Τα μαύρα κορμιά τους κινούνται αθόρυβα, σαν σκιές μες στο σκοτάδι. Ξέρουν ότι, αν συλληφθούν, κινδυνεύουν να τιμωρηθούν σκληρά. Με κάθε μυστικότητα συγκεντρώνονται σε έναν κλειστό χώρο, μακριά από τα μάτια των βέβηλων. Η ιέρεια και ο ιερέας παίρνουν θέση κοντά στο βωμό. Εκεί, μέσα σε ένα κλουβί, βρίσκεται το ιερό ζώο που ενσαρκώνει μια πανίσχυρη θεότητα: ένα φίδι! Οι τελετουργίες αρχίζουν, καθώς η ιέρεια και ο ιερέας μιλούν στο συγκεντρωμένο πλήθος. Οι μύστιδες και οι μύστες πλησιάζουν το «βουντού» -η λέξη κυριολεκτικά σημαίνει το υπερφυσικό πλάσμα- και του ζητούν να πραγματοποιήσει τον πιο βαθύ τους πόθο.
Η ιέρεια παίρνει στα χέρια της το φίδι. Νιώθει την ενέργεια του θεού να τη διαπερνάει. Αρχίζει να σπαρταράει, καθώς όλο της το σώμα δονείται από σπασμούς. Μιλάει, όμως τα λόγια που βγαίνουν από το στόμα της δεν είναι δικά της –είναι οι χρησμοί του πνεύματος του ερπετού.
Όταν η κατοχή της από τη θεϊκή δύναμη τελειώνει, αφήνει το ζώο στο βωμό. Οι πιστές και οι πιστοί τού φέρνουν προσφορές. Στη συνέχεια, θυσιάζεται μια κατσίκα. Μαζεύουν το αίμα της σε βάζο και το χρησιμοποιούν για να «σφραγίσουν» τα χείλη όλων των παρισταμένων, ώστε να τηρηθεί απόλυτη μυστικότητα. Όποιος ή όποια παραβιάσει τον όρκο αυτό, απειλείται με την ποινή του θανάτου. Έπειτα ξεκινάει ο «χορός του Βουντού».
Καινούρια πρόσωπα έχουν έρθει για να μυηθούν. Τα πνεύματα μπαίνουν μέσα τους και πέφτουν σε έκσταση, μέχρι που ο ιερέας να τους χτυπήσει στο κεφάλι. Η τελετουργία κορυφώνεται σε μια συλλογική φρενίτιδα: κάποια άτομα λιποθυμούν ή καταλαμβάνονται από μανία, τρέμοντας ανεξέλεγκτα. Στριφογυρίζουν ασταμάτητα, κάποτε σκίζουν τα ρούχα τους ή δαγκώνονται. Άλλοι απλώς χάνουν τις αισθήσεις τους και πέφτουν στο πάτωμα. Τότε τους μεταφέρουν σε ένα γειτονικό δωμάτιο, όπου λέγεται ότι επιδίδονται σε σεξουαλικά όργια…[1]
Η εξιστόρηση αυτής της τελετής βασίζεται στο έργο του Μορό ντε Σεντ-Μερί (Moreau de Saint-Méry) Περιγραφή του Γαλλικού Τμήματος του Αγίου Δομήνικου, όπως ονομαζόταν η Αϊτή την εποχή της αποικιοκρατίας. Γράφτηκε στα τέλη του 18ου αιώνα, όταν ο μαύρος πληθυσμός της χώρας τελούσε ακόμη υπό καθεστώς σκλαβιάς και η θρησκεία τους ήταν συχνά υπό διωγμό. Κι όμως, οι διώξεις των δουλοκτητών και της Καθολικής Εκκλησίας δεν κατάφεραν να την ποδοπατήσουν.
Το αντίθετο συνέβη: οι χιλιάδες άνθρωποι οι οποίοι μεταφέρθηκαν βίαια από την Αφρική, για να εργαστούν μέσα σε απάνθρωπες κι εξευτελιστικές συνθήκες στις φυτείες των Γάλλων αποίκων, διατήρησαν πεισματικά τις παραδόσεις τους –το μόνο πράγμα που τους είχε απομείνει μετά τον ξεριζωμό τους. Παρόλο που ανήκαν σε διαφορετικές φυλές, οι ποικίλες λατρείες τους συγχωνεύτηκαν σε μία μέσα στην καινούρια τους πατρίδα. Ο υποχρεωτικός εκχριστιανισμός τους τους οδήγησε να υιοθετήσουν ένα επίχρισμα Καθολικισμού, ταυτίζοντας τις θεότητές τους με αγίους και αγίες, ακόμη και με την Παναγία ή το Χριστό. Σήμερα πάνω από τα δύο τρίτα του πληθυσμού είναι ρωμαιοκαθολικοί/ές, κι όμως οι ίδιοι άνθρωποι παραμένουν πιστοί στο Βουντού.
