[taxopress_postterms id="1"]
Από το ΥΠΕΡΟΧΟ Έργο του Διδάκτορα στο Freie Universität Berlin κ. Κώστα Λάμπου, “Άμεση Δημοκρατία και Αταξική Κοινωνία“ [εκδοτικό ΝΗΣΙΔΕΣ, έκδοση 2012, σελίδες 96-105].
1. Η “Ιδανική Πολιτεία” του Πλάτωνα.
«Δεν μπορείς να κάνεις τον κόσμο καλύτερο, αν δεν προσπαθήσεις να τον κάνεις τέλειο».
[Tom Regan].
Όπως είναι γνωστό, η σκέψη και η διδασκαλία του Πλάτωνα (427-347 π.Χ.) και του μαθητή του, Αριστοτέλη (384-322 π.Χ.), δεν συνέβαλε αποφασιστικά μόνο στη διαμόρφωση και αποκρυστάλλωση του ύστερου αρχαιοελληνικού πολιτισμού, αλλά επηρέασε και συνεχίζει να επηρεάζει ακόμα την παγκόσμια σκέψη, μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Γνωστό είναι επίσης και το γεγονός πως ο Πλάτωνας και ο Αριστοτέλης υπήρξαν αρνητές και σφοδροί κατήγοροι της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και συνήγοροι ολιγαρχικών, αριστοκρατικών και μοναρχικών πολιτευμάτων.
Για να κατανοήσουμε τη σκέψη του Πλάτωνα, είναι χρήσιμο να γνωρίζουμε πως ήταν μεγαλογαιοκτήμονας και δουλοκτήτης, ένας από τους πιο εύπορους αριστοκράτες της αρχαίας Αθήνας, που έζησε στη δύση του «χρυσού αιώνα» του Περικλή (495-429 π.Χ.), στην επακόλουθη παρακμή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και στην αποσύνθεση που επέφερε ο Πελοποννησιακός πόλεμος (431-404 π.Χ) στον ιστό των ελληνικών πόλεων-κρατών. Δυο γεγονότα που προκάλεσαν ραγδαία αύξηση της φτώχειας, που συνοδεύτηκε από ένταση της κοινωνικής δυσαρέσκειας, των διαμαρτυριών και των συγκρούσεων με καθολικό αίτημα την επαναφορά της κοινοκτημοσύνης, την κατάργηση των αυταρχικών πλουτοκρατικών καθεστώτων και την επαναφορά της Δημοκρατίας. Το κοινωνικό αυτό ρεύμα έβρισκε ανταπόκριση στους φιλόσοφους και στους ποιητές της εποχής, οι περισσότεροι από τους οποίους καυτηρίαζαν με τη διδασκαλία, τις γραφές και τα έργα τους τους εξουσιαστές και φούντωναν ακόμα περισσότερο την κοινωνική διαμαρτυρία.
Στα τελευταία μάλιστα χρόνια της ζωής του βίωσε τις συνέπειες της κατάρρευσης της δεύτερης ηγεμονίας της Αθηναϊκής Πολιτείας (354 π.Χ.), «όταν οι πόλεμοι είχαν ξεζουμίσει τις ζωτικές δυνάμεις του ελληνισμού και άνοιγαν οι δρόμοι στους Μακεδόνες να κατέβουν προς τα κάτω», και προφανώς προσχώρησε στην μεροληπτική κατά των πολιτών και προφανώς υπέρ των πολιτικών αντίληψη του Ισοκράτη (436-338 π.Χ.) πως «η Δημοκρατία μας αυτοκαταστρέφεται διότι κατεχράσθη το δικαίωμα της ελευθερίας και της ισότητας, διότι έμαθε τους πολίτες να θεωρούν την αυθάδεια ως δικαίωμα, την παρανομία ως ελευθερία, την αναίδεια του λόγου ως ισότητα και την αναρχία ως ευδαιμονία». Ο Πλάτωνας είναι σαφής για τα αίτια που αναγκάζουν τους ανθρώπους να δημιουργούν πολιτείες, όταν λέει πως «επειδή ο καθένας από μας δεν είναι σε θέση να εξοικονομεί μόνος του όλες τις ανάγκες του, αλλά του λείπουν πολλά, η ανάγκη του πράγματος υποχρεώνει τον ένα να καταφύγει στη συνδρομή ενός άλλου, και τον άλλο στη βοήθεια ενός τρίτου. Έτσι οι πολλές αυτές ανάγκες μάζεψαν πολλούς να καθίσουν όλοι μαζί στο ίδιο μέρος για να βοηθούνται μεταξύ τους. Αυτό το μέρος το ονομάζουμε Πολιτεία».
