Η λέξη «παράδεισος» προέρχεται από τη μηδική λέξη paridaiza, «περίφραξη», με το pari να σημαίνει «περί» και το daiza «τείχος / τοίχος». Όπως συχνά συνέβη, οι Έλληνες πήραν τα ιρανικά δάνειά τους από τους Μήδους παρά από τους Πέρσες: π.χ. η λέξη σατράπης είναι η μηδική μορφή αυτού του ιρανικού τίτλου (< xšaθrapā(van), -περσική μορφή xšaçapāvan). Το αρχαίο περσικό ισοδύναμο του παραδείσου είναι paridaida. Η εμφάνιση ενός τέτοιου μηδικού όρου ως δανείου στην ελληνική γλώσσα, αλλά και στην ακκαδική, την εβραϊκή και την αραμαϊκή, είναι μία ακόμη απόδειξη για την επίδραση των αινιγματικών Μήδων. Η ίδια η φυλή έχει αφήσει πολύ λίγα ίχνη, η πρώιμη ιστορία της είναι δύσκολο να ανασυσταθεί, αλλά το γεγονός ότι οι Έλληνες ονόμαζαν τους ανατολίτες αντιπάλους τους πρώτα Μήδους και μόνο αργότερα Πέρσες επιβεβαιώνει την προηγούμενη σημασία τους. Ομοίως οι Εβραίοι μιλούν για Μήδους στον Ησαΐα και στον Ιερεμία, αλλά για Μήδους και Πέρσες στα μεταιχμαλωσιακά βιβλία των Έσδρα, Νεεμία, Εσθήρ και Δανιήλ.
Σχεδόν αμέσως μετά την περσική κατάληψη της Βαβυλώνας το 539 π.Χ. βρίσκουμε βαβυλώνια έγγραφα των τελευταίων δεκαετιών του έκτου αιώνα, στα οποία οι αρχές των ναών είναι υπεύθυνες για τη διατήρηση και την ίδρυση pardesu. Ένας από αυτούς είναι αμπελώνας, ένας άλλος σχετίζεται με τη φύτευση φοινικόδεντρων και την κατασκευή τούβλων. Περισσότερες πληροφορίες υπάρχουν στα μόνο λίγο μεταγενέστερα ελαμιτικά κείμενα. Μετά την πτώση της αυτοκρατορίας των Ελαμιτών τον έβδομο αιώνα, οι Πέρσες εγκαταστάθηκαν στο έδαφός της και κράτησαν τα ελαμιτικά ως επίσημη γλώσσα της γραφειοκρατίας τους στην Περσίδα μέχρι γύρω στο 460. Εδώ βρίσκουμε αναφορές στους partetas, λέξη που αντιστοιχεί στην αρχαία περσική paridaida. Από τα κείμενα αναδύονται οι ακόλουθες σημασίες: partetas είναι αποθηκευτικοί χώροι για φυτικά προϊόντα, όπως σύκα, χουρμάδες, ροδάκινα, βερίκοκα, ρόδια και βασιλικά σιτηρά, ως επί το πλείστον αρκετά κοντά στην Περσέπολη. Αν και το μέγεθος ενός partetas ήταν μάλλον μέτριο, ήταν αρκετά μεγάλος ώστε να περιέχει τα πρόβατα για τον εορτασμό μιας θρησκευτικής τελετής, μιας θυσίας στον Ahuramazda. Τέλος, υπάρχει μια σαφής σύνδεση με τα δέντρα. Η κυρίαρχη παρουσία των δέντρων οφείλεται στο ότι οι Πέρσες απέδιδαν ιδιαίτερη αξία στα δέντρα. Αυτό ήδη φαίνεται από επιστολή του Δαρείου Α΄ σε κάποιον Gadatas, τον επιστάτη του τοπικού «παραδείσου», τον παραδεισάριο, ένας όρος που επαναλαμβάνεται στη Συριακή ως pardayspana, στα παλαιότερα κείμενα των Αρμενίων ως partizpan, και στο νεοπερσικό έπος ως palezban. Στην επιστολή ο βασιλιάς επαινεί τον Gadatas για την καλλιέργεια των οπωροφόρων δένδρων της Συρίας στη Δυτική Μικρά Ασία και τον επιτιμά για τη φορολόγηση των ιερών κηπουρών του Απόλλωνα. Κάποιος Πύθιος, ίσως ο εγγονός του Κροίσου, έδωσε στο Δαρείο ένα χρυσό αμπέλι και πλατάνι, που παρέμειναν πολύ γνωστά έως ότου ο Αντίγονος τα έλιωσε το 316 π.Χ. Όταν βρήκε έναν πλάτανο ανατολικά των Σάρδεων, ο Ξέρξης τον διακόσμησε με χρυσό και όρισε έναν μόνιμο φύλακα γι’ αυτόν. Ο Κύρος ο νεότερος έδειξε στον Λύσανδρο τον παράδεισο στις Σάρδεις και ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος είχε φυτεύσει προσωπικά μερικά από τα δέντρα.