Αγγίζει τα όρια του θαύματος το γεγονός ότι μια θρησκεία με πανάρχαιες ρίζες καταφέρνει και επιβιώνει στο σύγχρονο κόσμο, αν μάλιστα σκεφτούμε τις τραγικές συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννήθηκε. Ωστόσο, η εικόνα που μας έχει δημιουργηθεί για αυτήν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Ποιος ευθύνεται για αυτό; Μα ποιος άλλος από τη βιομηχανία του Χόλιγουντ, η οποία δεν φημίζεται ούτε για το σεβασμό της για την ιστορική αλήθεια ούτε για την ευαισθησία της προς τα δικαιώματα των μαύρων! Έτσι, σήμερα στο νου των περισσότερων ανθρώπων το Βουντού ισοδυναμεί με σκοτεινή μαγεία –με κούκλες που τρυπιούνται με καρφιά για να προκληθεί κακό σε έναν εχθρό.
Όταν κυριαρχούν τέτοιες παρανοήσεις, μοιάζει σχεδόν ιεροσυλία και το να διανοηθεί κανείς να συγκρίνει τις παραδόσεις της Αϊτής με τις αρχαίες ελληνικές λατρείες. Κι όμως, οι ομοιότητες είναι εμφανείς για ένα εξασκημένο μάτι. Ο Αλφρέντ Μετρό (Alfred Métraux), διακεκριμένος Ελβετός ανθρωπολόγος και ένας από τους σημαντικότερους μελετητές του Βουντού, επισημαίνει τα εξής:
«Τα θρησκευτικά συστήματα της δυτικής Αφρικής, των οποίων το Βουντού συχνά δεν είναι παρά ένα φτωχό παράδειγμα, δύσκολα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν πρωτόγονα. Έχουν κρατήσει ζωντανές πεποιθήσεις και τελετουργίες που κληρονόμησαν από τις αρχαίες θρησκείες της Ανατολής και του αιγαιακού κόσμου. Προσέξτε το ρόλο που παίζει η λάβρυς –ο διπλός πέλεκυς της Κρήτης– στη λατρεία του θεού Shango».[2]
Η ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΗ ΕΚΣΤΑΣΗ
Στην τελετή του φιδιού, η οποία περιγράφτηκε στην αρχή, μπορούμε να βρούμε αρκετά κοινά σημεία με τα διονυσιακά δρώμενα. Ο ίδιος ο Μορό ντε Σεντ-Μερί παραλληλίζει την «ιερή μανία» που καταλαμβάνει τις πιστές και τους πιστούς με τα όσα συνέβαιναν στις βακχικές γιορτές. Δεν έχει άδικο, αφού το στοιχείο της έκστασης υπήρξε αναπόσπαστο μέρος τους. Επιτυγχανόταν, όπως και στο Βουντού, μέσα από τον ξέφρενο χορό και τους ήχους των τυμπάνων. Την απέδιδαν σε κατοχή από το ίδιο το πνεύμα του θεού.
Το όνομα των Μαινάδων, που πρωταγωνιστούσαν στην οργιαστική λατρεία του, προέρχεται από το ρήμα μαίνομαι και το ουσιαστικό μανία, λέξη που δηλώνει την παραφροσύνη αλλά και τη θεϊκή έμπνευση.[3] Στη θρησκεία της Αϊτής πιστεύεται ότι το κατεχόμενο πρόσωπο γίνεται ένα με τη θεότητα για όσο διάστημα διαρκεί η κατάληψή του. Την ίδια ακριβώς αντίληψη συναντάμε και στη λατρεία του Διόνυσου: τα πρόσωπα που βρίσκονται κάτω από την επιρροή του ταυτίζονται μαζί του και ονομάζονται, αντίστοιχα, Βάκχοι και Βάκχαι.[4] Άλλωστε, το ρήμαβακχεύω σημαίνει «βρίσκομαι σε κατάσταση έκστασης» ή «εμπνέω μανία».
Μέσα από τις αρχαίες απεικονίσεις και τα κείμενα βλέπουμε τι σημαίνει αυτό: οι Μαινάδες, συνεπαρμένες από τον ιερό χορό τους, αναπηδούν, τινάζονται, στριφογυρνούν, ρίχνουν το κεφάλι προς τα πίσω, ξεσπούν σε κραυγές κι αλαλαγμούς.[5] Οι περιγραφές αυτές δεν απέχουν πολύ από τα φαινόμενα που βιώνουν οι οπαδοί του Βουντού. Εξάλλου, η κατάληψη από ένα πνεύμα –ή loa, όπως το ονομάζουν– αποτελεί ακόμη και σήμερα ένα από τα πιο ζωτικά κι εντυπωσιακά στοιχεία τούτης της παράδοσης. Αξίζει να ακούσουμε όσα αφηγείται ο Ντένι Σάρτζεντ (Denny Sargent), συγγραφέας και ερευνητής των θρησκειών, ο οποίος πριν μερικά χρόνια βρέθηκε στη Νέα Ορλεάνη και παρακολούθησε δύο τελετές στην Πνευματική Εκκλησία του Βουντού (Voodoo Spiritual Church): «Η μία από αυτές ξεκίνησε σαν μια απλή εξάσκηση στο παίξιμο του τύμπανου, όμως εξελίχτηκε σε κάτι πολύ σημαντικότερο. Οι τυμπανιστές πραγματικά λικνίζονταν κι εγώ κουβέντιαζα με τον ιερέα Oswan για το ναό και την πίστη του, όταν η ιέρεια [Miriam Chamani] άρχισε ξαφνικά να σείεται και να ταράζεται. Η Μίριαμ καταλήφθηκε, όπως μου είπαν αργότερα, από το loa του Ogun [του θεού του πολέμου και της μεταλλουργίας]. Ηλεκτρισμός γέμιζε τον αέρα καθώς το σώμα της Μίριαμ δονούνταν. Η φωνή της έγινε αγνώριστη, ενώ άρχισε να καπνίζει πούρα, φυσώντας τον καπνό προς το μέρος μας για να μας εξαγνίσει.
