Ζούσε κάποτε ένας άνθρωπος πάρα πολύ πλούσιος. Λέγεται ότι απ’αυτόν πιο πλούσιος ούτε υπήρξε ούτε μπορεί να υπάρξει στον κόσμο όλο. Τόσα ήταν τα πλούτη του που ο Κροίσος και ο Μίδας έμοιαζαν μπροστά του φτωχαδάκια. Μα όλα αυτά τα αμύθητα πλούτη σε τίποτα δεν του χρησίμευαν. Γιατί ο άνθρωπος αυτός ήταν πολύ δυστυχισμένος. Ένα τρομερό άγχος μόνιμα τον κατάτρωγε κι έσβηνε μέσα του κάθε χαρά για τη ζωή· το άγχος του θανάτου. “Τι να το κάνω που έχω τόσους θησαυρούς, αφού οι θησαυροί μου αυτοί είναι ανίκανοι να με γλυτώσουν από το φοβερότερο εχθρό μου, αυτόν που τον νοιώθω να με καρτερά σε κάθε μου βήμα· τον ανάλγητο, ανθρωποβόρο θάνατο;” έλεγε και έπεφτε σε βαθειά κατάθλιψη.
Είχε στείλει κήρυκες σ’όλη τη χώρα και υποσχόταν τόν-νους χρυσάφι και διαμαντικά αμοιβή σ’όποιον θα του έβρισκε κάποιον τρόπο να ξεφύγει απ’το μοιραίο αγκάλιασμα του Χάρου. Τα χρόνια όμως περνούσαν και λύση δε φαινόταν από πουθενά.
Μια μέρα τέλος, εκεί που καθόταν απελπισμένος και μεμψιμοιρούσε, του ήρθε μια ιδέα. Σκέφτηκε πως αν τουλάχιστο ήξερε από πού ξεκινά ο Χάρος κι έρχεται να πάρει τη ζωή των ανθρώπων, ίσως να έβρισκε κάποιον τρόπο να προφυλαχτεί. Έστειλε λοιπόν και κάλεσε στο μέγαρο του όλους τους σοφούς, τους δάσκαλους και τους συγγραφείς του τόπου να τους ρωτήσει αν ξέρουν να του πουν από που έρχεται ο θάνατος.
Μα οι σοφοί, οι δάσκαλοι και οι συγγραφείς δε συμφωνούσαν μεταξύ τους. Ο καθένας είχε τη δική του γνώμη πάνω στο θέμα, που μόνη αυτή θεωρούσε σωστή, και μαχόταν των αλλονών τις γνώμες. Ο ένας τού’λεγε πως ο Χάρος ζει στον ουρανό, πως φέρνει βόλτες σαν αρπαχτικό πουλί, βλέποντας τα πάντα με το αετίσιο μάτι του και σαν από κεί διαλέγει κάποιον, εφορμά και του αρπάζει τη ζωή. Ένας άλλος έλεγε αντίθετα πως ο Χάρος μοιάζει με τεράστιο μαύρο αρουραίο που μένει στα έγκατα της γης και παρακολουθεί τα έργα και τις ημέρες των ανθρώπων με την απίστευτα οξεία ακοή του, που απ’αυτήν θόρυβος κανένας δεν ξεφεύγει· διαλέγει έτσι τα θύματα του και ανεβαίνει μες απ’το χώμα και τους παίρνει την ψυχή. Ένας τρίτος πάλι τον διαβεβαίωνε πως ο Χάρος γυρνά τον κόσμο μασκαρεμένος σε πραματευτή· μέρος κανένα δεν μένει απ’όπου δεν περνά· στέκεται στο κάθε χωριό, στην κάθε πολιτεία, πουλάει την πραμάτεια του στην κάθε γειτονιά” κουβεντιάζει γέρους και νιους, ελεύθερες και παντρεμένες, νιόβγαλτα κοριτσάκια και γριές· βλέπει έτσι, ακούει και όλα τα μαθαίνει, και σαν έρθει η ώρα, πετά τη φορεσιά του του πραματευτή, καβαλά το μαύρο σαν τη νύχτα άτι του και με το σπαθί στο χέρι βγαίνει παγανιά στα ίδια απ’όπου πριν είχε περάσει μέρη και θερίζει τις ψυχές.
