Όπως δεν είναι τίποτα καινούργιο στον Χριστιανισμό, έτσι δεν είναι καινούργιο και το φαινόμενο της λατρείας των ιερών λειψάνων η οποία θεωρείται στοιχείο της λατρείας των μαρτύρων και των αγίων, και θα παίξει μεγάλο ρόλο στη ζωή των πιστών χριστιανών για δύο ολόκληρες χιλιετίες. Ιερά λείψανα υπήρχαν από θεούς και ήρωες. Ήδη οι «πρωτόγονοι» διατηρούσαν λείψανα ανθρώπων που είχαν ανώτερες δυνάμεις, συγγενών, φυλάρχων, πολεμιστών, εχθρών, όπως παραδείγματος χάρη τα κρανία που αποκτούσαν οι κυνηγοί κεφαλών. Ή φόραγαν τα λείψανα ως φυλαχτό. Η λατρεία των λειψάνων βασίζεται στην πίστη ότι μέσα στους ήρωες, τους προφήτες, τους μεσσίες· και τους αγίους δρα μια ιδιαίτερη δύναμη η οποία παραμένει ενεργή και μετά το θάνατο τους. Ευρεία λατρεία λειψάνων υπήρχε σε αρκετές προχριστιανικές «ανώτερες θρησκείες».
Στον Ινδουισμό, λείψανα έχουν μόνο μερικές μεταρρυθμιστικές αιρέσεις, οι ραντασβάμις τα ρούχα αρχαίων γκουρού, οι καμπιρπάνθις τις παντόφλες του δασκάλου τους. Αντιθέτως, στον Ζαϊνισμό ή τον Βουδισμό αυτή η λατρεία είναι πολύ ανεπτυγμένη. Λατρεύονται υπολείμματα του σώματος βουδιστών αγίων (sharirika) και χρηστικά αντικείμενα (paribhogika). Και η στάχτη και τα οστά του Βούδα, όπως αργότερα εκείνα πολλών χριστιανών αγίων, μοιράστηκαν ανάμεσα στους κοσμικούς οπαδούς του, σε πολλούς τόπους των Ινδιών εξέθεταν τα δόντια του, τα μαλλιά του, το ραβδί, το παγούρι, όπως και λείψανα των μαθητών του. Σήμερα ακόμη η πόλη Κάντι της Κεϊλάνης ισχυρίζεται ότι έχει στην κατοχή της ένα δόντι του Βούδα (μήκους 5 εκ.), η παγόδα Σουέ Ντάγκον στη Ρανγκούν (Βιρμανία) οχτώ τρίχες του Γκαουτάμα μαζί με ό,τι άφησαν οι μυθικοί προγονοί του. Πολλά τζαμιά διατηρούν τις τρίχες από το γένι του Μωάμεθ σε γυάλινα μπουκάλια. Αλλά και στον κινέζικο Βουδισμό διατηρούν ιερά οστά, όπως και πλήθος άλλων πραγμάτων που φτάνουν μέχρι μικροσκοπικούς κόκκους σκόνης πτωμάτων.
Ο Ιουδαϊσμός δεν έχει λατρεία λειψάνων. Πώς θα μπορούσε να αναπτυχθεί σ’ ένα λαό, στον οποίο η «Αγία Γραφή» (Δ’ Μωυσής 19,11 κ.εξ.) επιτάσσει: «Όποιος αγγίξει νεκρό, θα είναι ακάθαρτος για εφτά ημέρες». Όποιος μάλιστα δεν καθαριστεί την τρίτη και την έβδομη ημέρα, «όποιος μολύνει και την κατοικία του Κυρίου», «πρέπει να αποκόπτεται από το λαό του Ισραήλ». Ωστόσο η καθολική θεολογία βρίσκει στην Παλαιά Διαθήκη, εκτός πολλών άλλων χριστιανικών στοιχείων, και τη λατρεία των λειψάνων, π.χ. στα σημεία: «Τα κόκκαλα του Ιωσήφ, τα οποία έφεραν τα παιδιά του Ισραήλ από την Αίγυπτο, τα έθαψαν στην πόλη Συχέμ…». Ή «Τα οστά τους (των δικαίων) ας αναδώσουν νέα ζωή από τον τόπο τους» (Σοφ. Σειρ. 46, 12).
Η μαγεία των χριστιανικών λειψάνων έχει επομένως τόση σχέση με τον Ιουδαϊσμό, όση και με τον Ιησού και τους Αποστόλους του. Αντιθέτως υπάρχουν εκπληκτικές ομοιότητες με μια ευρέως διαδεδομένη ειδωλολατρική λατρεία.
Για τους Έλληνες, οι ήρωες ήταν οι γενναίοι του πανάρχαιου παρελθόντος, νικητές σε μάχες, σε αγωνίσματα, ήταν ηγεμόνες, βασιλείς, τις περισσότερες φορές μυθικά πρόσωπα τα οποία ωστόσο σχεδόν όλοι θεωρούσαν πραγματικούς ανθρώπους. Σε αυτούς απέδιδαν την ίδρυση ναών και πόλεων, όλους τους σημαντικούς θεσμούς· σε αυτούς απέδιδαν την καταγωγή τους γένη ευγενών, ο Όμηρος τους ύμνησε και παντού πίστευαν ότι είχαν στην κατοχή τους τα λείψανα τους. Καθώς μάλιστα είχαν και τάφους θεών, του Δία, του Ουρανού, του Διόνυσου, του Απόλλωνα και άλλων, γνώριζαν και λάτρευαν φυσικά και πλήθος μνημείων ηρώων, θρυλικούς τάφους, πηγές, δέντρα, πέτρες, σπήλαια τα οποία έδειχναν οι ξεναγοί.
Τα λείψανα των ηρώων τα διατηρούσαν συνήθως σε τάφους που συχνά ήταν και ο αποκλειστικός τόπος λατρείας τους. Κι όπως έκαναν αργότερα οι χριστιανοί με τα οστά των αγίων τους, έτσι ενταφίαζαν ήδη οι Έλληνες τα οστά των ηρώων τους σε διακεκριμένες θέσεις, παραδείγματος χάρη στο κέντρο της πόλης, αν και κατά τα άλλα δεν έθαβαν σχεδόν καθόλου νεκρούς μέσα στην πόλη λόγω του κινδύνου της μόλυνσης. Κι αν ανέχονταν ακόμη λιγότερο να τους θάβουν στα ιερά, πάλι αποτελούσαν οι ήρωες εξαίρεση, αφού υπήρχαν πολλοί ναοί ή άλση ναών με τάφους ηρώων, ως επί το πλείστον μυθικών, αλλά και ιστορικών προσώπων Ωστόσο, στην ειδωλολατρική αρχαιότητα η λατρεία των σαρκικών λειψάνων ήταν σχεδόν πάντα ταφική λατρεία· μόνο σε μερικές εξαιρετικές περιπτώσεις διατηρούσαν οστά ηρώων εκτός τάφου, σε λειψανοθήκη, παραδείγματος χάρη στην περίπτωση της Ευρώπης στην Κρήτη. Και τα οστά του Πέλοπα στην Ολυμπία και του Τάνταλου στο Άργος αναπαύονταν σε ορειχάλκινο δοχείο. Πάντως, τα περισσότερα τμήματα λειψάνων ήταν τις πιο πολλές φορές σε τάφο. Και όπως η ηρωολατρεία, έτσι και η χριστιανική λατρεία λειψάνων ήταν αρχικά ταφική λατρεία. Οι μάρτυρες των πρώτων αιώνων θάβονταν από τους χριστιανούς σε τάφους και λατρεύονταν εκεί. Χωρίς τάφο κάποιου μάρτυρα δεν υπήρχε λατρεία. Όπως και στους ειδωλολάτρες, έτσι και στους χριστιανούς λειψανοθήκη ήταν αρχικά η σαρκοφάγος. Είτε την τοποθετούσαν στον τάφο είτε παρέμενε θεατή στη θολωτή είσοδο του τάφου, ώστε οι περαστικοί μπορούσαν να τη δουν και να την αγγίξουν, όπως συνέβαινε και σε πολλά ειδωλολατρικά ηρώα.