Καθώς ο καπνός με χτύπησε, ένα ρεύμα διαπέρασε τη σπονδυλική μου στήλη. Το loa ήταν παρόν. Καθώς λικνιζόμαστε όλοι και χορεύαμε στο χτύπο των τυμπάνων (που τώρα έπαιζαν τον ιερό ρυθμό του Ogun), ο ιδρώτας κυλούσε στο σώμα μου. Η Μίριαμ άρχισε να τραγουδάει και να ψέλνει με μια ολότελα ξένη φωνή, καθώς ιδρώτας έτρεχε από το μέτωπό της. Ο αέρας γέμισε με μια παράξενη ηλεκτρική παρουσία. Εκείνη συνέχισε να προσφέρει ψαλμωδίες και καπνό από πούρο στον Ogun. Ήταν μια αυθόρμητη κι απρόσμενη κατάληψη, όμως, μια που είναι ικανή ιέρεια, μπόρεσε να ελέγξει και να κατευθύνει τα γεγονότα».[6]
Στο Βουντού η θεοληψία, ο συνηθισμένος τρόπος με τον οποίο ένα πνεύμα επικοινωνεί με τους πιστούς και τις πιστές, έχει άρρηκτη σχέση με το χορό. Μάλιστα, όπως επισημαίνει ο Αλφρέντ Μετρό, οι λατρείες της δυτικής Αφρικής, από τις οποίες προήλθε, συνδέονται τόσο στενά με τη μουσική και την όρχηση ώστε δεν θα ήταν άστοχο να χαρακτηριστούν «χορευτικές θρησκείες».[7] Κάτι αντίστοιχο θα μπορούσαμε να πούμε και για τα διονυσιακά «όργια». Εξάλλου, τη λέξη Χορεία το συναντάμε ως όνομα Μαινάδων, ενώ ο Βάκχος είχε τους τίτλουςΧορεύς και Χορείος. Ο ίδιος ο θεός παραδίδεται στην έκσταση του ξέφρενου ρυθμού, όπως και οι άνθρωποι τους οποίους εμπνέει…[8]
ΙΕΡΗ ΜΑΝΙΑ, ΙΑΣΗ ΚΑΙ ΠΡΟΦΗΤΕΙΑ
Η απόκτηση θεραπευτικής δύναμης είναι ένας από τους στόχους της θεοληψίας στο Βουντού. Έτσι, όταν ένα πρόσωπο καταλαμβάνεται από μια σημαντική θεότητα, οφείλει να αγγίξει τους/τις ασθενείς, προσφέροντάς τους την ίαση.[9]Παράλληλα, αυτή η διαφορετική κατάσταση συνείδησης μπορεί να βοηθήσει ένα άτομο που υποφέρει ή αντιμετωπίζει δυσκολίες και κινδύνους. Ο γιατρός Λουί Μαρ (Louis Mars), για παράδειγμα, είδε με έκπληξη έναν άρρωστο ο οποίος εγχειριζόταν να πέφτει σε έκσταση, τη στιγμή ακριβώς που ο πόνος έφτανε στο αποκορύφωμά του. Την ίδια αντίδραση παρατήρησε σε δύο ανθρώπους οι οποίοι μόλις είχαν γίνει θύματα τροχαίου ατυχήματος.
