Διάσωση της Ελληνικής Γλώσσας και Εκκλησία

Διάσωση της Ελληνικής Γλώσσας και Εκκλησία


0 0 ψήφοι
Article Rating
[taxopress_postterms id="1"]

Ένα ακόμα χονδροειδέστατο και πλέον διαδεδομένο ψέμα του λεγομένου «ελληνοχριστιανικού πολιτισμού», το οποίο έρχεται από κοντά να επικουρήσει τον μύθο του εκκλησιαστικού «κρυφού σχολειού» και της δήθεν διάσωσης των αρχαίων ελληνικών βιβλίων από την Εκκλησία, είναι εκείνο που θέλει χάρη στην Εκκλησία να διασώζεται και η Ελληνική γλώσσα. Και μάλιστα το ψέμα γιγαντώνεται όταν οι ίδιοι που το διαδίδουν ισχυρίζονται, ότι χάρη στη διάσωση και διατήρηση της γλώσσας μας μέσα από τη χριστιανική λειτουργία κρατήθηκε ζωντανή και η εθνική μας ελληνική συνείδηση.
Πράγμα εντελώς ανυπόστατο εφόσον η μόνη συνείδηση που επέτρεπε και καλλιεργούσε το χριστιανικό ιερατείο ήταν εκείνη του ρωμιού (Ρωμαίου) και σε καμία περίπτωση του Έλληνα, που σήμαινε ως επίθετο για τους ρασοφόρους συνώνυμο κάθε κακού και εξαπολυόταν συνήθως από τη μεριά τους ως βρισιά ή κατηγορία.
Ένας από τους εμπνευστές αυτής της μέγιστης ιστορικής απάτης είναι ο πολύς Κωνσταντίνος Παπαρρηγόπουλος, ο οποίος στον πρόλογο του τρίτου και τέταρτου τόμου της πρώτης έκδοσης της «Ιστορίας του Ελληνικού Έθνους» που συνέγραψε (14 Αυγούστου 1886), βάλλοντας κατά των σύγχρονών του ελληνοκεντρικών λογίων που υποστήριζαν με θέρμη (όπως και εμείς εξάλλου) πως καμία σχέση δεν μπορεί να έχει η ρωμιοσύνη με τον Ελληνισμό, απάντησε ότι:
«Εάν ο Φώτιος δεν συμπλήρωνε το έργο του Λέοντα Γ’ υψώνοντας το ανυπέρβλητο τείχος που χώρισε τη δυτική από την ανατολική εκκλησία, ο ελληνισμός δεν θα εύρισκε αργότερα, στις διάφορες δυσκολίες που ακολούθησαν, στην εκκλησία, το τελευταίο καταφύγιο στο οποίο κατέφυγε και διέσωσε κυρίως τη γλώσσα, στην οποία λάτρευε το Θεό των πατέρων του»[1].

Αυτό εδώ ο Παπαρρηγόπουλος το γράφει προσπαθώντας να αποδείξει την ταύτιση της νεοελληνικής εθνότητας με την Ορθοδοξία, και πως το ελληνικό έθνος πριν απειληθεί από τους εξισλαμισμούς της τουρκοκρατίας, γνώρισε την ίδια απειλή από τους ρωμαιοκαθολικούς. Διότι ισχυρίζεται ότι οι Έλληνες που προσχώρησαν στο δόγμα της πρεσβυτέρας Ρώμης, πέρα από την ορθόδοξη πίστη τους έχασαν και την ελληνική τους λαλιά εκλατινιζόμενοι γλωσσικά! Ως απόδειξη δε αυτού επικαλείται δήθεν ως στοιχείο, μερικές γραμμές παραπάνω από την παράγραφο που παραθέσαμε, ότι οι ελληνικοί πληθυσμοί της νοτίου Ιταλίας και της Σικελίας δήθεν χάθηκαν επειδή έγιναν ρωμαιοκαθολικοί.

Οι Ελληνόφωνοι Ρωμαιοκαθολικοί
Βεβαίως μεγαλύτερο ψέμα από αυτό δεν υπάρχει, εφόσον και στις μέρες μας ακόμα υπάρχουν τουλάχιστον 20.000 ελληνόφωνοι Γραικάνοι στη Μεγάλη Ελλάδα, ενώ κοντά σ’ αυτούς ζουν πολλές εκατοντάδες χιλιάδες άλλοι που ενώ δεν μιλούν πλέον τα Ελληνικά γνωρίζουν την ελληνική τους καταγωγή. Μάλιστα το μεγάλο «κακό» στη νότια Ιταλία συνέβη όχι τον μεσαίωνα αλλά κατά την περίοδο του μεσοπολέμου, όταν το φασιστικό και εθνικιστικό καθεστώς του Μουσολίνι ήταν εκείνο που έκλεισε τα ελληνικά σχολεία που διατηρούσαν οι ελληνικές κοινότητες.
Αλλά μήπως οι νησιώτες Έλληνες ρωμαιοκαθολικοί των Κυκλάδων, που σε Σύρο και Τήνο ειδικά είναι το κυρίαρχο πληθυσμιακό στοιχείο, έχασαν την Ελληνική τους γλώσσα; Όχι φυσικά! Αναγκασμένοι οι πρόγονοί τους στα δύσκολα χρόνια της Φραγκοκρατίας να υιοθετήσουν την πίστη των Γάλλων και Ιταλών δεσποτών τους, ναι μεν έγιναν ρωμαιοκαθολικοί, άκουγαν τη θεία λειτουργία στα λατινικά, αλλά την Ελληνική γλώσσα δεν την απώλεσαν. Και όχι μόνο αυτό, αλλά και όσοι εκ των Φράγκων ηγεμόνων και δυτικών ακολούθων και στρατιωτών τους εγκαταστάθηκαν στα νησιά των Κυκλάδων, ως έποικοι, σύντομα και αυτοί, οι σκληροτράχηλοι ξένοι μισθοφόροι πολεμιστές, εξελληνίσθηκαν γλωσσικά ενώ παρέμειναν πιστοί στο δόγμα του Πάπα της Ρώμης.
Το ανάλογο συνέβη και με τους Ενετούς εποίκους των Επτανήσων και της Κρήτης, οι οποίοι αν και κυρίαρχοι ως κατακτητές, όχι μόνο ξέχασαν τα ιταλικά αλλά πολλοί από αυτούς σύντομα ασπάστηκαν και την Ορθοδοξία, ώστε σήμερα μόνο από κάποια παραφθαρμένα επώνυμα μπορούμε να υποπτευθούμε την ιταλική καταγωγή τους.
Ακόμα και ο εθνικός μας ποιητής, ο Ζακυνθινός κόμης Διονύσιος Σολωμός, ήταν ιταλικής καταγωγής! Ο «Ύμνος προς την Ελευθερία» όμως που έγραψε, είναι ο εθνικός ύμνος του νέου ελληνικού κράτους και ξεκινά με τον στίχο, «απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά…».
Ομοίως και στην Πελοπόννησο, όσοι Φράγκοι ίδρυσαν ηγεμονίες στα εδάφη της μετά την άλωση της Πόλης από τους σταυροφόρους της Δ’ Σταυροφορίας (1204), οι απόγονοι τόσο των ίδιων όσο και των πολεμιστών τους, ενώ παρέμειναν πιστοί στο δυτικό χριστιανικό δόγμα, εξελληνίστηκαν εντελώς σε σημείο οι Γάλλοι ομοεθνείς τους να μην τους λογαριάζουν πλέον για δικούς τους, αλλά για Γραικούς. Μάλιστα ως γραπτό μνημείο δικό τους έχουμε το «Χρονικόν του Μορέως», γραμμένο από ελληνόφωνο Φράγκο («γασμούλους» τους έλεγαν ιδίως αυτούς που είχαν προκύψει από μικτούς γάμους) στην ελληνική δημώδη γλώσσα της εποχής, όπως τη μίλαγαν αυτοί οι εξελληνισμένοι γλωσσικά Φράγκοι ανάμικτη με γαλλικές, εξελληνισμένες στην προφορά, λέξεις. Μάλιστα ο Πέτρος Καλονάρος στην εισαγωγή που έγραψε στο «Χρονικόν του Μορέως» (εκδόσεις «Εκάτη») επισημαίνει:
«Ως προς το ζήτημα του συγγραφέως του ελληνικού κειμένου και δη του της Κοπεγχάγης νομίζομεν ότι ελέχθη και υπεστηρίχθη κατά κόρον πλέον ότι ούτος ήτο γασμούλος και ουχί γνήσιος φράγκος. Είναι ανάγκη να παρατηρήσωμεν ότι εις Μορέαν, λόγω ελλείψεως γαλλίδων γυναικών, η τρίτη ή το πολύ η τέταρτη γενεά των αρχικών κατακτητών ήσαν μιγάδες, από των τέκνων του πρίγκιπος Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου, μέχρι του τελευταίου ιππότου ή αστού. Η δε μιγάς αύτη φραγκική κοινωνία έχουσα ως παράδειγμα αυτόν τον πρίγκιπα ωμιλεί την δημώδη ελληνικήν μετά τόσης ευκολίας, ώστε αυτή κατήντησε το σύνηθες γλωσσικόν ιδίωμα και βαθμηδόν η μοναδική αυτών μητρική γλώσσα»[2].
‘ρα οι ισχυρισμοί του Παπαρρηγόπουλου ότι ο προσεταιρισμός του παπικού δόγματος από κάποιους Έλληνες είχε ως αποτέλεσμα τη λησμονιά της Ελληνικής γλώσσας αποδεικνύονται μετέωροι, εφόσον δείξαμε ότι όχι μόνο οι ίδιοι συνέχισαν να μιλούν Ελληνικά, αλλά κοντά σε αυτούς εξελληνίστηκαν γλωσσικά και οι ίδιοι οι Φράγκοι ή Λατίνοι κατακτητές τους. Αυτό βεβαίως εκμηδενίζει και την υποτιθέμενη προσφορά της Ορθοδοξίας μέσω της ελληνόφωνης θρησκευτικής λειτουργίας της, αφού οι Έλληνες που γίνονταν καθολικοί συμμετείχαν πλέον σε λατινόφωνες τελετές αλλά και σπούδαζαν (όπως δείξαμε παραπάνω) σε ρωμαιοκαθολικά ιεροδιδασκαλεία. Ωστόσο, όπως η λειτουργία που τελούνταν στη λατινική δεν στάθηκε ικανή να τους κάνει να ξεχάσουν τα Ελληνικά τους, άλλο τόσο υποστηρίζουμε τη μηδαμινή ως ανύπαρκτη προσφορά της ελληνόφωνης ορθόδοξης λειτουργίας στη διατήρηση της γλώσσας μας. Και σε αυτό πάνω έχουμε ένα δυνατό στοιχείο να επιστρατεύσουμε.