Είναι προφανές πως αυτές οι εμπειρίες, σε συνδυασμό με τις διδασκαλίες των προσωκρατικών και ιδιαίτερα του Πρωταγόρα, τον οδήγησαν στην περίοδο της προχωρημένης ωριμότητας του στην απόφαση να γράψει την «Ιδανική Πολιτεία», πασχίζοντας να δώσει στην ανθρωπότητα ένα ιδανικό πολίτευμα στο πλαίσιο του οποίου δεν θα μπορεί κανένας να αποστερεί την ελευθερία των άλλων και να δημιουργεί ανισότητα, γιατί αυτό οδηγεί σε πολέμους που εμποδίζουν την ανάπτυξη της ανθρώπινης κοινωνίας και του πολιτισμού της. Βέβαια, ακόμα και για τον Πλάτωνα, στην ιδανική πολιτεία του, η κοινωνία θα χωριζόταν σε τρεις τάξεις, «των δημιουργών, των επίκουρων και των αρχόντων», όμως από την άλλη μεριά δημιουργεί μια Πολιτεία στην οποία δεν υπάρχει ιδιοκτησία, ατομισμός, ιδιώτευση και οικογένεια με την έννοια της ιδιοκτησιακής αποκλειστικότητας, οπότε, εφ’ όσον υπάρχει κοινοκτημοσύνη, δεν υπάρχει διαχωρισμός ανάμεσα σε πλούσιους ή φτωχούς. Δεν υπάρχουν δούλοι, όπως και κανένας διαχωρισμός μεταξύ ανδρών και γυναικών. Όλοι είναι ίσοι στη βάση του σεβασμού της όποιας διαφορετικότητας τους.
Δεν είναι του παρόντος μια διεξοδική ανάλυση της Πολιτείας του Πλάτωνα και πολύ περισσότερο δεν είναι του παρόντος η λεπτομερής αναζήτηση των αιτίων της αντιφατικότητας των απόψεων του Πλάτωνα, γιατί αυτές δεν ήταν παρά το αντικαθρέφτισμα της αντιφατικότητας της εποχής του, η οποία προσδιοριζόταν από την μεγάλη απόσταση μεταξύ των περιορισμένων αντικειμενικών δυνατοτήτων για μια «Ιδανική Πολιτεία» και των απεριόριστων υποκειμενικών πνευματικών ανησυχιών και ικανοτήτων του Πλάτωνα, ο οποίος προφανώς με την Ιδανική Πολιτεία του κατάθετε την ελπίδα του πως αυτό θα μπορούσε να συμβεί στο μακρινό μέλλον. Γι’ αυτό, εκείνο που μπορούμε να υπογραμμίσουμε για την ιδιαίτερη σημασία της «Ιδανικής Πολιτείας» για τη σύγχρονη εποχή, στην οποία αυτή η απόσταση μεταξύ των αντικειμενικών και υποκειμενικών δυνατοτήτων για την οικοδόμηση αν όχι μιας ιδανικής πολιτείας, τουλάχιστον ενός καλύτερου από τον υφιστάμενο κόσμου, έχει τόσο περιοριστεί. Έτσι, το γεγονός πως ο Πλάτωνας στην Ιδανική Πολιτεία του συνέδεε την Ισότητα και την Ελευθερία με την Κοινοκτημοσύνη και την κατάργηση κάθε μορφής ατομικής ιδιοκτησίας αποτελεί διαχρονικά τη μεγαλύτερη προσφορά του στην παγκόσμια πολιτική σκέψη.
Πριν, όμως, σκιαγραφήσουμε την «Ιδανική Πολιτεία» του Πλάτωνα, είναι σκόπιμο να επισημάνουμε τον πλούσιο προβληματισμό των προγενέστερων αλλά και των συγχρόνων του φιλοσόφων και τραγικών ποιητών πάνω στο ζήτημα της ανισότητας, του πολέμου και της δυστυχίας, της Δημοκρατίας και της Τυραννίας, ο οποίος προφανώς και δεν άφησε αδιάφορο τον Πλάτωνα. Θα σταθούμε ενδεικτικά μόνο στη γνωστή Κωμωδία του Αριστοφάνη (450-385 π.Χ.)Πλούτος, που γράφτηκε το 388. Σύμφωνα με αυτήν, ο Δίας τύφλωσε τον θεό Πλούτο [Πλούτος: “Ο Δίας μου προξένησε το κακό αυτό φθονώντας τους ανθρώπους. Εγώ, δηλαδή, όταν ήμουν παιδί, διατύπωσα την απειλή ότι θα πάω μονάχα σε ανθρώπους που είναι σωστοί, σοφοί και κόσμιοι, κι εκείνος μου στέρησε το φως των ματιών μου, για να μην αναγνωρίζω κανέναν από αυτούς τους ανθρώπους. Τόσο πολύ εκείνος φθονεί τους ανθρώπους που είναι έντιμοι»], για να μη βλέπει και συνεπώς να μην μπορεί να επιλέγει σε ποιον να προσφέρεται με σκοπό να μην καταλήγει στις τσέπες όσων τον έχουν ανάγκη, αλλά στις τσέπες των «ικανών» να πλουτίζουν παράνομα. Το αποτέλεσμα αυτής της συνωμοσίας του ‘πατέρα των θεών’ Δία με τους παράνομα πλουτίζοντες ‘πατέρες των ανθρώπων’ κατά τον Αριστοφάνη είναι ο Πλούτος να είναι ο αποκλειστικά υπαίτιος για όλα τα κακά, για την «πενία» [«…από αυτήν πουθενά δεν έχει δημιουργηθεί κανένα ζωντανό καταστροφικότερο»] και τη δυστυχία των πολλών, για τον πλουτισμό των λίγων, για τους πολέμους και τη δουλεία, για τη διαφθορά των ανθρώπων και τη φθορά της Δημοκρατίας.
