«Νενικήκαμεν», την ιστορική αυτή φράση, την είπε ο μαραθωνοδρόμος οπλίτης Ευκλής, και όχι ο Φειδιππίδης όπως οι περισσότεροι νομίζουν. Ο Ευκλής ήταν οπλίτης, ο οποίος διένυσε με τον οπλισμό του 42 χλμ, για να ανακοινώσει τον νίκη των Αθηναίων κατά των Περσών στον Μαραθώνα το 490 π.χ.
Τότε όμως επίσης, ένοιωσα ντροπή για τις συνθήκες φιλοξενίας των ξένων αθλητών από την Ελληνική επιτροπή, καθώς οι αθλητές πλήρωναν για την συμμετοχή και την διαμονή τους στην Ελλάδα, και «εμείς» τους στοιβάζαμε σε τρίκλινα και τετράκλινα δωμάτια, αθλητές αγνώστους μεταξύ τους, οι οποίοι πρέπει να είναι ξεκούραστοι για την διαδρομή. Παράπονα, φωνές και απογοήτευση αλλά ποιος νοιάζεται, αυτοί είναι οι Βάρβαροι.…..!!!Ποίοι είναι όμως άραγε οι πραγματικοί Βάρβαροι;
Για να διαπιστώσουμε την άβυσσο που χωρίζει τον αρχαίο Ελληνικό κόσμο και τους τότε σύγχρονους Βαρβάρους, με τους σύγχρονους Έλληνες, αξίζει να αφηγηθούμε απλά ένα στιγμιότυπο από την περιγραφή του ο Ηροδότου.
Μετά την θυσία των 300 και την τελική νίκη των Περσών στη μάχη των Θερμοπυλών, τα περσικά στρατεύματα βαδίζοντας προς τον νότο αναζητώντας τον υπόλοιπο Ελληνικό στρατό, πληροφορήθηκαν ότι οι Έλληνες βρίσκονταν στην
Ολυμπία, για την τέλεση της έβδομης Ολυμπιάδας.
Σε ελεύθερη απόδοση ο διάλογος μεταξύ του Ξέρξη και του αυλικού του ήταν έτσι:
-Πού βρίσκονται Έλληνες τώρα;
-Στην
Ολυμπία είναι. Εκεί έχουν μαζευτεί όλοι τους.
-Και τι κάνουν εκεί;
-Αθλητικούς αγώνες.
-Πως το είπες;
-Αθλητικούς ολυμπιακούς αγώνες!
-Και τι είναι πάλι αυτό;
-Να, τρέχουν ο ένας δίπλα στον άλλο, ποιος θα έλθει πρώτος.
-Τρέχουν;
-Ναι
-Και τι βραβείο παίρνει ο πρώτος;
-Ένα κλαδί αγριελιάς!
-Τι;
-Ναι τον στεφανώνουν με ένα κλαδί αγριελιάς που τον λένε κότινο (1).
-Μίλα καλά, ανάξιε σκλάβε
-Αλήθεια λέω στρατηγέ μου. Ένα κλαδί αγριελιάς.!
Κοιτάζονται οι Πέρσες στρατηγοί μεταξύ τους μην πιστεύοντας στα αυτιά τους. Παγωνιά έπεσε στο στρατόπεδο των Περσών. Σε τι τόπο είχαν έρθει; Την σιωπή έσπασε ο γιος του ευυπόληπτου Πέρση πολέμαρχου Αρτάβανου, Τριταντέχμης, είπε: «Αλίμονο, Μαρδόνιε,με ποιους άνδρες μας έφερες να πολεμήσουμε! Μ’ αυτούς που δεν αγωνίζονται για χρήματα, αλλά για την αρετή!».
(«Παπαί, Μαρδόνιε, κοίους επ’ άνδρας ήγαγες μαχησομένους ημέας, οι ου περί χρημάτων τον αγώνα ποιούνται, αλλά περί αρετής!»)
Αντίστοιχο πολιτισμικό σοκ έπαθε και ένας άλλος «Βάρβαρος» ο Ανάχαρσης, που είχε έρθει από την Μαύρη θάλασσα στην Αθήνα το 590 π.χ αναζητώντας την Ελληνική σοφία. (Τώρα οι Βάρβαροι έρχονται για να μας επιβάλουν τους όρους τους)
ΑΝΑΧΑΡΣΙΣ.- «Και δεν μου λες σε παρακαλώ Σόλων, γιατί κάνουν αυτά τα πράγματα εδώ οι νέοι. Βλέπω ότι αλείφθηκαν με λαδί και έτριψαν φιλικότατα ο ένας τον άλλον, έπειτα δεν γνωρίζω τι έπαθαν και όρμησαν με την κεφαλή χαμηλωμένη και άρχισαν να αλληλοσπρώχνονται και να συγκρούουν τα μέτωπα τους.