Παρέμειναν ορθόδοξοι, ξέχασαν όμως τα Ελληνικά
Η περιοχή της Μέσης Ανατολής (Παλαιστίνη, Φοινίκη, Συρία και Ιορδανία) κατά την ύστερη αρχαιότητα ήταν μία ελληνόφωνη περιοχή. Κοντά στους ιθαγενείς πληθυσμούς, Παλαιστίνιους, Σύριους και Φοίνικες, είχαν εγκατασταθεί ήδη από την ελληνιστική περίοδο χιλιάδες Έλληνες άποικοι, οι οποίοι έφεραν μαζί τους την Ελληνική γλώσσα και πολιτισμό. Στα ρωμαϊκά χρόνια, η κοινή Ελληνική στην Ανατολή ήταν η κυρίαρχη γλώσσα όχι μόνο μεταξύ των πεπαιδευμένων αλλά και του απλού λαού. Οι ντόπιοι δε, αν και γνωρίζουμε ότι διατηρούσαν, ιδίως στις αγροτικές περιοχές, τις παλαιότερες εθνικές λαλιές τους, μιλούσαν και διάβαζαν με άνεση και τα κοινά Ελληνικά και στην ουσία ήταν δίγλωσσοι. Στις μεγάλες πόλεις της Μέσης Ανατολής, όπως στην Αντιόχεια, στη Γάζα, στα Ιεροσόλυμα, στη Δαμασκό κ.α., τα Ελληνικά ήταν τόσο διαδεδομένα ώστε σήμερα να θεωρούμε τις εν λόγω πόλεις εκείνης της περιόδου ελληνικές, ανεξάρτητα από το μεγάλο ή μικρό ποσοστό ελληνικής καταγωγής πολιτών τους σε σχέση με τους ντόπιους ελληνόφωνους. Εξάλλου, τόσο οι Σύριοι όσο και οι Παλαιστίνιοι τα χρόνια εκείνα συστήνονταν και ως Έλληνες!
Όταν από τον Μέγα Κωνσταντίνο και μετά η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία άρχισε την βίαια επιβολή του Χριστιανισμού, οι κάτοικοι της Μέσης Ανατολής, Έλληνες και αυτόχθονες, που «πίστεψαν» μετά από πολύ αίμα και βία στη νέα ρωμαϊκή θρησκεία παρέμειναν ελληνόφωνοι, γι’ αυτό και η θρησκευτική τελετουργία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Ορθόδοξης Εκκλησίας γράφτηκε στα Ελληνικά σε αντίθεση με τη Δύση που εκεί επιλέχτηκε για αντίστοιχους λόγους η λατινική γλώσσα.
Την ίδια ελληνόφωνη μοίρα ακολούθησε σύντομα σύσσωμη η Ανατολική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία, μετά την κατάρρευση και κατάκτηση της Δύσης από τις ορδές των γερμανικών βαρβαρικών φυλών, υιοθετώντας την Ελληνική γλώσσα ως επίσημη, μετονομάζοντάς την όμως σε «ρωμαίικη» (δηλαδή… ρωμαϊκή) εξαιτίας του παραδοσιακού ρωμαιοχριστιανικού μισελληνισμού που μόνο και στο άκουσμα της λέξης Ελλάς και των παραγώγων της έβγαζε φλύκταινες.
Όταν οι ρωμαϊκές επαρχίες της Μέσης Ανατολής γνώρισαν την εισβολή των Αράβων μουσουλμάνων το 633 μ.Χ. μεγάλο μέρος του ελληνικού και ελληνόφωνου πληθυσμού έσπευσε να προσχωρήσει στο Ισλάμ, είτε από φόβο, είτε από συμφέρον, είτε από μίσος για το θρόνο της Νέας Ρώμης που δεν έπαψε ποτέ να καταπιέζει τις ασθενέστερες οικονομικά τάξεις και να τις απομυζεί προς όφελος της αριστοκρατίας και της Εκκλησίας. Σε ορισμένες περιπτώσεις μάλιστα ο εξισλαμισμός ξεκινούσε από τους ίδιους τους άρχοντες των πόλεων που έπεφταν στα χέρια των Αράβων, όπως συνέβη με τον διοικητή της παλαιστινιακής πόλης της Βόστρας Ρωμανό, ο οποίος όχι μόνο παραδόθηκε αμαχητί αλλά ασπάστηκε και το Ισλάμ γινόμενος μουσουλμάνος.
Στην περίπτωση όμως της άλωσης των Ιεροσολύμων τα πράγματα ήταν πολύ διαφορετικά. Οι ‘ραβες άρχισαν την πολιορκία τον Ιανουάριο του 637 και η πόλη αντιστάθηκε για τέσσερις μήνες. Στο τέλος όμως οι πολιορκημένοι συνθηκολόγησαν με τη βοήθεια του πατριάρχη Ιεροσολύμων Σωφρονίου. Ο τότε χαλίφης των Αράβων Ομάρ, στις συνθήκες ειρήνης που υπόγραψε με τους χριστιανούς υποσχόταν σ’ όλους τους κατοίκους της πόλης, λαϊκούς, κληρικούς και μοναχούς, πλήρη ασφάλεια των προσώπων, των εκκλησιών, της ορθόδοξης πίστης και όλων των προσκυνημάτων που κατείχαν μέσα στην πόλη και έξω από αυτή, με τον όρο ότι θα πληρώνουν τον καθορισμένο φόρο και θα αναγνωρίζουν τον ‘ραβα χαλίφη ως κυρίαρχο τους. Κατά τα υπόλοιπα οι συνθήκες αυτές, που έγιναν με τον πατριάρχη Σωφρόνιο, άφηναν στη δικαιοδοσία του όλους τους χριστιανούς (δυτικούς και ανατολικούς) που έρχονταν στα Ιεροσόλυμα ως προσκυνητές, και με βάση αυτό το έγγραφο ακόμα και σήμερα το ρωμαίικο ορθόδοξο πατριαρχείο Ιεροσολύμων (και όχι Ελληνορθόδοξο όπως λάθος αποκαλείται) διατηρεί όχι μόνο όλα τα προνόμιά του μέσα στην καρδιά του Ισλάμ αλλά πλαισιώνεται και από ένα πολυπληθές και δυναμικό ποίμνιο περίπου 500.000 Παλαιστίνιων ορθοδόξων χριστιανών, οι οποίοι αντιστοιχούν σήμερα στο ? περίπου του παλαιστινιακού λαού. Ενώ λοιπόν, οι ‘ραβες κατακτητές σεβάστηκαν, μες τους 13 αιώνες που μεσολάβησαν, με ευλάβεια εκείνες τις παλιές συνθήκες, και ούτε τους ορθόδοξους χριστιανούς της Παλαιστίνης καταδίωξαν ή τους πίεσαν με τη βία να αλλαξοπιστήσουν, ούτε πουθενά το πατριαρχείο έφθειραν, η Ελληνική γλώσσα που πριν ομιλούνταν από όλους έσβησε! Και αυτό φαντάζει «περίεργο» αν δεχτούμε τους ισχυρισμούς των απολογητών της Ορθοδοξίας, ότι εκείνη δήθεν διέσωσε την Ελληνική γλώσσα μέσα από την ελληνόφωνη λειτουργία της, διότι σε αυτή την περίπτωση διαψεύδεται από τα γεγονότα.
Μάλιστα, ενώ οι ίδιοι οι Παλαιστίνιοι ορθόδοξοι έχουν διατηρήσει ισχυρή τη ρωμαίικη συνείδηση, ισχυριζόμενοι πως είναι «Ρουμ», δηλαδή «ρωμιοί» όπως το προφέρουν στη γλώσσα τους (πράγμα που δείχνει ότι έχουν απόλυτη γνώση της όποιας διαφορετικότητάς τους από τους υπόλοιπους μουσουλμάνους συμπατριώτες τους), ωστόσο είναι σχεδόν όλοι αραβόφωνοι, εκτός από λίγους έως ελάχιστους που είτε είναι κληρικοί, είτε σπούδασαν σε πανεπιστήμια της Ελλάδας τη δεκαετία του 1980 ως αντιστασιακοί φυγάδες της PLO (Οργάνωση Απελευθέρωσης Παλαιστίνης), αλλά αυτό ήταν μία προσφορά της ελληνικής πολιτείας και όχι της Εκκλησίας.
Αν η ορθόδοξη Εκκλησία με τη ελληνόφωνη λειτουργία της αρκούσε για να διασώσει την Ελληνική γλώσσα, τότε γιατί στην κραυγαλέα περίπτωση των Ελλήνων και ελληνοφώνων ορθοδόξων κατοίκων της Παλαιστίνης όχι μόνο δεν τα κατάφερε αλλά επέτρεψε την πλήρη (τουλάχιστον γλωσσικά) αραβοποίησή τους; Γιατί, απλά, η Εκκλησία δεν διέσωσε ποτέ καμιά Ελληνική γλώσσα. Αντιθέτως, η Ελληνική όπου επιβίωσε αυτό συνέβη για λόγους που ουδεμία σχέση έχουν με την Ορθοδοξία και θα τους δούμε παρακάτω.