Το χρέος για την αλλαγή αυτής της κατάστασης ο Αριστοφάνης το αναθέτει σε ένα έντιμο ελεύθερο Πολίτη της Αθήνας, στον Χρεμύλο, στον έξυπνο δούλο του Χρεμύλου, τον Καρίωνα, και στον θεό της ιατρικής επιστήμης, τον Ασκληπιό, με τη βοήθεια του οποίου ο θεός Πλούτος, που ήθελε να διώξει τη φτώχεια έξω από όλη την Ελλάδα, ξαναβρήκε το φως του, οπότε ήρθαν τα πάνω κάτω, γιατί ο πλούτος αυτομοιράστηκε σε όλους τους καλούς [«… ελάτε όλοι γενικά, μ’ ένα λόγο πιαστείτε στο χορό, κάνετε χορευτικά πηδήματα, ρίξτε το για καλά στο χορό, γιατί κανείς πια, όταν μπαίνει στο σπίτι του, δεν θα λέει πως δεν υπάρχει αλεύρι στη σακούλα του»] και οι κακοί και το ιερατείο φτώχυναν [«… τώρα κανένας δεν προσφέρει θυσία, ούτε μπαίνει στο χώρο του ναού, εκτός βέβαια από περισσότερους από δέκα χιλιάδες που μπαίνουν για να κοπρίσουν»], μέχρι που και οι ίδιοι οι θεοί ξέπεσαν [«Αφότου άρχισε να ξαναβλέπει ο Πλούτος κανένας πια άνθρωπος ούτε λιβάνι, ούτε δάφνη, ούτε γλυκίσματα, ούτε σφαχτά για θυσία, ούτε τίποτα άλλο προσφέρει πια σε μας τους θεούς»] και από αφεντικά του κόσμου έγιναν υπηρέτες των ανθρώπων, σε βαθμό που ακόμα και ο θεός Ερμής να αναγκάζεται, με εντολή του Καρίωνα, να ζητιανεύει, «να υπηρετεί, και να πλένει τις κοιλιές των σφαχτών», για να ζήσει.
Αποκωδικοποιώντας το κοινωνικό μήνυμα του Αριστοφάνη για δικαιοσύνη και ισοπολιτεία και τους συμβολισμούς αναφορικά με το υποκείμενο της αναγκαίας κοινωνικής αλλαγής, κατανοούμε πως η παρακμή της κυρίαρχης τάξης είχε κιόλας προσανατολίσει την κοινωνία προς μια λύση της ισοκατανομής του κοινωνικού πλούτου, ως την αναγκαία προϋπόθεση για την κοινωνική ειρήνη και την ανθρώπινη ευτυχία.