Ακόμη, υπάρχουν αφηγήσεις για ναύτες που ναυάγησαν, όμως κατάφεραν να κολυμπήσουν μέχρι τη στεριά χάρη στη βοήθεια του θεού Agwé, o oποίος τους κατέλαβε δίνοντάς τους τη δύναμη να σωθούν. Ένα ακόμη παράδειγμα προσφέρει η Αϊτινή ιέρεια Lorgina Delorge. Κατά τη διάρκεια ενός προσκυνήματος στη σπηλιά Balan, κοντά στο Port-au-Prince, ήταν αναγκασμένη να βαδίζει σε ανώμαλο έδαφος, κουτσαίνοντας και σταματώντας κάθε λίγο εξαιτίας των ρευματισμών της. Η ταλαιπωρία της όμως δεν κράτησε για πολύ: μπήκε μέσα της το πνεύμα του ηλιοθεού Legba, βοηθώντας τη να φτάσει στον προορισμό της με αποφασιστικά βήματα και χωρίς σημάδια κούρασης.[10]
Αλλά και οι βακχικές ιερουργίες συνδύαζαν το θεραπευτικό στοιχείο με την έκσταση. Για το λόγο αυτό ο Διόνυσος έπαιρνε τους τίτλους Ιατρός, Υγιάτης καιΛύσιος –εκείνος που έχει την ικανότητα να «λύνει» τη μανία, φέρνοντας συγχρόνως την κάθαρση στον εσωτερικό κόσμο των ανθρώπων.[11] Οι λάτρισσες και οι λάτρεις του εξαγνίζονταν, όπως υποστηρίζει η διδάκτωρ της αρχαιολογίας Ευρυδίκη Κεφαλίδου:«Όση ώρα διαρκούσε ο εκστατικός χορός, οι άνθρωποι αυτοί έπαυαν να είναι ο εαυτός τους, εκτονώνονταν, απελευθερώνονταν από τις άλογες καταπιεσμένες ορμές τους. Οι φοβίες τους θεραπεύονταν και τα άγχη που προκαλούν οι νοσηρές καταστάσεις της ψυχής και του μυαλού εξαφανίζονταν. (…) Στο τέλος του δρώμενου οι συμμετέχοντες επέστρεφαν στην ‘κανονικότητα’ και απαλλάσσονταν όχι μόνο από την ένταση που προκαλούσε η τελετουργία καθεαυτή, αλλά και από οποιοδήποτε ψυχικό και διανοητικό πάθος τους βασάνιζε προηγουμένως».[12]Στις τελετές του Βουντού τα κατεχόμενα πρόσωπα αποκτούν μια ακόμη ιδιότητα: μπορούν να προφητεύουν και να συμβουλεύουν, μέσα από την επαφή τους με τη θεότητα. Για την ακρίβεια, πιστεύεται ότι το πνεύμα που καταλαμβάνει έναν άνθρωπο μιλάει μέσα από το στόμα του, δίνοντας οδηγίες στους παριστάμενους ή ακόμη και στο ίδιο το κατεχόμενο άτομο.[13]
Η ίδια συσχέτιση ανάμεσα στην έκσταση και τη χρησμοδοσία εμφανίζεται και στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Οι όροι μάντις και μαντεία κατάγονται από τη λέξημανία, μια που οι χρησμοδότες/τριες συχνά τελούσαν κάτω από την επήρεια μιας θεότητας.[14] Δεν είναι τυχαίο ότι ο Ευριπίδης στις Τρωάδες (στ. 172) αποκαλεί την Κασσάνδρα «μαινάδα», ενώ στις Βάκχες βάζει τον περίφημο μάντη Τειρεσία να λέει για το Διόνυσο: «Ο θεός μας είναι μάντης, γιατί υπάρχει
μαντεία μες στη βακχεία και τη μανία·
όταν ο θεός το σώμα πλημμυρίσει,
εκείνον που η μανία του θα ΄χει πιάσει
προφήτη των μελλούμενων τον κάνει».[15]Δεν μπορούμε εδώ να μη σκεφτούμε τον κατεξοχήν θεό της προφητείας, τον Απόλλωνα, ο οποίος έδινε τους χρησμούς του μέσα από το στόμα της Πυθίας, όταν εκείνη έπεφτε σε έκσταση –ένα φαινόμενο που θυμίζει πολύ έντονα τις τελετές Βουντού. Αξίζει να σημειωθεί ότι το περίφημο μαντείο του στους Δελφούς δεν ανήκε μόνο σε εκείνον, αλλά και στον αδελφό του, το Διόνυσο. Ο Τειρεσίας στιςΒάκχες συνεχίζει τον ύμνο του προς τον τελευταίο λέγοντας:«Και θα τον δεις και στων Δελφών τους βράχους
με τα δαδιά στο δίκορφο οροπέδιο
να πηδά, βακχικό κλαρί κρατώντας…»[16]
ΤΟ ΘΕΪΚΟ ΦΙΔΙ
Οι Δελφοί δεν είναι μονάχα ο ναός του Απόλλωνα και του Διόνυσου. Είναι συνάμα ο χώρος του Φιδιού, πράγμα το οποίο αποτελεί ακόμη ένα συνδετικό κρίκο ανάμεσα στην αρχαία ελληνική θρησκεία και το Βουντού. Στον τόπο αυτό ο ολύμπιος θεός σκότωσε το «δράκοντα», λέξη που σημαίνει «μεγάλο φίδι», το οποίο σε μια άλλη εκδοχή ήταν γένους θηλυκού. Υπήρξε το ιερό ερπετό της Γαίας, που συνδεόταν στενά με τέτοιου είδους ζώα, και συγχρόνως ο φύλακας του μαντείου, το οποίο αρχικά ανήκε σε εκείνη.[17]
Με τη σφαγή του δράκοντα ο Απόλλων ιδιοποιήθηκε το μέρος αυτό, που ήταν αφιερωμένο στις παλιότερες, χθόνιες λατρείες. Ωστόσο, τα ίχνη τους δεν χάθηκαν ολότελα. Ο τόπος διατήρησε την αρχαιότατη ονομασία του, Πυθώ, από τον Πύθωνα, τον όφι που κατοικούσε εκεί. Ο θεός αναγκάστηκε να πάρει τον τίτλο Πύθιος και η ιέρειά του ονομάστηκε Πυθία. Άλλωστε, η έμπνευσή της ερχόταν μέσα από τις αναθυμιάσεις που ανέδιδε η γη, προδίδοντας τη χθόνια φύση της. Αντίστοιχα, η συσχέτιση του φιδιού με την προφητεία και τη γνώση προέρχεται από την ικανότητά του να διεισδύει στις σχισμές του εδάφους, προσλαμβάνοντας έτσι τη σοφία που κρύβει στα σπλάχνα της η Γαία, η Μεγάλη Μητέρα.