Στην ηρωολατρεία όπως και στην αγιολατρεία απεικόνιζαν τους τιμώμενους συχνά σε νομίσματα, αν και τους αγίους μόλις κατά τον Μεσαίωνα. Κι όπως οι χριστιανοί έπαιρναν συχνά ονόματα αγίων, ιδιαίτερα από τα τέλη του 3ου αιώνα και μετά, έτσι καθοριζόταν ήδη για τους ειδωλολάτρες η επιλογή ονόματος από κάποιο ήρωα. Ιδιαίτερη δύναμη περνάει μερικές φορές και στα αντικείμενα τα οποία χρησιμοποιούσαν οι ήρωες. Κι αυτή δύναμη μπορεί να μεταδοθεί περαιτέρω. Γενικά όμως κάνει ο ίδιος ο ήρωας θαύματα, ενώ στη χριστιανική πίστη θαύματα κάνουν και τα λείψανα, μεταδίδοντας τη δύναμη την οποία έχουν μέσα τους. Αυτό ισχύει ακόμη και για τμήματα λειψάνων. Όποιος αγγίξει τα οστά μάρτυρα, διδάσκει ο Άγιος Βασίλειος, αποκτά μέσω της δύναμης τους μερίδιο στην αγιοσύνη. Ωστόσο, τα αρχαία λείψανα δεν μοιράζονταν. Δεν εκχωρούνταν κομμάτια λειψάνων. Ούτε υπήρχε παραγωγή τεχνητών λειψάνων -αδιανόητο για τους Έλληνες. Και πρώτα από όλα δεν γνώριζαν καθόλου το εμπόριο λειψάνων, όπως το διεξήγαγαν οι χριστιανοί από τον 4ο αιώνα. Οι ειδωλολάτρες λάτρευαν τα σαρκικά λείψανα, εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, στον τάφο. Θα το θεωρούσαν ασέβεια να διαταράξουν τη γαλήνη του νεκρού. Ναι μεν διαμέλισαν στην αρχαία Αίγυπτο τα οστά του θεού Όσιρη και τα σκόρπισαν στη χώρα -αλλά μόνο στον μύθο. Η μάλλον μοναδική ιστορική εξαίρεση σε προχριστιανική εποχή, το σκόρπισμα των λειψάνων του Μένανδρου, ενός ηγεμόνα της Ινδίας της ελληνιστικής περιόδου, ενός βουδιστή, δεν αφορούσε το σκελετό αλλά την τέφρα.
Η πρώτη μαρτυρία για την αρχή της χριστιανικής λειψανολατρείας είναι η πολλαπλά πλαστογραφημένη αναφορά στο μαρτύριο του Πολύκαρπου, και αυτή η λατρεία αρχίζει στον τάφο του μάρτυρα. Σε αυτόν οδηγούν τα αρχαιότερα ίχνη –«όπως και στην ηρωολατρεία στον τάφο του ήρωα» (Pfister). Από τα μέσα του 3ου αιώνα ο τάφος των μαρτύρων δεν είναι μόνο τόπος της νέας αρχαίας λατρείας, αλλά μεταβάλλεται ο ίδιος σε λατρευτικό αντικείμενο, μεταβάλλεται, πριν τη γένεση της τότε ακόμη απαγορευμένης χριστιανικής εικονολατρίας, σε σημείο αποκρυστάλλωσης της αγιολατρείας. Στον τάφο καλούν τον άγιο, παρακαλούν για τη διαμεσολάβησή του, πιστεύουν ότι θα τους δοθεί βοήθεια και ευχαριστούν ήδη με αφιερωματικές πλάκες. Πάνω από μερικούς από τους ημοφιλέστερους τάφους χτίζουν μάλιστα και εκκλησίες, πράγμα με το οποίο δημιουργούνται οι απαρχές του μελλοντικού κύματος των προσκυνητών.
Οι χριστιανοί πίστευαν τώρα ότι η δύναμη που δρούσε στον άγιο, όταν ζούσε, συνεχίζει να είναι αποτελεσματική και στο άψυχο σώμα του. Συμπέραναν ότι, εάν τα ρούχα του Αποστόλου Παύλου έκαναν θαύματα, τότε πόσο μάλλον το σώμα των αγίων. Όποιος άγγιζε αυτά τα λείψανα, σε αυτόν μεταβιβαζόταν η δύναμή τους. Και πίστευαν ότι χάρη στην υπερφυσική δύναμη τους, με τη θεία χάρη τους, τα ιερά λείψανα κάνουν θαύματα, εξορκίζουν τα δαιμόνια των ειδωλολατρών γι’ αυτό το λόγο και τα χρησιμοποιούσαν στους εξορκισμούς, τα έπαιρναν μαζί τους σε λιτανείες ή τα εναπόθεταν σε ειδικούς βωμούς.
Αλλά καθώς στον καθολικισμό τα πάντα είναι ιεραρχημένα, όπως ο Πάπας έχει μεγαλύτερο κύρος από ό,τι ο επίσκοπος, ο επίσκοπος μεγαλύτερο από του ιερέα, εκείνος με τη σειρά του μεγαλύτερο από του λαϊκού, έτσι και τα λείψανα, όσο ιερά κι αν είναι, έχουν διαφορετική αξία, τα εξέχοντα κομμάτια (Reliquiae insignes), ολόκληρη η σορός, το κεφάλι, το χέρι, το πόδι, έχουν μεγαλύτερο κύρος από τα «Reliquiae non insignes» (μη εξέχοντα κομμάτια) στην περίπτωση των οποίων κάνουν και τη διάκριση σε «notabiles» (σημαντικά), όπως η παλάμη και το πέλμα, και σε «exiguae» (κατώτερα), π.χ. τα δάχτυλα των χεριών ή τα δόντια. Εκτός από αυτά, υπάρχουν τα αποκαλούμενα πρωταρχικά και τα δευτερεύοντα λείψανα, τα οποία με τη σειρά τους χωρίζονται σε αντικείμενα, όπως ρούχα, όργανα του μαρτυρίου κ.λπ., και σε ευλογίες, δηλαδή αντικείμενα με τα οποία αγγίχτηκαν οι σοροί ή τα απομεινάρια των αγίων.