Μετά από αυτή την αναγκαία παρεμβολή των απόψεων του Αριστοφάνη, μπορούμε να δούμε τι ακριβώς υποστήριζε ο Πλάτωνας στην «Ιδανική Πολιτεία» του. Αφετηρία της σκέψης του φαίνεται να ήταν η πεποίθηση πως η ιδιοκτησία πάνω σε ανθρώπους και σε πράγματα ήταν η κακοδαιμονία των κοινωνιών. «Οι γυναίκες πρέπει όλες σε όλους να είναι κοινές και καμιά να μη συνοικεί χωριστά και τα παιδιά να είναι κοινά και κανένας γονιός να μην ξέρει το παιδί που γεννήθηκε από αυτόν και το παιδί το γονιό του…». Για την «ηθική» της εποχής του, αλλά ακόμα και της εποχής μας, όπου κυριαρχεί η αντίληψη και η ηθική της «αγίας ιδιοκτησίας» ακόμα και πάνω σε ανθρώπους, στις γυναίκες μας, στα παιδιά μας, είναι προφανές πως αυτή η αντίληψη σοκάρει, αν κανείς σταθεί μόνο σ’ αυτή την επιδερμική προσέγγιση. Όμως η σκέψη του Πλάτωνα απηχούσε μια άλλη, μια μελλοντική ηθική, «όπου, αφού θα έχουν κοινές κατοικίες και συσσίτια και κανένας δεν θα έχει τίποτα ιδιαίτερα δικό του και θα είναι όλοι μαζί ανακατωμένοι και στα γυμνάσια και στην εκπαίδευση, θα οδηγηθούν, νομίζω, από την έμφυτη ανάγκη να ζευγαρωθούν μεταξύ τους…», πράγμα που προφανώς σημαίνει πως το ζευγάρωμα και η συμβίωση θα είναι θέμα άδολης, ελεύθερης, απαλλαγμένης από οικονομικές και κοινωνικές σκοπιμότητες, επιλογής ελεύθερων πολιτών.
Όσο για τα παιδιά, αυτά «θα τα παραλαμβάνουν οι ορισμένες γι’ αυτό το σκοπό αρχές, που θα τις αποτελούν είτε άντρες είτε γυναίκες, είτε άντρες και γυναίκες μαζί, γιατί θα είναι βέβαια κι’ οι αρχές κοινές και για τα δύο φύλα…και η πόλη θα επιβαρύνεται με την ανατροφή τους». Με αυτόν τον τρόπο ο Πλάτωνας προσδοκά μια κοινωνία, όπου φράσεις και έννοιες όπως «δικό μου και δικό σου», που «διασπά την πόλη και την κάνει πολλές αντί μια», δεν θα είναι νοητές αφού «όλοι οι πολίτες μαζί, που δεν θα έχουν ούτε ιδιαίτερες κατοικίες, ούτε ιδιόκτητα χωράφια, ούτε κανένα ιδιαίτερο κτήμα…δεν θα έχουν μέρος στο ίδιο το πράγμα που όλοι θα το λένε δικό μου, αλλά θα ανήκει σε όλους και το συμφέρον του ενός δεν θα είναι διαφορετικό από το συμφέρον του άλλου…, οπότε θα πάνε στο καλό και οι δίκες και οι καταγγελίες μεταξύ τους, αφού τίποτα κανείς δεν θα έχει ιδιαίτερο παρά το σώμα του και όλα τα άλλα κοινά και που αποτέλεσμα θα είναι να λείψουν αναμεταξύ τους οι διχόνοιες, όσες τουλάχιστον προέρχονται από κτηματικές διαφορές, ή εξ αφορμής των γυναικών ή των παιδιών, ή από άλλους οικογενειακούς λόγους». Φυσικό ήταν για τον Πλάτωνα, σε μια Ιδανική Πολιτεία που δεν υπάρχει ατομική ιδιοκτησία, που τα πάντα είναι ελευθέρα και κοινά, να μην υπάρχει θέση για το χρήμα, ούτε ακόμα και για πολύτιμα μέταλλα.
Σε μια τέτοια πολιτεία, η οποία «θα ήταν γλυτωμένη από τις κολακείες των φτωχών προς τους πλούσιους και από τις στενοχώριες και τα βάσανα των φτωχών που θα τραβούσαν για την ανατροφή των παιδιών τους, για να εξοικονομήσουν τα χρήματα για τη συντήρηση του νοικοκυριού τους και που άλλα τα δανείζονται και άλλα τα αρνούνται και τόσα άλλα παθήματα… Από όλα αυτά θα είναι γλυτωμένοι και θα ζουν πιο μακάρια από τη μακαριστή ζωή που ζουν οι ολυμπιονίκες… Σκοπός μας είναι να κάνουμε μια πολιτεία όσο γίνεται πιο ευτυχισμένη, κι όχι να περιοριστούμε να κάνουμε μια μόνο τάξη μέσα σ’αυτήν ευτυχισμένη». Είναι προφανές πως ο Πλάτωνας οραματιζόταν μια αταξική κοινωνία, έστω κι αν αυτή θα έπρεπε να κυβερνιέται από τους φιλοσόφους [«Γιατί αν οι φιλόσοφοι δεν γίνουν βασιλείς στις πόλεις ή αυτοί που ονομάζονται σήμερα βασιλείς και δυνάστες δεν φιλοσοφήσουν γνήσια κι’ όσο χρειάζεται…δεν μπορεί να υπάρξει ευδαιμονία ούτε για τα άτομα ούτε για τις πολιτείες»]. Προεκτείνοντας όμως τη σκέψη του Πλάτωνα, όπως αυτή αποτυπώνεται στο «πρότυπο μιας τέλειας πολιτείας» [«Τι άλλο λοιπόν εκάναμε κ’ εμείς με τον λόγο μας, παρά που χαράξαμε το πρότυπο μιας τέλειας πολιτείας;»], και γνωρίζοντας πως ούτε οι φιλόσοφοι κατάφεραν να γίνουν βασιλιάδες, αλλά και οι βασιλιάδες δεν μπόρεσαν να απαρνηθούν τον ρόλο τους ως δυνάστες και να γίνουν φιλόσοφοι, θα μπορούσαμε να φανταστούμε την ιδανική πολιτεία και συνολικά την ιδανική ανθρωπότητα, δηλαδή την «κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα» [«Η άποψη του παλιού υλισμού είναι η κοινωνία των ‘πολιτών’. Η άποψη του καινούργιου υλισμού είναι η ανθρώπινη κοινωνία ή η κοινωνικοποιημένη ανθρωπότητα», Μαρξ Καρλ, Δέκα θέσεις για τον Φόυ-ερμπαχ, στο: Ένγκελς Φρίντριχ, Η καταγωγή της…], να κυβερνιέται από τη σοφία των Λαών της, δηλαδή να αυτοκυβερνιέται.