Εργαστήρια Κυριαρχίας Θεών

Έγιναν μουσουλμάνοι, παρέμειναν Ελληνόφωνοι
Οι ισχυρισμοί ότι δήθεν η Ελληνική γλώσσα διασώθηκε από την Ορθοδοξία καταρρίπτονται πανηγυρικά όταν συνειδητοποιούμε μέσα από την τεκμηριωμένη ιστορική έρευνα, ότι μεγάλοι και συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί που εξισλαμίστηκαν μαζικά σε διάφορες ιστορικές περιόδους και ως εκ τούτου διέκοψαν κάθε σχέση με την Εκκλησία ακολουθώντας τη θρησκεία του Προφήτη, και απολαμβάνοντας τα προνόμια του μουσουλμάνου σε μία μουσουλμανική αυτοκρατορία όπως η Οθωμανική, ωστόσο παρέμειναν ελληνόφωνοι (σε πείσμα αλήθεια τίνος πράγματος;), και πολλές εκατοντάδες χιλιάδες απόγονοι αυτών παραμένουν ελληνόφωνοι μέχρι και σήμερα εντός του τουρκικού κράτους.
Οι άνθρωποι αυτοί διατήρησαν την Ελληνική γλώσσα ζωντανή δίχως να πηγαίνουν στην εκκλησία να… ακούσουν τη λειτουργία, και δίχως να μαθαίνουν ελληνικά γράμματα στα κατηχητικά και ιεροδιδασκαλεία, που λειτουργούσαν επί τουρκοκρατίας με την άδεια και την ανοχή του οθωμανικού κράτους. Οι ίδιοι αυτοί ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι με το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821 βρέθηκαν πρώτοι στο στόχαστρο των εξεγερμένων Ελλήνων και πλήρωσαν βαρύ φόρο αίματος. Ωστόσο, υπήρξαν και ελάχιστοι Έλληνες μουσουλμάνοι, όπως ο εθνικός μας ήρωας Οδυσσέας Ανδρούτσος, που έβαλε το έθνος του πάνω από τη θρησκεία, γι’ αυτό και τάχτηκε στο πλευρό των επαναστατών.
Στη συνέχεια του κειμένου μας δεν θα αναφερθούμε σε όλες τις περιπτώσεις εξισλαμισμού ελληνικών πληθυσμών (αυτό είναι έργο τεράστιο και αποτελεί άλλη μελέτη), αλλά θα σταθούμε μόνο σε εκείνες που αυτοί οι μουσουλμανικοί πληθυσμοί παρέμειναν ελληνόφωνοι μέχρι το 1821 και αργότερα μέχρι τις μέρες μας. Και θα περιοριστούμε μόνο σε αυτούς, διότι αυτοί αποδεικνύουν ότι καμία Εκκλησία και καμία Ορθοδοξία δεν τους διέσωσε την Ελληνική τους γλώσσα, αλλά τη διέσωσαν μόνοι τους. Και αν αυτό το κατάφεραν οι ελληνόφωνοι μουσουλμάνοι, που είχαν όλους τους λόγους να «τουρκέψουν» και γλωσσικά, αλλά δεν το έκαναν, γιατί άραγε και στην περίπτωση των χριστιανών ελληνοφώνων να μην ισχύει το ίδιο, αλλά σων και καλά πρέπει να αποδίδουμε στην Ορθοδοξία εύσημα που δεν της ανήκουν, αντί να αναζητήσουμε τους πραγματικούς λόγους και αιτίες που κράτησαν την ελληνική φωνή ζωντανή.

ΑΘΗΝΑ: Η Αθήνα επί τουρκοκρατίας απολάμβανε ισχυρά προνόμια που της είχε παραχωρήσει ο Μωάμεθ ο Πορθητής. Οι κάτοικοι της πόλης δεν αισθάνονταν τη σκλαβιά τόσο βαριά όσο σε άλλες περιοχές της Ελλάδας και έτσι τόσο το εμπόριο όσο και η παιδεία της πόλης βρίσκονταν σε αρκετά ικανοποιητικό επίπεδο για τις υπάρχουσες συνθήκες. Στην Αθήνα, όπως συνέβαινε και σε όλες τις κατεχόμενες από τους Οθωμανούς ελληνικές πόλεις, υπήρχε και τουρκικός πληθυσμός, ή μάλλον για να ακριβολογούμε μουσουλμανικός. Και εμμένουμε στη θρησκευτική και όχι στην εθνική ταυτότητα, διότι οι Αθηναίοι μουσουλμάνοι ήταν όλοι τους αποκλειστικά ελληνόφωνοι. Ως πρώτη μαρτυρία επικαλούμαστε το ταξιδιωτικό χρονικό του Γάλλου La Guilleti?re με τίτλο «Αρχαία και νέα Αθήνα»[3] (Παρίσι 1675), στο οποίο αναφέρει τα εξής αποκαλυπτικά:
«Η πλειοψηφία των Τούρκων της Αθήνας μιλάει ελληνικά. Από την τουρκική γλώσσα γνωρίζουν μονάχα εφτά ή οχτώ λέξεις χρήσιμες για τη θρησκευτική τους λατρεία: λα ιλλάχ Αλλάχ, Μουχάμετ χου ρεφούλ ουλλάχ. Όταν συναντούν έναν Τούρκο από άλλη περιοχή τον πλησιάζουν υψώνοντας το δείκτη του χεριού προς τον ουρανό. Κι’ αν αυτός δεν γνωρίζει ελληνικά η “συνομιλία” τελειώνει.
»Ούτε από την ενδυμασία ξεχωρίζουν. Αν εξαιρέσουμε το τουρμπάνι, η φορεσιά τους είναι ελληνική. Όσο για τις Τουρκάλες δεν διαφέρουν διόλου εξωτερικά από τις Ελληνίδες»[4].
Στις 20 Αυγούστου του 1768 (εκατό χρόνια περίπου μετά) φτάνει στην Αθήνα ο Γερμανός ευγενής Johann Hermann von Riedesel. Η άποψή του για τους Τούρκους της πόλης είναι:
«Οι Τούρκοι λιγοστοί και δεν μιλάνε διόλου τη γλώσσα τους. Νομίζω πως οι περισσότεροι είναι Έλληνες εξωμότες»[5].
Στα τέλη του 1820, και ενώ οι Φιλικοί εταίροι προετοιμάζουν πυρετωδώς την Επανάσταση, φτάνει στην Αθήνα ο ‘γγλος περιηγητής John Fuler. Και αυτός θα βρει μόνο ελληνόφωνους μουσουλμάνους:
«Οι Τούρκοι της Αθήνας ήταν εξημερωμένοι και μιλούσαν όλοι ελληνικά. Πολλοί από αυτούς αγνοούσαν εντελώς τη δική τους γλώσσα»[6].
Η συγκλονιστικότερη μαρτυρία όμως έρχεται από τον ιστορικό της πόλης των Αθηνών Διονύσιο Σουρμελή. Ο Σουρμελής ήταν μεταξύ των Ελλήνων μαχητών στην πολιορκία της Ακρόπολης από τους Αθηναίους επαναστάτες τον Νοέμβριο του 1821. Αναφέρει τον παρακάτω διάλογο μεταξύ χριστιανών και μουσουλμάνων:
«Όθεν είχον δίκαιον οι Τούρκοι να παραπονούνται προς τους Χριστιανούς συμπολίτας των, λέγοντες προς αυτούς “ημείς είμεθα Έλληνες και πολεμούμεν δια να ελευθερώσωμεν την πατρίδα μας” αποκρινόμενοι ούτω “και τι είμεθα ημείς; δεν είμεθα Έλληνες; δεν εγεννήθημεν εις τούτον τον τόπον; δεν ανετράφημεν, δεν εμεγαλώσαμεν μαζί εις ταύτην την γην, την οποίαν εσείς κάμνετε τώρα εδικήν σας;”, και άλλα παρόμοια. “Μα είσθε Τούρκοι, είσθε Μωαμετανοί”, λέγει ένας των ημετέρων. “και διατί, αποκρίνονται δεν γίνεσθαι και σεις δια να είμεθα όλοι ελεύθεροι”»[7].
Τα ίδια μαρτυρεί και ο Γάλλος αξιωματικός Maxime Raybaud, που βρέθηκε στην πολιορκία ως εθελοντής στο πλευρό των επαναστατών:
«Ακούγοντας οι Τούρκοι τους πολιορκητές να αλληλοαποκαλούνται “Έλληνες” φώναζαν:
»- Τι θέλετε να πείτε; Κι’ εμείς δεν είμαστε Έλληνες όπως και σεις; Απόγονοι δεν είμαστε όλοι των αρχαίων Ελλήνων;»[8].