Μετά τον ίδιο τον άγιο, το πρωταρχικό αντικείμενο, τη μεγαλύτερη αξία καταλαμβάνουν τα αντικείμενα με τα οποία ήρθε σε επαφή όταν ζούσε, και ανάμεσα σε αυτά πάλι τη μεγαλύτερη έχουν τα όργανα του μαρτυρίου. (Ο άγιος Λαυρέντιος αποκεφαλίστηκε μάλλον. Αυτό φάνηκε πολύ «απλοϊκό» στους μεταγενέστερους χριστιανούς. Γύρω στο 400 τον έβαλαν να «ψηθεί» σε σχάρα, και τώρα, φυσικά, σύντομα ξαναβρήκαν και το περίφημο όργανο του μαρτυρίου και το λάτρευαν ως λείψανο -παρεμπιπτόντως δεν είναι η μοναδική τιμώμενη σχάρα). Μετά τα όργανα βασανισμού ακολουθούσε η γκαρνταρόμπα των αγίων προσώπων, π.χ. της Παναγίας (στο Βυζάντιο μάλωναν δύο Εκκλησίες σε ποιο από τα ρούχα της Παναγίας άξιζε η πρώτη θέση). Στα λείψανα δευτέρου βαθμού συγκαταλέγονται και αντικείμενα από το κοντινό περιβάλλον των τάφων των αγίων: λουλούδια, σκόνη την οποία οι πιστοί έτρωγαν, χάδι από τον τάφο, από τα καντήλια που άναβαν εκεί, ή και πράγματα που είχαν έρθει σε επαφή με τον τάφο, μαντήλια, αφιερώματα. Με την ευρύτερη και υψηλότερη έννοια του όρου, λείψανα θεωρούνταν και θεωρούνται όλα όσα βρίσκονταν δήθεν σε στενότερη σχέση με τον Ιησού και έτσι καθαγιάστηκαν στον ίδιο βαθμό, η φάτνη, ο σταυρός, το αγκάθινο στεφάνι, τα καρφιά, τα ρούχα του κ.ο.κ.
Και το κοινό αίσθημα του λαού ήξερε να κάνει τον λεπτό διαχωρισμό. Γερά κομμάτια της σορού μετρούσαν φυσικά περισσότερο από ένα δόντι ή τρίχες από το γένι. Αλλά κι αυτά εξακολουθούσαν να καταλαμβάνουν υψηλότερη θέση από ό,τι ενδύματα ή άλλα πράγματα με τα οποία είχε έρθει σε επαφή ο τιμώμενος. Επίσης ιεράρχησαν βέβαια πολύ καλά και τους θαυματουργούς αγίους, χτίζοντας στους μεγαλύτερους μεγαλύτερες εκκλησίες ή μνήματα, στους μικρότερους μικρότερα, και τους πρώτους τους γιόρταζαν φυσικά και με μεγαλύτερες γιορτές.
Η αυξανόμενη «ζήτηση» νεκρών αγίων, η ανεύρεση και τα «θαύματά» τους
Με την αυξανόμενη λατρεία των μαρτύρων και των λειψάνων τους χρειάζονταν φυσικά όλο και περισσότερες σορούς μαρτύρων. Έλα όμως που οι τάφοι των ομολογητών του 1ου και 2ου αιώνα είχαν χαθεί εντελώς. Αλλά και στην περίπτωση μεταγενέστερων δεν γνώριζαν συχνά τον τόπο ταφής τους. Έτσι έπρεπε να τους εντοπίσουν και να τους μεταφέρουν εκεί που ήθελαν. Τέτοιες ανακομιδές πιστοποιούνται στον Χριστιανισμό από τον 4ο αιώνα. Προϋποθέτουν συνήθως την ανεύρεση (inventio), όπως και την εκταφή τους (elevatio), και τελειώνουν κάθε φορά με την εναπόθεσή τους (depositio).
Η πρώτη ανακομιδή μιας (ακέραιης) σορού μάρτυρα έγινε στην Αντιόχεια το 354, όταν μετέφεραν τον άγιο Βαβύλα στη Δάφνη, για να αφανίσουν την εκεί λατρεία του Απόλλωνα. Αργότερα ο διαβόητος Κύριλλος μετέφερε τους μάρτυρες Κύρο και Ιωάννη από την Αλεξάνδρεια στη Μένουθη, για να καταστρέψει εκεί τη λατρεία της Ίσιδος. Στην περίπτωση του πρωτομάρτυρα Στέφανου, του οποίου ο μαρτυρικός τάφος εμφανίστηκε το 415 ξαφνικά στα Καφαργάμαλα -η σημαντικότερη ανακάλυψη σε αυτή την περιοχή-, ξαναβρήκαν τώρα ακόμη και τις πέτρες με τις οποίες τον είχαν λιθοβολήσει -και τις λάτρευαν φυσικά κι αυτές ως λείψανα, καθώς είχαν έρθει σε επαφή με το μάρτυρα, πράγμα που δηλώνει κάποια συνέπεια· γιατί, ακόμη κι αν είναι τρέλα, έχει παρ’ όλα αυτά μια μέθοδο.
Πολύ μεγάλο ρόλο στις ανακομιδές παίζουν τα θαύματα τα οποία αρχίζουν κατά την ανακάλυψη και την εκταφή του αγίου, κατά την ίδια τη μεταφορά και λίγο μετά την άφιξη. Αφού προϋπόθεση για την επίσημη εκκλησιαστική αναγνώριση των λειψάνων ήταν γενικά η απόδειξη μέσω θαυμάτων και οραμάτων. Γι’ αυτό τον λόγο οπουδήποτε υπάρχει τάφος μάρτυρα, συμβαίνουν θαύματα, θεραπεύονται άρρωστοι, εξορκίζονται δαίμονες. Κι από το δεύτερο ήμισυ του 4ου αιώνα ανακάλυπταν τον ένα τάφο μάρτυρα μετά τον άλλο. Και οι σοροί και τα οστά ασκητών ήταν περιζήτητα λείψανα. Μόλις πέθαινε κάποιος ιδιαίτερα σεβαστός μοναχός, έσπευδαν εκεί, για να αποκτήσουν τη σορό του. Πολλοί προσπαθούσαν να αποφύγουν τη μοίρα των ιερών λειψάνων, παρακαλώντας να ταφούν σε μυστικό μέρος. Όταν τελικά κατάφεραν να μεταφέρουν στην πόλη τον λιπόθυμο μοναχό Ιάκωβο -παραλίγο να γίνει μάχη ανάμεσα στους κατοίκους της πόλης και τους αγρότες-, δεν ήθελαν να τον δώσουν πίσω, μόλις συνήλθε. Κατά τον θάνατο του στυλίτη Συμεών αναγκάστηκαν μάλιστα να κληθούν στρατιώτες για την προστασία της σορού του. Και μετά τη δολοφονία μερικών μοναχών το έτος 395 από Άραβες ληστές, δύο πόλεις έδωσαν κανονική μάχη μεταξύ τους για τις σορούς· και δεν ήταν η μοναδική περίπτωση.
