΣΘΑΙ ΜΥΘΟΛΟΓΟΥΣΙΝ ΟΤΑΝ ΕΚΖΕΗΙ ΤΟ ΤΟΥ ΔΙΟΣ ΕΚ ΤΗΣ ΓΕΝΕΣΕΩΣ ΑΙΜΑ».
Στο Δικταίο Άντρο, που ανασκάφθηκε το 1900 από την Αγγλική Αρχαιολογική Σχολή, ανακαλύφθηκε ο (ελλιπής δυστυχώς) σκαλισμένος πάνω σε μάρμαρο κλητικός “Δικταίος Υμνος” προς τιμή του Θεού Διός (4ος αιώνας π.α.χ.χ., διάλεκτος δωρική), που πιστεύεται ότι ψαλλόταν μέχρι τη βίαιη (για αυτό και η άγρια εκθεμελίωση του Ιερού) κατάλυση της Αρχαίας Θρησκείας από τους Βυζαντινούς: “ΙΩ, ΜΕΓΙΣΤΕ ΚΟΥΡΕ, ΧΑΙΡΕ ΜΟΙ, ΚΡΟΝΙΕ ΠΑΓΚΡΑΤΕΣ ΓΑΝΟΥΣ..” Σ’αυτόν τον ωραίο ελληνικό Ύμνο ο αγένειος, νεαρός Ζεύς, καλείται από τους θρησκευτές στο όνομα των Κουρητών προστατών του να προσέλθει και να φέρει ως αναβλαστικός και βιοδότης Θεός το μέγα δώρο της καρποφορίας και της ευτυχίας για ανθρώπους, καρπούς, ζωντανά και πολιτείες.
Ο Αλέξανδρος Λέτσας σημειώνει μάλιστα χαρακτηριστικά ότι προφανώς ο «Δικταίος Ύμνος» αντιγράφηκε από τους χριστιανούς, αφού είναι σε εκπληκτικό βαθμό μεγάλη η ομοιότητά του προς τα λεγόμενα «Ειρηνικά» των χριστιανικών ακολουθιών (Λέτσας, τόμος 2ος, σελ. 28).
Αργότερα, ο Φελχανός Ζεύς ταυτίσθηκε από τους Έλληνες με τον Φρύγα βλαστικό και ηλιακό Θεό Άττι (που την κάθε Εαρινή Ισημερία σταυρώνεται πάνω σε πεύκο με τον ισημεριακό ουράνιο αμνό στα πόδια του, πεθαίνει και ανασταίνεται μετά από τρείς ημέρες μέσα σε μεγάλους εορτασμούς, τα λεγόμενα «Ιλάρια»). Ο αιμορραγών Ισημεριακός Ουράνιος Αμνός, ένα αστρολατρευτικό σύμβολο των Περσών που αποτελούσε έμβλημα του πυρφόρου ηλιακού Θεού Περσέως, μπροστά μάλιστα από το Σταυρό της συμβολιστικής του Άττιδος, υιοθετήθηκε αργότερα από τη χριστιανική συμβολιστική για επτά ολόκληρους αιώνες, μέχρι την 6η Σύνοδο της Κωνσταντινουπόλεως (Κανών 82), οπότε και αντικαταστάθηκε οριστικά από τον Εσταυρωμένο.
Επίσης, ο Φελχανός Ζεύς από τον 8ο αιώνα κι εντεύθεν ταυτίσθηκε και με τον συροκυπριακό Θεό της βλάστησης και του σίτου Άδωνι που εισάγεται κανονικά και στα ελλαδικά Πάνθεα σε μία δραματική συλλατρεία με την ερωτική, μαντική και αυξησία Θεά Αφροδίτη.
Προς τιμή των δύο Θεών, οι Έλληνες, σε άλλες πόλεις κατά την πανσέληνο της Εαρινής Ισημερίας και αλλού κατά το μεσοκαλόκαιρο, εώρταζαν τα λεγόμενα «Αδώνεια». Ενδιαφέρον θα ήταν ίσως να αναφέρουμε εδώ ότι η τοποθεσία που η ιουδαϊκή Βίβλος ορίζει ως γενέτειρα του Ιησού, υπήρξε προαιώνιο λατρευτικό κέντρο του Αδώνιδος, το οποίο φιλοξενούσε λαμπρό Ναό ακόμη και επί των χρόνων του αυτοκράτορα Αδριανού. (Ο Αλέξανδρος Λέτσας στο τρίτομο βιβλίο του «Η Μυθολογία Της Γεωργίας», τόμος πρώτος, σελ. 241, κεφάλαιο «Ομοιότης Των Αδώνιδος Κήπων Και Του Επιταφίου Του Θεανθρώπου» σημειώνει ότι η λέξη «Βηθλεέμ» σημαίνει «Οίκος του Άρτου», δηλαδή οίκος του Θεού του σίτου Αδώνιδος).