Συνεπώς: στις αρχές της Περσικής Αυτοκρατορίας δύο στενά συνδεδεμένες λέξεις ήταν σε τρέχουσα χρήση για τον παράδεισο: ο μηδικός όρος paridaiza και ο αρχαίος περσικός paridaida. Η τελευταία λέξη υιοθετήθηκε στην Ελαμιτική, η πρώτη υιοθετήθηκε από τους Βαβυλώνιους, τους Έλληνες και τους Εβραίους. Δεύτερον στην πρώιμη ιρανική ο παράδεισος δεν είχε σταθερή σημασία. Θα μπορούσε να είναι ένα μέρος για αποθήκευση, ένας αμπελώνας, οπωρώνας, ένας στάβλος, δάσος ή φυτώριο δέντρων. Προφανώς, το πιο σημαντικό και ενοποιητικό στοιχείο ήταν ο περίβολος. Τρίτον, καμία από αυτές τις περιγραφές δεν ταιριάζει ακόμα με τον βιβλικό Κήπο της Εδέμ.
Η σύνδεση ανάμεσα στα δέντρα και τον παράδεισο εμφανίζεται στην Παλαιά Διαθήκη, όπου στον Νεεμία (2.8) ο ομώνυμος πρωταγωνιστής ζητά ξύλο από τον επιστάτη του pardes του βασιλιά για να κάνει δοκάρια για τις πύλες του παλατιού. Το χωρίο φαίνεται να προέρχεται από τα αρχικά απομνημονεύματα του Νεεμία, τα οποία χρονολογούνται από το δεύτερο μισό του πέμπτου αιώνα, και ως εκ τούτου είναι μια πολύτιμη μαρτυρία για την ύπαρξη των περσικών παραδείσων, όχι μόνο στη Μικρά Ασία, αλλά και σε άλλα σημεία της περσικής αυτοκρατορίας. Ο Νεεμίας δεν αναφέρει τη θέση του παραδείσου του, αλλά μπορεί να βρισκόταν στο Λίβανο. Δέντρα αναφέρονται επίσης στο Άσμα Ασμάτων (4,13 – 14), που ίσως να γράφτηκε στην Ιερουσαλήμ γύρω στο 400 π.Χ. Εδώ θα βρούμε έναν pardes από ρόδια, με ευχάριστα φρούτα, νάρδο, κρόκο, κάλαμο και κανέλα, με όλα τα δέντρα του λιβανιού. Υπάρχει η πιθανότητα ότι η λέξη «παράδεισος» εμφανίστηκε στην ελληνική λογοτεχνία τον πέμπτο αιώνα. Ο Κλέαρχος (απ. 43a) λέει ότι οι Λυδοί στην πολυτέλειά τους έφτιαξαν παραδείσους, διαμορφώνοντάς τους σαν πάρκα, και έτσι ζούσαν στη σκιά. Καθώς ο Κλέαρχος αλλού χρησιμοποίησε τον ιστορικό Ξάνθο από τη Λυδία, έναν αρχαιότερο σύγχρονο του Ηρόδοτου, φαίνεται πιθανό ότι ο Ξάνθος ίσως ήταν ο πρώτος Έλληνας που χρησιμοποίησε γραπτώς τον όρο παράδεισος. Αυτό δεν είναι απίθανο, δεδομένου ότι καταγόταν από τη Λυδία και ο ίδιος μπορεί κάλλιστα να γνώριζε τους παραδείσους των Σάρδεων προσωπικά. Όπως ταίριαζε σε παράδεισους, αποτελούνταν από δέντρα, αλλά οι Σάρδιοι προφανώς τους είχαν μετατρέψει σε ένα πιο καλλιεργημένο περιβάλλον από τους τυπικούς περσικούς παραδείσους, ίσως με περίπτερα για τους επισκέπτες τους. Σε κάθε περίπτωση, υπήρχε ένα σπίτι και ένα μέρος με κρεβάτι με ουρανό στον βαβυλώνιο παράδεισο, όπου πέθανε ο Μέγας Αλέξανδρος. Εκ πρώτης όψεως μπορεί να είναι έκπληξη το γεγονός ότι ο Κλέαρχος μιλάει για παράδεισους στον πληθυντικό, αλλά τα κείμενα συχνά μιλούν μ’ αυτό τον τρόπο. Ορισμένα παραδείγματα είναι οι παράδεισοι στα Σούσα (Αιλιανός, Περί ζώων 7.1), τα άγρια πάρκα του Φαρνάβαζου (Ξεν., Ελλ. 4.1.15, 33), οι παράδεισοι κυνηγιού που δόθηκαν στον Δημήτριο Πολιορκητή στον τόπο της εξορίας του (Πλούταρχος, Δημήτριος 50) και οι συριακοί παράδεισοι με κυπαρίσσια που αναφέρονται από τον Θεόφραστο (Περί φυτών ιστ. 5.8.1).