Οι κλοπές λειψάνων, ήταν για τους εραστές του είδους σχεδόν υπόθεση τιμής. Έτσι έκλεψαν ανάμεσα σε άλλα τη σορό του αγίου Ιλαρίωνα, του αγίου Μαρτίνου της Τουρ, του αγίου Μακάριου. Τα λείψανα του αγίου Χρυσοστόμου τα έκλεψαν μαζί με εκείνα άλλων αγίων κατά τη διαβόητη σταυροφορία του έτους 1204 στην Κωνσταντινούπολη και τα «μετέφεραν» στη Βασιλική του Βατικανού στη Ρώμη.
Οι χριστιανοί δεν φείδονταν κανενός κόπου, καμίας θυσίας και καμίας απάτης, για να αποκτήσουν λείψανα. Κατά τη διάρκεια των διωγμών, κάποιοι προσπάθησαν, λέει, να αποσπάσουν τα σκηνώματα ακόμη κι από τα χέρια των διωκτών τους, για να έχουν «κοινότητα» με το «ιερό σώμα». Και χριστιανοί αποστάτες κατά τους διωγμούς επιθυμούσαν διακαώς λείψανα μαρτύρων, για να αντιμετωπίσουν την αδυναμία τους! Και όταν δεν υπήρχαν πλέον μάρτυρες, αναζητούσαν τους τάφους τους, τους μυρίζονταν με αλάθητη όσφρηση λαγωνικού και τους ξέθαβαν. Ακόμη κι οι πιο περίφημοι εκκλησιαστικοί ηγέτες το έκαναν, όπως ο άγιος Αμβρόσιος, στον οποίο έδειχνε τα οστά μαρτύρων «κάποιο φλογερό αισθητήριο». Το έτος 386 έγινε ευρετής και εφευρέτης δύο εντελώς άγνωστων έως τότε ομολογητών, «ιερών σφαγίων», όπως τους ονόμαζε, «θριαμβευτικών σφαγίων», των αγίων «Γερβάσιου» και «Προτάσιου» -η πρώτη γνωστή εκταφή «ευρεθέντων» μαρτύρων-, όπου σκηνοθέτησε και μια θεραπεία τυφλού, η οποία αντιμετωπίστηκε με μεγάλες επιφυλάξεις ακόμη κι από οπαδούς του. (Εφ)ηύρε έπειτα τους αγίους «Αγρικόλα» και «Βιτάλιο», «Ναζάριο» και «Κέλσο» και ισχυρίστηκε ότι «ακόμη κι αν η τέφρα τους σκορπιστεί σε ολόκληρο τον κόσμο, η δύναμη τους θα παραμείνει ακέραιη». Αλλά και η χριστιανική αυτοκρατορική αυλή θεωρούσε αυτές τις αμβροσιανές δραστηριότητες στημένο παιχνίδι.
Το 386, το ίδιο έτος κατά το οποίο ο Αμβρόσιος είχε παρουσιάσει στα Μεδιόλανα με θαυματουργικό τρόπο τους δύο μάρτυρες «Γερβάσιο» και «Προτάσιο», ένα διάταγμα απαγόρευε την παραγωγή και διανομή λειψάνων. Ο εκκλησιαστικός Διδάσκαλος ο οποίος στο αποκορύφωμα του αγώνα του εναντίον της αυλής υμνούσε τα ευρήματα του ως «υπερασπιστές» και «στρατιώτες», ως «προστάτες», και δόξαζε την ισχυρή προστασία τους (praesidia, patrocinia), νοιάζεται για το διάταγμα λιγότερο από όλους. Γενναιόδωρα έστειλε τα μικρότερα κομμάτια του «Γερβάσιου» και του «Προτάσιου» σε όλο τον κόσμο· τα περισσότερα κατακλύζουν τη Γαλατία. Μικρές μερίδες των μαρτύρων ταξίδεψαν στην Τουρ, Βιεν, Ρουέν, όπου ο άγιος επίσκοπος Βικτρίκιος (εορτάζεται στις 7 Αυγούστου) -ένας πρώην στρατιώτης ο οποίος εγκατέλειψε τη στρατιωτική θητεία του «με ένα καλά επικυρωμένο θαύμα» (Θεολογικό και Εκκλησιαστικό Λεξικό) και ύστερα δραστηριοποιήθηκε ως φανατικός προσηλυτιστής ειδωλολατρών έως τη Βρετανία -κέρδισε υψηλές απολαβές, πουλώντας του κόσμου τα λείψανα. Ο Βικτρίκιος διέθετε ήδη μια συλλογή την οποία είχε αγοράσει στην Ιταλία, και προπαγάνδιζε ακούραστα την αποτελεσματικότητά της, αν και τα κομμάτια ήταν πολύ μικρά: «Δεν κάνει να διαμαρτυρόμαστε για το μικρό μέγεθος αυτών των λειψάνων… Οι άγιοι δεν παθαίνουν τίποτα, όταν τεμαχίζονται τα λείψανα τους. Σε κάθε κομμάτι υπάρχει η ίδια θεραπευτική ενέργεια, όπως και στο σύνολο» -μια «γρανιτένια προσωπικότητα» υμνεί ο Ιησουίτης Ε. de Moreau, εξέχουσα «ανάμεσα στις ευγενέστερες της εποχής του» .
Αλλά δεν κατάφερναν όλοι τα πάντα, και ακόμη κι ένας τόσο πωρωμένος, τετραπέρατος πάτρωνας, όπως ο άγιος Μαρτίνος, έμελλε κάποτε να σταματήσει μια λατρεία που μόλις άνθιζε, επειδή εκείνος που τιμάτο και λατρευόταν από την Εκκλησία ήταν πρώην ληστής των δρόμων.
Όπως ο Αμβρόσιος, έτσι υποστήριξαν κι οι άλλοι εκκλησιαστικοί διδάσκαλοι τη λατρεία των λειψάνων, ο Βασίλειος, ο Γρηγόριος Ναζιανζηνός, ο Χρυσόστομος, ο Ιερώνυμος, ο Αυγουστίνος. Χωρίς κανένα δισταγμό επικυρώνουν θαύματα. Σύμφωνα με τον Αμβρόσιο, «πολλοί θεραπεύτηκαν σαν από μια σκιά (umbra quadam) των ιερών σορών». «Μόνο λίγη σκόνη μάζεψε τέτοιο μεγάλο πλήθος λαού. Η τέφρα δεν φαίνεται, οι ευεργεσίες είναι εμφανείς» (Αυγουστίνος). «Όχι μόνο οι σοροί των αγίων, αλλά και οι τάφοι τους είναι γεμάτοι πνευματική χάρη» (Χρυσόστομος).
Για παράδειγμα με μύρο. Πολλά λείψανα αναβλύζουν κατά θαυμαστό τρόπο μύρο. Και ο Ιωάννης Δαμασκηνός ο οποίος «ως λόγιος, ποιητής και κήρυκας» παρείχε «στην εκκλησία μεγάλες υπηρεσίες» (Altaner/Stuiber), τον οποίο δόξασε η Σύνοδος της Νίκαιας (787), παρακινούσε τους αμφισβητίες του αγίου μύρου που ανάβλυζε από τα λείψανα: «Ως θεραπευτική πηγή μάς έδωσε ο Κύριος Ιησούς Χριστός τα λείψανα των αγίων από τα οποία βγαίνουν με ποικίλους τρόπους ποτάμια αγαθοεργιών και αναβλύζουν μύρα. Και κανείς να μην είναι άπιστος! Διότι αφού από σκληρό βράχο στην έρημο ανάβλυσε νερό… είναι τότε απίστευτο να αναβλύζει από λείψανα μαρτύρων μύρο;». Έτσι στηρίζει η μια βλακεία την άλλη.
