Σύμφωνα με την επικρατέστερη εκδοχή του μύθου, η Αριάδνη ερωτεύεται τον Θησέα, που φτάνει στην Κρήτη για να σκοτώσει τον Μινώταυρο, ο οποίος κατασπάραζε 7 νέους και 7 νέες από την Αθήνα…
Γίνεται συνεργός του και του έδωσε λοιπόν ένα κουβάρι κλωστή (ο περίφημος και ως έκφραση της νεοελληνικής γλώσσας «Μίτος της Αριάδνης»), ώστε όταν θα έμπαινε στον Λαβύρινθο να το ξετυλίγει για να μπορέσει έπειτα, αφού σκοτώσει το Μινώταυρο, να βρει την έξοδο.
Η Αριάδνη τον έβαλε να υποσχεθεί ότι θα την έπαιρνε στην πατρίδα του και θα την παντρευόταν.
Ο Θησέας πράγματι σκότωσε το τέρας και χρησιμοποιώντας το Μίτο της Αριάδνης που θα τον οδηγούσε με ασφάλεια πάλι στο φως του ήλιου, κατάφερε να βγει από το Λαβύρινθο. Εκμεταλλευόμενοι το σκοτάδι της νύχτας, ο Θησέας, η Αριάδνη και οι υπόλοιποι νέοι δραπέτευσαν στο λιμάνι και πήραν με το πλοίο τους το ταξίδι της επιστροφής. Η Αριάδνη αποφάσισε να φύγει μαζί του και με τους συντρόφους του άνοιξαν τα πανιά για την Αθήνα.
Ο ήρωας πήρε μαζί του την Αριάδνη και την αδερφή της Φαίδρα, αχρήστευσε τα μινωικά πλοία για να γλιτώσει την καταδίωξη και απέπλευσε. Ο Θησέας επιστρέφοντας από την Κρήτη στην Αθήνα, κάνει μια στάση στο νησί της Νάξου, που τότε ονομαζόταν Δία.
Ο σκοπός της στάσης αυτής έχει μείνει στη σκοτεινή πλευρά του μύθου, ίσως γιατί θεωρήθηκε κατά έναν παράξενο τρόπο αυτονόητος. Ίσως να θεωρήθηκε ότι έτσι θα εκπληρωνόταν το πεπρωμένο της Αριάδνης.
Ο Θησέας ήταν σ’ αυτό το νησί ένας απλός περαστικός, ένα εμπόδιο στο σχέδιο του θεού. Πολλές αγγειογραφίες απεικονίζουν τον Θησέα να εγκαταλείπει το νησί διωγμένος από τη θεά Αθηνά, ενώ ο Διόνυσος απομακρύνεται με την Αριάδνη.
Εκεί, στο όνειρο του Θησέα εμφανίστηκε ο θεός Διόνυσος και του είπε ότι έπρεπε να φύγουν από το νησί χωρίς την Αριάδνη, αφού ήταν γραφτό να μείνει εκεί και να γίνει γυναίκα του. Την εγκαταλείπει ενώ κοιμόταν. Η κοιμισμένη (μήπως νεκρή) Αριάδνη ανήκε δικαιωματικά στον θεό και ο θνητός ήρωας δεν είχε άλλη επιλογή από την αποχώρηση. Η Κυρά του Λαβυρίνθου έμεινε για τον Θησέα στη σφαίρα του ανέφικτου.
Ο ήρωας όμως τελικά το μόνο που κατάφερε να κρατήσει από την θεία θηλυκή παρουσία που οδήγησε τα βήματά του πίσω στο φως ήταν το είδωλό της. Ο Θησέας κράτησε το ξόανο της Αφροδίτης το οποίο η Αριάδνη κουβαλούσε από τη στιγμή που άφησαν την Κρήτη. Σαν ζωντανή ανάμνηση κράτησε την Φαίδρα η οποία σχετίζεται με την φωτεινή και προσιτή στον άνθρωπο όψη της Αριάδνης.
Εκεί ο Διόνυσος, άρχοντας της Νάξου την ερωτεύεται και την κάνει ουράνια σύζυγό του. Αποκτήσανε τέσσερις γιους, τον Ευανθή, το Στάφυλλο τον Πεπάρηθο και τον Οινοπίωνα, αναφέρονται όμως και ως παιδιά της από τον Θησέα.
Την οδηγεί στον Όλυμπο, όπου ο Δίας της χαρίζει την αθανασία. Λέγεται ακόμη πως ο Διόνυσος (ή η Αφροδίτη ή οι Ώρες) της χάρισε ένα χρυσό στέμμα με πολύτιμους λίθους, έργο του Ήφαιστου. Ήταν το περίφημο στεφάνι με το όνομα της με το οποίο οι θεοί έκαναν καδένα από αστέρια στον ουρανό. Η Αριάδνη έμεινε στη Νάξο και παντρεύτηκε τον θεό Διόνυσο κι έτσι αναπτύχθηκε και η λατρεία της σαν θεότητα στο νησί. Η θνητή Αριάδνη έφθασε έτσι να γίνει αθάνατη σύζυγος θεού.
Αυτός είναι ο βασικός κορμός του μύθου, ο οποίος όμως έχει αρκετές παραλλαγές.
Βασιλική Γιώβη