Η σάτιρα αναφέρεται από τον Βαρθόλδη, ενώ βρέθηκε στον Άθω, σε
μονή του, από τον Ευθύμιο Κουρίλα καί ο οποίος την δημοσίευσε στα
«Θεσσαλικά Χρονικά», τ. 3, 1931.
Κατά την ιστορία της σάτιρας, ήλθαν 3 ξένοι για να δουν πώς ζούσαν οι
Έλληνες καί συνομίλησαν με τους κατοίκους, σχετικώς με το πώς τα
πήγαιναν με τους Τούρκους. Όταν τελείωσαν την συζήτηση με τους κατοίκους, είπαν να
ρωτήσουν καί έναν αρχιερέα, ο οποίος έτυχε να περνά από εκεί, πώς έβλεπε τα
πράγματα. Να καί η απάντηση του αρχιερέα.
«Ιδού ας ερωτήσωμεν τούτον τον πολυγένην
Μητροπολίτης φαίνεται, κάμνει τον Δημοσθένην.
Σ’ αυτόν θέλει γνωρίσωμεν τον ζήλον της Γραικίας
αν είναι φιλελεύθερος ή φίλος τυραννίας.
Χαίρε πανιερώτατε καί γένος της Γραικίας,
πώς υποφέρεις τον ζυγόν της Τούρκου τυραννίας;
Γιατί εκαταντήσατε την φωτεινήν Ελλάδα
άθλιαν, κακορρίζικην. και ως σβυστήν λαμπάδα;
Ο Μητροπολίτης
Να έχετε τέκνα την ευχήν μου
κι ακούσατε την απόκρισίν μου.
Εγώ τον ζυγόν δεν τον γνωρίζω
ούτε ξεύρω να τον νομίζω.
Τρώγω, πίνω, ψάλλω με ευθυμίαν
δεν υποφέρω ποτέ τυραννίαν.
Τότε υποφέρω αδημονίαν
όστις με βλάψει στην επαρχίαν.
Αυτή του Τούρκου η τυραννία,
σ’ εμέ είναι ζωή μακαρία.
Αφού το ράσον τούτο εφόρεσα,
πλέον τινά ζυγόν δεν εγνώρισα,
δύο ποθώ, και μα τας εικόνας
άσπρα πολλά και καλάς κοκκώνας.
Περί της Ελλάδος που λέτε
δεν με μέλλει κι ας τυραννιέται.
Μ’ αν βαστάζει χωρίς να στενάζει
όλας τας αμαρτίας ευγάζει.
(….)
Πίστιν να έχουν στον Βασιλέα
και σέβας στον Αρχιερέα.
Στον Τούρκο τ’ άσπρα να μη λυπούνται
τότε γαρ την ψυχήν ωφελούνται.
Και Αρχιερέων παρρησίας,
και παπάδων πολλάς λειτουργίας.
Ο πνευματικός τούς διορίζει
πώς πρέπει κανείς να δεφτερίζει.
Αυτοί άρχισαν να παρακούσι
και όλοι ελευθερίαν φρονούσι.
Διά τούτο και ημείς συμφωνούμεν
Ομού με τους Τούρκους να τους βαρούμεν.
(….)
Κ’ οι κοκκώνες είναι μέγα θαύμα
ευκολύνουν γαρ το κάθε πράγμα.
Φθάνει γουν η τόση απολογία
ιδού γυνή φέρει παρρησία.»