Από τον σεπτό δήθεν τάφο του αποστόλου Ανδρέα στην Πάτρα, όπου υπέστη δήθεν μαρτυρικό θάνατο σε σταυρό από τον οποίο έβγαζε δύο ολόκληρες ημέρες τα πιο ηθοπλαστικά κηρύγματα, από τον οποίο κήρυξε την «από του σταυρού διδασκαλία», ο οποίος «χρησιμεύει για την αιώνια καταστροφή των απίστων» («αυτό διαβάζεται σαν ευαγγέλιο»: Καπουτσίνος Maschek), ανάβλυζε μύρο και μάννα (ο Αντρέας προήχθη βέβαια και σε προστάτη άγιο της Ρωσίας, της Σκωτίας, της Ελλάδας, σε προστάτη του Τάγματος του Χρυσόμαλλου Δέρατος, προστάτη των χασάπηδων κ.ά. και τον καλούν συχνά στο ανεμοπύρωμα, τους σπασμούς όπως και ως διαμεσολαβητή σε ερωτικές υποθέσεις).
Ως διασημότερος αναβλυστής μύρου θεωρείτο ο -ίσως ιστορικό πρόσωπο- άγιος Δημήτριος του οποίου η λατρεία εντούτοις είναι μόνο συνέχεια εκείνης του ειδωλολατρικού Κάβειρου. Ο (δήθεν) τόπος ανάπαυσης του Δημήτριου στη Θεσσαλονίκη, όπου του αποδίδουν μεγάλες τιμές ως πολιούχου αγίου, με τη δύναμη του νεκρού έκανε το μύρο να αναβράζει (σ.σ.: το οποίο μύρο, διοχετεύεται στον τάφο μέσω μυστικών αγωγών, όπως ομολογεί ο ομότιμος καθηγητής θεολογικής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Νίκος Ζαχαρόπουλος).
Αλλά και ερχόμενο σε επαφή με τα λείψανα του το μύρο αναβράζει -όπως κι αλλού, αν το μύρο περιέλθει στα χέρια των σωστών ανθρώπων, π.χ. σε εκείνα του αγίου Μαρτίνου της Τουρ. Ο φίλος του Σουλπίκιος Σεβήρος γράφει: «Ο ιερέας Αρπάγιος πιστοποιεί ότι είδε πώς φούσκωνε το λάδι με τις ευλογίες του Μαρτίνου, έως ότου ξεχείλισε από το παραγεμισμένο δοχείο». Το ίδιο αποτέλεσμα είχε φυσικά και η ευλογία του «ελαίου από το Τίμιο Ξύλο», του οποίου τα θραύσματα ταξίδεψαν σε ολόκληρο τον (ορθόδοξο) κόσμο. Ο προσκυνητής της Πιατσέντσα (Πλακεντίας) αναφέρει: «Κατά τη διάρκεια της λατρείας του Σταυρού στο αίθριο της εκκλησίας του Αγίου Τάφου φέρνουν λάδι για αγιασμό σε μισογεμάτα δοχεία. Τη στιγμή που το Τίμιο Ξύλο αγγίζει το στόμιο του δοχείου, το λάδι φουσκώνει, κι αν δεν το κλείσουν αμέσως, χύνεται έξω όλο το λάδι».
Τον 4ο αιώνα εδραιώθηκε σιγά-σιγά το έθιμο να φυλάσσουν λείψανα αγίων κάτω από την Αγία Τράπεζα (πράγμα που συνήθιζαν προ πολλού στον ειδωλολατρικό κόσμο). Τα έβαζαν κάτω από την πλάκα της Τράπεζας ή σε κάποια εσοχή της, το «sepulcrum» -η Αγία Τράπεζα μεταβλήθηκε σε τάφο αγίων. Όσο ακαλαίσθητο κι αν ήταν πράγμα, παρότι το είχαν συνηθίσει -αν αγνοήσουμε το γεγονός ότι πάρα πολλά, πιθανώς τα περισσότερα οστά, πάνω από τα οποία τελούσαν το μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, το Δείπνο του Κυρίου, δεν ανήκαν σε εκείνους στους οποίους τα απέδιδαν-, προέκυψε τώρα «έντονη ζήτηση» (Εγκυκλοπαίδεια της Εικονογραφίας) ιερών σορών ή μερών της σορού, η «ανάγκη» ήταν σύντομα κυριολεκτικά τεράστια. Και το πρόβλημα επίσης. Και το συλλεκτικό πάθος επίσης. Υπήρχαν φανατικοί συλλέκτες χριστιανικών λειψάνων. Και σιγά-σιγά κάθε Εκκλησία ήθελε να έχει τα δικά της ιερά λείψανα μαρτύρων, και στα τέλη του 6ου αιώνα είχαν σχεδόν όλες.
Απ’ τα αυτοκρατορικά εμβλήματα ως το…λίπος αρκούδας
Τώρα όμως τα λείψανα δεν χρειάζονταν μόνο για την «τιμή των Αγίων Τραπεζών». Ιερές σοροί προστάτευαν κι από κάθε είδους διαβολικά πράγματα, έδιωχναν ένα σωρό κακά. Έτσι τα επιθυμούσαν διακαώς οι αυτοκράτορες, οι Εκκλησίες, αλλά και ιδιώτες.
Οι χριστιανοί αυτοκράτορες έδειξαν αμέσως μεγάλο ενδιαφέρον. Ήδη ο γιος του Κωνσταντίνου, Κωνστάντιος, διέταξε να μεταφέρουν το έτος 357 τρεις ολόκληρους αγίους, ή μάλλον τα οστά τους, στην πρωτεύουσα της Ανατολικής Αυτοκρατορίας, τα φερόμενα ως οστά των αγίων Ανδρέα, Λουκά και Τιμόθεου. Το 438, η Ευδοκία η Αθηναΐδα, η σύζυγος του Θεοδόσιου Β’, του ανθρώπου που εκπλήρωνε «όλες τις εντολές του Χριστιανισμού», έφερε στην Κωνσταντινούπολη από ένα προσκύνημα των Ιεροσολύμων τα λείψανα του αγίου Στέφανου και τις αλυσίδες του αγίου Πέτρου. Αφού ο βασιλιάς Σιγισμούνδος της Βουργουνδίας «κατανάλωσε» τα ιερά λείψανα που είχε πάρει κατά την επίσκεψη του στη Ρώμη, έστειλε τον διάκονο του Ιουλιανό στον πάπα Σύμμαχο (498-514) -περιβόητο για τις οδομαχίες του, τις εκκλησιαστικές σφαγές και τις συμμαχιανές πλαστογραφίες-, για να του δώσει καινούργια. Επανειλημμένα δώρισε ο πάπας Πελάγιος Α’ (556-561), τον οποίο θεώρησαν συνένοχο στον θάνατο του προκατόχου του, του δολοφόνου πάπα Βιγίλιου, και στον βασιλιά Χιλδεβέρτο θησαυρούς λειψάνων. Κι όταν ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός θέλησε να ανεγείρει στην Κωνσταντινούπολη εκκλησία προς τιμή των Αγίων Αποστόλων, παρακάλεσε και πήρε από τον πάπα Ορμίσδα σχετικά λείψανα, καθώς βέβαια άξιζε «να πάρει κι εκείνος τέτοια λείψανα, όπως τα είχε όλος ο κόσμος». Επιθυμούσε «sanctuaria beatorum Petriet Pauli» (ευλογίες από τους μακάριους Πέτρο και Παύλο), εκτός αυτού και κάτι από τις αλυσίδες των Αγίων Αποστόλων, «ει δυνατόν» και μερικά κομματάκια από τη σχάρα του αγίου Λαυρέντιου.