Από τις μαρτυρίες του Ξενοφώντα (Οικονομικός, Ελληνικά, Κύρου ανάβασις, Κύρου παιδεία) και άλλων Ελλήνων συγγραφέων, αλλά και από τα βιβλικά χωρία, μπορούμε να βγάλουμε τα εξής συμπεράσματα για την έννοια των παραδείσων στην ύστερη αυτοκρατορία των Αχαιμενιδών: πρώτον, τα χωρία του Νεεμία και το Άσμα Ασμάτων φαίνεται να δείχνουν ότι, εκτός από τους παράδεισους κυνηγιού που βεβαιώνονται από τον Ξενοφώντα, άλλες σημασίες του περσικού παραδείσου, όπως οπωρώνας και τόπος ανάπτυξης δέντρων, παρέμειναν ζωντανές. Δεύτερον, οι πρώιμοι ελληνικοί παράδεισοι συνδέονται με τους ιρανικούς μόνο σε περιορισμένο βαθμό. Δεν είναι οπωρώνες, αμπελώνες ή θέσεις αποθήκευσης -έννοιες για τις οποίες οι Έλληνες βέβαια είχαν τις δικές τους λέξεις. Από την άλλη πλευρά, όπως αναφέρεται ρητά στα Ελλ. 4.1.15, ήταν περιφραγμένοι και από αυτή την άποψη αντικατοπτρίζουν την ιρανική προέλευσή τους. Τρίτον, φαίνεται να είναι ένα σχετικά άγνωστο φαινόμενο για τους Έλληνες, αφού στον Οικονομικό του ο Ξενοφών καλύπτει αποτελεσματικά τον όρο λέγοντας ότι υπάρχουν πάρκα, οι λεγόμενοι παράδεισοι, όπου πηγαίνει ο βασιλιάς. Τέταρτον, αυτοί οι συγκεκριμένοι παράδεισοι χαρακτηρίζονταν από περιορισμένο μέγεθος, την γειτνίαση με άλλους παραδείσους, την παρουσία ζώων, ύδατος (είτε πρόκειται για ποτάμι ή μια λίμνη), τη σημασία των δέντρων και, σε γενικές γραμμές, από πλούσια βλάστηση. Οι εν λόγω παράδεισοι δεν απουσιάζουν από την περσική ενδοχώρα, αφού ο παράδεισος στα Σούσα αρδευόταν (Κτησίας FGrH 688 F 34), και ο τάφος του Κύρου στους Πασαργάδες βρισκόταν σε έναν παράδεισο με ένα άλσος από κάθε λογής δέντρα, αρδευόμενος, και βαθύ χόρτο είχε αναπτυχθεί στο λιβάδι. Πέμπτον, οι παράδεισοι ήταν στην κατοχή της υψηλότερης περσικής αριστοκρατίας. Ως εκ τούτου έγιναν το σύμβολο της περσικής αρχής, όπως φαίνεται να υποδεικνύει η επιλογή των Φοινίκων να θέσουν ως πρώτο στόχο τους στην εξέγερσή τους το 351 π.Χ. τον βασιλικό παράδεισο. Έκτον και τελευταίο, σε αντίθεση με τον παράδεισο της Γένεσης, οι παράδεισοι κυνηγιού ήταν γεμάτοι με άγρια ζώα και μ’ αυτόν τον τρόπο επέτρεπαν στους Πέρσες να διατηρούν τον εαυτό τους καλά προετοιμασμένο για πόλεμο.