Η πρώτη ημέρα των «Αδωνείων», που λεγόταν «αφανισμός», ήταν ημέρα πένθους για το θάνατο του Θεού, που απεικονίσεις του τον παρουσιάζουν εστεμμένο με ταινίες που τις διακοσμούν ισοσκελείς σταυροί (προβάλλεται διαφάνεια), με το στόλισμα των λεγόμενων «Κήπων του Αδώνιδος» (που τους φύτευαν και τους προετοίμαζαν οι γυναίκες οκτώ ημέρες πριν), καθώς και με μοιρολόγια και λυπητερές μουσικές από πένθιμο αυλό (τη λεγόμενη «γίγγρα»). Η δεύτερη ημέρα των εορτασμών (η «ανάστασις») ήταν ημέρα χαράς για την ανάσταση του Θεού εκ νεκρών και την ανάληψή του δίπλα στη Θεά Αφροδίτη για το μισό του ενιαυτού. Μεγάλο τμήμα των πλούσιων (με χορηγό τον ίδιο τον βασιλιά) δρώμενων των «Αδωνείων» στην Αλεξάνδρεια επί Πτολεμαίων, έχει διασωθεί από τον βουκολικό ποιητή Θεόκριτο (στο γραμμένο το 275 π.α.χ.χ. 15ο «Ειδύλλιό» του, που χαρακτηριστικά τιτλοφορείται «Συρακούσιαι ή Αδωνιάζουσαι»): κατά την πρώτη ημέρα εξυμνείτο ο γάμος των δύο Θεών με την επάνοδο του Αδώνιδος μετά από εξάμηνη παραμονή στα σκότη του Αχέροντος, και τα δύο χρωματιστά αγαλματίδιά τους έβγαιναν πάνω σε ασημένιο λέκτρο, στολισμένο με καρπούς, πλακούντες από λευκό αλεύρι και μέλι ή λάδι, μυροδοχεία και μικρές γλάστρες με γλυκάνισο, κριθάρι, μάραθο, θέλκτρο ανίσοσμο, πολύτριχο ή θρίδακα (οι λεγόμενοι «Κήποι Αδώνιδος»).
Την επόμενη ημέρα, γυναίκες με λυμμένα τα μαλλιά τους, ξυπόλητες και γυμνόστηθες, οδηγούσαν με θρήνους ομοιώματα του Θεού και τους «Κήπους» του στη θάλασσα (ή σε πηγές και ποτάμια σε άλλες πόλεις), τα έριχναν στα νερά και τον παρακαλούσαν να επιστρέψει πίσω ξανά και το επόμενο έτος. Πλήν των Αλεξανδρινών εορτασμών, που ήταν όπως προείπαμε μεγαλοπρεπείς και υπό την αιγίδα του ίδιου του βασιλιά της πόλης, τα «Αδώνεια» των υπόλοιπων πόλεων (από τις οποίες ξεχώριζαν για την λαμπρότητα των τοπικών εορτασμών το Άργος και η πόλη των Αθηνών) διοργανώνονταν με τις προσωπικές οικονομικές εισφορές των συμμετεχουσών γυναικών, ενώ στη Ρόδο πρωτοστατούσε στη διοργάνωση των εορτών μια μικτή θρησκευτική αδελφότητα, οι λεγόμενοι «Αδωνιασταί» ή «Αδωνισταί».