Οι αυτοκράτορες ήταν συχνά παρόντες και κατά την άφιξη των λειψάνων, κι αυτό το ενδιαφέρον διατηρήθηκε κι εντάθηκε περισσότερο κατά τους επόμενους αιώνες. Τα λείψανα ανήκαν, ούτως ειπείν, στο δημόσιο θησαυρό, ήταν σύμβολο «επίσημης» άσκησης της εξουσίας μέχρι και τον ακμάζοντα Μεσαίωνα. Η ευσεβής μανία (ή η υποκρισία) των κυρίων, τα καμώματα της εξουσίας τους έφταναν μέχρι τον εξοπλισμό των εκκλησιών των αυτοκρατορικών νεκροταφείων με λείψανα, μέχρι το συνδυασμό των αυτοκρατορικών εμβλημάτων με λείψανα, αλλά και τη δημιουργία «αυτοκρατορικών αγίων», patroni peculiares των βασιλέων, τα ιερά λείψανα έπαιζαν ρόλο και κατά τη σύναψη συμβάσεων, ορκίζονταν παρουσία λειψάνων, αλλά κυρίως τα έπαιρναν μαζί στον πόλεμο. Ο βασιλιάς Ερρίκος Α’ (919-936) δεν φειδόταν καμμίας εκστρατείας, για να αρπάξει μια από τις πολλές «Ιερές Λόγχες».
Ειδικά την εποχή της μετανάστευσης των λαών, όταν η δύναμη της αυτοκρατορίας συρρικνώθηκε, όταν η αυτοκρατορία της Δυτικής Ρώμης κατέρρευσε και οι πόλεις αφέθηκαν στη μοίρα τους, κοίταζαν και οι Εκκλησίες να βρουν θρησκευτικούς προστάτες. Εδώ βοήθησαν κατά κάποιο τρόπο τα ιερά πτώματα, οι σοροί, τα οστά αλλά και άλλα κομμάτια των αγίων, κυρίως τις ιδιαίτερα απειλούμενες πόλεις. Οι μεγάλοι άγιοι των προσκυνημάτων, οι Απόστολοι και οι μάρτυρες της Ρώμης, ο άγιος Φήλιξ της Νόλας, ο άγιος Βικέντιος της Σαραγόσας, φιγούραραν ακριβώς με τον ίδιο τρόπο ως πολιούχοι όπως ο Σέργιος στη Ρουσαφά, ο Θεόδωρος στα Ευχάιτα, ο Θωμάς στην Έδεσσα, ο Δημήτριος στη Θεσσαλονίκη ή ο επίσκοπος Ιάκωβος στη Νίσιβη -ο «προστάτης και στρατηλάτης».
Σε περίπτωση πολέμων και λοιμών βοηθούσαν πάντα τα σκηνώματα, οι ιεροί σκελετοί, τα ιερά λείψανα. Σε κάποια επιδημία, οι πολίτες της Ρενς έκαναν πανηγυρική λιτανεία στην πόλη, μεταφέροντας ένα κάλυμμα από τον τάφο του αγίου Ρεμίγιου (Ρεμί).
Ωστόσο το έθιμο δεν είχε μεταδοθεί μόνο στους ηγεμόνες και στις πόλεις, αλλά και στους περισσότερους χριστιανούς. Υπήρχαν αμέτρητα άτομα που έπαιρναν σπίτι τους λείψανα μαρτύρων (ή τέλος πάντων αυτά που νόμιζαν πως ήταν), κυρίως τέφρα ή «λείψανα αίματος», πανιά ποτισμένα με αίμα, στην Αίγυπτο ενίοτε και ολόκληρες σορούς μαρτύρων, τα είχαν μαζί τους στο κάθε τους βήμα ή τα χρησιμοποιούσαν περιστασιακά. Κι έτσι πίστευαν ότι αποσοβούσαν όλων των ειδών τις καταστροφές ή προσέλκυαν τη «δύναμη» και τη συνηγορία των ουρανών (έως τον 13ο αιώνα οι αγορές λειψάνων από ιδιώτες επιτρέπονταν, χωρίς οποιονδήποτε έλεγχο από την πλευρά της Εκκλησίας).
Ένα από τα πρώτα τεκμηριωμένα παραδείγματα αυτής της πίστης, δίνει τον πρώιμο 4ο αιώνα η πλούσια χήρα Λουκίλλα από την Καρχηδόνα. Πριν κοινωνήσει, φιλούσε πάντα οστά μαρτύρων -κι αυτό μάλιστα, χωρίς εκείνα να είναι επίσημα αναγνωρισμένα ως τέτοια. Με εντελώς διαφορετικό τρόπο προσπαθούσε να προστατευθεί ο βασιλιάς Χιλπέριχος. Όταν το 583 εισέβαλε στο Παρίσι, διέταξε να προπορευθούν τα λείψανα πολλών αγίων, για να ματαιώσει μια κατάρα. Λεγόταν δε ότι τα οστά δε βοηθούσαν μόνο σε αυτή τη ζωή αλλά και στην άλλη. Καθώς μια άλλη χριστιανική δεισιδαιμονία ή δοξασία -που τελικά είναι το ίδιο- ήταν να παίρνουν μαζί στον τάφο τους λείψανα, «για να γλυτώσουν μ’ αυτό τον τρόπο τα ερέβη του Κάτω Κόσμου» (επίσκοπος Μάξιμος του Τορίνου). Ο ειδικός προσκυνηματολόγος και τα λειψανολόγος Kotting διαπιστώνει και σε τέτοιου είδους «απανθίσματα» ένα γνήσιο θρησκευτικό πυρήνα «της υγιούς χριστιανικής λειψανολατρείας». Όταν όλα γύρω σήπονται, για τους· απολογητές εξακολουθεί να υπάρχει πάντα ένας ωφέλιμος «πυρήνας».