ΧΙΟΣ: Η Χίος όπως και η Αθήνα επί τουρκοκρατίας, ήταν μία αυτόνομη και αυτοδιοικούμενη πολιτεία που αναγνώριζε όμως την επικυριαρχία του σουλτάνου. Οι «Τούρκοι» (δηλαδή οι μουσουλμάνοι) του νησιού ήταν επίσης ελληνόφωνοι και Έλληνες στην καταγωγή. Αυτό τουλάχιστον υποστηρίζει ο Γάλλος δραγουμάνος του γαλλικού προξενείου της Σμύρνης Jean Galland. Ο περιηγητής βρέθηκε στη Χίο το έτος 1747. Υπολόγισε τους κατοίκους του νησιού σε 120.000, από τους οποίους «ο μισός πληθυσμός κατοικεί στην πόλη και ο υπόλοιπος στα χωριά. Στην πρωτεύουσα κατοικούν 7.000 Τούρκοι. Οι περισσότεροι μιλάνε καλά τη λαϊκή ελληνική γλώσσα, όπως και οι Τούρκοι του Μωριά και της Κρήτης, άλλοι γιατί είναι εξωμότες ή απόγονοι Ελλήνων εξωμοτών και άλλοι γιατί οι Τούρκοι παντρεύονται συχνά Ελληνίδες που δεν μιλάνε τουρκικά κι’ έτσι τα παιδιά μαθαίνουν τη μητρική τους γλώσσα. Οι καθολικοί του νησιού είναι 1766»[9].


ΚΡΗΤΗ: Οι Κρήτη έπεσε στα χέρια των Τούρκων το έτος 1669. Πριν από αυτούς το νησί κατείχαν επί 465 χρόνια οι Ενετοί. Η τουρκική κατοχή όμως, ήταν ασυγκρίτως πολύ πιο σκληρή από εκείνη των Βενετών. Μέσα σε 152 χρόνια μέχρι το ξέσπασμα της Επανάστασης του 1821, οι Οθωμανοί είχαν καταφέρει είτε με τη βία, είτε τάζοντας προνόμια να εξισλαμίσουν το μισό σχεδόν πληθυσμό του νησιού. Ο Φωτιάδης αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Στο 1821 η Κρήτη μέτραγε 265.000 ψυχές. Απ’ αυτούς οι 140.000 ήταν χριστιανοί και οι 123.000 οθωμανοί. Οι τελευταίοι από πού είχαν έρθει; Από πουθενά. Στην παμψηφία τους σχεδόν ήταν κι αυτοί κάποτε χριστιανοί που τούρκεψαν, και γι’ αυτό σωστά ονομάστηκαν Τουρκοκρητικοί. Χαρακτηριστικό μάλιστα είναι πως τη μόνη γλώσσα που μιλούσαν, ως την εποχή της ανταλλαγής των πληθυσμών έπειτα από τη συνθήκη της Λωζάννης, ήταν τα ελληνικά»[10].
Και όχι μέχρι τότε, αλλά μέχρι και σήμερα οι Τουρκοκρητικοί που κατοικούν στις Κυδωνιές (Αϊβαλί) στα παράλια της Μικράς Ασίας, όπου τους εγκατέστησε το τουρκικό κράτος μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, μιλούν ακόμα Ελληνικά τόσο οι παλαιότεροι όσο και οι νεώτεροι. Μάλιστα οι ίδιοι συχνά με λύπη εξομολογούνται πως στην Ελλάδα τους έλεγαν Τούρκους και στην Τουρκία τους αποκαλούν Έλληνες!
Το σημαντικότερο όλων είναι, ότι οι άνθρωποι αυτοί διατηρούν ζώσα την Ελληνική γλώσσα δίχως να είναι χριστιανοί ή κρυπτοχριστιανοί, εφόσον εξαιτίας της ισλαμικής τους πίστης εκδιώχθηκαν από την Κρήτη ως Τούρκοι, δεν έχουν πάει ποτέ σε σχολείο ελληνικό, δεν ξέρουν να διαβάζουν Ελληνικά, και φυσικά δεν… ακούν την ορθόδοξη λειτουργία(!). Αλλά ακόμα και αν την άκουγαν, ένα θέμα είναι τι θα καταλάβαιναν!
Αντιθέτως πάνε σε σχολεία τουρκικά, βλέπουν τηλεόραση τουρκική, μιλούν με τους ομοθρήσκους τους μη Έλληνες στην τουρκική γλώσσα και γενικώς επί 80 χρόνια που μας χωρίζουν από την ανταλλαγή πληθυσμών θα έπρεπε να είχαν ξεχάσει εντελώς τα Ελληνικά, αν αναλογιστεί κιόλας κανείς ότι στα ίδια χρόνια οι μετανάστες μας στην Αμερική (οι οποίοι -τι ειρωνεία- παραμένουν ορθόδοξοι χριστιανοί) μόλις και μετά βίας μπορούν να συνεννοηθούν στα Ελληνικά έτσι και είναι δεύτερης γενιάς Ελληνοαμερικάνοι. (Για να μην αναφέρουμε τους άλλους που αν και μεγαλωμένοι εδώ, σαν έλειψαν 20 χρόνια και γυρίζουν στην πατρίδα, μιλούν σπαστά Ελληνικά με αμερικάνικη προφορά!). Ποια είναι άραγε λοιπόν η «άγνωστη» δύναμη που κάνει αυτούς τους εκδιωγμένους από την πατρίδα τους ανθρώπους (επειδή ασπάστηκαν τη θρησκεία του κατακτητή) να διατηρούν με τόση θέρμη τη μητρική τους γλώσσα και τα ελληνικά έθιμά τους; Δίχως δασκάλους, δίχως σχολεία, δίχως καν να έχουν το δικαίωμα να είναι Έλληνες (επειδή είναι μουσουλμάνοι στο θρήσκευμα) και όμως αυτοί σε πείσμα όλων παραμένουν ελληνόφωνοι! Και να φανταστεί κανείς πως τους διώξαμε από την Ελλάδα ως εξωμότες και προδότες! Το μόνο που καταφέραμε με το να χαρίζουμε στους Τούρκους τους Έλληνες μουσουλμάνους, είναι να τους κάνουμε έθνος πολυπληθές και ισχυρό ενώ εμείς ζούμε με την απειλή της υπογεννητικότητας.
Αλλά βεβαίως τι να πει κανείς, όταν η Εκκλησία θεωρεί γνήσιο Έλληνα μόνο τον ορθόδοξο χριστιανό, η ίδια Εκκλησία που ακόμα ψέλνει βρισιές και αναθέματα κατά των Ελλήνων στις λειτουργίες της. Και ενώ αυτοί, οι μισέλληνες υμνητές του γιαγβισμού, είναι οι έσχατοι που δικαιούνται να ορίζουν το ποιος είναι Έλληνας και ποιος όχι, αυτοί οι ίδιοι που είναι στην ουσία οπαδοί μίας εβραϊκής αίρεσης (άρα θα μπορούσαν να θεωρηθούν -γιατί όχι;- Εβραίοι), αυτοί είναι που έρχονται και τραβούν γραμμές και σύνορα, και κατακερματίζουν το έθνος μας. Να όμως που το έθνος μας μπορεί και αντιστέκεται από μόνο του, και οι μουσουλμάνοι ομοεθνείς μας κρατούν την Ελληνική γλώσσα ζωντανή ως πολύτιμο θησαυρό! Όσο και αν τους βρίζουν οι ρασοφόροι ως «Τούρκους». Ας θυμηθούμε ξανά εδώ, πως οι προπάτορες αυτών των ρασοφόρων είχαν ως μεγαλύτερη βρισιά τους τη λέξη Έλληνας! Δυστυχώς όμως, αυτοί οι ανεγκέφαλοι ποιμένες κατευθύνουν βασισμένοι στην άγνοια των πολλών και την εθνική μας πολιτική, και ιδού οι τραγωδίες του ελληνικού έθνους μοιάζουν να μην έχουν τέλος!
Ας επιστρέψουμε όμως τώρα στις σημαντικές ιστορικές αναφορές. «Όσοι από τους πρώτους Τούρκους κατακτητές απόμειναν στην Κρήτη», γράφει ο Δημήτρης Φωτιάδης, «απόχτησαν, με τη βία, Ρωμιές γυναίκες. Έπειτα ακολούθησε το παιδομάζωμα.
Δεκαπέντε χιλιάδες χριστιανοπαίδια αρπάχτηκαν και γίνηκαν γενίτσαροι. οι περίφημοι “ξεκούλωτοι” καθώς ονομάστηκαν, όπως δεν φόραγαν τίποτα στο κεφάλι. Στάθηκαν ο τρόμος και η μάστιγα των χριστιανών. Η ζωή των ραγιάδων κατάντησε αβάστακτη. Στην Κρήτη, εξόν από τα Σφακιά, οι χριστιανοί δεν είχαν το παραμικρό προνόμιο, ούτε κι’ αυτό ακόμα της δημογεροντίας. Η απελπισία τους οδηγούσε στον ομαδικό εξισλαμισμό. “Χωριά ολόκληρα αποκαμωμένα ικέτευαν εις τας εκκλησίας τον Χριστόν να τους σώση, διότι δεν έβλεπαν από ποίον άλλον μπορούσαν να ζητήσουν έλεος, και τέλος του ώριζαν προθεσμίαν, μέχρι της οποίας θ’ ανέμενον την βοήθειάν του. Και όταν η προθεσμία περνούσε, τα χωριά αυτά προσήρχοντο εις τον ισλαμισμόν. Και πάντοτε οι νέοι εξωμόται, δια να κερδίσουν την θέσιν των μεταξύ των παλαιοτέρων, εφρόντιζαν να τους υπερβάλλουν εις τας επιθέσεις κατά των μέχρι της χθες ομοδόξων των”[11]»[12].