Είναι πιθανό ότι στους Δελφούς θα λατρευόταν σε προγενέστερες εποχές ένα ζωντανό φίδι, πράγμα που θα έδωσε αφορμή να πλαστεί ο σχετικός μύθος. Η δαιμονοποίησή του και ο φόνος του από τον Απόλλωνα παραπέμπει στην άποψη ότι οι θεοί της παλιάς θρησκείας γίνονται οι δαίμονες της νέας. Κι όμως, παρά την επικράτηση της ολύμπιας λατρείας, το ερπετό παρέμεινε ιερό ζώο στην αρχαία Ελλάδα, συνοδεύοντας πλήθος θεότητες: τον Ερμή και την Αθηνά, τον Ασκληπιό και την Υγεία, τη Δήμητρα, την Εκάτη και όχι μόνο.
Ακόμη και ο «ύπατος των θεών» δεν ξέφυγε από τη μαγική επιρροή του όφεως. Στη μεγαλύτερη γιορτή του, τα Διάσια, οι Αθηναίες και οι Αθηναίοι τον τιμούσαν ως Χθόνιο ή Μειλίχιο Δία, συγχωνεύοντάς τον με μια πιο αρχέγονη θεότητα: το Φίδι.[18] Τη σχέση αυτή τη βλέπουμε έμμεσα και στις Βάκχες, όπου ο χορός τραγουδάει τη γέννηση του Διόνυσου μέσα από το μηρό του Δία:«Κι όταν σωστόν,
όταν πια τέλειον οι Μοίρες τον έκαμαν,
τότε με κέρατα ταύρου θεό τον εγέννησε
και για στεφάνι του φόρεσε φίδια·
φίδια τυλίγουν γι’ αυτό στις πλεξίδες τους
οι αγριμοθρόφες μαινάδες».[19]Η τραγωδία αυτή (στ. 1017-9) αποκαλύπτει επίσης ότι ο ίδιος ο Βάκχος μπορούσε να παίρνει τη μορφή δράκοντα!
Η οφιολατρία αποτελεί επίσης χαρακτηριστικό στοιχείο του Βουντού. Η τελετή που περιγράφτηκε στην αρχή, η οποία είχε στο επίκεντρό της ένα ζωντανό ερπετό, γινόταν προς τιμήν του θεού Νταμπαλά (Damballah), ενός από τα σημαντικότερα πνεύματα. Παριστάνεται με τη μορφή ενός όφι και συνδέεται με το ζωογόνο νερό, με τις πηγές και τα ποτάμια, και κατ’ επέκταση με την ευεργετική δύναμη της ζωής και της γονιμότητας. Για το λόγο αυτό πιστεύεται ότι φέρνει ευημερία και καλή τύχη.[20]
Η συσχέτιση ανάμεσα στα ερπετά και το νερό, που συχνά αποτελεί την κατοικία τους, είναι πολύ συνηθισμένη. Ο ομηρικός ύμνος 3 προς τιμήν του Απόλλωνα, για παράδειγμα, μας πληροφορεί ότι η δράκαινα των Δελφών κατοικούσε πλάι σε «κρήνην καλλίρροον» (στ. 300).
