Φιλοσοφική θεολογία και πρακτικός βίος
Ποιος ήταν ο Ξενοφάνης; Ήταν ένας ποιητής-φιλόσοφος, ενταγμένος για την ιστορία της φιλοσοφίας στον κύκλο των Προσωκρατικών στοχαστών και δημιουργός ενός πλούσιου σε ιδέες έργου. Σύμφωνα με τον Jeager είναι «ο θαρραλέος πρωταθλητής της αλήθειας», με το νόημα του πνευματικού αγώνα, με τον οποίο έθετε υπό ριζοσπαστική κριτική το σύνολο της μυθικής παράδοσης και κατά το πνεύμα αυτό εγκαινίασε τη φιλοσοφική συζήτηση για την έννοια της ενότητας του όντος. Έτσι οδηγήθηκε στην αμφισβήτηση εκείνης της εδραίας παράδοσης, που εκπροσωπούσε θεμελιωδώς ο Όμηρος αλλά και ο Ησίοδος. Αυτοί, κατά τον ίδιο, νομιμοποίησαν την ανθρώπινη κακία, καθώς απέδωσαν κάθε κακό του ανθρώπινου βίου στους θεούς:
«Ο Όμηρος και ο Ησίοδος απέδωσαν όλα στους θεούς, όσα στους ανθρώπους είναι ντροπές και ψόγος: κλοπές, μοιχείες και τις μεταξύ τους απάτες» (απ. 11).
Ο Ξενοφάνης επικρίνει τους ως άνω ποιητές, γιατί πρώτοι αυτοί εισήγαγαν και καθιέρωσαν τον ανθρωπομορφισμό των θεών, δεδομένου ότι θεωρούνταν δάσκαλοι των Ελλήνων, ιδιαίτερα δε ο Όμηρος. Όλοι οι θνητοί κατασκευάζουν θεούς με βάση τη δική τους εικόνα. Έτσι πιστεύουν ότι οι θεοί γεννιούνται και ντύνονται όπως οι άνθρωποι, ότι έχουν σώμα και μιλούν σαν άνθρωποι (απ.14). Τα βόδια, τα άλογα ή τα λιοντάρια, αν είχαν χέρια για να ζωγραφίζουν και να κάνουν εκείνα τα πράγματα που κάνουν οι άνθρωποι, τότε τα βόδια θα ζωγράφιζαν τους θεούς σαν βόδια, τα άλογα σαν άλογα και τα λιοντάρια σαν λιοντάρια (απ. 15).
Στη συνάφεια τούτη ο φιλόσοφος-ποιητής επεκτείνει και βαθαίνει την κριτική των ποικίλων δοξασιών, πολιτικών, θρησκευτικών, κοινωνικών κ.λπ., που χαρακτηρίζουν τον κόσμο των ανθρώπων και προδίδουν την άγνοιά τους ως προς τη μορφή του θεού ή τις μορφές των θεών. Αυτή την κριτική ο Πλάτων την αποτίμησε ως μια πρώτη βάση ή αρχή για να διατυπώσει το δικό του επιχείρημα ενάντια στην ομηρική και γενικότερα την ποιητική θεολογία και να το αναπτύξει στα βιβλία ΙΙ και ΙΙΙ της Πολιτείας. Στη θέση αυτών των παραδοσιακών θρησκευτικών αντιλήψεων, ο Ξενοφάνης προτείνει τον μονοθεϊσμό:
«ένας θεός υπάρχει, ο μεγαλύτερος ανάμεσα στους θεούς και τους ανθρώπους, που δεν είναι διόλου όμοιος με τους θνητούς ούτε στο σώμα ούτε στη σκέψη» (απ. 23).