Ο πλούσιος τους άκουσε όλους υπομονετικά κι αφού κι ο τελευταίος μίλησε κι είπε την άποψη του, μη βγάζοντας άκρη καμμιά, τους έδιωξε και έπεσε σε περισυλλογή.
Το σκέφτηκε από δω, το σκέφτηκε από κεί, το γύρισε και το ξαναγύρισε μες στο μυαλό του, άλλη λύση καλύτερη δεν έβρισκε. “Εν τέλει, θα πρέπει να καταφύγω σ’ένα μέρος, όπου ο Χάρος δε θα μπορεί ούτε να με δει, ούτε να μ’ακούσει, ούτε να μπει για να μου κλέψει τη ζωή.”, είπε με τον εαυτό του.
Υπήρχε όμως ένα τέτοιο μέρος; Κι αν δεν υπήρχε τι μ’αυ-τό ! Χρήματα – δόξα τω Θεώ – είχε όσα ποθούσε η καρδιά του, το καταφύγιο που χρειαζόταν θα τό ‘φτιαχνε ο ίδιος, ας ήταν να ξοδέψει για τον σκοπό αυτό ό,τι είχε και δεν είχε.
Αμ έπος, αμ έργον, μάζεψε λοιπόν αρχιτέκτονες και εργολάβους, μίσθωσε τεχνίτες: οικοδόμους, ξυλουργούς, γλύπτες, σιδεράδες κι αμέτρητους ακόμα άλλους, και τους ζήτησε να του χτίσουν το απρόσιτο κρησφύγετο που επιθυμούσε.
Χρόνια κράτησαν τα έργα, μα το αποτέλεσμα άξιζε και τον κόπο και τα έξοδα. Μια ολόκληρη νέα πόλη – η πόλη του – είχε φυτρώσει από το πουθενά. Μια πόλη με τα όλα της : με τις λεωφόρους και τα σοκκάκια της, με θέατρα, ναούς και συντριβάνια, με τα πάρκα και τις πλατείες της. Ακόμα και ήλιο δικό της τεχνητό είχε, που ανέτελε το πρωί και βασίλευε το βράδι, για να τη φωτίζει και να δείχνει τις ώρες στους ανθρώπους που θα έμεναν εκεί. Γιατί θα πρέπει να πούμε πως η θαυμαστή αυτή νέα πολιτεία ήταν υπόγεια, κτισμένη βαθειά στα έγκατα της γης, ερμητικά κλειστή από παντού με τείχη από σίδερο τρανό, δέκα μέτρα πάχος. Μια μόνο είσοδος υπήρχε κι αυτή θα σφραγιζόταν, έτσι που κανείς πια να μην μπορεί μήτε να μπει μήτε να βγει.
Εκεί λοιπόν κατέβηκε να ζήσει ο πλούσιος της ιστορίας μας, ανάλαφρος πια και περιχαρής, αφού ήταν σίγουρος πως είχε γλυτώσει μια για πάντα από τα δόντια του θανάτου. Και πράγματι, μέσα από το τιτάνειο σιδερένιο τείχος που τον προστάτευε κανείς δεν μπορούσε να τον δει ούτε να τον ακούσει. Μα κι αν ακόμα κατάφερνε και μάθαινε ο Χάρος που βρισκόταν, θα του ήταν παρ’όλα αυτά αδύνατο να μπει και να τον πιάσει.
Και τα χρόνια περνούσαν. Ο πλούσιος ζούσε ξέγνοιαστος κι ευτυχισμένος στην υπόγεια πολιτεία του. Το άγχος του θανάτου που δηλητηρίαζε όλη την πρωτινή ζωή του, είχε γίνει μακρινή ανάμνηση. Γερνούσε βέβαια περνώντας ο καιρός· τα μαλλιά του άσπριζαν, η μέση του τον πονούσε πού και πού· δεν άντεχε πια να στέκει ώρες ορθός ή ν’ανεβοκατεβαίνει σκαλοπάτια· είχε γίνει, καθώς λένε, κάπως περήφανος στ’αυτιά και τα μάτια του δεν έβλεπαν τόσο καλά όσο και πρώτα. Μα όλα τούτα δεν τον έκοφταν, μια κι ήταν ήσυχος πως ο θάνατος δε θα τον έβρισκε ποτέ.