Η ιδέα ότι οι άνθρωποι μπορεί να τιμούν ένα πραγματικό φίδι, όπως συμβαίνει κάποιες φορές στο Βουντού, ίσως να μοιάζει γελοία ή αποκρουστική. Κι όμως, αυτό ακριβώς συνέβαινε στην καρδιά του αρχαίου κόσμου: στην κλασική Αθήνα. Όπως μας πληροφορεί ο Ησύχιος, ο «οικουρός όφις», που ανήκε στην Αθηνά Πολιάδα («Πολιούχο»), κατοικούσε στο ιερό του αρχαίου ήρωα Ερεχθέα στην Ακρόπολη.[21]
Οικουρός σημαίνει κυριολεκτικά «φρουρός του οίκου», όμως η λέξη οίκος δεν δηλώνει μόνο το σπίτι αλλά και την πατρίδα. Με άλλα λόγια, το ζώο αυτό, που το τάιζαν καθημερινά μελόπιτες, το θεωρούσαν φύλακα του ιερού βράχου και κατ’ επέκταση της ίδιας της πόλης –τόσο μεγάλη ήταν η σημασία του! Άλλωστε, η θεά της σοφίας αγαπούσε ιδιαίτερα τα φίδια, για αυτό και κοσμούσαν πάντοτε την αιγίδα της. Κάποτε ταυτίζεται μαζί τους και αποκαλείται «δράκαινα», όπως δείχνει ο ορφικός ύμνος προς τιμήν της.[22]
Την παρουσία ζωντανών ερπετών τη συναντάμε επίσης σε λατρείες της «μαύρης ηπείρου». Για παράδειγμα, στο λιμάνι Ουϊντά (Whydah) της δυτικής Αφρικής υπήρχε μέχρι και το 18ο αιώνα μεγάλος ναός με φίδια. Ένα σημαντικό μέρος των δούλων της Αϊτής προερχόταν από την περιοχή αυτή, πράγμα που εξηγεί την παρουσία ζωντανών όφεων στο Βουντού.[23] Κατά παράξενο τρόπο όμως, και η Αθηνά σχετίζεται με την Αφρική: κατά μια παράδοση γεννήθηκε στην λίμνη Τριτωνίδα που βρισκόταν στη Λιβύη…[24]
Την προσφορά τροφής στο θεϊκό Φίδι τη βρίσκουμε όχι μόνο στην αρχαία Αθήνα, αλλά και στην Αϊτή, στα τέλη του 18ου αιώνα: εκεί οι σκλάβες και οι σκλάβοι απέδιδαν τιμές σε ένα ερπετό, ενώ οι ιερείς και οι ιέρειες του απεύθυναν προσευχές. Επίσης, του άφηναν κρέας, ψάρια και γάλα μπροστά στο τεράστιο δέντρο όπου ζούσε. Η περιγραφή αυτή θυμίζει ένα άλλο σύμβολο, επίσης χθόνιας προέλευσης, το οποίο συνδέεται με τον όφι: το Ιερό Δέντρο. Στην Ακρόπολη έπαιρνε της μορφή της περίφημης ελιάς, που ήταν το δώρο της Αθηνάς στην πόλη της.
Ωστόσο, το Ιερό Δέντρο ανήκει επίσης στη Μάνα Γαία, η οποία τρέφει τους ανθρώπους με τους πολύτιμους καρπούς της. Στην ελληνική μυθολογία το δέντρο και το ερπετό συχνά εμφανίζονται μαζί. Για παράδειγμα, ένας δράκοντας, ο Λάδων, γιος της Γης, φύλαγε τη μηλιά με τα χρυσά μήλα, δώρο της ίδιας, στον κήπο των Εσπερίδων.[25] Ένα άλλο φιδίσιο παιδί της φρουρούσε την οξιά όπου ήταν τοποθετημένο το περιζήτητο χρυσόμαλλο δέρας.[26]
Στη Γένεση της Παλαιάς Διαθήκης συναντάμε ξανά το ερπετό και το δέντρο, μόνο που έχουν χάσει τον αρχικό τους χαρακτήρα και έχουν μετατραπεί σε σύμβολα του Κακού. Όμως, όσες και όσοι έχουν μυηθεί στο Βουντού διατηρούν μια δική τους εκδοχή αυτού του μύθου: γι’ αυτούς ο Όφις δεν είναι ο Σατανάς, αλλά ο θεός Νταμπαλά, ο οποίος προσφέρει τον καρπό του Δέντρου της Γνώσης σε μια γυναίκα. Δεν πρόκειται για τη γνωστή μας Εύα, αλλά για την πρώτη και πολυμαθέστερη mambo, όπως ονομάζονται οι ιέρειες της θρησκείας αυτής.[27] Το ερπετό εδώ εμφανίζεται ως σύμβολο της σοφίας, πράγμα που μας παραπέμπει σε πανάρχαιες αντιλήψεις…
Ένα ακόμη αξιοπρόσεκτο στοιχείο είναι ότι το σύμβολο του Νταμπαλά απεικονίζει δύο αντικριστά φίδια, ανάμεσα στα οποία βρίσκεται ένας στύλος –γνωστό υποκατάστατο του δέντρου. Ο μελετητής του Βουντού Μιλό Ριγκό (Milo Rigaud) παρατηρεί επίσης ότι το έμβλημα της θρησκείας αυτής είναι δύο ερπετά που τυλίγονται γύρω από την κεντρική κολόνα του ναού. Το παραλληλίζει με το κηρύκειο του Ερμή, το οποίο περιβαλλόταν από δύο όφεις.[28] Ο τελευταίος μάλλον δεν θα ενοχλούνταν από την ομοιότητα αυτή, αν λάβουμε υπόψιν τις στενές του σχέσεις με τη μαγεία και τη μαντική!