Δεν αρνείται την ύπαρξη πολλών θεών, αλλά θεωρεί πως υπάρχει ο ένας μέγιστος, ύψιστος θεός, που διατρέχει τα πάντα, τα αντιλαμβάνεται και τα συντονίζει χωρίς κόπο. Χωρίς αυτόν τον θεό δεν θα υπήρχε στον κόσμο αρμονία. Πρέπει έτσι να απαλλαγούμε από την ιδέα ότι ένας θεός χρειάζεται μέλη και αισθητήρια όργανα. Δεν ασκεί την εξουσία του στο σύμπαν με τη χρήση κάποιας υλικής δύναμης, όπως ισχυρίζονταν ο Όμηρος και ο Ησίοδος, αλλά επενεργεί στα γεγονότα και τα συμβάντα στον κόσμο, θέτει τα πάντα σε κίνηση με μια απλή σκέψη, χωρίς να κινείται ούτε ένας μυς. Το Είναι του θεού ως τέτοιο συνάπτεται με το ότι αυτός βλέπει, σκέπτεται και ακούει απευθείας χωρίς τη διαμεσολάβηση των αισθήσεων. Ο θεός δεν μετακινείται από τόπο σε τόπο, όπως φαντάζονται οι άνθρωποι, αλλά μένει ακίνητος στον ίδιο τόπο (απ. 26).
Ι. Αφορμή γι’ αυτήν τη στροφή προς την κριτική αναίρεση ολόκληρης της μυθικής παράδοσης ήταν η υποταγή του μικρασιατικού Ελληνισμού στον περσικό ζυγό και η κατάργηση της πολιτικής ανεξαρτησίας των διαφόρων πόλεων. Η υποδούλωση αυτή οφείλεται στην ηθική διαφθορά των πόλεων και την ψυχική αναιμία· είχε δε ως συνέπεια περαιτέρω τη «στυγερή τυραννία» (απ. 3) των Περσών, η οποία εξανάγκασε και τον ίδιο τον Ξενοφάνη να εγκαταλείψει την ιδιαίτερη πατρίδα του και να επιλέξει ως τρόπο ζωής την αδιάκοπη περιπλάνηση από πόλη σε πόλη και την καλλιέργεια ενός πρώτου διαφωτιστικού πνεύματος. Έτσι δεν επιχειρούσε μόνο να αναιρέσει την παλαιά θεολογία, δεν έμεινε δηλαδή μόνο στην αρνητική πλευρά της κοσμικής τάξης, αλλά προχώρησε και πιο θετικά, παρουσιάζοντας μια άλλη ηθική και θρησκευτική μεταρρύθμιση. Στο απ. 1 μας δίνει μια εικόνα καλής συμπεριφοράς στην κοινότητα των ανθρώπων· μιας συμπεριφοράς, που διαχέει στην συνύπαρξη των ανθρώπων ευφροσύνη και φως και μας διδάσκει ποια είναι η φύση της αληθινής ευσέβειας. Προς τούτο θέτει την αναγκαιότητα της καθαρότητας των λόγων και την απλότητα σε όλες τις υλικές πτυχές της θρησκευτικής τελετής.
ΙΙ. Λόγια σεβασμού και αγνής ομιλίας, ήτοι συν-ομιλίας, υπό τη μορφή ύμνου προς τη θεότητα, αποτελούν βασική προϋπόθεση για να μπορούν οι άνθρωποι να ασχολούνται με την αρετή, με ευγενείς και δίκαιες πράξεις και όχι με ιστορίες Τιτάνων, Γιγάντων ή Κενταύρων ούτε και με ανθρώπινες συγκρούσεις, από όπου δεν μπορεί κανείς να αντλήσει τίποτα το καλό. Ο φιλοσοφικός προβληματισμός, που εξέφρασε ο Ξενοφάνης, δεν πέρασε απαρατήρητος από μεταγενέστερους φιλοσόφους της αρχαίας ελληνικής σκέψης και δη από αυτούς που ασχολήθηκαν με τη φύση των θεών ή με τις διάφορες θρησκευτικές πρακτικές, κατάλληλες για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων. Στο περιεχόμενο αυτού του προβληματισμού ανήκει η ριζοσπαστική σύλληψη των θεών ή του θεού, όπως επίσης η αμφιβολία για την εγκυρότητα της ανθρώπινης γνώσης και η επίγνωση των ορίων της (απ. 34). Στη συνάφεια τούτη, η βούληση να δοθούν πιο ορθολογικές εξηγήσεις για φαινόμενα που παραδοσιακά ερμηνεύονται με θρησκευτικούς όρους. Στο πλαίσιο αυτό καταθέτει μια νέα αντίληψη περί σεβασμού και αξίας των ανθρώπινων πραγμάτων.