Με διπλωματική αποστολή φτάνει στην Κρήτη το 1782 ο Γάλλος ευγενής Feri?res – Sauveboeuf. Για τους «Τούρκους» του νησιού πιστεύει ότι:
«…το ένα τρίτο των μουσουλμάνων της Κρήτης είναι Έλληνες εξωμότες. Εξασφαλίζοντας ασυδοσία καταδυναστεύουν τους Κρητικούς και η εμφάνισή τους προκαλεί τρόμο σ’ ολόκληρο το Αιγαίο»[13].
Οι περισσότεροι εξισλαμισμοί έγιναν στην Κρήτη μετά τα Ορλωφικά (1770). Και ήταν τόσοι πολλοί οι χριστιανοί που από φόβο «επιθυμούσαν» να ασπαστούν το Ισλάμ «ώστε οι μουσουλμάνοι φοβηθέντες μη υστερηθώσι της προσωπικής υπηρεσίας των αθλίων χριστιανών, εργαζομένων νυχθημερών υπέρ της ευζωίας αυτών, ηρνούντο πλέον να δέχωνται αυτούς»[14]. Οι εξωμότες, επειδή κατέχονταν από τύψεις για την πράξη τους και από μίσος σ’ εκείνους που είχαν παραμείνει πιστοί στα «ρωμαίικα» καταντούσαν σκληρότεροι από τους γεννημένους μουσουλμάνους. Μάλιστα συχνά διατηρούσαν τα ελληνικά τους επώνυμα (το όνομα αραβικό, το επώνυμο ελληνικό) και για συζύγους προτιμούσαν χριστιανές. Από την άλλοι, πολλοί χριστιανοί έδιναν πρόθυμα τις κόρες τους νύφες στους εξωμότες για να εξασφαλίσουν την προστασία τους. Σε ορισμένες περιπτώσεις επιλεγόταν κάποιος από μία οικογένεια να ασπαστεί το Ισλάμ, ενώ οι υπόλοιποι παρέμεναν χριστιανοί, και έτσι ως «Τούρκος» πλέον μπορούσε εύκολα να προστατεύει τους συγγενείς του. Γι’ αυτό, ακόμα και σήμερα, οι Τουρκοκρητικοί που μετά την εκδίωξή τους από τη μεγαλόνησο εγκαταστάθηκαν από το τουρκικό κράτος στις Κυδωνιές της Μικράς Ασίας, όχι μόνο παραμένουν όπως είπαμε ελληνόφωνοι αλλά και λένε πως έχουν συγγενείς χριστιανούς στην Κρήτη!
Το 1817, παραμονές της Επανάστασης του 1821, επισκέπτεται την Κρήτη ο Γερμανός γιατρός και βοτανολόγος Franz Sieber. Αντιλαμβάνεται αμέσως ότι η συντριπτική πλειοψηφία των μουσουλμάνων κατοίκων του νησιού, των λεγόμενων «Τουρκοκρητικών» (οι οποίοι ήταν μόνο ελληνόφωνοι) είχαν ελληνική καταγωγή. Ο ίδιος περιγράφει πόσο εύκολο ήταν κανείς να ασπαστεί το Ισλάμ:
«Για να αλλάξει ένας Έλληνας την πίστη του, αρκεί να βγει στο δρόμο και να φωνάξει: “Ένας είναι ο Θεός και μόνος προφήτης του ο Μωάμεθ”. Αμέσως τον παραλαμβάνουν οι Τούρκοι και τον οδηγούν θριαμβευτικά στο σπίτι ενός μουσουλμάνου προεστού. Εκείνος τον ντύνει με πλούσια φορεσιά, τον φορτώνει δώρα και τον θέτει υπό την προστασία του. Ύστερα σχηματίζεται θορυβώδης εκδήλωση κι’ ο νεοφώτιστος μεταφέρεται στους ώμους και επιδεικνύεται στο λαό. Η πομπή καταλήγει στο τζαμί όπου συντελείται η καθιερωμένη περιτομή»[15].
Τόσο απλά, με συνοπτικές διαδικασίες. Το πρωί έφευγες από το σπίτι σου χριστιανός και ρωμιός, το βράδυ γύριζες Τούρκος!
Σαν ξέσπασε η Επανάσταση στην Κρήτη στις 21 Μαΐου του 1821, στην ουσία δεν ήταν πόλεμος μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών, αλλά εμφύλιος μεταξύ Ελλήνων χριστιανών και Ελλήνων μουσουλμάνων. Στην πραγματικότητα ήταν ένας πόλεμος θρησκευτικός, και αυτοί αποδεδειγμένα είναι οι πιο σκληροί και αδίστακτοι:
«Πουθενά σ’ όλη την άλλη Ελλάδα ο πόλεμος δεν στάθηκε πιο άγριος απ’ όσο στην Κρήτη. Και τα δύο μέρη, ραγιάδες κι αφέντες, χτύπαγαν ανελέητα. Αν και μίλαγαν την ίδια γλώσσα, τους χώριζε άβυσσος το μίσος, όπως γίνεται πάντα ανάμεσα σ’ εκείνους που αλλαξοπίστησαν και σ’ αυτούς που μένουν πιστοί στον εθνισμό τους»[16].
Όταν στις 5 Ιουλίου οι μουσουλμάνοι κάτοικοι του Ρεθύμνου και των Χανίων απέτυχαν να νικήσουν τους Σφακιανούς, και γνώρισαν συντριπτική ήττα στα Καμπιά, ανέλαβαν να πνίξουν την εξέγερση οι Καστρινοί Τουρκοκρητικοί, δηλαδή οι κάτοικοι του Ηρακλείου. Αυτοί, «όσο που ετοιμάζονταν να εκστρατέψουν τραγουδούσαν τούτη εδώ τη μαντινάδα στη μόνη γλώσσα που ήξεραν, στα ελληνικά:
»Ελάτε εμείς οι Καστρινοί, οι φοβεροί παιγνιώτες,
να πα να λευτερώσουμε τσι Ρεθυμνοχανιώτες»[17].
Βεβαίως οι Καστρινοί τελικά γνώρισαν και αυτή την πολυαίμακτη ήττα από τους ανίκητους Σφακιανούς, αλλά το θέμα μας εδώ είναι, ότι ακόμα και τα πολεμικά τους άσματα, που τα τραγούδαγαν με αφορμή τη σφαγή που ετοίμαζαν στους μαχητές της ελληνικής ελευθερίας, τα τραγούδαγαν στα Ελληνικά!

ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΣ: Η οθωμανική εισβολή στην Πελοπόννησο άρχισε πέντε χρόνια μετά από την άλωση της Κωνσταντινούπολης (1458-1459). Στα χρόνια που μεσολάβησαν μέχρι την Επανάσταση του 1821 οι «Τούρκοι» της Πελοποννήσου όχι μόνο ήταν πολλοί αλλά και κατοικούσαν μέσα στις οχυρωμένες πόλεις, ενώ οι χριστιανοί ζούσαν στα προάστια, στα χωριά και στην ύπαιθρο. Μόνο που και αυτοί οι «Τούρκοι» της Πελοποννήσου ήταν όλοι ελληνόφωνοι!
Και όχι μόνο μιλούσαν Ελληνικά, αλλά είχαν και ελληνικά επίθετα, όπως ο Σπάχης Χασάν Αλιλή Ζηλιατόπουλος από το Λοντάρι της Αρκαδίας που σκοτώθηκε κατά την άλωση της Τριπολιτσάς από τους επαναστάτες.
Συγκλονιστική, η αποκαλυπτική μαρτυρία του Θ. Ρηγόπουλου, γραμματικού του Πάνου Κολοκοτρώνη για τα όσα συνέβησαν μετά την άλωση της Τριπολιτσάς από τον επαναστατικό στρατό. Ανάμεσα στις σφαγές και τις λεηλασίες που ξέσπασαν κατά των μουσουλμάνων από τους επαναστάτες Έλληνες (και ιδίως τους Μανιάτες), οι «Τούρκοι» προύχοντες έσπευσαν να ζητήσουν έλεος από τον Πάνο Κολοκοτρώνη με τα ακόλουθα λόγια:
«Και ημείς Έλληνες είμεθα, γεννηθέντες και ανατραφέντες, ημείς και οι πατέρες και οι πρόγονοί μας, εις την Ελλάδα. Δεν πρέπει να μας λέγετε Περσιανούς ούτε να μας σκοτώνετε διότι είμεθα αδελφοί, έξω από μίαν πίστιν… Τον ραγιά δεν τον εγυμνώσαμεν και δεν τον ετυραννούσαμε ημείς αλλά οι ‘ρχοντες σας. Διότι εκείνοι επλήρωναν (συμπλήρωναν) τα Δεφτέρια (κατάστιχα) εμφαίνοντα την εις εκάστην επαρχίαν, χωρίον και άτομον αναλογούσαν φοροδοσίαν και αυτοί ελάμβανον, ημείς δε είμεθα μόνον εκτελεσταί. Ο Σουλτάνος νόμιμον φόρον εγνώριζε το χαράτζι (κεφαλικόν φόρον) τους δε λοιπούς φόρους επροσδιόριζαν οι ‘ρχοντες με τους Αγιάννηδες Οθωμανούς»[18].

ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ: Στη Μακεδονία μας ξεχωρίζει η περίπτωση των Ελλήνων Μακεδόνων μουσουλμάνων που ονομάζονταν «Βαλαχάδες» ή «Βαλαάδες». Αυτοί οι άνθρωποι «τούρκεψαν», δηλαδή εξισλαμίστηκαν κατά τον 15ο αιώνα ή λίγο αργότερα (18 χωριά στον καζά Ανασκελίτσας και άλλα 17 στον καζά Γρεβενών). Ωστόσο, είχαν διατηρήσει αναλλοίωτα πολλά από τα προαιώνια ελληνικά τους έθιμα, ακόμα και παλιές θρησκευτικές δοξασίες και ορισμένες λατρευτικές χριστιανικές συνήθειες. Ονομάστηκαν Βαλαχάδες επειδή χρησιμοποιούσαν συχνά τον μουσουλμανικό όρκο «Βαλλαχί» (μα τω Θεώ). Στις αρχές του αιώνα μας είχαν απομείνει πέντε ή έξι χωριά Βαλαχάδες ανάμεσα Σιάτιστα – Καστοριά – Γρεβενά. Το 1925 (μετά τη μικρασιατική καταστροφή) κρίθηκαν ανταλλάξιμοι λόγω θρησκεύματος και στάλθηκαν με τη βία στην Τουρκία ως… Τούρκοι, ενώ οι ίδιοι ήταν Έλληνες, μιλούσαν μόνο Ελληνικά και είχαν ελληνική εθνική συνείδηση. Είχαν σχέσεις μόνο με Έλληνες, μισούσαν τους Τούρκους και τους Τουρκαλβανούς (μουσουλμάνους Αλβανούς), άναβαν κεριά στα εικονίσματα, τραγουδούσαν και χόρευαν μόνο ελληνικά τραγούδια. Οι ελληνόφωνοι Βαλαχάδες της Δυτικής Μακεδονίας λάτρευαν τον ‘η – Γιώργη το φουστανελλά. Ελληνικά μιλούσαν κι’ όταν μετανάστευσαν στην Τουρκία στα πλαίσια της ανταλλαγής των πληθυσμών (Ι. Κ. Βασδραβέλλη, «Αι εξισλαμίσεις των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν», Σερραϊκά Χρονικά, τόμος Β’, [1969], σελίδα 93). Ο Β. Νικολαΐδης, στο οδοιπορικό του «Les Turcs de la Turquie contemporaine, Itin?raire et compte-rendu de voyages dans les provinces Ottomanes» (Paris 1859) καταγράφει μια σειρά από ανέκδοτα – σκωπτικούς διάλογους των μουσουλμάνων Βαλαχάδων της Δυτικής Μακεδονίας που αποκαλύπτουν ότι αυτοί οι αμόρφωτοι χωριάτες, μ’ όλο που «τούρκεψαν», δηλαδή εξισλαμίστηκαν, διατηρούσαν ακέραιη την ελληνική τους συνείδηση κι’ ανακάτευαν τα μουσουλμανικά τους έθιμα με τα χριστιανικά:
– Λοιπόν, είσαι Τούρκος Μουσταφά;
– Είμαι, μα την Παναγιά!
– Θα φας κρέας, Αλή;
– Κρέας; Όχι! Σήμερα είναι Παρασκευή!
Και σε άλλη παραλλαγή:
– Τούρκος είσαι, Χασάνη;
– Ουγί! Τι λες! Ο πάππος μου Βασίλειος ήταν χριστιανός, βαλαά. Στον καιρό τ’ Αλήπασα ετούρκεψε, μα την Παναγιά!

Οφείλουμε να πούμε ότι ακόμα και σήμερα υπάρχουν απόγονοι εκείνων των Ελλήνων Βαλαχάδων που ζουν στην Κωνσταντινούπολη, οι οποίοι διατηρούν ζώσα την Ελληνική γλώσσα (την παλιά μακεδονική διάλεκτο), παρά το γεγονός ότι είναι μουσουλμάνοι και ως εκ τούτου θεωρούνται από το ανελεύθερο τουρκικό καθεστώς «καλοί Τούρκοι». Αν συναντήσουν Έλληνες ταξιδιώτες στην Πόλη δεν διστάζουν να δηλώσουν την καταγωγή τους, μόνο που το νεοελληνικό κράτος τους έχει πεταμένους και ξεχασμένους γιατί τους θεωρεί «Τούρκους». Ωστόσο, οι άνθρωποι αυτοί, αν και προδομένοι από τις κυβερνήσεις μας και από την «ελληνοχριστιανική» στενοκεφαλιά που μας κατατρέχει και η οποία παραδίδει τα αλλόθρησκα αδέλφια μας στις αγκαλιές των Τούρκων, μέσα στις ψυχές τους είναι περήφανοι ως Έλληνες και ως Μακεδόνες!
Μία αντίστοιχη περίπτωση με τους Βαλαχάδες είναι με τους Κουτσόβλαχους του χωριού Νότια του νομού Πέλλας, το Πάσχα του 1757. Ο ορθόδοξος ιεράρχης τους, ο Μητροπολίτης Μογλενών που είχε έδρα τα Νότια, ήταν εκείνος που έπεισε τους κατοίκους να εξισλαμιστούν για να σωθούν από τις καταπιέσεις. Το «τούρκεμα» έγινε κάτω από δραματικές συνθήκες. Αφού παρακολούθησαν οι χωριάτες όλες τις μεγαλοβδομαδιάτικες θρησκευτικές εκδηλώσεις στην εκκλησία, συγκεντρώθηκαν και τη νύχτα του Σαββάτου για την Ανάσταση. Αλλά δεν άναψαν οι λαμπάδες. Αντί το «δεύτε λάβετε φως» ο δεσπότης έθεσε σε εφαρμογή την απόφαση που είχε πάρει το χωριό για την αλλαξοπιστία:
«Της εκκλησίας τα ιερά σκεύη και αι εικόνες κατεστράφησαν άπασαι πλην της αγίας Παρασκευής, της πολιούχου των Νοτίων, ην οι κάτοικοι βαθέως ενετείχισαν εις την εκκλησίαν: και σήμερον έτι (1909) οι Νοτιώται εορτάζουσι κατά την ημέραν της μνήμης της αρχαίας αυτών προστάτιδος. Και ενώ εν τω τζαμίω ακούεται νυν η φωνή του ιμάμη αναγιγνώσκοντος το Κοράνιον, αι γυναίκες κατά τα Ψυχοσάββατα ανάπτουσι κηρία επί των τάφων των συγγενών αυτών»[19].
Και στην περίπτωση των κατοίκων των Νοτίων, η γλώσσα που μιλούσαν και ως μουσουλμάνοι ήταν η Ελληνική.