2. Η “Πάτριος Δημοκρατία” ή η “Άριστη Πόλη” του Αριστοτέλη.
Ως απάντηση στον δάσκαλο του τον Πλάτωνα, ο Αριστοτέλης, που ήταν γνωστός φιλοβασιλικός και πολέμιος της Δημοκρατίας [«Η συμπάθεια του Αριστοτέλη προς τη βασιλεία μπορεί να εξηγηθεί αν ληφθούν υπ’ όψιν ορισμένα στοιχεία από τη ζωή του. Είναι γνωστές οι σχέσεις του με τη μακεδονική αυλή: ο πατέρας του ήταν γιατρός του βασιλιά Αμύντα Γ’, πατέρα του Φιλίππου Β’, ο ίδιος μεγάλωσε στη μακεδονική αυλή, υπήρξε δάσκαλος του Αλεξάνδρου και προσωπικός φίλος του Αντιπάτρου, του αντιβασιλιά και αρχιστρατήγου Μακεδονίας και Ελλάδας, οριστικού ενταφιαστή της αθηναϊκής δημοκρατίας (322)… Η ευνοϊκή στάση του Σταγειρίτη στο θέμα της βασιλείας πρέπει, κατά το Διογένη το Λαέρτιο, να του εξασφάλισε και τη γενναιόδωρη χρηματοδότηση εκ μέρους του Αλεξάνδρου και του Αντιπάτρου για την ίδρυση και τη λειτουργία του Λυκείου».Οικονόμου Γιώργος, Η Αριστοτελική…,], συμπεριέλαβε στα Πολιτικά του τις απόψεις του για την «Αριστη Πολιτεία», προτείνοντας όχι ανατροπές, αλλά βελτιώσεις, γιατί ο Αριστοτέλης θεωρεί «ότι οι επαναστατικές ανατροπές είναι γενικά παθολογικά φαινόμενα… και στη σκέψη του δεν προβάλλεται τόσο μια θεωρία κοινωνικής μεταβολής, ή κοινωνικής επανάστασης, όσο μια θεωρία που θα προωθούσε την κοινωνική συνοχή και τη σταθερότητα των πολιτευμάτων, ή διαφορετικά μια θεωρία που θα δικαιολογούσε την εξουσία των ελεύθερων προνομιούχων πολιτών».