Μετά την πτώση της αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών οι παράδεισοι κυνηγιού γρήγορα εξαφανίστηκαν, αφού το κυνήγι δεν παίζει τον ίδιο ρόλο στη ζωή των διαδόχων τού Μεγάλου Αλεξάνδρου, όπως μεταξύ των Περσών αρχόντων. Ωστόσο, άλλοι παράδεισοι συνέχισαν να υπάρχουν, αλλά χωρίς τα άγρια ζώα. Μπορούμε να σημειώσουμε αυτή την αλλαγή ήδη αρκετά νωρίς στο τρίτο αιώνα, αφού το 246 π.Χ. η μικρή κρητική πόλη της Ιτάνου αφιέρωσε ένα «ιερό τέμενος» κοντά στην πύλη, πιθανώς ένα είδος δημόσιου κήπου, ως έναν παράδεισο για τον Πτολεμαίο Γ΄ (246-221). Αυτό σίγουρα δεν ήταν ένα πάρκο κυνηγιού. Ούτε, προφανώς, ήταν οι παράδεισοι που συνδέονται με βασιλικές κατοικίες, οι οποίες αναφέρονται σε παπύρους στα τέλη του τρίτου αιώνα. Άλλοι συνδυασμοί ανακτόρων και πάρκων δείχνουν σαφώς ότι οι εν λόγω παράδεισοι ήταν πάρκα. Στο τρίτο και δεύτερο αιώνα, ο παράδεισος συνδέεται με νερό (Αριθμοί 24.6, Ησαΐας 1.30), δέντρα (Ιεζεκιήλ 31.8,9), έρχεται σε αντίθεση με την έρημο (Ησαΐας 51,3) και αποτελεί ένα σημάδι του μεγάλου πλούτου (Ιεζεκιήλ 28.13), αλλά πουθενά δεν ακούμε για ζώα. Στον Εκκλησιαστή, που φαίνεται να χρονολογείται στον τρίτο αιώνα π.Χ., ο Σολομών λέει: «έχω κάνει εγώ κήπους και pardesim, και φύτεψα δέντρα σε αυτά με όλων των ειδών τα φρούτα» (2.5). Όπως στην προαναφερθείσα περίπτωση στο Άσμα Ασμάτων, σύγχρονες μεταφράσεις χρησιμοποιούν τον όρο «οπωρώνας», και μάλιστα, στα σύγχρονα εβραϊκά η λέξη «οπωρώνας» είναι pardes. Περισσότεροι οπωρώνες αναφέρονται σε μεταγενέστερους παπύρους από την Αίγυπτο, που περιέχουν πολλές αναφορές σε παραδείσους. Αυτοί οι παράδεισοι ήταν χρηστικό κήποι, αφού το μέσο μέγεθος τους είναι εξαιρετικά μικρό, μικρότερο από ένα εκτάριο. Ως εκ τούτου, δεν είναι έκπληξη το γεγονός ότι ακούμε γι ‘αυτούς να πωλούνται ή να αγοράζονται. Στα ρωμαϊκά χρόνια οι παράδεισοι έγιναν ακόμη πιο καλλιεργημένοι, όπως προκύπτει ευθέως από τους παράδεισους στα ελληνικά μυθιστορήματα του Λόγγου και του Αχιλλέα Τατίου. Εξακολουθούν να υπάρχουν πηγές και δέντρα, αλλά το τοπίο έχει γίνει πολύ πιο τεχνητό. Βλέπουμε τώρα την παρουσία λιβαδιών και λουλουδιών: τριαντάφυλλα, νάρκισσους και υάκινθους. Αντί για άγρια ζώα ο παράδεισος κατοικείται τώρα από κύκνους, παπαγάλους και παγώνια.