ΚΥΠΡΟΣ: Η Οθωμανική εισβολή στην Κύπρο άρχισε στις 20 Ιουνίου 1570 και η Λευκωσία αλώθηκε την 9η Σεπτεμβρίου του ίδιου έτους. Ο κυπριακός λαός που μέχρι πρότινος βρισκόταν υπό την σκληρή κατοχή των Ενετών πέρασε κάτω από τον ζυγό των Οθωμανών, οι οποίοι (όπως έπραξαν και στην Κρήτη) άρχισαν αμέσως να τους πιέζουν να ασπαστούν το Ισλάμ. Και εδώ λοιπόν, πολλοί υπέκυψαν και άλλαξαν την πίστη τους. Όμως αυτό δεν σημαίνει πως έπαψαν να είναι ελληνόφωνοι, ή και να εργάζονται για την απελευθέρωση της πατρίδας τους.
Έτσι, 30 χρόνια μετά την κατάκτηση της νήσου, το έτος 1600, βρίσκουμε τους Κύπριους να προετοιμάζουν επανάσταση σε συνεννόηση με τον δούκα της Σαβοΐας. Το εγχείρημα έμοιαζε εύκολο, εφόσον οι Τούρκοι κατοχικοί στρατιώτες στο νησί δεν ξεπερνούσαν τους 4.800 και αυτοί διεσπαρμένοι κατά σώματα αποτελούμενα από διακόσιους και τριακόσιους άνδρες. Στη συνομωσία ενεργή συμμετοχή είχαν και οι Κύπριοι εξισλαμισμένοι, οι οποίοι αν και είχαν αλλάξει πίστη παρέμεναν Έλληνες στη συνείδηση και έτοιμοι να θυσιάσουν τις ζωές τους για την ελευθερία. Επικεφαλής των Κύπριων μουσουλμάνων ήταν ο Μεμής και ο Μουσταφάς, και είχαν αναλάβει με τους υπόλοιπους ομοθρήσκους τους να επιτεθούν στο φρούριο της Αμμοχώστου και να το καταλάβουν. Ωστόσο, είχαν θέσει τους ακόλουθους όρους στους χριστιανούς συναγωνιστές τους: Μετά την απελευθέρωση του νησιού, και αφού θα βαπτίζονταν όλοι οι «Τουρκοκύπριοι» πάλι χριστιανοί, να διατηρήσουν ανέπαφες τις περιουσίες τους και στη πρώτη επισκοπή του νησιού που θα χήρευε, να εκλεγόταν μητροπολίτης ο θείος του Μεμή και του Μουσταφά που ονομαζόταν Παρθένιος[20].
Επίσης, «στον Πόντο, στην Κρήτη και στην Κύπρο οι καταπιεζόμενοι Έλληνες κατέφευγαν, όταν η τυραννία έφτανε στο απροχώρητο, στην εικονική ομαδική αποστασία. Εξισλαμίζονταν τυπικά αλλά διατηρούσαν μυστικά την πίστη των πατέρων τους. Ήταν οι λεγόμενοι Κρυπτο-Χριστιανοί. Στην Κύπρο οι Κρυπτοχριστιανοί ονομάζονταν ²λινομπάμπακοι² και στον Πόντο “Κλωστοί” ή “Κλωσμένοι”»[21].
Οι Μουσουλμάνοι της Κύπρου συμμετείχαν ή και πρωτοστάτησαν σε πολλές εξεγέρσεις κατά της οθωμανικής διοικητικής ασυδοσίας. Ξεχωρίζουν η επανάσταση του Μεχμέτ Αγά Βογιατζίογλου, γύρω στα 1683, που κράτησε περίπου επτά χρόνια και κατεστάλη μετά από αποστολές στρατευμάτων από τη Μικρά Ασία, κι εκείνη του Χαλήλ Αγά, σχεδόν ένα αιώνα αργότερα.
Το 1833, και ενώ έχει συσταθεί το πρώτο ελληνικό κράτος, ξέσπασε μεγάλη επανάσταση στην Κύπρο με ξεκάθαρους εθνικούς και απελευθερωτικούς στόχους. Οι Κύπριοι αγωνιστές συσπειρώθηκαν γύρω από τρία κινήματα: α’) υπό τον καλόγερο Ιωαννίκιο στην Καρπασία, β’) υπό τον στρατηγό Νικόλαο Θησέα με επίκεντρο την περιοχή Λάρνακας – Σταυροβουνίου και γ’) υπό τον μουσουλμάνο Κύπριο Γκιαούρ Ιμάμη στην επαρχία Πάφου. Και τα τρία κινήματα κατεστάλησαν σχετικά εύκολα από στρατεύματα που έστειλε η Πύλη στη νήσο από την κοντινή Μικρά Ασία.
Βλέπουμε λοιπόν, ότι σε αντίθεση με άλλες περιοχές της Ελλάδας, οι Κύπριοι μουσουλμάνοι συχνά συντάχθηκαν ενεργά με τους χριστιανούς συμπατριώτες τους σε κοινούς απελευθερωτικούς ή κοινωνικούς αγώνες.
Οι λεγόμενοι «Τουρκοκύπριοι» παρέμειναν αποκλειστικά ελληνόφωνοι καθ’ όλη τη διάρκεια της οθωμανικής κατοχής, ενώ τα Ελληνικά (ως κυπριακή διάλεκτος) συνεχίζουν να είναι ακόμα και σήμερα η μητρική τους γλώσσα. Μάλιστα οι Κύπριοι μουσουλμάνοι στη συντριπτική τους πλειοψηφία, δεν αισθάνονταν να διαφέρουν σε τίποτα από τους ομόγλωσσους χριστιανούς συμπατριώτες τους, εκτός φυσικά από τη θρησκεία. Ωστόσο, η Αγγλική αποικιοκρατία που ξεκίνησε στο νησί από το 1878[22] ήταν εκείνη που ακολουθώντας το γνωστό δόγμα της, του «διαίρει και βασίλευε», φρόντισε να καλλιεργήσει με ζήλο την τουρκική εθνική συνείδηση στον ελληνόφωνο μουσουλμανικό πληθυσμό της νήσου. Η τακτική αυτή αποσκοπούσε πρωτίστως να σπείρει τη διχόνοια μεταξύ του κυπριακού λαού. Στη συνέχεια, οι χριστιανοί Κύπριοι που με βεβαιότητα θα πρόσβλεπαν στην ενότητα με τη μητέρα Ελλάδα, μοιραία θα ωθούσαν τους «Τούρκους» συμπατριώτες τους στην αγκαλιά, αν όχι της οθωμανικής ακόμα τότε Τουρκίας, σίγουρα στην ασφαλή αγκάλη της βρετανικής αποικιοκρατίας. Οι χριστιανοί Κύπριοι βλέποντας στα πρόσωπα των «Τουρκοκυπρίων» τους παλαιούς δυνάστες τους και σε εκείνα των Βρετανών τους τωρινούς τους, θα ταύτιζαν αυτά τα δύο σε έναν κοινό εχθρό. Και οι «Τουρκοκύπριοι» πλέον, φοβούμενοι για τις ζωές και τις περιουσίες τους, έθεσαν εαυτούς, στη μεγάλη τους πλειοψηφία, στις υπηρεσίες των Βρετανών ως χωροφύλακες και μισθοφόροι της αποικιοκρατίας! Έτσι οι ‘γγλοι νόμισαν ότι μπορούσαν να κρατήσουν την Κύπρο για πάντα δική τους: με το να υποδαυλίζουν συστηματικά μέσω των ακούραστων πρακτόρων τους τα θρησκευτικά μίση, τα οποία ως καταστροφικό αποτέλεσμα είχαν τη δημιουργία εκ του μηδενός της υποτιθέμενης σήμερα ως «τουρκοκυπριακής» εθνικής μειονότητας, ονομάζοντας ως «Τούρκους», για μία ακόμη φορά στην ιστορία, τους Έλληνες μουσουλμάνους.
Αν όμως στην περίπτωση της Κύπρου, χριστιανοί και μουσουλμάνοι Έλληνες, τόσο ανόητα παρασύρθηκαν και διαιρέθηκαν από τις θρησκείες ώστε παρέδωσαν την πατρίδα τους βορά, αρχικά στους ‘γγλους αποικιοκράτες, και μετά προκάλεσαν την (υποκινούμενη από τις Η.Π.Α.) τουρκική εισβολή και κατοχή του βόρειου μέρους του νησιού από το 1974 έως και σήμερα, το έτος 2002 μία μοναχική φωνή αλήθειας και διαμαρτυρίας υψώθηκε για τον τεχνητό διχασμό και μάλιστα από την πλευρά που δεν το περίμενε κανείς, των Τουρκοκυπρίων! Ο Αχμέτ Έρντενκιζ, πρώην «πρόξενος» του τουρκοκυπριακού ψευδοκράτους στην Ουάσινγκτον, τόλμησε και δημοσίευσε μία ανατρεπτική έρευνά του γύρω από την καταγωγή των Κύπριων μουσουλμάνων, στο συλλογικό βιβλίο ένδεκα συνολικά «Τουρκοκυπρίων» ερευνητών και συγγραφέων με τίτλο «Λαογραφία III», το οποίο τυπώθηκε και τέθηκε σε κυκλοφορία με έξοδα του τουρκοκυπριακού «υπουργείου παιδείας». Ο Έρντενκιζ στην έρευνά του υποστήριξε με παρρησία και επικαλούμενος ιστορικά στοιχεία και πηγές ότι οι «Τουρκοκύπριοι» δεν είναι τουρκικής καταγωγής, αλλά σύμπαντες εξισλαμισμένοι χριστιανοί. Μάλιστα το κείμενό του φέρει τον χαρακτηριστικό τίτλο, «Οι κρυπτοχριστιανοί στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και στην Κύπρο».
Ωστόσο, όπως ήταν αναμενόμενο, την «προδοσία» του Έρντενκιζ ανέλαβαν να καταγγείλουν τα φερέφωνα του κατακτητή και οι εθνικιστές παντουρκιστές! Στη συστηματική και ενορχηστρωμένη λασπολογία που εξαπολύθηκε κατά του γενναίου Κύπριου μουσουλμάνου διανοούμενου και πολιτικού, πρωτοστάτησε ο αρθρογράφος της εφημερίδας «Χαλκίν Σεσί» Λούτφι Οζτέρ, και αμέσως ακολούθησε η εθνικιστική εφημερίδα «Βόλκαν», εκφραστικό όργανο του «Εθνικού Λαϊκού Κινήματος». Ο σάλος που προκλήθηκε στα κατεχόμενα της βόρειας Κύπρου πήρε τέτοιες διαστάσεις, που το «υπουργείο παιδείας» του ψευδοκράτους αναγκάστηκε να απαγορεύσει την κυκλοφορία του βιβλίου «Λαογραφία III» και να το αποσύρει από τις βιβλιοθήκες. Τα αντίτυπα του βιβλίου «Λαογραφία III» παραμένουν (μέχρι τουλάχιστον τη στιγμή που γράφονταν αυτές οι γραμμές) κλειδαμπαρωμένα στις αποθήκες του πολιτιστικού κέντρου «Ατατούρκ».
