[taxopress_postterms id="1"]
Αφορμής δοθείσης …Τι είναι το κιτς; Μία λέξη που επικρατεί σε όλες τις εκφάνσεις της σύγχρονης Ελλάδος, και που έρχεται σε αντίθεση με την πρωτοτυπία αλλά και την έννοια του αρχαίου Ελληνικού κάλλους.
Στην αρχαία Ελλάδα η έννοια του κάλλους προκύπτει από την αναγνώριση πως η φύση είναι θεία, και κατά συνέπεια ο άνθρωπος ως μικρογραφία του Θείου φέρει εντός του τον Θεικό σπινθήρα, συνεπώς οφείλει να μιμείται την Ουράνια αρμονία, να “κατεβάσει” το θείο στην Γη παραφράζοντας τον Σωκράτη.
Κάτ’ αυτόν τον τρόπο οι ιδιότητες του κάλλους και του αγαθού αποτελούν µια εξίσωση. Όπου υπάρχει το κάλλος, υπάρχει και το αγαθό και αντίστροφα. Άνθρωπος, φύση, Θείο ορίζονται από τις κοινές κατηγορίες του κάλλους και του αγαθού, συνεπώς τα ανθρώπινα έργα δεν αφορούν μία απλή εικονοπλασία, αλλά σύμφωνα με αυτή την κοσμοθεωρία, μία κοσμική απεικόνιση.
Ο κώδικας αυτός έχει αποκρυσταλλωθεί εικαστικά στην αγαλματοποιία της κλασικής αρχαιότητας, όπου η θεότητα παριστάνεται ως το πρότυπο του κάλλους και του αγαθού Οι Θεοί δεν είναι αλλού, στο επέκεινα, είναι, µαζί µας, γύρω µας, στη δεύτερη, “μυστική” διάσταση αυτού του κόσµου. Την αφετηρία αυτής της αντίληψης θα µπορούσε να αναγνωρίσει κανείς στο προχριστιανικό ανθρωπιστικό ιδεώδες του «καλού και αγαθού ανδρός» και στην πλατωνική θεωρία των ιδεών, όπου το κάλλος συναρτάται µε την αλήθεια και ο έρωτας ωθεί τον άνθρωπο στο αγαθό (Πλάτωνος Συµπόσιον και Πολιτεία).
Όπως είναι φυσικό το μέρος που ζούμε καθορίζει, σε σημαντικό βαθμό, τις καθημερινές προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα που διαμορφώνουν και επηρεάζουν τις συμπεριφορές, τις γνώσεις, τις αντιλήψεις μας και τις στάσεις μας. Τα καθημερινά μας ερεθίσματα περιλαμβάνουν αυτά που βλέπουμε, και δυνητικά, οτιδήποτε αισθανόμαστε. Αυτά τα ερεθίσματα μας διευκολύνουν ή μας εμποδίζουν να λειτουργήσουμε με αντίστοιχο προς τα κοινωνικά πρότυπα και τον πολιτισμό που αυτά παράγουν. Περισσότερα στο παλαιότερο άρθρο μου «ο Νάρκισσος και το αρχαίο Ελληνικό κάλλος.»
Και επανέρχομαι στο κίτς που επικρατεί σήμερα. Η λέξη προέρχεται από την Γερμανική λέξη kitschen, που σημαίνει μαζεύω παλιοπράγματα, άχρηστα, από τον δρόμο, ή τοverkitschen, που σημαίνει κάνω κάτι φθηνό, το φτηναίνω.
Κίτς είναι η αμφισβήτηση της έννοιας του πρότυπου , του αυθεντικού και η αντικατάσταση του με μία “παρωχημένη” μίμηση/επανάληψη, πράγμα που σημαίνει την επανάληψη υπό νέους όρους και με πλήρη έλλειψη μιας εξατομικευμένης σχέσης ή την με άλλους όρους της αρχικής υπόστασης της.
Το Κίτς είναι το αντι-αισθητικό αντίθετο της αισθητικής κατηγορίας του υψηλού, του κλασικού ή απλώς του έργου (τέχνης). Το επιτηδευμένο, ψεύτικο, επιφανειακό, και ευτελές που έχει ως μοναδικό σκοπό το οικονομικό όφελος και την τέρψη του θεατή.
Κατά συνέπεια με το όρο κιτς συνήθως περιγράφουμε όχι μόνο την έλλειψη καλού γούστου, αλλά την πνευματική και πολιτισμική «σαβούρα» που έχει κατακλύσει κάθε έκφανση της ζωής μας. Το καλό γούστο δεν είναι έμφυτο.
Διδάσκεται με την παιδεία και τη μόρφωση. Η απόκτηση του είναι συχνά μια επίπονη και μακροχρόνια διαδικασία. Συνεπώς δεν μπορούμε να κατηγορήσουμε όσους το στερούνται εν αγνοία τους γιατί δεν είχαν την ευκαιρία και τα μέσα να το διδαχθούν.
Το κιτς δεν περιγράφει μια τέτοια απουσία καλού γούστου. Περιγράφει την εσκεμμένη έλλειψη καλού γούστου σε συνδυασμό με το ψέμα και τη χυδαία, σχεδόν, επιμονή όσων είναι άσχετοι με την αισθητική, την τέχνη, την παιδεία και τον πολιτισμό εν γένει, να αποδείξουν πως δεν είναι…