Πριν απαντηθεί το ερώτημα γιατί οι Εβδομήκοντα, τον τρίτο αιώνα π.Χ., επέλεξαν τον όρο «παράδεισος» για να μεταφράσουν την εβραϊκή έκφραση Gan Eden, έχουμε να λύσουμε ένα άλλο πρόβλημα. Γιατί οι μεταφραστές δεν προτιμούν τον εξίσου πιθανό ελληνικό όρο «κήπος»; Όπως ο παράδεισος, ο κήπος είναι συνδεδεμένος με το νερό (Ησαΐας 1.29), αλλά είναι σαφώς απλούστερος από το μαγευτικό παράδεισο (Δευτερονόμιο11.10, 1 Βασιλέων 20.2). Αυτοί οι κήποι καλλιεργούνταν κατά κύριο λόγο για την παραγωγικότητα τους και ήταν στενά συνδεδεμένοι με τα συγκροτήματα κατοικιών. Ήταν μικροί, περιφραγμένοι, καλλιεργούνταν εντατικά και φημίζονταν για τα λαχανικά και τα λουλούδια τους. Με άλλα λόγια, για τους Εβραίους μεταφραστές η λέξη κήπος δύσκολα έφερνε στο μυαλό την εικόνα ενός βασιλικού πάρκου αντάξιου του Γιαχβέ.
Αλλά αν οι μεταφραστές προτίμησαν τη λέξη παράδεισος, ποιον παράδεισο έχουν κατά νου; Μπορούμε να απορρίψουμε τις παλιές περσικές έννοιες «αποθήκη» ή «αμπελώνας» και τη χρήση για κυνήγι στον Ξενοφώντα, δεδομένου ότι ούτε ο Θεός ούτε ο Αδάμ εμφανίζουν κανένα ενδιαφέρον για το κυνήγι, ούτε πίνουν αλκοόλ. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι μπορούμε να αγνοήσουμε επίσης τους παραδείσους της μεταγενέστερης ελληνιστικής και ρωμαϊκής Αιγύπτου, δεδομένου ότι ήταν πάρα πολύ μικροί, πάρα πολύ απλοί και πολύ χρηστικοί για να είναι αντάξιοι του Γιαχβέ. Αυτό μας αφήνει τους σύγχρονους βασιλικού παραδείσους των ελληνιστικών χρόνων, όπως είναι ορατοί σε διάφορες περιγραφές: βασιλικά πάρκα με πολλά δέντρα, κατάλληλα για περπάτημα, λιγότερο άγριοι από τους περσικούς προδρόμους τους, αλλά πιο δασώδεις από τους ύστερους ρωμαϊκούς απογόνους τους. Τέτοια πάρκα φυσικά ταιριάζουν με την εποχή των Εβδομήκοντα, δηλαδή την Αλεξάνδρεια κατά το δεύτερο τέταρτο του τρίτου αιώνα π.Χ.. Οι γνώσεις μας της πρώιμης Αλεξάνδρειας είναι ατελείς, αλλά αναγνωρίζεται όλο και περισσότερο ότι το βασιλικό παλάτι του Πτολεμαίου Β΄ άντλησε έμπνευση από τα περσικά παλάτια με τους παραδείσους. Ο παράδεισός του φαίνεται πράγματι να αποτυπώνεται στην περιγραφή του παλατιού του βασιλιά Αιήτη στην Κολχίδα από τον Απολλώνιο τον Ρόδιο (Αργοναυτικά 3.219 – 29). Υπάρχει επίσης μια σαφής ένδειξη για τη σύνδεση του παραδείσου του Γιαχβέ με τον κόσμο των Πτολεμαίων: η μετάφραση της έκφρασης Gan Eden στη Γένεση (3.23) ως «παράδεισος της τρυφής». Η «τρυφή» ήταν ένας όρος που χρησιμοποιείται ευρέως στη μοναρχία των Πτολεμαίων για να χαρακτηρίσει την ήρεμη ζωή με την ευημερία και τη μεγαλοπρέπειά της. Τρεις βασιλείς επονομάστηκαν «Τρύφων» και διάφορες πριγκίπισσες «Τρύφαινα». Στους ρωμαϊκούς χρόνους η τρυφή έγινε συνώνυμο με την «καλή ζωή». Σαφώς η εποχή των Πτολεμαίων δεν ήταν πλέον η εποχή του Κύρου με τη σωματική ταλαιπωρία και τον ιδρώτα, αλλά ο κόσμος του πλούτου, της άνεσης και της πολυτέλειας. Πίσω από τον παράδεισο του ουράνιου βασιλιά στη μετάφραση των Εβδομήκοντα υποκρύπτονται οι καλλιεργημένοι παράδεισοι των επίγειων Ελλήνων αρχόντων της σύγχρονης Αιγύπτου.