Από αυτή την οπτική γωνία ο Αριστοτέλης περιγράφει ως «άριστο πολίτευμα, εκείνο το πολίτευμα στο οποίο η πόλη είναι δυνατόν να καταστεί ευδαίμων, και επειδή καθώς ειπώθηκε, χωρίς αρετή δεν μπορεί να υπάρξει ευδαιμονία, είναι προφανές ότι η πόλη που συγκροτείται με βάση το άριστο πολίτευμα …, δεν μπορεί να έχει ως πολίτες της άτομα που απασχολούνται με τα βάναυσα επαγγέλματα ή με την αγορά (εμπόριο), πράγμα που είναι αντίθετο με την ευγένεια και ασυμβίβαστο με την αρετή. Ούτε βεβαίως είναι δυνατόν αυτοί που πρόκειται να γίνουν πολίτες της να είναι γεωργοί, διότι χρειάζονται ελεύθερο χρόνο τόσο για την απόκτηση της αρετής όσο και για την ενασχόληση με τις πολιτικές δραστηριότητες». Συνεπώς η «άριστη πόλη αποτελείται από άρχοντες και αρχόμενους…, στην άρχουσα τάξη ανήκουν οι άρχοντες δηλαδή οι εύποροι, οι ιερείς [Σημαντικό είναι να σημειώσουμε πως ενώ στην Πολιτεία του Πλάτωνα δεν γίνεται ιδιαίτερα λόγος για ιερατεία και θρησκευτικές εκδηλώσεις, ο Αριστοτέλης αντιμετωπίζει την πίστη και τις θρησκευτικές δοξασίες των πολιτών σαν κρατική υπόθεση, όταν γράφει πως «οι δαπάνες για τις θρησκευτικές λατρευτικές τελετές επιβαρύνουν όλη την πόλη συνολικά… το ένα τμήμα των δημοσίων εκτάσεων προορίζεται για τις θρησκευτικές δαπάνες και το άλλο για τις δαπάνες των συσσιτίων.. .και επιβάλλεται να υπάρχουν διάσπαρτα στη χώρα ιερά, άλλα αφιερωμένα στους θεούς και άλλα στους ήρωες»], το βουλευτικό σύμφωνα με την κοινωνική σειρά και το οπλικό που είναι μόνιμο…, ενώ η τάξη των εργατών δεν αποτελεί μέρος της πόλης, ούτε καμία άλλη τάξη που δεν ασκεί την αρετή ως κύρια ασχολία». Πολύ περισσότερο δεν ανήκουν κατά τον Αριστοτέλη στην άριστη πόλη «τα έμψυχα εργαλεία», δηλαδή οι δούλοι, παρά το γεγονός πως ο ίδιος δίδασκε ότι «η δουλεία ως κοινωνικό φαινόμενο είναι ασυμβίβαστη με το δίκαιο». Είναι προφανές πως για τον Αριστοτέλη ενάρετοι είναι μόνο όσοι κατέχουν πλούτο και αξιώματα και όχι όσοι ζουν ενάρετα, σε αντίθεση με τον Πλάτωνα που θεωρούσε προϋπόθεση της ιδανικής πολιτείας και της ενάρετης ζωής την κατάργηση του πλούτου.
Εκεί, όμως, που ο Αριστοτέλης έρχεται σε μετωπική ρήξη με τον δάσκαλο του τον Πλάτωνα είναι το θέμα της ιδιοκτησίας, για το οποίο διατυπώνει με απόλυτη σαφήνεια τις απόψεις του λέγοντας ότι «η χώρα είναι σωστό να ανήκει στους κατόχους όπλων (στους οπλίτες) και σε όσους μετέχουν στο πολίτευμα (ασκούν εξουσία)…., υποστηρίζουμε δε ότι δεν χρειάζεται κοινοκτημοσύνη, για την οποία μίλησαν ορισμένοι [«.. .ούτε κοινήν φαμέν είναι δειν την χτίσην ώσπερ τινές ειρήκασιν…» (και δεν νομίζουμε πως πρέπει να υπάρχει κοινοκτημοσύνη, όπως είπαν κάποιοι…)], αλλά κοινοχρησία (και μάλιστα μόνο), ως αποτέλεσμα των φιλικών σχέσεων».
Όσον αφορά στο ποιος ασκεί την εξουσία, είδαμε πως στην Πολιτεία του Πλάτωνα θα έπρεπε να την ασκούν οι φιλόσοφοι, ενώ κατά τον Αριστοτέλη «η φύση έχει προετοιμάσει τη διάκριση χωρίζοντας αυτό το ίδιο το ανθρώπινο γένος σε νεότερους και σε μεγαλύτερους, από τους οποίους οι πρώτοι ταιριάζει να άρχονται και οι δεύτεροι να άρχουν».