Να!, εκείνος άρπαξε τον άλλον από τα πόδια και τον έριξε κάτω και δεν τον αφήνει να σηκωθεί αλλά τον ωθεί κάτω με ορμή !
Τώρα δε αφού τον καβαλίκευσε, τον κρατά μεταξύ των σκελών του, πέρασε τον βραχίονα του κάτω από τον λαιμό του, και ο άλλος τον χτυπά ελαφρά στον ώμο του ζητώντας τον να τον αφήσει..!
Οι άλλοι εδώ που βλέπω ορμούν τώρα ο ένας στον άλλο με ΠΥΞ(μπουνιές)και ΛΑΞΤΙΜΑΤΑ!(κλωτσιές)! Μάλιστα ο επιβλέπων αυτούς δεν τους χωρίζει αλλά τους παρακινεί και επαινεί εκείνον που χτύπησε τον άλλον!!
Άλλοι πιο δίπλα ευρίσκονται σε μεγάλη κίνηση πηδούν ψηλά και λακτίζουν στον αέρα !!
Θέλω να μάθω λοιπόν για ποιον λόγο έχουν τρελαθεί αυτοί οι άνθρωποι και τα κάνουν αυτά.».
Η απάντηση του Σόλωνα ήταν η εξής:
– «Δεν γίνονται αυτά από τρέλα, ούτε με διάθεση να προσβάλει ο ένας την αξιοπρέπεια και την τιμή του άλλου, χτυπιούνται μεταξύ τους και κυλιούνται στην λάσπη, και ρίχνουν ο ένας σκόνη στον άλλο. Αυτό που κάνουν έχει κάποια χρησιμότητα και απόλαυση, και δυναμώνει πολύ τα σώματα τους. Αν μάλιστα μείνεις ένα διάστημα στην Ελλάδα, όπως ελπίζω ότι θα κάνεις, πριν περάσει πολύς καιρός θα είσαι και εσύ ένα από τους λασπωμένους ή σκονισμένους. Τόσο ευχάριστο θα βρεις αυτό το πράγμα».
Ας επανέλθουμε όμως στο σήμερα. Η αναβίωση του Σπαρτάθλου, ανήκει ως συνήθως, σε έναν αλλοεθνή βάρβαρο Eλληνολάτρη και μελετητή της Αρχαίας Ελληνικής Ιστορίας, τον βρετανό σμήναρχο της RAF John Foden .
Ο John Foden διαβάζοντας λοιπόν τον Ηρόδοτο (δεν είχε τίποτα καλύτερο να κάνει) διερωτήθηκε έαν θα μπορούσε κάποιος σήμερα να διανύσει τα 250 χλμ. Αθήνας – Σπάρτης σε δύο μέρες. Σκέφθηκε τότε πως ο μόνος τρόπος να το διαπιστώσει, ήταν να τρέξει ο ίδιος την ιστορική διαδρομή, αφού ο ίδιος ήταν δρομέας μεγάλων αποστάσεων. Έτσι με άλλους τέσσερις συναδέλφους του επίσης δρομείς, ήρθε στην Αθήνα το φθινόπωρο του 1982, και στις 9 Οκτωβρίου, μετά από 36 ώρες ο John Foden, έφτάσε τρέχοντας στη Σπάρτη μπροστά στο άγαλμα του Λεωνίδα.
Ο συνάδελφος του John Scholten είχε φτάσει μισή ώρα νωρίτερα και τέλος ο John MacArthy τερμάτισε σε λιγότερο από 40 ώρες. Η ομάδα των βρετανών είχε αποδείξει πως ο
Ηρόδοτος είχε δίκιο! Ένας άνθρωπος είναι πράγματι ικανός να καλύψει 250 χλμ. σε δύο μέρες.
Μετά την επιτυχία του εγχειρήματος, ο πρωτεργάτης του άρχισε να οραματίζεται την καθιέρωση ενός αγώνα που θα έφερνε στην Ελλάδα δρομείς μακρινών αποστάσεων από όλον τον κόσμο για να τρέξουν στα ίχνη του αρχαίου ημεροδρόμου Φειδιππίδη. Το 1983 οργανώθηκε ο υπερμαραθώνιος του Α’ Διεθνούς ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΝ με την συμμετοχή 45 δρομέων από 11 χώρες και την Ελλάδα. Από τότε ο αγώνας πραγματοποιείται κάθε Σεπτέμβρη γιατί τότε τοποθετεί χρονολογικά ο
Ηρόδοτος την αποστολή του Φειδιππίδη στην Σπάρτη.