Τα δύο ενωμένα φίδια στο ραβδί του Ερμή, το ένα θηλυκό και το άλλο αρσενικό, υποδηλώνουν συγχρόνως τη σχέση του με τον έρωτα και τη γονιμότητα. Ο συμβολισμός των δύο ερπετών στο Βουντού είναι επίσης σεξουαλικός: ο Νταμπαλά συνοδεύεται από τη σύντροφό του, τη φιδογυναίκα Aida Wédo, που εκπροσωπεί την ομορφιά και τον πλούτο. Η ίδια συνδέεται με την καρποφόρα γη, με τη «γλυκιά και ώριμη μπανάνα» αλλά και το αγνό γάλα, κι ακόμη με τη συζυγική πίστη, την ειρήνη και την καρδιά.[29]
Ωστόσο, το μοτίβο του διπλού φιδιού δεν το συναντάμε μόνο στο Βουντού και στο κηρύκειο του αγγελιοφόρου των θεών. Το βρίσκουμε ακόμη και στα δύο μινωικά γυναικεία αγαλματίδια που κοσμούσαν το βωμό στο «ανάκτορο» της Κνωσού, γνωστά ως Θεές των Όφεων. Η μία κρατάει ένα ερπετό στο κάθε της χέρι, ενώ η άλλη απλώνει τα μπράτσα της προς τα εμπρός, με τα φίδια τυλιγμένα πάνω τους.
Κάποτε οι αριστουργηματικές αυτές μορφές ονομάζονται «Ιέρειες των Όφεων», πράγμα που μάλλον δεν απέχει από την αλήθεια: εκείνες οι οποίες υπηρετούσαν τις θεές θα τις ενσάρκωναν στη διάρκεια της τελετουργίας. Τα μάτια τους, ορθάνοιχτα και απόκοσμα, καθηλώνουν, δίνοντας την αίσθηση ότι βρίσκονται σε έκσταση. Ίσως, όπως συνέβη με τη mambo στην τελετή που περιγράφτηκε στην αρχή, να τις έχει καταλάβει το πανίσχυρο και μυστηριώδες πνεύμα του Φιδιού…
ΕΝΑ ΑΝΕΞΙΧΝΙΑΣΤΟ ΜΥΣΤΗΡΙΟ
Όσο κι αν μας εκπλήσσει το γεγονός, είναι πολλές ακόμη οι ομοιότητες ανάμεσα στο Βουντού και την αρχαία ελληνική θρησκεία. Ανάμεσα στις παραδόσεις της Αϊτής συναντάμε τη λατρεία του Ήλιου και της Σελήνης, όπως και στον κλασικό κόσμο. Βρίσκουμε ακόμη τη θεά της ομορφιάς και του έρωτα, την Erzulie, η οποία, όχι τυχαία, φέρει τον τίτλο La Belle Vénus: «η Ωραία Αφροδίτη». Σύμβολό της, όπως και της Ελληνίδας αντίστοιχής της, είναι ο καθρέφτης, ενώ συνδέονται και οι δύο με τη θάλασσα και τα ναυτικά ταξίδια.
Συγχρόνως, στους ναούς του Βουντού καίει αέναα η ιερή φλόγα –η φωτιά της Εστίας στην αρχαιότητα. Στις τελετουργίες προΐσταται μια αρχιέρεια κι ένας αρχιερέας, όπως συνέβαινε και στα Ελευσίνια Μυστήρια. Άλλωστε, οι μυήσεις παίζουν σημαντικό ρόλο, και μάλιστα η θεότητα ονομάζονται και mystère, που δεν είναι άλλη από την ελληνική λέξη μυστήριο. Ανακαλύπτουμε ακόμη το θεατρικό αλλά και το φαλλικό στοιχείο, τα οποία παραπέμπουν ξανά στο Διόνυσο.
Πώς να τα ερμηνεύσουμε άραγε όλα αυτά; Αν εξαιρέσουμε κάποιες επιρροές που οφείλονται στους Γάλλους αποικιοκράτες, οι υπόλοιπες ομοιότητες είναι δύσκολο να εξηγηθούν. Ίσως να έχουν τη ρίζα τους στην ίδια την ανθρώπινη ψυχή, η οποία δεν διαφέρει πολύ από τόπο σε τόπο. Μπορεί πάλι να προέρχονται από το γεγονός ότι όλες οι πολυθεϊστικές θρησκείες βασίζονται στη Φύση και για αυτό ερωτοτροπούν με τα ίδια βασικά μοτίβα, παρμένα από τους δικούς της κόλπους.
Τέλος, όσο κι αν ο αρχαίος ελληνικός κόσμος και η σύγχρονη Αϊτή χωρίζονται από έναν ωκεανό κι ένα απέραντο βάθος χρόνου, δεν μπορούμε να αποκλείσουμε κάποιες αλληλεπιδράσεις. Στο κάτω κάτω το Βουντού κατάγεται από την Αφρική, η οποία δεν βρίσκεται τόσο μακριά από την Ελλάδα. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι η μινωική Κρήτη είχε εμπορικές σχέσεις με την Αίγυπτο, ενώ τον 7ο αιώνα άποικοι από τη Θήρα ίδρυσαν στη Λιβύη την Κυρήνη, πόλη με ακμαίο πολιτισμό. Εξάλλου, για αιώνες το βόρειο τμήμα της «μαύρης ηπείρου» ήταν υπό ρωμαϊκή κατοχή, η οποία έφερε πολλές ελληνικές επιρροές.