Ο Αχμέτ Έρντενκιζ, στην έρευνά του, δεν εκφέρει προσωπικές απόψεις, αλλά, όπως και ο ίδιος αναφέρει, βασίστηκε σε πηγές των ιστορικών Κώστα Κύρρη και Θεόδωρου Παπαδόπουλου, στα εκκλησιαστικά αρχεία της Αρχιεπισκοπής Κύπρου, των θρησκευτικών δικαστηρίων της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και των αρχείων του Βατικανού. Τα ονόματα των κυπριακών περιοχών που οι κάτοικοι ήταν στο σύνολό τους «λινοβάμβακοι» (κρυπτοχριστιανοί εξισλαμισμένοι Έλληνες) αναφέρονται στα αρχεία της Προεδρίας Κυβερνήσεως της Τουρκίας (11/071905 και 22/02/1910) βάση της έρευνας του Μουφτή της Κύπρου Ζιγιάι Εφέντη.
Βεβαίως υπήρξαν και ομόθρησκοι του Έρντενκιζ που έσπευσαν να σταθούν γενναία στο πλευρό του. Ο αρχαιολόγος Τουντζέρ Μπαγισκάν σε άρθρο του στην εφημερίδα «Αφρίκα» (14/02/2002), αφού επέκρινε τον Λουτφή Οζτέρ, πέρασε στην αντεπίθεση παραθέτοντας μία μαρτυρία ενός Κύπριου μουσουλμάνου της Καρπασίας για να αποδείξει ότι, όντως οι «Τουρκοκύπριοι» δεν έχουν τουρκική καταγωγή. Στο άρθρο του ο Μπαγισκάν, έγραψε σχετικά:
«Πριν από μερικά χρόνια, ενώ βρισκόμουν στην Καρπασία για αρχαιολογικές ανασκαφές πληροφορήθηκα την περιπέτεια ενός τουρκοκύπριου της περιοχής ο οποίος στη δεκαετία του ’30 μετέβη στην Τουρκία για να εγγραφεί στη Στρατιωτική Ιατρική Σχολή της Κωνσταντινούπολης. Οι στρατιωτικές αρχές μετά από σχετική έρευνα, απεφάνθησαν ότι ο εν λόγω Τουρκοκύπριος δεν είχε τουρκική καταγωγή και ως εκ τούτου δεν έγινε δεχτός στη Σχολή. Κατόπιν αυτού, ο Τουρκοκύπριος ενεγράφη στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Κωνσταντινούπολης. Ως πτυχιούχος επέστρεψε στην Κύπρο και συνεργάστηκε με τον ιατρό Αντώνη, αδελφό του Νίκου Σαμψών από το Βασίλι. Ο Τουρκοκύπριος (του οποίου δεν αναφέρεται το όνομα) ήταν γνωστός στην κοινότητα για τα εθνικιστικά του φρονήματα, εξελέγη “βουλευτής” και χρημάτισε “Υπουργός”. Η κηδεία του έγινε σε τζαμί και σύμφωνα με τα όσα ισχύουν στη Μουσουλμανική θρησκεία».
Πέρα από αυτό το χαρακτηριστικό παράδειγμα για το πώς οι ίδιοι οι Τούρκοι αντιμετώπιζαν τους μουσουλμάνους της Κύπρου, ο Μπαγισκάν αναφέρεται και στο βιβλίο του Αλή Κεμάλ Μεράμ με τίτλο «Οι μητέρες των Σουλτάνων», όπου μία προς μία αναφέρονται οι Ελληνίδες, Εβραίες, Ρωσίδες, Ιταλίδες και Ισπανίδες σουλτάνες. Επίσης ο Μπαγισκάν αναφέρει και τη δήλωση του Κεμάλ Ατατούρκ, ότι «για αιώνες οι Οθωμανοί σφετερίστηκαν τα δικαιώματα των Τούρκων», όπου γίνεται ξεκάθαρη διάκριση μεταξύ των γνήσιων μογγολίδων Τούρκων στην καταγωγή και της μεγάλης πλειοψηφίας των εξισλαμισμένων Οθωμανών, δηλαδή «τουρκεμένων» χριστιανών, ελληνικής, αρμενικής, βουλγαρικής, αλβανικής, σερβικής κ.α.
καταγωγής. Βεβαίως, τι ειρωνεία να λέει ο Κεμάλ κάτι τέτοιο, που ήταν Εβραίος στην καταγωγή[23]!
Αξίζει τώρα να δούμε, ποια είναι αυτά τα σημεία της έρευνας του Έρντενκιζ, που προκάλεσαν τη μήνη των φανατικών τουρκοφρόνων. Στη σελίδα 60 του βιβλίου αναφέρονται 27 ονόματα «τουρκοκυπριακών» χωριών (μεταξύ των οποίων: Ποταμιά, Λουρουτζίνα, Καντού, Κιβισίλι, Σκούλι, Πολεμίδια, Επισκοπή, Κόκκινα) των οποίων το σύνολο των κατοίκων είναι κρυπτοχριστιανοί. Πρόκειται για λατίνους ή αρβανίτες Έλληνες που εξισλαμίστηκαν και αργότερα εκτουρκίστηκαν. Στις σελίδες 66 και 67 αναφέρεται ότι ο εξισλαμισθείς χριστιανός έπαιρνε το τούρκικο ή αραβικό όνομα που αντιστοιχούσε στο προηγούμενο χριστιανικό του, π.χ. ο Ιωσήφ = Yusuf, η Μαρία = Meryem, ο Χριστόδουλος = Abdullah, ο Κωνσταντίνος = Omer, ο Νίκος = Hasan, ο Χριστοφής = Bayrdm κ.λ.π. Στη σελίδα 69 μάλιστα σημειώνεται ότι μέχρι τον 19ο αιώνα, δηλαδή μέχρι την έλευση των ‘γγλων στο νησί, υπήρχαν μουσουλμάνοι που χρησιμοποιούσαν και τα δύο ονόματα, όπως είδαμε να γίνεται και με τους Βαλαάδες της Μακεδονίας. Στη σελίδα 104 μαθαίνουμε ότι οι πρώτοι «Τούρκοι» που πάτησαν το πόδι τους στην Κύπρο, ήταν Τουρκομάνοι από τη Νότια Ανατολία, Συρία, Λίβανο και Ιράκ.
Επρόκειτο, κυρίως, για Κούρδους και ‘ραβες χριστιανούς. Στη σελίδα 109 ο Έρντενκιζ γράφει, ότι σημαντικός αριθμός των ανδρών προγόνων των σημερινών «Τουρκοκυπρίων» ήταν μουσουλμάνοι αλλά όχι Τούρκοι, οι δε μητέρες στη μεγάλη τους πλειοψηφία ήταν Ελληνίδες και δυτικοευρωπαίες. Στη σελίδα 115 υποστηρίζει ότι οι διαμένοντες στην Καρπασία «Τούρκοι», έχουν λευκή επιδερμίδα, είναι ξανθοί και γαλανομάτηδες. Είναι όλοι τους εξισλαμισμένοι Έλληνες. Οι «Τουρκοκύπριοι» των χωριών Κιβισίλι, Μαρί, Πραστειό Πάφου και Μελούντα μέχρι το 1832 ήταν όλοι τους χριστιανοί.
Τα παραπάνω στοιχεία επειδή ακριβώς δεν προέρχονται από έναν Έλληνα ή έστω Ελληνοκύπριο ιστορικό, αλλά από επιφανή Κύπριο μουσουλμάνο, όπως είναι ο Αχμέτ Έρντενκιζ, οπωσδήποτε έχουν μεγαλύτερη βαρύτητα και δείχνουν ακριβώς το κλίμα που επικρατεί μεταξύ των διανοούμενων «Τουρκοκυπρίων». Οι μουσουλμάνοι της Κύπρου, άπαντες ελληνόφωνοι, αισθανόμενοι αιχμάλωτοι στην ίδια την πατρίδα τους από τον πολυάριθμο κατοχικό τουρκικό στρατό που τους «απελευθέρωσε» και τους «προστατεύει», έχουν αρχίσει πλέον και φωνάζουν, έστω δειλά, την ελληνική τους καταγωγή? ελπίζοντας πως η μητέρα Ελλάδα, της οποίας γνήσια τέκνα είναι και αυτοί, θα παύσει επιτέλους να θεωρεί ως «γνήσιους» Έλληνες μόνο τους ορθοδόξους χριστιανούς και θα αναγνωρίσει επιτέλους ως αληθινούς και καλούς Έλληνες, και τους εκατομμύρια ελληνόφωνους μουσουλμάνους όχι μόνο της Κύπρου, αλλά και του Πόντου, και της Μικράς Ασίας, οι οποίοι, όπως θα δούμε παρακάτω, δίχως σχολεία και δίχως ορθόδοξη… επιφοίτηση συνεχίζουν να κρατούν ζωντανή την Ελληνική γλώσσα, αλλά και την ελληνική τους εθνική συνείδηση.
Εξάλλου είναι τεράστια ειρωνεία και υποκρισία να θεωρείται η Ορθοδοξία ως εθνική μας ταυτότητα, όταν ορθόδοξοι χριστιανοί είναι και οι Βούλγαροι, οι Σέρβοι, οι Ρώσοι, οι Ρουμάνοι, οι Ουκρανοί και πολλοί ‘ραβες. Αυτοί όμως δεν θεωρούνται Έλληνες, όπως δεν θεωρούνται και όλοι οι μουσουλμάνοι Τούρκοι, εφόσον το Ισλάμ ακολουθούν και οι ‘ραβες, και πολλοί νέγροι Αφρικανοί, οι Πέρσες, οι Πακιστανοί, οι Αφγανοί, οι Ινδονήσιοι και τόσοι άλλοι. Γιατί λοιπόν ειδικά και μόνο σε ό,τι αφορά τις διμερείς σχέσεις Ελλήνων και Τούρκων, πρέπει να ισχύει το ηλίθιο, πρωτάκουστο και ανιστόρητο από όλες τις πλευρές δόγμα, ότι όποιος είναι ορθόδοξος = Έλληνας και όποιος είναι μουσουλμάνος = Τούρκος; Ποιοι είναι εκείνοι που έχουν συμφέρον από τη συρρίκνωση του ελληνικού έθνους προς όφελος του τουρκικού; Και τελικά, ποιος ορίζει την Ελληνικότητα; Μήπως ο ιουδαϊκής καταγωγής Χριστιανισμός;

0 0 ψήφοι
Article Rating

Συνδρομή
Ειδοποίηση για
guest

0 Comments
Παλαιότερο
Νεότερο Περισσότερο ψηφισμένο
Ενσωματωμένα σχόλια
Δείτε όλα τα σχόλια
0
Θα θέλαμε τις σκέψεις σας, σχολιάστε.x