Στα «Αδώνεια» προσφερόταν ως θυμίαμα μύρα, ενώ ψάλλονταν και ειδικά άσματα, τα λεγόμενα «Αδωνίδια», από τα οποία έχει διασωθεί ένα πολύ αξιόλογο δείγμα. Πρόκειται για τον «Επιτάφιον Αδώνιδος» του Βίωνος. Σε κάποια από τα ανά τόπους «Αδώνεια» γίνονταν και μυήσεις σε Μυστήρια του Θεού (Ο Λουκιανός διασώζει ότι οι μύστες θυσίαζαν πρόβατο και έπαιρναν μετάληψη). Μετά την απαγόρευση των «εθνικών» λατρειών και την ιδιοποίηση των τελετικών των «Αδωνείων» από τους Χριστιανούς για τη διαμόρφωση των εορτασμών της δικής τους Μεγάλης Εβδομάδος, σε αρκετά μέρη της Ελλάδος, αλλά και στην Κύπρο και την Καλαβρία, τα αρχαία «Αδώνεια», στερημένα βεβαίως από κάθε λατρευτική δυναμική, επιβίωσαν, παρά την βυζαντινή άγρια καταδίωξη όλων των «εθνικών» επιβιώσεων, ως θολό φολκλόρ μέχρι τον αιώνα μας (ο «Ζαφείρης» του Ζαγορίου, τα «Λάζαρα» ή «Λαζαρικά» της Αμμοχώστου, ο «Λειδινός» της Αιγίνης, οι «Επιτάφιοι» της Μεγάλης Παρασκευής στην Καλαβρία κ.ά)
Ο Διόνυσος Ζαγρεύς που κατασπαράσσεται από τους Τιτάνες και ανασταίνεται από τον Δία εκ νεκρών ως «Θεός Σωτήρ», αλλά και ο Ίακχος (στην ελευσίνια μυστηριακή παράδοση) και ο Βάκχος (στην ομώνυμη μυστηριακή παράδοση), ουσιαστικά επικλήσεις και λατρευτικά ονόματα του ίδιου «Σωτήρος Θεού», παρουσιάζονται υιοί της Μεγάλης Θεομητέρας, κάτω από διαφορετικά ονόματα, όπως Δηώ-Δήμητρα, Περσεφόνη, Σεμέλη. Σε αφιερωματική επιγραφή που αναφέρει ο T. W. Doane στο γνωστό βιβλίο του «Bible Myths» (1882) διαβάζουμε «Εγώ Είμαι που σε προστατεύω και σε καθοδηγώ. Εγώ που Είμαι το Άλφα και το Ωμέγα». Προς τιμή του Θεού αυτού τελούνται οι μυστηριακές «Εορτές της Τελείας Νυκτός», όπου καθαγιαζόταν το αυγό και αναπαριστάτο Μυστικός Δείπνος, ιεροπραξία που αποτελεί και την κορύφωση των Μυστηρίων του Σαβαζίου (προβάλλεται διαφάνεια), κερασφόρου και οφιούχου θεού που από τον 5ο αιώνα π.α.χ.χ. κι εντεύθεν, ταυτίσθηκε σε θεοκρασία με τον Βάκχο, ως υιός της Περσεφόνης και του Χθονίου Διός.
Η ιδιόμορφη θεολογία των Ορφικών που τοποθέτησε τον Ζαγρέα Διόνυσο στο κέντρο της, ως το θεϊκό κομμάτι της ανθρώπινης φύσης που καθαγιάζει το «τιτανικό» υπόλοιπο, μετεξέλιξε κατά την ύστερη αρχαιότητα και τον ίδιο τον Ορφέα (που κάποιες ετυμολογήσεις του ονόματός του το θέλουν να προέρχεται από το όρφνη, ορφνός, ορφναίος, δηλαδή νυκτερινός, σεληνιακός) σε «εσταυρωμένο Βακχικό Σωτήρα» (προβάλλεται διαφάνεια με τη γνωστή εικόνα από σφραγιδόλιθο που φιλοξενείται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Βερολίνου, του Ορφέως Βακχικού Εσταυρωμένου κάτω από επτά σταυρόμορφα άστρα, ημισέληνο και δίφαλλο), που, όπως ακριβώς και ο Θεός Διόνυσος Ζαγρεύς, πεθαίνει και αυτός κομματιασμένος και έρχεται επίσης να αντιπροσωπεύσει την πνευματική ροή από το Θείο στο Ανθρώπινο και από το Έν στο Πολλαπλό. Να αλληγορήσει κοντολογής το «ξόδεμα» των Θεών για χάρη του κόσμου των θνητών και πεπερασμένων πραγμάτων, μέσα από το πολύ γνωστό μας «Θείο Δράμα» του Θανάτου, της Ανάστασης, της Επιφάνειας, της Αναγνώρισης και της Αποθέωσης.
Απομαγνητοφωνημένη ομιλία του συγγραφέως Βλάση Γ. Ρασσιά σε αθηναϊκή αίθουσα διαλέξεων, στις 18.4.97. Εμπεριέχεται ως «Παράρτημα» στο βιβλίο του «Εορτές και Ιεροπραξίες των Ελλήνων»
Πηγή: ΛΥΚΟΜΙΔΗΣ