Μια άλλη διαμετρικά αντίθετη θέση, με τη θέση του Πλάτωνα για την «κοινοκτημοσύνη» [Βέβαια, για κοινοκτημοσύνη των γυναικών μπορεί να γίνεται λόγος σε μια δουλοκτητική κοινωνία που θεωρεί ανθρώπους και επί του προκειμένου γυναίκες κτήμα κάποιων άλλων ανθρώπων, οπότε γίνεται προφανές πως μιλάμε από την οπτική ενός ανδροκρατικού συστήματος. Με αυτή την έννοια όμως θα πρέπει να υποθέσουμε πως σε ένα προηγούμενο ή και σε κάποιο επόμενο μητριαρχικό σύστημα τα πράγματα θα ήταν αντίστροφα, οπότε ο λόγος θα ήταν για την ‘κοινοκτημοσύνη των ανδρών’, όπως άλλωστε το φαντάζεται και το επιχειρεί η Πραξαγόρα στις Εκκλησιάζουσες του Αριστοφάνη. Προφανώς ο Αριστοτέλης δεν προσπάθησε να κατανοήσει τη θέση του Πλάτωνα ως ελευθερία ερωτικής επιλογής μεταξύ των φύλων σε μια Ιδανική Πολιτεία, απαλλαγμένη από οικονομικές και κοινωνικές σκοπιμότητες που υποβαθμίζουν τον έρωτα σε «συζυγικό καθήκον», το οποίο τελικά οδηγεί σε «παράνομες σχέσεις», στην υποκρισία και στη δυστυχία] ο οποίος τάσσεται ανεπιφύλακτα υπέρ της κλειστής ιδιοκτησιακής οικογένειας και υποστηρίζει πως «ο νομοθέτης αρχικά έχει το χρέος να φροντίσει για τη σύζευξη, δηλαδή πότε και με ποια συγκεκριμένα γνωρίσματα οι μελλόνυμφοι έχουν δικαίωμα να έρχονται σε γάμου κοινωνία μεταξύ τους.,.,να νομοθετεί για τη συζυγική σχέση…, για να συμβιβάζονται οι ηλικίες τους…, να μη διαφέρουν οι φυσικές δυνάμεις τους…, να μεριμνά για τη διαδοχή των παιδιών…» Ενώ ο Πλάτωνας αναθέτει την εκπαίδευση των παιδιών στις αρμόδιες υπηρεσίας της Πολιτείας, ο Αριστοτέλης αντίθετα θεωρεί πως «τα παιδιά μέχρι την ηλικία των εφτά ετών κρίνεται απαραίτητο να ανατρέφονται στο σπίτι…, ο νομοθέτης οφείλει να απαλλάξει την πόλη από την αισχρολογία…, εξορίζουμε και την παρακολούθηση αισχρών θεαμάτων και την ανάγνωση αισχρών κειμένων… Στους νεότερους πρέπει να απαγορεύεται να ακούν ιαμβικά άσματα και να παρακολουθούν κωμωδίες…, ανήκει στην αρμοδιότητα των παιδονόμων να επιβλέπουν τον τρόπο ζωής των παιδιών και ως προς τα άλλα και όπως ελάχιστα συναναστρέφονται με δούλους…».
Τέλος, ο Αριστοτέλης αναθέτει και πάλι στον νομοθέτη «να ασχοληθεί σχολαστικά με την παιδεία των νέων, γιατί αν δεν γίνεται αυτό φθείρονται τα πολιτεύματα. Πράγματι επιβάλλεται οι νέοι να εκπαιδεύονται σύμφωνα με το πολίτευμα, διότι η νοοτροπία που καλλιεργεί κάθε πολίτευμα αποτελεί συνήθως παράγοντα και διατήρησης του, αλλά και αρχικής εγκαθίδρυσης του».
Το συμπέρασμα από αυτή τη σύντομη συγκριτική παρουσίαση των θέσεων του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη για την ιδανική ή την άριστη πολιτεία είναι πως ο μεν Πλάτωνας οραματίζεται μια αλλαγή προς το ιδανικό πολίτευμα, ενώ ο Αριστοτέλης ενδιαφέρεται για τη διατήρηση μέσω της βελτίωσης του υφιστάμενου κοινωνικο-οικονομικού συστήματος, το οποίο στην πράξη πρέπει να είναι ένα μεικτό σύστημα που θα έχει στοιχεία από τη βασιλεία, την ολιγαρχία και τη δημοκρατία, και αυτό ο Αριστοτέλης το αποκαλεί και «πά-τριον δημοκρατίαν».
3. Το μαγικό σπήλαιο και η εικονική πραγματικότητα.
«Ξέρουμε ψέματα πολλά να λέμε όμοια με αλήθειες, μα ξέρουμε αλήθεια, αν θέλουμε και αλήθειες να ιστορούμε;» [Ησίοδος].