Ενδεχομένως όλα αυτά να έπαιξαν το ρόλο τους, μικρό ή μεγάλο. Οι επιστήμες της αρχαιολογίας και της συγκριτικής θρησκειολογίας μπορεί κάποτε να μας δώσουν πιο συγκεκριμένες απαντήσεις. Μέχρι τότε το μυστήριο θα παραμείνει ανεξιχνίαστο. Κι ωστόσο, είναι παρήγορο να γνωρίζουμε ότι κάτι από το πνεύμα της αρχαίας Ελλάδας παραμένει ζωντανό σε τόπους μακρινούς. Ίσως ο Διόνυσος, εξόριστος από τη χώρα του, να επισκέπτεται πότε πότε τους ναούς της Αϊτής για να χύσει τη γλυκιά μέθη της έκστασης σε όσες και όσους καταφτάνουν εκεί για να παραδοθούν στη δική του ιερή μανία…
Χαρίτα Μήνη
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Métraux, σελ. 36-8.
[3] Λίντελ & Σκοτ, λ. «μαινάς», «μανία».
[4] Λίντελ & Σκοτ, λ. «Βάκχος».
[12] Ευρυδίκη Κεφαλίδου, σελ. 34-41.
[14] Λίντελ & Σκοτ, λ. «μάντις».
[15] Μετ. Θρασύβουλου Σταύρου, σελ. 352.
[17] Ο Παυσανίας, μιλώντας για το άλλο όνομα των Δελφών, που ήταν Πυθώ, γράφει ότι «η πιο διαδεδομένη παράδοση αναφέρει ότι σάπισε εκεί αυτός που ο Απόλλων σκότωσε με το τόξο του. (…) Οι ποιητές λένε ότι το θύμα του Απόλλωνα ήταν ένας δράκοντας, ο οποίος είχε ταχθεί εκεί από τη Γη ως φύλακας του μαντείου της». (10. 6, 5)
[18] Καραμπούζης, Το Αρχαίο Αττικό Ημερολόγιο και Εορτολόγιο, «Διάσια».
[19] Μετ. Θρασύβουλου Σταύρου, σελ. 345
[21] Λίντελ & Σκοτ, λ. «οικουρός».
[22] Ορφικός ύμνος 32, στ. 11.
[24] Λίντελ & Σκοτ, λ. «Τριγογένεια», Ευριπίδης Ίων 872.
[26] Ορφέως Αργοναυτικά, στ. 929 κ.ε., σελ. 71 στη μετ. Μαρκετάκη. Απολλώνιος Ρόδιος, Τα Αργοναυτικά 2. 1206.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ευριπίδη, Τραγωδίες, μετ. Θρασύβουλος Σταύρος, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας», Αθήνα 1980Euripidis Tragoediae, vol. 1, Lipsia-Παπαδήμας, Αθήνα 1976
Καραμπούζης, Το Αρχαίο Αττικό Ημερολόγιο και Εορτολόγιο, Μεταίχμιο, Αθήνα 2001Κεφαλίδου, Ευρυδίκη, «Η εικονογραφία των εκστατικών χορών στην αρχαϊκή και κλασική εποχή: Ένθεος χορεία», Αρχαιολογία, 90, Μάρτιος 2004, 34-41
Kερένυϊ, K., H Μυθολογία των Eλλήνων, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας», Aθήνα 1998Λεκατσάς, Παναγής, Διόνυσος: Καταγωγή και Εξέλιξη της Διονυσιακής Θρησκείας, Καστανιώτη, Aθήνα 1999Λίντελ, Χένρι Τζ. & Ρόμπερτ Σκοτ, Mέγα Λεξικόν της Eλληνικής Γλώσσης, Iωάννης Σιδέρης, AθήναOμηρικοί Ύμνοι, μετ. Δ. Π. Παπαδίτσας & Ελένη Λαδιά, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας», Αθήνα 1997
Ορφέας, Αργοναυτικά, Ύμνοι, Περί Λίθων, μετ. Τώνια Μαρκετάκη, Εξάντας, Αθήνα 1995
Oρφικοί Ύμνοι, μετ. Δ. Π. Παπαδίτσας & Ελένη Λαδιά, Bιβλιοπωλείον της «Eστίας», Αθήνα 1997
Παυσανίας, Ελλάδος Περιήγησις, τόμ. 1, 2, 3, Πάπυρος, Μαρούσι 1975Métraux, Alfred, Voodoo in Haiti, Schocken Books, New York 1959/1972Rigaud, Milo, Secrets of Voodoo, City Lights Books, San Francisco 1953/1985Sargent, Denny, “Voodoo: Path of the Loa”, PanGaia, autumn 1997, 5-9