Ήδη κατά τον όψιμο 4ο αιώνα εμφανίστηκε στην Ανατολή η ευσεβής μέθοδος να ξεθάβουν και να τεμαχίζουν αυτές τις σορούς, με σκοπό τον πολλαπλασιασμό και τη διανομή των θαυματουργικών δυνάμεων των μαρτύρων. Ειδωλολάτρες και χριστιανοί αυτοκράτορες είχαν μεν διασφαλίσει δια νόμου το απρόσβλητο των τάφων, εκδίδοντας μάλιστα και αυστηρότερες διατάξεις, αλλά αυτό δεν κατόρθωσε να αποτρέψει τη χριστιανική Εκκλησία. Ήδη ο εκκλησιαστικός πατέρας Θεοδώρητος, ο πρώτος θεολόγος της χριστιανικής λειψανολατρείας, απέδιδε στα πιο μικρά τμήματα των λειψάνων την ίδια αποτελεσματικότητα με τα ολόκληρα. Τεμαχισμένα σώματα -ολόκληρη η δράση της θείας χάριτος! Άρχισε ένα ανθηρό εμπόριο, ανταλλαγές και πωλήσεις, παζάρευαν με γνήσια κι ακόμη συχνότερα με ψεύτικα λείψανα, ενίοτε έβγαιναν στην αγορά ως υπολείμματα μαρτύρων και δόντια τυφλοπόντικα, κόκκαλα ποντικών, λίπος αρκούδας. Με λίγα λόγια, οι συναλλαγές πήραν από εκείνη την εποχή τέτοιες διαστάσεις, ώστε το 386 ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος εξέδωσε ειδικό νόμο ενάντια στην πώληση και το εμπόριο λειψάνων. Εντούτοις αυτό συνέχιζε να ανθεί ασταμάτητα, καθώς μάλιστα δεν κατακρεουργούσαν με φρικιαστικό τρόπο μόνο τα πτώματα (reliquiae de corpore), αλλά κατά τον ίδιο τρόπο τεμάχιζαν κι άλλα ιερά λείψανα, τα διέλυαν, τα παλαίωναν, όπως τα όργανα του μαρτυρίου, τον δήθεν σταυρό του Χριστού, αλυσίδες, σχάρες, ρούχα, καθώς, όπως δίδασκε ο πάπας Γρηγόριος Α’, «ο Μέγας», υπήρχε και σ’ αυτά η ίδια «δύναμη». Έτσι άνθιζαν οι δουλειές από τον 4ο αιώνα έως τη Μεταρρύθμιση, «διότι ένα θαυματουργό λείψανο έφερνε μεγάλα κέρδη» (Schlesinger), οπότε τον 9ο κι ακόμη περισσότερο το 12ο και 13ο αιώνα ο τζίρος έφτασε στα ύψη, με τις σταυροφορίες, τη λεηλασία της Κωνσταντινούπολης. Στο τέλος ο κλήρος, όταν αυτό το εμπόριο είχε φτάσει στο αποκορύφωμα του, προσπάθησε να βγάλει από τη μέση τους ακριβούς μεσάζοντες. Γιατί η λατρεία των λειψάνων είναι «μία απλή ανθρώπινη ανάγκη σεβασμού προς το πρόσωπο του αγίου ανθρώπου». «Στην αρχή υπήρχε η αθόρμητη ευλάβεια απέναντι στα λείψανα…» (Θεολογικό και Εκκλησιαστικό Λεξικό).
Ευλογίες και σκελετοί που ταξιδεύουν
Όπως και να έχει το πράγμα, με τον τεμαχισμό των λειψάνων μπόρεσαν να εκπληρώσουν πολλές επιθυμίες και να αναζωογονήσουν την πίστη τους. Διότι όσο μικρό κομματάκι κι αν έπαιρναν από το λείψανο, ως ιδιώτες ή ως Εκκλησία, από μισαλλοδοξία ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο, μιλούσαν ασταμάτητα για το γεγονός ότι είχαν στην κατοχή τους τον ένα ή τον άλλο άγιο. Και καθώς σκέφτονταν ποσοτικά και πίστευαν ότι η προστασία από περισσότερους αγίους θα ήταν μεγαλύτερη παρά από έναν, όπως και ότι, συγκεντρώνοντας πολλά ακόμη και μικροσκοπικά κομμάτια, θα αποκτούσαν μεγαλύτερη ευλογία, επεδίωκαν την απόκτηση όλο και περισσότερων. Έτσι προέκυψαν βέβαια ολόκληρες συλλογές λειψάνων.
Ο τεμαχισμός των λειψάνων γινόταν χωρίς περιορισμούς ιδίως στη χριστιανική Ανατολή. Πριόνιζαν, έκοβαν κι έσπαγαν ό,τι μπορούσαν να κόψουν από τον άγιο, ό,τι μπορούσαν να μικρύνουν και να πολλαπλασιάσουν. Η Δύση έδειχνε έως και τον 7ο, 8ο αιώνα περισσότερη αυτοσυγκράτηση, αλλά όχι και πλήρη αποχή, όπως πίστευαν για πολύ καιρό έως και τον 20ό αιώνα. Ένας αυστηρός ρωμαϊκός νόμος διασφάλιζε μεν το απρόσβλητο των τάφων, αλλά προφανώς τον παρέβαιναν. Στη Δύση έκοβαν ήδη τεμαχισμένα σαρκικά λείψανα σε ακόμη μικρότερα κομμάτια, ή μοίραζαν σε μερίδες όσα ήταν εύκολο να διαιρεθούν, όπως το αίμα, η τέφρα, τα δόντια, οι τρίχες, και με τον ίδιο τρόπο κομμάτιαζαν και τις εισαγόμενες, ήδη κομματιασμένες σορούς. Σύμφωνα με τον Γρηγόριο της Τουρ, στις ταξιδιωτικές αποσκευές μιας προσκυνήτριας των Ιεροσολύμων υπήρχε ένα κομμάτι από λείψανο του Ιωάννη του Βαπτιστή, το οποίο τρεις Γαλάτες επίσκοποι ήθελαν να κόψουν σε μικρότερες φέτες.
Και στην Τουρ έγιναν πολλές ανακομιδές. Και στη Βόρεια Ιταλία υπό τον ιδιοφυή ευρετή κι εφευρέτη μαρτύρων Αμβρόσιο τεμάχιζαν σορούς μαρτύρων. Τη Δύση κατέκλυσαν κυρίως λείψανα από το αίμα των μαρτύρων «Γερβάσιου» και «Προτάσιου» που ο ίδιος είχε «ανακαλύψει». Ο φίλος του Αμβρόσιου επίσκοπος Βικτρίκιος της Ρουέν αγόραζε με ζήλο λείψανα μαρτύρων της Βόρειας Ιταλίας και της Ανατολής. Αλλά και στη Βόρεια Αφρική πουλούσαν μοναχοί αληθινά και ψεύτικα οστά μαρτύρων.