Αξίζει, όμως, πριν κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο, να δούμε σε συντομία πώς ο Πλάτωνας αντιμετώπιζε τις δυσκολίες περάσματος από το υφιστάμενο σύστημα στην ιδανική Πολιτεία του, με τη θαυμάσια αλληγορική περιγραφή της εικονικής πραγματικότητας, η οποία διαδραματίζεται στομαγικό σπήλαιο με τους δεσμώτες, τους κρυφούς φωτισμούς και τις σκιές, την οποία οι δεσμώτες, επειδή ακριβώς είναι δεσμώτες και δεν γνωρίζουν την εκτός σπηλιάς πραγματικότητα, εκλαμβάνουν ως την αληθινή πραγματικότητα και γι’ αυτό αρνούνται την αληθινή πραγματικότητα, όταν κάποιος τους μεταφέρει από τη σπηλιά στον έξω κόσμο, στον κόσμο του φωτός, του προσωπικού βιώματος και της γνώσης και προτιμούν να επιστρέψουν στη σπηλιά γιατί εκεί τους έμαθαν να βολεύονται και να ζουν. Αυτό συμβαίνει με κάθε είδους σπηλιές, ακόμα, ίσως και ιδιαίτερα με τις δομικές και θεσμικές σπηλιές κάθε εκμεταλλευτικού συστήματος εξουσίας που δυσκολεύουν τους «έγκλειστους» να ενταχθούν σε κάτι που δεν γνωρίζουν, γιατί ακριβώς φοβούνται το άγνωστο, το καινούργιο. Όμως το ανθρώπινο είδος καταφέρνει μέχρι σήμερα να βγαίνει τελικά από όλες τις σπηλιές και να προχωρεί στο φως του πολιτισμού. Και είναι αυτό ακριβώς το σημείο της αγεφύρωτης απόστασης μεταξύ του Πλάτωνα και του Αριστοτέλη, γιατί, όπως είδαμε, ο Αριστοτέλης θέλει την παιδεία στην υπηρεσία του υφιστάμενου πολιτεύματος, ενώ ο Πλάτωνας υποστηρίζει ότι «πρέπει να παραδεχτούμε πως η παιδεία δεν είναι τέτοια που τη λένε πως είναι, μερικοί που την έχουν επάγγελμα τους…, ο καθένας έχει μέσα του τη δύναμη να μαθαίνει κι έχει και το κατάλληλο για τη μάθηση όργανο, και συνεπώς όπως έπρεπε κανείς, (ως δεσμώτης στη σπηλιά) να στρέφει το μάτι του με όλο μαζί το σώμα του από το σκοτεινό στο φωτεινό (για να βλέπει τις κινούμενες σκιές), έτσι πρέπει να στρέφει γύρω του και αυτή τη δύναμη και το όργανο της με όλη μαζί τη δύναμη της ψυχής του από εκείνο που γίνεται, προς το καθαυτό όν, ώσπου να κατορθώνει επιτέλους να ατενίζει, χωρίς να υποφέρει, το φωτεινότατο του όντος, που εμείς λέμε πως αυτό είναι το καλό και το γνήσιο».
Πέρασαν από τότε περίπου δυόμισι χιλιάδες χρόνια και οι σοφοί δεν έγιναν βασιλιάδες ούτε βέβαια και οι βασιλιάδες σοφοί. Δεν έγινε πραγματικότητα η Ιδανική Πολιτεία του Πλάτωνα και η Άριστη Πολιτεία του Αριστοτέλη δεν κατάφερε να αντισταθεί στον νόμο της αλλαγής και της εξέλιξης και έγινε μακρινή ιστορία. Όπως ιστορία έγιναν και οι προσπάθειες όσων απάνθρωπων δυναστών και αχυρανθρώπων του Κεφαλαίου να ντύσουν την καπιταλιστική-φασιστική βαρβαρότητα τους με τη σκέψη αυτών των μεγάλων στοχαστών και δασκάλων της ανθρωπότητας, που κατάφεραν να ανοίξουν το θέμα του ανθρωπισμού και της ουμανιστικής κοινωνίας-ανθρωπότητας τόσο πρώιμα για να φωτίζει σαν φάρος τη μετέπειτα πορεία της. Έτσι φτάσαμε στον 21ο αιώνα, στη μεγάλη αποθήκη της πανανθρώπινης σοφίας και των άψυχων αλλά σκεπτόμενων εργαλείων, τα οποία χαρακτηρίζονται και «σύγχρονο προλεταριάτο», δημιουργήματα κι αυτά των «έμψυχων εργαλείων» δηλαδή των εκάστοτε δούλων.Όταν αυτά τεθούν στην υπηρεσία των Σοφών πια Λαών, που έχουν τώρα τη δύναμη και τη θέληση να βγουν από τις θεσμικές σπηλιές του καπιταλισμού, να αντικρίσουν στο φως του «Ήλιου του Ηλιάτορα» την καθεαυτό πραγματικότητα, τότε θα μπορέσουν οι Λαοί να ιδρύσουν σταδιακά την ιδανική, την οικουμενική ουμανιστική Συμπολιτεία, ξεκινώντας από ένα καλύτερο από τον σημερινό κόσμο, που είναι απόλυτα εφικτός, χάρη στην πρωτοπόρο σκέψη του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη, του Αριστοφάνη και των αναρίθμητων προγόνων και επιγόνων τους.