Οι δρομείς του ΣΠΑΡΤΑΘΛΟΥ ακολουθούν τη διαδρομή που χάραξε ο John Foden και η ομάδα του το 1982, βασιζόμενη στην περιγραφή του Ηρόδοτου για το κατόρθωμα του Αθηναίου ημεροδρόμου Φειδιππίδης που έφθασε στη Σπάρτη την επομένη της αναχώρησης του από την Αθήνα, καθώς και σε γνωστά ιστορικά γεγονότα της εποχής εκείνης. Θεωρείται, δε, ως η πλησιέστερη της πορείας που ο Φειδιππίδης θα έπρεπε να είχε ακολουθήσει. Συνοπτικά, μπορούμε να πούμε πώς ο αγγελιοφόρος του Μιλτιάδη, ξεκινώντας από την Αθήνα, θα πέρασε από την αρχαία
Ιερά Οδό μέχρι την Ελευσίνα. Κατόπιν θα ακολούθησε την Σκυρώνια Οδό, μια στρατιωτική οδό στις πλαγιές των Γερανίων Ορέων, και θα έφθασε στα Ίσθμια, τα Εξαμίλια και την Αρχαία Κόρινθο. Από εκεί θα πέρασε από την Αρχαία Νεμέα και αποφεύγοντας την Επικράτεια του Αργους που δεν είχε συμμαχία με την Αθήνα, θα προχώρησε προς τον ορεινό όγκο μεταξύ Αργολίδας και Αρκαδίας, θα αναρριχήθηκε στο Παρθένιο Όρος ( 1200μ.ύψους ), όπου είπε ότι συνάντησε τον θεό Πάνα, και κατεβαίνοντας από το βουνό θα κατευθύνθηκε προς την Τεγέα, μία τοποθεσία που αναφέρεται στην αφήγηση του Ηρόδοτου για τον Φειδιππίδη και θα συνέχισε νότια με κατεύθυνση τη Σπάρτη.
Σήμερα όλοι οι Έλληνες τρέχουν έναν αγώνα δρόμου με αντίπαλο τον κακό τους εαυτό, για να σώσουν την Ελλάδα από την πτώχευση, και τα παιδία τους από ένα δυσοίωνο μέλλον. Μία κοινωνία όμως πρώτα πτωχεύει πολιτισμικά και ηθικά, και μετά οικονομικά.!!
Οι σύγχρονοι Έλληνες έχουμε το μοναδικό προτέρημα να κριτικάρουμε τους πάντες εξαίροντας πάντα τον εαυτό μας. Για την θέση όμως της χώρας και των πολιτών της είμαστε όλοι συνυπεύθυνοι. !!!
Παραπομπές:(1) Σύμφωνα με την μυθολογία ο θεμελιωτής των Ολυμπιακών Αγώνων και του κότινου ως επάθλου, ήταν ο Ιδαίος Ηρακλής, ο οποίος φύτεψε για πρώτη φορά αγριελιά στην Ολυμπία. Ο Κρητικός Κουρήτης ή Ιδαίος Δάκτυλος Ηρακλής είχε φέρει την αγριελιά από την πατρίδα του, την Κρήτη. Ο Ιδαίος Ηρακλής είχε τέσσερα αδέρφια, τον Παιωναίο, τον Επιμίδη, τον Ιάσιο και τον Ίδα. Ο μεγαλύτερος αδερφός τους πήγε κάποια μέρα στην Ολυμπία για να τρέξουν. Ήταν ο πρώτος αγώνας δρόμου που έγινε στον κόσμο! Ο Ηρακλής στεφάνωσε τον νικητή με ένα κλαδί από την ελιά που είχε ο ίδιος φυτέψει εκεί. Κι από τότε έμεινε η συνήθεια να στεφανώνουν με κλαδιά στεφάνια αγριελιάς τους νικητές των Ολυμπιακών αγώνων. Πράγματι, το μοναδικό βραβείο («άθλον») για τους νικητές των Ολυμπιακών Αγώνων ήταν ένα στεφάνι φτιαγμένο από τον «κότινο», δηλαδή την άγρια ελιά. Ο κότινος καθιερώθηκε, ως έπαθλο, από τον Ίφιτο, ύστερα από χρησμό του Μαντείου των Δελφών, την έκοβε πάντα δε από την «Καλλιστέφανο» ελιά ένα μικρό αγόρι (του οποίου ζούσαν και οι δυο γονείς του). Το παιδί αυτό πήγαινε στην ελιά και έκοβε με χρυσό ψαλίδι τόσα ακριβώς κλαδιά όσα και τα αγωνίσματα των Ολυμπιακών. Έπειτα το πήγαινε στο ναό της θεάς Ήρας, όπου και τα τοποθετούσε πάνω σε χρυσελεφάντινη τράπεζα.