Μια μέρα όμως, εκεί που έκανε τον καθημερινό περίπατο του, μια πελώρια σκιερή μορφή του έφραξε άξαφνα το δρόμο. Κέρωσε.
“Π… ποιος είσαι;”, έκανε έντρομος.
– Είμαι ο Χάρος, απάντησε η μορφή, σήμανε η ώρα σου κι ήρθα να κόψω το νήμα της ζωής σου. Είσαι έτοιμος;
Έννοιωσε τη γη ν’ανοίγει κάτω απ’τα πόδια του. Ο Χάρος ! Μα πώς ήταν δυνατόν; Άδικα λοιπόν είχε φτιάξει όλην αυτήν την πολιτεία; Άδικα είχε περάσει τη μισή ζωή του μακρυά απ’τους ανθρώπους, χωμένος μες στη γη;
– Μα πώς μ’είδες, πώς μ’άκουσες; Κι αφού έμαθες πως ήμουν εδώ, πώς μπόρεσες και πέρασες το σιδερένιο τείχος και μπήκες; αναφώνησε απελπισμένος.
Μα ο Χάρος κάγχασε και είπε :
– Ούτε σ’είδα, ούτε σ’άκουσα, μήτε χρειάστηκε να περάσω το αδιαπέραστο σιδερένιο τείχος σου για νά’ρθω να σε βρω. Ήμουν πάντοτε κοντά σου, σε κάθε σου ώρα συντροφιά, χωρίς ούτε στιγμή να σε αφήσω.
– Πώς γίνεται τότε και ποτέ δε σ’είδα; εξανέστη ο πλούσιος.
– Από την ώρα που γεννήθηκες, μέσα σου με κουβαλάς δίχως να το ξέρεις. Τούτες οι ρυτίδες που όλο το πρόσωπο σου αυλακώνουν, έργο δικό μου είναι. Εγώ ήμουν που ενώ εσύ κοιμόσουν τον ύπνο του δικαίου, πάνω στην κλίνη σου καρτερικά σκυμμένος, σκάλιζα με τη σμίλη μου αγάλια τη μορφή σου. Και τις τούφες αυτές τ’άσπρα μαλλιά πού’χεις πάνω στην κεφαλή σου, κι αυτά σε μένα τα χρωστάς. Εγώ σιγά-σιγά στα έβαψα δίχως να το νοιώσεις. Μα και οι πόνοι ετούτοι που σου τσακίζουν τη μέση και τα γόνατα, πούθε θαρρείς πως έρχονται; Από μένανε κι αυτοί! Μέσα στα κόκκαλά σου φωλιασμένος, κυλώντας μες στις φλέβες σου, με σφυριά, τανάλιες και σουβλιά σε χτυπούσα, σ’έκοβα και σε τσι-γκλούσα. Ανόητε ! Είχες μέσα σου τη φλόγα της αθανασίας, μα διόλου δεν τη νοιάστηκες, την άφησες και πήγε στράφι. Και μόνο διάλεξες να γαντζωθείς σε τούτο το άθλιο σαρκίο, που ούτε για μια στιγμή δεν ήταν αληθινά δικό σου. Από μένατό’χες δανεικό, κι ήρθα τώρα να στο ζητήσω πίσω.
Και με τα λόγια αυτά, έσυρε κάτω από τη μαύρη κάπα του μια αιχμηρή και μακρυά λεπίδα και πριν εκείνος καταλάβει καλά-καλά τι του συμβαίνει, του την έμπηξε ίσα στην καρδιά.
Πέρασαν από τότε χρόνια αμέτρητα. Μα ο θρύλος λέει πως η υπόγεια πολιτεία βρίσκεται πάντοτε εκεί. Είναι φορές, λέει, που κάτι θόρυβοι περίεργοι κι υπόκοφοι ακούγονται να βγαίνουν απ’τα έγκατα της γης. Ίσως νά’ναι ο σιδερένιος εκείνος ήλιος που εξακολουθεί ακόμα να γυρνά μονάχος στη μάταιη τροχιά του. Ποιος να ξέρει…
Ορέστης Ηλιανός