Ωστόσο, παρόλο τον τεμαχισμό και τη διακίνηση μικρών και μικροσκοπικών κομματιών, το απόθεμα δεν επαρκούσε, καθώς μάλιστα στη Ρώμη, όπως φαίνεται, για μεγάλο χρονικό διάστημα δεν έκαναν τεμαχισμούς, αν και δεν δίσταζαν να παίρνουν λείψανα που είχαν κόψει οι Έλληνες. Οι πάπες τσιγκουνεύονταν μεν τα λείψανα που είχαν στην κατοχή τους, ιδίως εκείνα «πρωτευόντων αγίων», αλλά πιο γενναιόδωρα χάριζαν λείψανα τα οποία παρήγαγαν φτηνά, με ένα κόλπο. Κατασκεύασαν δηλαδή το είδος των ευλογιών, όπου το κάθε αντικείμενο το οποίο ερχόταν σε επαφή με τον τάφο του αγίου, π.χ. τον δήθεν τάφο του αγίου Πέτρου (ή ύστερα και στην Τουρ τον τάφο του αγίου Μαρτίνου), μεταβαλλόταν το ίδιο σε ιερό λείψανο, καθώς η υπερφυσική δύναμη του «γνήσιου» λείψανου μεταφερόταν στο άλλο, που ήταν τώρα και αυτό «γνήσιο». Τοποθετούσαν απλά δίπλα στις σορούς των αγίων μαντήλια μέσα σε κουτιά από ξύλο, ελεφαντόδοντο ή πολύτιμο μέταλλο, και ισχυρίζονταν ότι είχαν ακριβώς την ίδια αποτελεσματικότητα με τα άλλα λείψανα -πράγμα που αναμφίβολα αλήθευε. Και σ’ αυτό έδωσαν έμφαση οι μεγάλοι θεολόγοι του Χριστιανισμού του 4ου και 5ου αιώνα, οι εκκλησιαστικοί διδάσκαλοι Ιλάριος, Βασίλειος, Γρηγόριος Ναζιανζηνός, Ιωάννης Χρυσόστομος, Αυγουστίνος και άλλοι. Πολλά πράγματα μπόρεσαν τώρα να γίνουν λείψανα, για να μην πούμε τα πάντα, όχι μόνο το ελάχιστο κομματάκι μιας σορού αγίου, αλλά. π.χ. κι ένα σφουγγάρι το οποίο ήταν ποτισμένο με το αίμα του αγίου ή ακόμη κι ένα κουρελάκι, αρκεί να είχε έρθει σε επαφή με το λείψανο· διότι με αυτό τον τρόπο η «δύναμη» του γνήσιου λειψάνου μεταφερόταν στο καινούργιο -από τον 4ο αιώνα μια έμμονη ιδέα ολόκληρου του χριστιανικού κόσμου.
Με τη βοήθεια των ευλογιών, τις οποίες η Ρώμη διασκόρπισε σε όλη τη Δύση, εδραίωσε πρώτα από όλα την επιρροή της εκκλησιαστικής πολιτικής της. Γενναιόδωρα μοίραζαν οι πάπες προς όλες τις κατευθύνσεις τα δώρα τους που δεν κόστιζαν τίποτα και μπήκαν «στην ιστορία της ευσέβειας» με ποικίλα ονόματα: brandea, pallida, sanctuaria, memoriae, benedictiones, eulogiae, patrocinia. Ο πάπας Γρηγόριος A’ (590-604), ο επονομαζόμενος Μέγας, έκανε μεγάλες αποστολές λειψάνων. Ανάμεσα τους υπήρχαν σπάνια κομμάτια (με αποδέκτες βασιλείς), όπως σταυροί με ένθετα θραύσματα από τον σταυρό του Ιησού ή με τρίχες του Ιωάννη του Βαπτιστή, ο οποίος ως εκ θαύματος άφησε δύο κεφάλια. Αυτός ο πάπας έστελνε και κλειδιά με ρινίσματα από τις αλυσίδες του κορυφαίου Αποστόλου, για να τα κρεμάνε κατά της βασκανίας. Και τώρα δεν δίσταζαν ούτε στη Ρώμη να χυμήξουν στους τάφους. Έτσι ο πάπας Βονιφάτιος Δ’ (608-615) διέταξε να μεταφέρουν στη Ρώμη πολλά οστά και να τα τοποθετήσουν κυρίως στην εκκλησία Santa Maria ad martyres (Παναγία των Μαρτύρων), το αρχαίο Πάνθεο, το «Ιερό όλων των θεών», το οποίο είχε ο ίδιος αναμορφώσει και αφιερώσει στην Παναγία και σε άπαντες τους μάρτυρες. Από την εποχή του Παύλου Α’ (757-767) παραδόθηκαν πολλά «άγια σώματα» (αργότερα πλέον μόνο μικρά τμήματα) στο βασίλειο των Φράγκων αφού αυτός ο πάπας απευθύνθηκε επανειλημμένα στον Πιπίνο για βοήθεια εναντίον των Λογγοβάρδων και του Βυζαντίου -επομένως μπορούσε να ξοδέψει γι’ αυτό το σκοπό μερικά πτώματα, σε οποίον κι αν ανήκαν.
Οι περισσότεροι σκελετοί, κόκκαλα και κοκκαλάκια έκαναν πιο έντονη, πιο διάσημη ζωή απ’ ό,τι είχαν κάνει ποτέ όσο ζούσαν. Τα λείψανα του αγίου Βικέντιου της Σαραγόσας π.χ., του Ισπανού πρωτομάρτυρα και προστάτη της Πορτογαλίας, είναι από μόνα τους μια ολόκληρη ιστορία, είτε είναι ιστορικός ο θρυλικός θάνατος του είτε όχι. Έως τον 6ο αιώνα αναπαύονταν όλα τα οστά του, όπως λέγεται, στη Βαλένθια· όμως μισή χιλιετία αργότερα δεν υπάρχει τίποτα εκεί. Αντί αυτού, δίνονται ήδη το 542 στη μονή Σαιν Ζερμαίν ντε Πρε (Αγίου Γερμανού του Πρε) κοντά στο Παρίσι τα άμφια του αγίου, στο αββαείο των Βενεδικτίνων του Καστρ δίνονται το 864 τα οστά, στο Λε Μαν η κάρα, αλλά και στο ναό του Αγίου Λαυρέντιου της Κολωνίας δίνεται η κάρα (και το κεφάλι του Ορφέα ήταν θαμμένο σύμφωνα με τη μια παράδοση στη Λέσβο, σύμφωνα με την άλλη κοντά στη Σμύρνη), το Μπάρι παίρνει το «ιερό λείψανο της χειρός» του χριστιανού ήρωα, οστά δίνονται και στο ναό του αγίου Βικέντιου στο Μετς, οστά και στο Μπρέσλαου (Βρότσλαφ), όπου ο Βικέντιος προήχθη τον 11ο αιώνα σε προστάτη του ιερατείου του εκεί καθεδρικού ναού και σε δεύτερο άγιο της επισκοπής, το σώμα δόθηκε και στην Αλγκάρβε της Πορτογαλίας, το σώμα δόθηκε και στη Λισαβόνα, λείψανα δόθηκαν και στη Σαραγόσα (το 855), στην Κορτόνα, στον καθεδρικό ναό της Λοζάνης (έως το 1529). Τέλος η κάρα η οποία είχε κλαπεί από την Κολωνία, καταλήγει το 1463 στη μητρόπολη της Βέρνης, όπου ο άγιος Βικέντιος γίνεται πολιούχος, και η εικόνα του εμφανίζεται σε νομίσματα και εμβλήματα της πόλης.