Ένα φιδάκι -μικρή οχιά-
σέ χωματένιου δρόμου κείτονταν πλαγιά,
ακίνητο στην άσπρη καταχνιά,
που σκέπαζε την γή, νωρίς η Χειμωνιά.
Περπάταγε, με την ανατολή,
η Παλαιστίνη κοπελιά,
πανέμορφη καί λυγερή,
τον ήλιο χτένι στα μαλλιά.
Και μεσ' στού δρόμου τά μισά,
χώμα στον πάγο πετρωμένο,
είδε η ωραία κοπελιά
τ' ολόμικρο φιδάκι, νεκρωμένο.
Λυπήθηκε η Παλαιστίνη την έρημη ζωή,
κατάρα που το πάγωσε εκεί,
μικρό, κακόμοιρο, κι αμελημένο,
στον δρόμο παραπεταμένο,
φιδάκι αδικημένο.
Στο πλάι του εστάθη η λυγερή,
στού χωματόδρομου την πέτρινη στροφή,
και σκέφτηκε η εύσπλαχνη καρδιά,
«ίσως δεν είναι αργά,
τό φίδι θέλει ολίγη ζεστασιά.»
Στο πλάι του γονάτισε,
το πείρε στοργικά,
σιγά, σιγά το τοποθέτησε
στού κόρφου της την ζεστασιά.
Το ονόμασε Ισραήλ, η κόρη μ' αγάπη,
κι άρχισε βήμα χαρωπά
στο κοντινό χωριό να μάθει,
για το φιδάκι, εάν έχουν γιατρειά.
Το Ισραήλ στον κόρφο της βαλμένο,
από την Παλαιστίνη αγαπημένο,
την ευσπλαχνία της προστατευμένο,
αν και νεκρό φαινόταν, παγωμένο,
ήτανε μόνον κοιμισμένο,
από τήν Χειμωνιά σε λήθαργο πεσμένο.
Ξύπνησε αυτό -ζωή δροσιά-
από του κόρφου της την ζεστασιά,
και μ' άγριο το μάτι,
μέ αρχέγονο μίσους μεράκι,
οχιά με δηλητήριο, φρικτό φαρμάκι,
εδάγκωσε το δέρμα το απαλό,
το στήθος της αγάπης ροδαλό,
την Παλαιστίνη πλήγωσε με απάτη.
Έπεσε η λυγερή, ωσάν νεκρή,
βουβή κραυγή, στην πετρωμένη γή,
και το φιδάκι Ισραήλ εγλίστρησε δειλά,
στού δάσους να κρυφτεί τά σκοτεινά,
τον δόλο και απάτη του ο ήλιος να μην δεί.
Κοκκίνισε ο ορίζοντας από του ήλιου την κραυγή,
απόηχος οργή η Ανατολή,
έλιωσε η καταχνιά στον χωματόδρομο τον παγωμένο,
και αναστέναξε η γή,
υγρή στο αίμα το ζεστό, με δάκρυα αναμιγμένο,
αίμα φωτιά, από της Παλαιστίνης την καρδιά,
κείθε που την εδάγκωσε η αχάριστη οχιά.
Περάσανε πολλοί… τον δρόμο με αίμα ποτισμένο,
του Χειμωνιά καυτή ματιά-μανδύα παγωμένο.
Προσπέρασαν την κοπελιά,
την Παλαιστίνη κόρη λυγερή,
που είχε τον ήλιο άστρο στην καρδιά,
καί χαροπάλευε στην γή
αστείρευτη πληγή , βουβή κραυγή,
μόνη, στο έδαφος πεσμένη,
έρημη εγκαταλειμμένη.
Όλοι τους την αγνόησαν,
νεκρή την επινόησαν,
κοινοί βοσκοί, έμποροι, βασιλιάδες
αχρείοι, ιερείς, παπάδες,
πολέμαρχοι, ειρηνιστές,
δειλοί, και σοφιστές,
όλοι τους βιαστικοί,
που ακόμα τρέχουν μια ζωή
εκεί που το αρχέγονο μίσος οδηγεί,
πάνω στον δρόμο με αίμα ποτισμένο
του Χειμωνιά καυτή ματιά-μανδύα παγωμένο-
δρόμο στον θάνατο ταγμένο-
στού δάσους την σκιά να μπούν,
«φίλο ευγενή» να επισκεφθούν.
Για την Παλαιστίνη
Προμηθέα – Ιανουάριος 2009