Σύμφωνα με τις πηγές ο Θεός Διόνυσος έγινε ευρύτερα γνωστός στην Αττική την εποχή του του Πανδίωνα. Πιο συγκεκριμένα ο Απολλόδωρος αναφέρει:
«..Όταν πέθανε ο Εριχθόνιος και θάφτηκε στο Τέμενος της Αθηνάς την βασιλεία ανέλαβε ο Πανδίων στα χρόνια του οποίου ήρθαν στην Αττική η Δήμητρα και ο Διόνυσος. Και την μεν Δήμητρα υποδέχθηκε στην Ελευσίνα ο Κελεός τον δε Διόνυσο ο Ικάριος που έλαβε από αυτόν κλήμα αμπέλου και έμαθε την οινοποιία».
Σύμφωνα με τους Απολλόδωρο, Υγίνο και Νόννο πως το θεό Διόνυσο υποδέχτηκαν στην Αττική και φιλοξένησαν χωρίς να γνωρίζουν την υπόσταση του ο Ικάριος με την θυγατέρα του Ηριγόνη. Ο Διόνυσος ευχαριστημένος από την φιλοξενία του χάρισε την άμπελο και τους δίδαξε την οινοποιία.
Ενθουσιασμένοι από τις θαυματουργές ιδιότητες του άγνωστου μέχρι τότε ποτού ο Ικάριος κάλεσε βοσκούς από το πεντελικό όρος και τους κέρασε τον οίνο που είχε παρασκευάσει. Μην γνωρίζοντας όμως τις ιδιότητες του ποτού, αυτοί ήπιαν παραπάνω απ’ όσο έπρεπε και άρχισαν να ζαλίζονται και να αισθάνονται άσχημα.
Θεωρώντας πως ο Ικάριος θέλησε να τους δηλητηριάσει οι βοσκοί τον σκότωσαν. Την επόμενη μέρα όμως μόλις συνήλθαν κατάλαβαν το λάθος τους και για να κρύψουν το έγκλημα τους έθαψαν τον Ικάριο κάτω από ένα πεύκο και έφυγαν για την Κέα.
Η Ηριγόνη όμως βρήκε το σώμα του πατέρα της χάρη στην σκύλα της την Μαίρα η οποία υπέδειξε το σημείο που βρισκόταν θαμμένος. Απαρηγόρητη η κόρη βλέποντας τον νεκρό πατέρα της κρεμάστηκε από το ίδιο πεύκο και μεταμορφώθηκε σε αμπέλι. Ο θεός τότε θυμωμένος από αυτό το έγκλημα καταράστηκε την πόλη των Αθηνών να έχουν όλες οι κοπέλες το ίδιο τέλος με την Ηριγόνη.
Έτσι αυτές παραφρόνησαν και σαν την Ηριγόνη άρχισαν να απαγχονίζονται. Οι Αθηναίοι απεγνωσμένοι πήγαν για χρησμό στο Μαντείο των Δελφών όπου πήραν την απάντηση πως για να σταματήσει η τρέλα των κοριτσιών θα έπρεπε να θάψουν των Ικάριο και την Ηριγόνη, να βρουν τους δολοφόνους και να θεσπίσουν εορτασμούς προς τιμήν των δύο θυμάτων.
Κατά τους εορτασμούς θα θυσίαζαν σε αυτούς τα πρώτα τσαμπιά με σταφύλια και θατελούσαν την εορτή της «εώρας», στην οποία όπως μαθαίνουμε από τον Αθήναιο νέες κοπέλες έκαναν κούνια από τα δέντρα και τραγουδούσαν ένα τραγούδι που το έλεγαν «αλήτιν». («ην δε και επι ταις εωραις τις επ’ Ηριγόνη, ην και αλήτιν λέγουσιν, ωδή.»)
Άπό αυτή την παράδοση ξεκινά στην Αττική η λατρεία του θεού Διονύσου και συγκεκριμένα στον Δήμο Ικαρίας λατρευτικό κέντρο του οποίου είναι ο εν λόγω αρχαιολογικός χώρος. Από εκεί ξεκινούν και καθιερώνονται τα Διονύσια τα «εν άγροις» που τελούνται κάθε χρόνο στην καρδιά του χειμώνα στον Αττικό μήνα Ποδειδεών.
Είναι γνωστό πως το θέατρο έχει τις ρίζες του στην Αττική κωμωδία και τραγωδία η οποία με την σειρά της πηγάζει απ’ ευθείας από τον Διθύραμβο. Ο διθύραμβος είναι λατρευτικό λυρικό άσμα προς τιμήν του Διονύσου. Σε αυτόν άδει ομάδα ανδρών ή παίδων υπό συνοδεία αυλού. Δύο σημαντικά γεγονότα οδήγησαν στην εξέλιξη του διθυράμβου που γέννησε το φαινόμενο της τραγωδίας.
Το πρώτο γεγονός είναι εξέλιξη του διθυράμβου από αποκλειστικά λατρευτικό άσμα με θεματολογία τον Διόνυσο σε ξεχωριστό λυρικό/καλλιτεχνικό είδος. Αυτή η εξέλιξη οφείλεται σύμφωνα με την παράδοση στον ποιητή Αρίωνα ο οποίος την εποχή του Τυράννου Περίανδρου στην Κόρινθο ανέπτυξε τα λατρευτικά χορικά άσματα, δίνοντας τους τίτλους και εισάγοντας τον χορό των σατύρων.
Το δεύτερο κορυφαίο γεγονός είναι φυσικά η δημιουργία της ίδιας της τραγωδίας σύμφωνα με την παράδοση από τον Θέσπι. Ο Θέσπις ήταν αυτός που ξεχώρισε πρώτη φορά ένα μέλος του χορού ( πιθανότατα τον ίδιο ), και παρέμβαλε στο διθυραμβικό άσμα του χορού , άλλο μέλος. Ο εξάρχων λοιπόν του χορού που φορούσε προσωπείο αρχίζει με τον Θέσπι διάλογο με τον χορό – αποκρίνεται δηλ στον χορό – και έτσι γεννιέται ο πρώτος υποκριτής/ηθοποιός έτσι γεννιέται η πρώτη τραγωδία.
Είναι γνωστό πως η πρώτη τραγωδία του Θέσπι σύμφωνα με την παράδοση «ανέβηκε» στα μεγάλα ή «εν άστυ» Διονύσια κατά την 61η Ολυμπιάδα, αυτό όμως που είναι λιγότερο γνωστό και σχετίζεται με το θέμα μας είναι πως ο Θέσπις ήταν από τον Δήμο Ικαρίας της Αττικής και πριν ακόμα ανεβάσει την πρώτη τραγωδία του στα μεγάλα Διονύσια, είχε ξεκινήσει αυτό το «είδος» από τις εορτές του δήμου του, στα μικρά Διονύσια, λατρευτικό κέντρο του οποίου δήμου με θέατρο είναι ο αναφερόμενος εδώ αρχαιολογικός χώρος.